Η αστυνομία της ελεύθερης αγοράς δεν θα ήταν μόνο αποτελεσματική, θα είχε ισχυρό κίνητρο να είναι ευγενική και να αποφεύγει τη βία κατά των χρηματοδοτών της
Η κατάργηση του δημόσιου τομέα σημαίνει, φυσικά, ότι όλα τα τεμάχια γης, όλες οι χερσαίες εκτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των λεωφόρων και των δρόμων, θα αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία, ανήκοντας σε ιδιώτες, εταιρείες, συνεταιρισμούς, ή άλλες εθελούσιες συσσωματώσεις ατόμων και κεφαλαίων. Το γεγονός ότι όλοι οι δρόμοι και οι χερσαίες εκτάσεις θα ήταν ιδιωτικά, θα έλυνε από μόνο του πολλά από τα φαινομενικά ανεπίλυτα προβλήματα της ιδιωτικής διαχείρισης. Αυτό που χρειάζεται είναι να επαναπροσδιορίσουμε τη σκέψη μας, για να αναλογιστούμε έναν κόσμο στον οποίο όλες οι χερσαίες εκτάσεις ανήκουν σε ιδιώτες.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την αστυνομική προστασία. Πώς θα παρέχεται η αστυνομική προστασία σε μια εντελώς ιδιωτική οικονομία;
Η απάντηση γίνεται εμφανής αν φανταστούμε έναν κόσμο απόλυτα ιδιωτικής ιδιοκτησίας της γης και των δρόμων. Σκεφτείτε την περιοχή Times Square της Νέας Υόρκης, μια περιοχή διαβόητη για την εγκληματικότητά της, όπου υπάρχει ελάχιστη αστυνομική προστασία από τις αρχές της πόλης. Κάθε κάτοικος της πόλης γνωρίζει, στην πραγματικότητα, ότι ζει και περπατά στους δρόμους, και όχι μόνο την Times Square, ουσιαστικά σε μια κατάσταση «αναρχίας», όπου εξαρτάται αποκλειστικά από την φυσιολογική, ειρηνική διάθεση και την καλή προαίρεση των συμπολιτών του. Η αστυνομική προστασία στη Νέα Υόρκη είναι ελάχιστη, γεγονός που αποκαλύφθηκε δραματικά σε μια πρόσφατη εβδομαδιαία απεργία της αστυνομίας όταν (για δες!) το έγκλημα σε καμία περίπτωση δεν αυξήθηκε σε σύγκριση με την κανονική κατάσταση, όταν η αστυνομία υποτίθεται ότι είναι σε εγρήγορση και στο πόστο της.
Εν πάση περιπτώσει, ας υποθέσουμε ότι η περιοχή της Times Square, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων, ήταν ιδιόκτητη, ας πούμε από την «Ένωση Εμπόρων της Times Square». Οι έμποροι θα ήξεραν πολύ καλά, φυσικά, ότι εάν το έγκλημα ήταν ανεξέλεγκτο στην περιοχή τους, εάν αφθονούσαν οι κλοπές και οι ένοπλες ληστείες, τότε οι πελάτες τους σταδιακά θα αραίωναν, και θα προτιμούσαν άλλες, ανταγωνιστικές περιοχές και γειτονιές. Ως εκ τούτου, θα ήταν προς το οικονομικό συμφέρον της ένωσης των εμπόρων να παρέχουν αποτελεσματική και επαρκή αστυνομική προστασία, έτσι ώστε οι πελάτες να προσελκύονται, αντί να απομακρύνονται από τη γειτονιά τους. Μια ιδιωτική επιχείρηση, εξάλλου, προσπαθεί πάντα να προσελκύει και να διατηρεί τους πελάτες της.
