11 Οκτωβρίου, 2021

Γιατί είναι δημόσιος κίνδυνος όσοι καταχρώνται την επιστήμη

Οι επιστήμονες δεν έχουν δικαίωμα να μας υπαγορεύουν τι είναι ηθικά σωστό και τι λάθος. Δεν υπάρχει τίποτα που να τους εξουσιοδοτεί να κάνουν αξιολογικές κρίσεις ή να παίρνουν αποφάσεις ηθικής φύσεως


Άρθρο του Michael Roberts, που δημοσιεύτηκε στις 11 Οκτωβρίου 2021. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής. Χρόνος ανάγνωσης 5'.


Τα τελευταία πέντε περίπου χρόνια, υπάρχει μια κλιμακούμενη τάση που σηματοδοτεί μια αλλαγή στο πώς αντιλαμβανόμαστε και αποδεχόμαστε τον ρόλο της επιστήμης. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπουμε συνθήματα όπως «η επιστήμη έχει αποφανθει» και «πρέπει να πιστεύουμε στην επιστήμη».  Απόψεις όπως αυτές παρουσιάζουν δύο μείζονα προβλήματα: Πρώτον, ότι η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να είναι τελεσίδικη και αδιαμφισβήτητη. Δεύτερον, ότι η επιστήμη πρέπει να συνοδεύεται από μια αξιακή ή ηθική κρίση. Για παράδειγμα, επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι η χρήση κράνους «μπορεί να μειώσει τον τραυματισμό στο κεφάλι κατά 48%, τον σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι κατά 60%, τον τραυματισμό του εγκεφάλου κατά 53%, [και] τον τραυματισμό στο πρόσωπο κατά 23%..». Παρόλο που δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να ευθυγραμμιστεί κανείς με την επιστήμη σε ένα τέτοιο θέμα, σκοπεύω να δείξω ότι η εφαρμογή της πρώτης άποψης αντιφάσκει ως προς τα θεμέλια της επιστήμης, και η δεύτερη άποψη βρίσκεται εντελώς έξω από την αρμοδιότητά της. 

Λίγα προκαταρκτικά


Για να δημιουργήσουμε μια κοινή βάση συζήτησης, ξεκινάμε με μια επισκόπηση στην αξία και τα στοιχειώδη της επιστημονικής μεθόδου. Αρχικά, γίνεται μια παρατήρηση, ακολουθούμενη από μια ερώτηση σχετικά με την παρατήρηση αυτή. Στη συνέχεια διαμορφώνεται μια υπόθεση που θα μπορούσε δυνητικά να απαντήσει στην ερώτηση. Στη συνέχεια δοκιμάζεται μια πρόβλεψη για μελλοντικά αποτελέσματα με βάση την υπόθεση, μέσω πειραμάτων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων των πειραμάτων χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει την υπόθεση. Εάν τα αποτελέσματα φαίνεται να δείχνουν ότι η υπόθεση είναι σωστή, τότε αρχίζει να χτίζεται η εμπιστοσύνη στην προγνωστική δύναμη της θεωρίας και στην ικανότητά της να περιγράφει τον πραγματικό κόσμο. Εάν τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η υπόθεση είναι λανθασμένη, τότε η επιστημονική μέθοδος είναι αυτοαναφορική και η θεωρία αμφισβητείται, βελτιώνεται, τροποποιείται ή απορρίπτεται. Η διαδικασία είναι ενδελεχής, εμπεριστατωμένη και απαιτητική. Είναι επίσης βαθιά εμπειρική, που σημαίνει ότι βασίζεται σε πληροφορίες από τον πραγματικό κόσμο, ότι μπορεί να εξαγάγει δεδομένα μόνο από πράγματα που έχουν ήδη συμβεί. Στην πιο βασική της μορφή, αυτή η διαδικασία είναι αυτό που αποτελεί την «επιστήμη» όπως αναφέρεται συνήθως στα μέσα ενημέρωσης και στον καθημερινό διάλογο.


 

Το ζήτημα της κατασταλλαγμένης επιστήμης


Έχοντας δημιουργήσει πλέον μια κοινή βάση, μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρώτο σημαντικό πρόβλημα. Είναι, κατά τραγική ειρωνεία, αντιεπιστημονικό το να δηλώνουμε ποτέ ότι η επιστήμη έχει αποφανθεί. Υπάρχουν ελάχιστα χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθόδου που να τεκμηριώνουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Δεδομένου ότι η επιστημονική μέθοδος βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα σε σχέση με μια υπόθεση, βασίζεται στις αισθήσεις και τις αντιληπτές εμπειρίες. Αυτό σημαίνει ότι εξαρτάται πλήρως από το παρελθόν. Η επιστήμη δεν μπορεί να προβλέψει σωστά το μέλλον, μπορεί μόνο να μοντελοποιήσει αυτό που έχει συμβεί, και να κάνει μια εύλογη προβολή για το τι θα μπορούσε να συμβεί. Όλοι οι επιστημονικοί νόμοι εξαρτώνται απελπιστικά από τις στατιστικές πιθανότητες. 

