Στα μέσα Απριλίου του 2021, ο Πρόεδρος Μπάιντεν ανήγγειλε την επικείμενη και ταχεία αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν με βάση το χρονοδιάγραμμα που είχε εκδοθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η ανακοίνωση προκάλεσε την προώθηση των Ταλιμπάν, μιας θρησκευτικής ομάδας ανταρτών, που είχε κυβερνήσει προηγουμένως το Αφγανιστάν από το 1996 έως το 2001, όταν οι ΗΠΑ τους απομάκρυναν από την εξουσία και εγκατέστησαν ένα κοσμικό καθεστώς.
Στις αρχές Ιουλίου, παρά την επιθετική προέλαση των Ταλιμπάν, ο Μπάιντεν επαναβεβαίωσε την απόφασή του να επισπεύσει και να ολοκληρώσει την απόσυρση των στρατευμάτων μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Η Εθνική Δημόσια Ραδιοφωνία ανέφερε ότι ο πρόεδρος μίλησε με αισιοδοξία ότι το ισχύον καθεστώς θα διατηρηθεί. «Έχω εμπιστοσύνη στους Ταλιμπάν; Όχι », είπε ο Μπάιντεν. «Αλλά εμπιστεύομαι την ικανότητα του Αφγανικού στρατού, ο οποίος είναι καλύτερα εκπαιδευμένος, καλύτερα εξοπλισμένος και πολύ πιο ικανός όσον αφορά τη διεξαγωγή πολέμου».
Μέσα σε έξι εβδομάδες, η πρωτεύουσα της Καμπούλ είχε περιέλθει στον έλεγχο των Ταλιμπάν.
Ο πρόεδρος Άσραφ Γκάνι διέφυγε από τη χώρα με αυτοκίνητα και μετρητά, άλλα άτομα που συνδέονταν με την πρώην κυβέρνηση ζήτησαν άσυλο, και οι Αμερικανοί διπλωμάτες και το λοιπό προσωπικό φυγαδεύτηκαν, σε ένα σκηνικό που θύμιζε τρομακτικά την ταχεία πτώση της Σαϊγκόν, τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα.
Ο «καλύτερα εκπαιδευμένος, καλύτερα εξοπλισμένος» και «πιο ικανός» αφγανικός τακτικός στρατός δεν φαίνεται να ήταν τίποτα από όλα αυτά.
Πώς θα μπορούσε μια σκόρπια ομάδα φονταμενταλιστών - που οργανώθηκε από φοιτητές και με μικρή επίσημη στρατιωτική εκπαίδευση - να είναι τόσο αποτελεσματική στον έλεγχο μιας επικράτειας που αντιστάθηκε στην κυριαρχία ορισμένων από τις πιο τρομερές παγκόσμιες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών, των Σοβιετικών και ( πιο πρόσφατα) των Ηνωμένων Πολιτειών; Και γιατί η προϋπάρχουσα αφγανική κυβέρνηση κατέρρευσε τόσο γρήγορα;
Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι μια απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να βρεθεί σε ένα ιδιόμορφο, μικρό ακαδημαϊκό πεδίο γνωστό ως η πολιτική οικονομία της θρησκείας .
Τα οικονομικά της θρησκείας;
Κάθε φορά που λέω σε μη ακαδημαϊκούς ότι η καριέρα μου επικεντρώθηκε στην οικονομική μελέτη της θρησκείας, συνήθως νομίζουν ότι ερευνώ το πώς οι μεγάλες εκκλησίες βγάζουν πολλά χρήματα. Αλίμονο, όχι.