Άλλωστε, τι νόημα έχουν οι ελκυστικές βιτρίνες και το περιτύλιγμα των καταστημάτων, ο ευχάριστος φωτισμός και η ευγενική εξυπηρέτηση, εάν οι πελάτες ενδέχεται να ληστευθούν ή να δεχτούν επίθεση περπατώντας στην περιοχή;
Η ένωση των εμπόρων, επιπλέον, θα υποχρεωνόταν, λόγω του κινήτρου τους για κέρδη και για την αποφυγή ζημίας, να παρέχει όχι μόνο επαρκή αστυνομική προστασία, αλλά και ευγενική και ευχάριστη προστασία. Οι κρατικοί αστυνομικοί όχι μόνο δεν έχουν κίνητρο να είναι αποτελεσματικοί ή να ανησυχούν για τις ανάγκες των «πελατών» τους, αλλά βιώνουν επίσης τον διαρκή πειρασμό να ασκήσουν τη δύναμη επιβολής τους με βάναυσο και αυθαίρετο τρόπο.
Η αστυνομική βαναυσότητα είναι ένα πολύ γνωστό χαρακτηριστικό του αστυνομικού συστήματος, και ελέγχεται μόνο από τις απομακρυσμένες καταγγελίες τυχόν παρενοχλημένων πολιτών. Αλλά σε περίπτωση που η αστυνομία των ιδιωτών εμπόρων ενέδιδε στον πειρασμό της βάναυσης μεταχείρισης των πελατών τους, αυτοί οι πελάτες θα εξαφανίζονταν γρήγορα και θα κατευθύνονταν αλλού. Ως εκ τούτου, η ένωση εμπόρων θα φρόντιζε ώστε η αστυνομία της να είναι ευγενική και επαρκώς στελεχωμένη. Μια τέτοια αποτελεσματική και υψηλής ποιότητας αστυνομική προστασία θα επικρατούσε σε ολόκληρη τη χώρα, σε όλους τους ιδιωτικούς δρόμους και όλες τις χερσαίες εκτάσεις.
Τα εργοστάσια θα φρουρούσαν τους δρόμους γύρω τους, οι έμποροι τις οδούς τους, και οι εταιρείες κατασκευής δρόμων θα παρείχαν ασφαλή και αποτελεσματική αστυνομική προστασία για τις εθνικές οδούς με διόδια, αλλά και τους υπόλοιπους ιδιωτικούς δρόμους. Το ίδιο θα ίσχυε και για τις γειτονιές κατοικιών.
Μπορούμε να οραματιστούμε δύο πιθανές μορφές ιδιωτικής ιδιοκτησίας δρόμων σε τέτοιες γειτονιές. Στην πρώτη, όλοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων σε ένα συγκεκριμένο τετράγωνο θα μπορούσαν να γίνουν από κοινού ιδιοκτήτες αυτού του τετραγώνου, ας πούμε ως «Block Company της 85ης λεωφόρου». Αυτή η εταιρεία θα παρείχε τότε αστυνομική προστασία, τα έξοδα θα καταβάλλονταν είτε από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων απευθείας, είτε από το ενοίκιο των ενοικιαστών, εάν ο δρόμος περιλαμβάνει ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Και πάλι, οι ιδιοκτήτες των κατοικιών θα έχουν φυσικά άμεσο ενδιαφέρον να διασφαλίσουν ότι το τετράγωνό τους θα είναι ασφαλές, ενώ οι κάτοχοι των ακινήτων θα προσπαθήσουν να προσελκύσουν ενοικιαστές παρέχοντας και ασφαλείς δρόμους, εκτός από τις πιο συνηθισμένες υπηρεσίες όπως η θέρμανση, η ύδρευση και οι υπηρεσίες καθαριότητας.
Η ερώτηση γιατί οι ιδιοκτήτες πρέπει να παρέχουν ασφαλείς δρόμους στην φιλελεύθερη, πλήρως ιδιωτική κοινωνία, είναι εξίσου ανόητη με το να ρωτάμε τώρα γιατί πρέπει να παρέχουν στους ενοικιαστές τους θέρμανση ή ζεστό νερό. Η δύναμη του ανταγωνισμού και της ζήτησης των καταναλωτών θα τους ωθούσε να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες. Επιπλέον, είτε εξετάζουμε ιδιοκτήτες, είτε ενοικιαστές κατοικιών, σε κάθε περίπτωση η αξία κεφαλαίου της γης και της κατοικίας θα είναι συνάρτηση της ασφάλειας του δρόμου, καθώς και των άλλων γνωστών χαρακτηριστικών των κατοικιών και της γειτονιάς.