 

Επιπλέον, εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι παντογνώστης, το μέλλον θα παραμένει για πάντα άγνωστο. Καθώς ο άνθρωπος συνεχίζει να εξερευνά τον φυσικό κόσμο, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να συσσωρευτούν αρκετά δεδομένα για να διαψεύσουν, ή τουλάχιστον να αμφισβητήσουν, ένα παγιωμένο επιστημονικό συμπέρασμα. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, οι δηλώσεις που διακηρύσσουν ότι η επιστήμη έχει αποφανθεί είναι εντελώς αντιεπιστημονικές: απορρίπτουν τις βασικές αρχές και πρακτικές της επιστημονικής μεθόδου και τη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας. Τέτοιες συνθήκες εκθέτουν τη γελοιότητα κάθε υπαινιγμού ότι η επιστήμη έχει διευθετηθεί. Αυστηρά μιλώντας, η επιστήμη δεν μπορεί ποτέ να διευθετηθεί. Φανταστείτε το υγειονομικό μακελειό, αν οι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο είχαν αποσυρθεί από την εργαστηριακή τους έρευνα, και είχαν αποδεχτεί τις κυρίαρχες θεωρίες των αρχών του εικοστού αιώνα ότι τα τσιγάρα είναι ωφέλιμα για την ανθρώπινη υγεία. Ευτυχώς, η συνέχιση της χρήσης της επιστημονικής μεθόδου έχτισε ένα εμφατικό αντιπαράδειγμα ότι τα τσιγάρα είναι στην πραγματικότητα ολέθρια για την ανθρώπινη υγεία. 



Το ζήτημα των ηθικών και αξιακών κρίσεων


Το δεύτερο μείζον πρόβλημα μπορεί να έχει πιο επικίνδυνες επιπτώσεις όταν το εξετάσουμε διεξοδικά. Στην προηγούμενη συζήτηση, αποδεικνύεται σαφώς ότι η επιστήμη είναι σε θέση να προσεγγίσει μόνο τη στατιστική αλήθεια με βάση τα εμπειρικά στοιχεία. Ωστόσο, η επιστήμη δεν μπορεί να μας πει τι είναι σωστό ή τι λάθος. Δεν υπάρχει κανένα φυσικό φαινόμενο μέσα στην επιστημονική μέθοδο που να την εξουσιοδοτεί να κάνει αξιολογικές κρίσεις ή να παίρνει ηθικές αποφάσεις. Δεν μπορεί να μας πει τι είναι καλό, κακό, καλύτερο ή χειρότερο. Στην ουσία, η επιστήμη δεν είναι ποτέ σε θέση να πει «θα έπρεπε» ή «πρέπει». Για να επιστρέψουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, η επιστήμη μπορεί να συμπεράνει ότι η χρήση κράνους αποτρέπει τους τραυματισμούς στο κεφάλι σε ατυχήματα με μοτοσικλέτα, αλλά δεν διαθέτει την εξουσία να υπαγορεύσει ότι οι οδηγοί  θα πρέπει να φορούν κράνη. Γιατί αυτή είναι μια αξιολογική κρίση που μπορεί να γίνει μόνο από τα άτομα.

  

Το να φορά κανείς κράνος συστήνεται μόνο εάν ο μεμονωμένος οδηγός αξιολογεί υψηλότερα την πιθανότητα να αποφύγει ένα ανοιγμένο κρανίο, σε σχέση με το να οδηγεί ελεύθερα στο αεράκι. Γνωρίζοντας τους κινδύνους και ενημερωμένοι από την επιστήμη, οι περισσότεροι μοτοσυκλετιστές πιθανότατα θα επέλεγαν να φορέσουν κράνος, αλλά η επιστήμη δεν μπορεί να τους πει ότι αυτή είναι η επιλογή με την υψηλότερη αξία, αφού τα άτομα έχουν διαφορετικά και αποκλίνοντα συστήματα αξιών. Όσον αφορά την επιστήμη, το τι είναι σωστό εξαρτάται από τους ακριβείς σκοπούς που επιθυμούν τα ξεχωριστά άτομα και τις αξίες τους. Όπως δήλωσε ο Λούντβιχ φον Μίζες, «Δεν ωφελεί να επιχειρηματολογούμε για την επάρκεια των ηθικών διατάξεων…. Οι τελικοί σκοποί επιλέγονται από τις αξιολογικές κρίσεις του ατόμου. Δεν μπορούν να προσδιοριστούν από την επιστημονική έρευνα και την ορθολογική σκέψη». [1] 