Στην οικονομική μελέτη της θρησκείας, με ρίζες στον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ (Τόμος V), πρωτοστάτησαν οι κοινωνιολόγοι Rodney Stark και Roger Finke και ο οικονομολόγος Laurence Iannaccone, στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η πρωταρχική τους σκέψη εκείνη την εποχή ήταν να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη θεωρία της εκκοσμίκευσης, που υποστήριζε την μειούμενη σημασία της θρησκείας με την πάροδο του χρόνου. Χρησιμοποιώντας τις πιο βασικές έννοιες των Οικονομικών (π.χ., οριακή χρησιμότητα, αντισταθμίσεις, συμπεριφορές που βασίζονται σε κίνητρα), υποστήριξαν ότι η μείωση της θρησκευτικής συμμετοχής δεν ήταν συνάρτηση της μείωσης της «ζήτησης», όσο της υπερρύθμισης της «προσφοράς».
Αυτή η προοπτική κέρδισε σημαντική προσοχή όταν έγινε αντιληπτό ότι η μείωση του θρησκευόμενου πληθυσμού περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη (όπου οι θεωρητικοί της εκκοσμίκευσης εστίαζαν την προσοχή τους) και ότι ο υπόλοιπος κόσμος ήταν έντονα θρησκευόμενος και βίωνε ακόμη και φονταμενταλιστικές αναζωπυρώσεις (ακόμη και στα πιο καταπιεστικά, αθεϊστικά κράτη όπως η Κίνα). Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δύο πολιτικοί επιστήμονες - ο γράφων και η Carolyn Warner - άρχισαν να στρέφουν την προσοχή στο ρόλο που έπαιζε το κράτος στην διαμόρφωση των οικονομικών κινήτρων των θρησκευόμενων.
Τα αυστηρά δόγματα είναι πιο ζωντανά
Ένα από τα πιο σημαντικά και πρωτοποριακά ευρήματα που προέρχονται από τα οικονομικά της θρησκείας μπορεί να αποδοθεί στον Laurence Iannaccone, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και ήταν μια άποψη που αντικατοπτρίζει ευθέως την επιτυχία των Ταλιμπάν: οι ομάδες με αυστηρές τελετουργίες συμπεριφοράς είναι πολύ αποτελεσματικές στην οργάνωση της συλλογικής δράσης.
Ο Iannaccone προβληματίστηκε από την οργανωτική ζωντάνια ορισμένων από τις πιο αυστηρές εκκλησίες των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως οι Μορμόνοι, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και οι Ορθόδοξοι Εβραίοι. Αυτά τα δόγματα, παραδόξως, είχαν μερικούς από τους πιο επαχθείς κώδικες συμπεριφοράς, ενώ είχαν επίσης μέλη ιδιαίτερα αφοσιωμένα και ιδιαίτερα ενεργά.
Ήταν μια παράδοξη παρατήρηση, καθώς η τυπική οικονομική θεωρία θα ισχυριζόταν ότι όσο μεγαλύτερο κόστος έχει η συμμετοχή σε μια ομάδα, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συμμετάσχουν άνθρωποι. Οι οργανισμοί που επιβάλλουν ένα υψηλό κόστος στα μέλη τους θα πρέπει αναγκαστικά να χάσουν κάποια μέλη από ομάδες χαμηλότερου κόστους. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι αυστηρές Εκκλησίες κρατούσαν τα μέλη στις τάξεις τους, και ορισμένες από αυτές στην πραγματικότητα αυξάνονταν (π.χ. Μορμόνοι), ενώ οι πιο συμβατικές Εκκλησίες, όπως οι Επισκοπικοί και οι Ενωτικοί έχαναν γρήγορα μέλη.