Οι ασφαλείς και καλά ελεγχόμενοι δρόμοι θα αυξήσουν την αξία της γης και των κατοικιών των ιδιοκτητών ακινήτων με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και τα καλοδιατηρημένα σπίτια. Οι δρόμοι που μαστίζονται από εγκληματικότητα θα μειώσουν την αξία της γης και των κατοικιών τόσο σίγουρα, όσο χάνει την αξία του ένα ερειπωμένο σπίτι. Δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων προτιμούν πάντα υψηλότερες παρά χαμηλότερες αγοραίες αξίες για την περιουσία τους, υπάρχει ένα ενσωματωμένο κίνητρο για την παροχή λειτουργικών, καλά ασφαλτοστρωμένων και ασφαλών δρόμων.
Το ιδιωτικό επιχειρείν υπάρχει βεβαίως ήδη, και έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν εύκολα να οραματιστούν μια ελεύθερη αγορά για τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Πιθανώς, ο τομέας που είναι ο πιο δύσκολος να συλλάβει κανείς, είναι η κατάργηση της κρατικής ανάμειξης στις υπηρεσίες προστασίας: αστυνομία, δικαστήρια κ.λπ. – ο τομέας που περιλαμβάνει την υπεράσπιση προσώπων και περιουσιών έναντι επίθεσης ή εισβολής.
Πώς θα μπορούσαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και η ελεύθερη αγορά να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες; Πώς θα μπορούσε η αστυνομία, τα νομικά συστήματα, οι δικαστικές υπηρεσίες, η επιβολή του νόμου, οι φυλακές, να παρέχονται σε μια ελεύθερη αγορά;
Έχουμε ήδη δει το πώς θα μπορούσε να παρασχεθεί τουλάχιστον η αστυνομική προστασία από τους διάφορους ιδιοκτήτες δρόμων και χερσαίων εκτάσεων. Αλλά πρέπει τώρα να εξετάσουμε συστηματικά το ζήτημα στην ολότητά του. Καταρχάς, υπάρχει μια διαδεδομένη πλάνη, την οποία υποστηρίζουν ακόμη και οι περισσότεροι υποστηρικτές του laissez-faire, ότι δηλαδή η κυβέρνηση οφείλει να παρέχει «αστυνομική προστασία», σαν η αστυνομική προστασία να ήταν μια ενιαία, αδιαίρετη οντότητα, μια δεδομένη ποσότητα ενός αγαθού που η κυβέρνηση προμηθεύει σε όλους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν υπάρχει αδιαίρετο εμπόρευμα που ονομάζεται «αστυνομική προστασία», όπως ακριβώς δεν υπάρχει ένα αδιαίρετο, ενιαίο εμπόρευμα που ονομάζεται «τροφή» ή «στέγαση».
Είναι αλήθεια ότι όλοι πληρώνουν φόρους για μια φαινομενικά δεδομένη ποσότητα προστασίας, αλλά πρόκειται περί μύθου. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν σχεδόν άπειρες διαβαθμίσεις για κάθε είδος προστασίας. Για κάθε δεδομένο άτομο ή επιχείρηση, η αστυνομία μπορεί να παρέχει τα πάντα, από έναν αστυνομικό που περιπολεί μία φορά τη νύχτα, έως δύο αστυνομικούς που περιπολούν συνεχώς σε κάθε τετράγωνο με περιπολικά, μέχρι έναν, ή ακόμα και πολλούς, προσωπικούς σωματοφύλακες επί 24ωρης βάσης .