Επιτρέποντας στην επιστήμη να κάνει καθολικές αξιακές κρίσεις, της δίνουμε επίσης τη δυνατότητα να ορίζει την ηθική. Ένα παράδειγμα μπορεί να βρεθεί στον δημόσιο διάλογο γύρω από το νόμο για τις αμβλώσεις. Η επιστήμη μπορεί να μας πει πότε ξεκινά ένας καρδιακός παλμός, πόσο αναπτυγμένο είναι ένα μωρό στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, ακόμη και το φύλο του μωρού. Αλλά και πάλι, είναι απολύτως αδύναμη να μας πει εάν είναι ή δεν είναι ηθική η αποβολή του μωρού. Μια τέτοια απόφαση θα στηριζόταν στις αξιακές κρίσεις και στον ηθικό κώδικα του ατόμου. 



Η μεγάλη σύγχυση


Το θέμα, λοιπόν, με τα συνθήματα τύπου «πρέπει να πιστεύουμε στην επιστήμη» είναι η τάση να συγχέεται η επιστήμη με την ηθική και τις αξίες. Όταν χρησιμοποιείται η επιστήμη να θεσπιστούν νόμοι, αυτό τις περισσότερες φορές γίνεται με έναν συνημμένο ηθικό κώδικα. Έχει αποδειχθεί ότι η επιστήμη δεν είναι σε θέση να το κάνει αυτό, οπότε ο μόνος τρόπος με τον οποίο η επιστήμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία νόμου είναι κάποιος, κάποιο πραγματικό πρόσωπο ή πρόσωπα κάπου, να εξάγει ένα ηθικό συμπέρασμα με βάση την επιστήμη. Αυτό το προσωπικό, ατομικό ηθικό συμπέρασμα εφαρμόζεται στη συνέχεια χονδρικά σε όλα τα πεδία που θα φτάσει ο νόμος. Αυτός είναι ο λόγος που η επιστήμη δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για οποιαδήποτε κυβερνητική ενέργεια για την επιβολή ηθικών συστημάτων. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα η ηθική και οι αξίες των λίγων να επιβάλλονται στους πολλούς. Μόνο τα άτομα μπορούν να πάρουν αποφάσεις για το τι θα κάνουν σε σχέση με οποιαδήποτε επιστημονική συναίνεση.

Ο Χάγιεκ το έθεσε πολύ ωραία όταν είπε ότι «θα πρέπει να επιτρέπεται στα άτομα...να ακολουθούν τις δικές τους αξίες και προτιμήσεις, κι όχι εκείνες κάποιου άλλου.» [2] 


Τα αποτελέσματα κάθε επιστημονικής μελέτης απαιτούν μια ερμηνεία, και οποιαδήποτε ερμηνεία είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων μπορεί να βοηθήσει στην ενημέρωση των αξιακών κρίσεων και του ηθικού κώδικα κάθε ατόμου. Αλλά αν η επιστήμη μετατοπιστεί σε έναν χώρο όπου τα συμπεράσματά της δεν μπορούν ποτέ να αμφισβητηθούν, και από όπου μπορεί επίσης να καθορίζει την ηθική, τότε ξαφνικά παύει να εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της επιστήμης και έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά θρησκείας. Όταν συζεύγνυται βολικά με την εξουσία, η εξύψωση της επιστήμης σε ένα τέτοιο στάτους μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύεται από τις ενέργειες που διαπράχθηκαν από το Τρίτο Ράιχ, και από άλλα φρικτά περιστατικά. Όσο η επιστήμη απομακρύνεται από την επιστημονική μέθοδο και ενστερνίζεται τον θρησκευτικό ζήλο, τόσο πιο επικίνδυνη είναι η δυνατότητά της να περιορίσει τις επιλογές μας, να καταστρέψει την ανθρώπινη ελευθερία, και να βλάψει την ανθρωπότητα. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι, ενώ η επιστήμη μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι ένα τηλέφωνο θα μεταφέρει τη φωνή μας διαμέσω του αέρα, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να μας υπαγορεύει τι θα πρέπει να λέμε. 


----------------------------------------------------------------------


  • 1. Ludwig von Mises,  Profit and Loss  (Auburn, AL: Ludwig von Mises Institute, 2008), σελ. 33 


  • 2. FA Hayek, "Planning and Democracy", στο  The Road to Serfdom  (Λονδίνο: Routledge, 2001), σελ. 62.