Η απάντηση του Iannaccone ήταν απλή και ιδιοφυής: Οι αυστηροί κώδικες συμπεριφοράς (π.χ. απαγόρευση κατανάλωσης αλκοόλ, άρνηση μετάγγισης αίματος) και οι συμπεριφορές στιγματισμού (π.χ. φορέστε διακριτά ρούχα) εξαλείφουν τους «λαθρεπιβάτες» σε κοινωνικές ομάδες και ενισχύουν τη συνεργασία. Τα θρησκευτικά δόγματα είναι ουσιαστικά «συλλογικά αγαθά» (club goods) όπου τα μέλη μοιράζονται πολλά συλλογικά οφέλη (π.χ. παροχή πρόνοιας, υποτροφίες). Η ποιότητα αυτών των συλλογικών παροχών εξαρτάται από το πόσοι άνθρωποι συνεισφέρουν ενεργά. Εάν συμμετέχουν όλοι, ο οργανισμός είναι ζωντανός. Ωστόσο, εάν πολλά μέλη είναι εκεί μόνο για να εισπράξουν αυτά τα οφέλη αλλά δεν συμμετέχουν (δηλαδή είναι λαθρεπιβάτες), η ποιότητα του αγαθού φθίνει και ο οργανισμός γίνεται αναιμικός.
Για να περιορίσουν την λαθρεπιβίβαση, οι αυστηρές θρησκευτικές ομάδες απαιτούν από τα μέλη τους να αποδείξουν την πίστη τους συμμετέχοντας σε επαχθείς και ορατές από όλους συμπεριφορές, που κανένας φυγόπονος δεν θα ήθελε να υπομείνει. Οι Μορμόνοι απαιτούν διετείς ιεραποστολές από τους νεαρούς ενηλίκους τους, όχι τόσο για να αποκτήσουν νέους προσήλυτους, αλλά περισσότερο επειδή μόνο οι πιο αφοσιωμένοι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν να τους βροντούν την πόρτα στο πρόσωπό επί δύο χρόνια. Ένας Ορθόδοξος Εβραίος που τηρεί την αργία του Σαββάτου και διατηρεί αυστηρές διατροφικές συνήθειες, σηματοδοτεί την ισχυρή δέσμευσή του στην ομάδα. Πολλές άλλες ομάδες όπως οι αδελφότητες, οι φιλικές εταιρείες (π.χ., μασόνοι) έχουν περίεργες και συχνά ενοχλητικές τελετουργίες που απαιτούνται για την είσοδο σε αυτές, ως μέσο διαχωρισμού αυτών που είναι αφοσιωμένοι, από εκείνους που θέλουν απλώς τα οφέλη του συλλόγου χωρίς να συνεισφέρουν.
Η εμπλοκή σε συμπεριφορές στιγματισμού περιορίζει επίσης τους πειρασμούς των μελών της ομάδας, και τα συνδέει πιο στενά με τον οργανισμό. Οι Μορμόνοι δεν μπορούν να βγουν για ποτό σ' ένα μπαρ την Παρασκευή το βράδυ, έτσι το μεγαλύτερο μέρος των συναναστροφών τους συμβαίνει εντός της Εκκλησίας τους, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να τους κάνει πιο αφοσιωμένους στην ομάδα.
Ένα τελευταίο όφελος από αυτά τα δαπανηρά εμπόδια εισόδου είναι ότι το συλλογικό αγαθό που προκύπτει είναι πολύ υψηλής ποιότητας. Δεδομένου ότι στην ομάδα ανήκουν μόνο άτομα με υψηλό επίπεδο δέσμευσης, όλοι συνεργάζονται αποτελεσματικά και τα συλλογικά οφέλη που προκύπτουν είναι πολύτιμα. Οι αυστηρές θρησκείες είναι δαπανηρές, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη που παρέχουν, είναι μια καλή συμφωνία.
Οι αυστηρές θρησκείες ενισχύουν τις ομάδες ανταρτών
Ένας άλλος οικονομολόγος, ο Eli Berman , πήρε την προοπτική του Iannaccone και την εφάρμοσε στη μελέτη των τρομοκρατικών οργανώσεων. Στο εξαιρετικό βιβλίο του Ριζοσπάστες, Θρησκευόμενοι και Βίαιοι , ο Berman εξήγησε ότι η συμμετοχή σε τρομοκρατικές επιθέσεις (π.χ. βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας) ή η λειτουργία μιας ομάδας ανταρτών απαιτούν έναν υψηλό βαθμό συνεργασίας μεταξύ των μελών της ομάδας. Εάν κάποιο άτομο συλληφθεί ή αποσκιρτήσει από την ομάδα, ολόκληρή η οργάνωση μπορεί να εξαρθρωθεί. (Ο Berman σημείωσε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας συνήθως δεν είναι επιχειρήσεις «μοναχικών λύκων», αλλά αφορούν πολλά άτομα που έχουν διαφορετικούς ρόλους, όπως την ανίχνευση του στόχου, την κατασκευή της βόμβας, και την απόσπαση της προσοχής.)