Επιπλέον, υπάρχουν πολλές άλλες αποφάσεις που πρέπει να λάβει η αστυνομία, η πολυπλοκότητα των οποίων γίνεται εμφανής μόλις κοιτάξουμε κάτω από το πέπλο του μύθου της αδιαίρετης «προστασίας». Πώς θα κατανείμει η αστυνομία τα κεφάλαιά της, τα οποία, φυσικά, είναι πάντα περιορισμένα, όπως άλλωστε και τα κεφάλαια όλων των άλλων ατόμων, φορέων και οργανισμών; Πόσο θα επενδύσει η αστυνομία σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό; Σε εξοπλισμό δακτυλικών αποτυπωμάτων; Σε ντετέκτιβ ή σε ένστολους αστυνομικούς; Σε περιπολικά αυτοκίνητα ή σε πεζούς αστυνομικούς, κ.λπ.;
Το θέμα είναι ότι το κράτος δεν έχει κάποιον ορθολογικό τρόπο για να κάνει αυτές τις τοποθετήσεις κεφαλαίων. Το κράτος γνωρίζει μόνο ότι έχει έναν περιορισμένο προϋπολογισμό. Η κατανομή των κεφαλαίων του υπόκειται, επομένως, πλήρως στα παιχνίδια της πολιτικής, της σπατάλης, και της γραφειοκρατικής αναποτελεσματικότητας, χωρίς καμία ένδειξη για το κατά πόσον οι αστυνομικές υπηρεσίες εξυπηρετούν τους καταναλωτές με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες τους, ή εάν αυτό γίνεται αποδοτικά σε σχέση με το κόστος. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική εάν οι αστυνομικές υπηρεσίες παρέχονταν από μια ελεύθερη, ανταγωνιστική αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, οι καταναλωτές θα πλήρωναν για οποιοδήποτε βαθμό προστασίας θα επιθυμούσαν να αγοράσουν.
Οι καταναλωτές που θέλουν απλώς να βλέπουν έναν αστυνομικό μια στο τόσο, θα πλήρωναν λιγότερα από εκείνους που θα ήθελαν συνεχείς περιπολίες και πολύ λιγότερα από εκείνους που θα απαιτούσαν 24ωρη υπηρεσία σωματοφυλακής. Στην ελεύθερη αγορά, η προστασία θα παρέχεται αναλογικά, και με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμούν να πληρώσουν για αυτήν οι καταναλωτές. Το κίνητρο για αποδοτικές υπηρεσίες θα ήταν εξασφαλισμένο, όπως είναι πάντα στην ελεύθερη αγορά, καθώς μια (ιδιωτική) επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αποκομίσει κέρδη και να αποφύγει τις ζημίες, και συνεπώς να διατηρήσει το κόστος χαμηλό και να εξυπηρετήσει τις υψηλότερες, πλέον, απαιτήσεις των καταναλωτών. Κάθε αστυνομική εταιρεία που θα έπασχε από βαριά αναποτελεσματικότητα θα χρεοκοπούσε σύντομα και θα εξαφανιζόταν.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που είναι πάντα υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν οι κρατικές αστυνομικές δυνάμεις είναι το εξής: Ποιοι νόμοι είναι πραγματικά ανάγκη να επιβληθούν; Οι αστυνομικές υπηρεσίες αντιμετωπίζουν θεωρητικά την απόλυτη εντολή, «να επιβάλλουν όλους τους νόμους», αλλά στην πράξη ο περιορισμένος προϋπολογισμός τους αναγκάζει να διαθέσουν το προσωπικό και τον εξοπλισμό τους στα πιο επείγοντα εγκλήματα. Όμως το δόγμα της απόλυτης εφαρμογής όλων των νόμων τους ακολουθεί, και λειτουργεί ενάντια στην ορθολογική κατανομή των πόρων. Στην ελεύθερη αγορά, αυτό που θα επιβληθεί τελικά είναι αυτό που οι πελάτες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν.
Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο κ. Τζόουνς έχει ένα πολύτιμο πετράδι, που πιστεύει ότι ενδέχεται σύντομα να κλαπεί. Μπορεί να ζητήσει, και να πληρώσει, αστυνομική προστασία για όλο το εικοσιτετράωρο με οποιαδήποτε αριθμό δυνάμεων επιθυμεί ο ίδιος να συμφωνήσει με την αστυνομική εταιρεία. Μπορεί, από την άλλη μεριά, να έχει επίσης έναν ιδιωτικό δρόμο στο κτήμα του από τον οποίο δεν θέλει να περνούν πολλοί άνθρωποι – αλλά ίσως και να μην ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους καταπατητές σε αυτόν τον δρόμο. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα αφιερώσει πόρους της αστυνομίας για την προστασία του δρόμου. Όπως συμβαίνει στην ελεύθερη αγορά γενικότερα, όλα εξαρτώνται από τον καταναλωτή – και δεδομένου ότι όλοι μας είμαστε καταναλωτές, αυτό σημαίνει ότι κάθε άτομο αποφασίζει προσωπικά για το πόση και τι είδους προστασία θέλει και είναι πρόθυμος να αγοράσει. Όλα όσα έχουμε πει για την αστυνομία των ιδιοκτητών ακινήτων ισχύουν γενικά για την ιδιωτική αστυνόμευση.