Η σύνδεση μιας αυστηρής θρησκευτικής αίρεσης με μια ριζοσπαστική ομάδα ανταρτών είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της πίστης και της συνεργασίας. Τα άτομα που διατηρούν αυστηρές διατροφικές συνήθειες, προσεύχονται δημόσια πολλές φορές την ημέρα, και μελετούν θρησκευτικά κείμενα απέχοντας από όλες τις άλλες δραστηριότητες, αποδεικνύουν στους άλλους ότι είναι πιθανότατα καλοί συνεργάτες.
Ενώ η ιδεολογία (ή η θεολογία) μιας ομάδας μπορεί να κινητοποιήσει την εξτρεμιστική πολιτική συμπεριφορά, ο Berman υποστηρίζει πειστικά ότι οι αυστηροί κώδικες συμπεριφοράς είναι η βασική κινητήριος δύναμη της επιτυχίας αυτών των επαναστατικών ομάδων. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι όλες οι φονταμενταλιστικές θρησκείες βίαιες. Μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα ευσεβών φονταμενταλιστών τείνει να είναι, και αυτό συνδέεται με τα οργανωτικά κίνητρα και το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν.
Οι Ταλιμπάν παρέχουν μια πιο αποτελεσματική διακυβέρνηση (σε σχέση με την εναλλακτική)
Οι Ταλιμπάν είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της διατριβής του Berman. Η φονταμενταλιστική εκδοχή του Σουνιτικού Ισλάμ επιβάλλει πολύ αυστηρές απαιτήσεις σε όλα τα μέλη της. Είναι εύκολο για αυτούς να προσδιορίσουν και να επιλέξουν ηγέτες που είναι οι πιο συνεργάσιμοι, και γνωρίζουν ότι μπορούν να τους εμπιστευτούν πως δεν θα αποχωρήσουν από τον οργανισμό. Είναι μια πειθαρχημένη οργάνωση, όπου μαχητές χαμηλότερου επιπέδου, αξιωματούχοι και θρησκευτικοί ηγέτες είναι απίθανο να ξεφύγουν από τους κεντρικούς στόχους της ομάδας, που είναι η δημιουργία ενός ενιαίου Ισλαμικού Εμιράτου του Αφγανιστάν.
Στη δεκαετία του 1990, αυτό έγινε πολύ σημαντικό για την άνοδό τους στην εξουσία στο Αφγανιστάν. Μετά την ήττα της σοβιετικής κατοχής το 1989 (εν μέρει λόγω της κατάρρευσης της οικονομίας της ΕΣΣΔ), το Αφγανιστάν περιήλθε σε μια κατάσταση χάους, με αντίπαλες εθνοτικές φυλές που διεκδικούσαν την πολιτική και οικονομική εξουσία. Ένα κατακερματισμένο σύστημα διακυβέρνησης δεν θα μπορούσε να εισπράξει αποτελεσματικά τους φόρους, και οι υποδομές της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να εγγυηθεί τις βασικές οικονομικές σχέσεις της αγοράς, κατέρρευσαν εντελώς, καθιστώντας το Αφγανιστάν ένα από τα πιο εξαθλιωμένα έθνη στον κόσμο.
Ωστόσο, οι Ταλιμπάν αποδείχθηκαν η μόνη ενωτική οντότητα που θα μπορούσε να εγγυηθεί ασφαλείς εμπορικούς δρόμους, να εισπράξει φόρους χωρίς να εκμεταλλευτεί υπερβολικά τον πληθυσμό, και να παράσχει βασικά δημόσια αγαθά σε κομβικές πόλεις. Το έκαναν αυτό αρχικά εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της εθνικής οδού Κανταχάρ-Χεράτ που χρησίμευε ως σημαντικός εμπορικός δρόμος μεταξύ Πακιστάν, Ιράν και Τουρκμενιστάν και ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου «περιφερειακού δρόμου» που ήταν η μόνη προσβάσιμη διαδρομή που συνέδεε σημαντικές πόλεις της χώρας (βλ. Ριζοσπάστες, Θρησκευόμενοι και Βίαιοι , σελ. 20-30).
Προηγουμένως, διαφορετικές οργανώσεις φυλών καταλάμβαναν τμήματα αυτού του αυτοκινητόδρομου, σταματούσαν κάθε διέλευση και φορολογούσαν τους επαγγελματίες του εμπορίου. Με τόσες πολλές «φορολογικές οργανώσεις» να παίρνουν χρήματα από τους φορτηγατζήδες κάθε λίγα μίλια, έγινε πολύ ακριβό για οποιονδήποτε το να μεταφέρει τα αγαθά του σε αυτόν τον δρόμο. Το εμπόριο σταμάτησε. Δεν ήταν δυνατή η είσπραξη φόρων. Οι υποδομές της χώρας κατέρρευσαν.
Ωστόσο, οι Ταλιμπάν μπόρεσαν να τοποθετήσουν τους μαχητές τους σε καίρια σημεία του αυτοκινητοδρόμου και να φορολογήσουν τους εμπόρους μόνο μία φορά, προστατεύοντας παράλληλα τους φορτηγατζήδες από άλλους ληστές κατά μήκος της διαδρομής. Δεδομένου ότι τα πιστά μέλη των Ταλιμπάν είχαν αποδείξει την αφοσίωσή τους μέσω της τήρησης αυστηρών θρησκευτικών κωδίκων, ήταν απίθανο να λεηλατήσουν τα κονβόι των φορτηγών με οπορτουνιστικό τρόπο.
Το εμπόριο επέστρεψε, οι Ταλιμπάν εισέπρατταν έσοδα με ένα ανεκτό επίπεδο εγγυημένης φορολογίας, και χρησιμοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για άλλα έργα υποδομών στη χώρα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτό έκανε τους Ταλιμπάν αρκετά δημοφιλείς σε σχέση με το χάος που επικρατούσε προηγουμένως. Μπορεί στον λαό να μην άρεσαν οι έντονές θρησκευτικές τους απόψεις, αλλά τουλάχιστον οι δρόμοι ήταν προσβάσιμοι και το ηλεκτρικό ρεύμα επανήλθε.
Επιπλέον, οι Ταλιμπάν αποδείχθηκαν σχετικά δίκαιοι επιδιαιτητές ενός συστήματος αστικής δικαιοσύνης, και οι θρησκευτικοί τους ηγέτες (οι ιμάμηδες) συχνά μετείχαν σε ακροάσεις υποθέσεων μεταξύ μεμονωμένων αντιδίκων, που διαφωνούσαν για διάφορες παραβιάσεις συμβάσεων (βλ. βιβλίο του Μπέρμαν παραπάνω). Η δικαστική επίλυση συμβολαιϊκών διαφορών (π.χ., ποιος είναι ο νόμιμος κάτοχος ενός βοσκοτόπου) μπορεί να ακούγεται σαν κάτι κοινότοπο, αλλά ένα τέτοιο σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για να υπάρξει οικονομική δραστηριότητα. Εάν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα συμβόλαια και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα μπορούν να εφαρμοστούν δίκαια, είναι πιο πιθανό να πραγματοποιήσουν μακροπρόθεσμες επενδύσεις, που προωθούν την οικονομική ανάπτυξη. Πράγματι, η ηγεσία των Ταλιμπάν απολάμβανε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη από τον πληθυσμό για την επίλυση τέτοιων διαφορών, που συνέχιζε να λειτουργεί ως σκιώδης αστική δικαιοσύνη τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Γιατί πέτυχαν οι Ταλιμπάν