Η αστυνομία της ελεύθερης αγοράς δεν θα ήταν μόνο αποτελεσματική, θα είχε ισχυρό κίνητρο να είναι ευγενική και να αποφεύγει τη βία κατά των χρηματοδοτών της -ή των φίλων τους, ή των πελατών τους. Ένα ιδιωτικό Central Park θα προστατευόταν αποτελεσματικά ώστε να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα του πάρκου, αντί να επιβάλει υποχρεωτική απαγόρευση κυκλοφορίας σε αθώους – και φορολογούμενους – πελάτες. Μια ελεύθερη αγορά στην αστυνόμευση θα αντάμειβε την αποτελεσματική και ευγενική αστυνομική προστασία των πελατών της, και θα τιμωρούσε τυχόν αποκλίσεις από αυτό το πρότυπο. Δεν θα υπήρχε πλέον η σημερινή διαφορά μεταξύ υπηρεσιών και κόστους, που είναι εγγενής σε όλες τις κρατικές υπηρεσίες, μια διαφορά που σημαίνει ότι η αστυνομία, όπως και όλες οι άλλες κρατικές υπηρεσίες, αποκτούν τα έσοδά τους, όχι εθελοντικά και ανταγωνιστικά από τους καταναλωτές, αλλά από τους φορολογούμενους μέσω εξαναγκασμού. Στην πραγματικότητα, καθώς η κρατική αστυνομία γίνεται όλο και πιο αναποτελεσματική, οι καταναλωτές στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε ιδιωτικές μορφές προστασίας. Έχουμε ήδη αναφέρει την προστασία ενός οικοδομικού τετραγώνου ή μιας γειτονιάς.
Υπάρχουν επίσης ιδιωτικοί φύλακες, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιωτικοί ντετέκτιβ, και ολοένα και πιο εξελιγμένος εξοπλισμός, όπως χρηματοκιβώτια, κλειδαριές, οθόνες κλειστού κυκλώματος και συναγερμοί. Η Προεδρική Επιτροπή για την Επιβολή του Νόμου και τη Διοίκηση της Δικαιοσύνης υπολόγισε το 1969 ότι η κρατική αστυνομία κόστισε στους Αμερικανικούς φορολογούμενους 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώ ξοδεύτηκαν 1,35 δισεκατομμύρια δολάρια για υπηρεσίες ιδιωτικής προστασίας και άλλα 200 εκατομμύρια δολάρια για εξοπλισμό, έτσι ώστε τα έξοδα ιδιωτικής προστασίας να υπερβαίνουν την μισή δαπάνη για την κρατική αστυνόμευση. Αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να προβληματίσουν όσους εύπιστους θεωρούν ότι η αστυνομική προστασία είναι με κάποιον τρόπο, λόγω κάποιου μυστικού δικαιώματος ή εξουσίας, οπωσδήποτε και παντοτινά, κάτι που πρέπει να ανήκει στην κρατική κυριαρχία.
***
[Απόσπασμα από τα κεφάλαια 11 και 12 του βιβλίου For Α New Liberty.]
Ο Murray N. Rothbard (1926-1995) ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Nevada και ακαδημαϊκός αντιπρόεδρος του Ludwig von Mises institute. Ήταν επίσης συντάκτης του «The Journal of Libertarian Studies» και του «The Review of Austrian Economics». Υπήρξε συγγραφέας αμέτρητων βιβλίων, άρθρων και πραγματειών και δικαίως θεωρείται ως ο κυριότερος Αμερικανός εκπρόσωπος της Αυστριακής σχολής οικονομικής σκέψης. Κληροδότησε μια τεράστια συνεισφορά στα οικονομικά, την ιστορία, την πολιτική φιλοσοφία και τη νομική θεωρία. Συνδύασε τα αυστριακά οικονομικά με μια ένθερμη αφοσίωση στην ατομική ελευθερία.