Όλα αυτά ήταν εφικτά επειδή οι Ταλιμπάν έχουν τις ρίζες τους σε ένα αυστηρό θρησκευτικό κίνημα όπου η ηγεσία και τα υπόλοιπα βασικά μέλη πρέπει να αποδείξουν την αφοσίωσή τους τηρώντας αυστηρές απαιτήσεις συμπεριφοράς (π.χ. προσευχές, μελέτη του Κορανίου, αυστηροί κώδικες ένδυσης). Η προηγούμενη κοσμική κυβέρνηση δεν είχε αυτό το πλεονέκτημα. Η ηγεσία της ήταν διάτρητη από διαφθορά και ήταν σχεδόν αδύνατο για την κεντρική κυβέρνηση να ελέγξει τους τοπικούς αξιωματούχους που λεηλατούσαν τους τοπικούς πληθυσμούς μέσω υπερβολικής φορολογίας και απαιτήσεων δωροδοκίας για να παρέχουν υπηρεσίες. Όταν οι Ταλιμπάν εισέβαλαν σε μια πόλη, δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο τοπικός πληθυσμός προέβαλλε μικρή αντίσταση.
Πολλοί από τους ακραίους θρησκευτικούς κώδικες που επιβάλλουν οι Ταλιμπάν στον πληθυσμό μπορεί να μην είναι καθολικά δημοφιλείς, αν και είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες της κοινής γνώμης σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι υπερβολή το να σκεφτούμε πως η αυστηρή και προβλέψιμη εφαρμογή του νόμου της Σαρία είναι προτιμότερη από την αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία που υφίσταντο οι Αφγανοί τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Τίποτα από αυτά δεν έχει σκοπό να μειώσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ακόμη το Αφγανιστάν. Δεν είμαι απολογητής του αναδυόμενου καθεστώτος των Ταλιμπάν, και είναι πρακτικά αδύνατον να δημιουργήσουν μια κλασικά φιλελεύθερη κυβέρνηση με εκτεταμένα πολιτικά δικαιώματα, που προτιμώ ιδανικά. Αντίθετα, παρουσιάζω απλά μια εξήγηση στο γιατί οι Ταλιμπάν μπόρεσαν να καταλάβουν τη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Αντιπροσωπεύουν μια πειθαρχημένη και σε ανεκτό βαθμό αξιόπιστη κυβερνητική επιλογή σε σχέση με το διεφθαρμένο καθεστώς, που υπήρχε μόνο χάρη στη βοήθεια των αμερικανικών στρατευμάτων που εγγυόταν την εξουσία του. Το μέλλον παραμένει αβέβαιο για τους Αφγανούς, αλλά οι Ταλιμπάν μπορούν να παρέχουν στους κοινωνικούς επιστήμονες σημαντικά διδάγματα για το πώς μπορούν κάποιες ομάδες ανταρτών να κατακτήσουν την εξουσία, για το πώς μια αποτελεσματική διακυβέρνηση μπορεί να εκτοπίσει διεφθαρμένα καθεστώτα, και γιατί η θρησκεία εξακολουθεί να παραμένει σημαντική στον εικοστό πρώτο αιώνα .
***
Ο Anthony Gill είναι καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και διακεκριμένος ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου για τη Μελέτη της Θρησκείας του Πανεπιστημίου Baylor.
Έχοντας αποκτήσει το διδακτορικό του στις πολιτικές επιστήμες στο UCLA το 1994, ο καθηγητής Gill ειδικεύεται στην οικονομική μελέτη της θρησκείας και της κοινωνίας των πολιτών.
Έλαβε το βραβείο διακεκριμένης διδασκαλίας του UW το 1999 και είναι επίσης μέλος της Εταιρείας Mont Pelerin.