07 Απριλίου, 2022

Το κράτος-πατερούλης και το νεομαρξιστικό Δίκαιο των καλών προθέσεων

Σήμερα, οι «προοδευτικοί» κυβερνούν με το δίκαιο των καλών προθέσεων, και όταν το κράτος έχει καλές προθέσεις τα αποτελέσματα, όσο καταστροφικά κι αν είναι, δεν έχουν σημασία

Άρθρο του Αλέξανδρου Ράμμου, που δημοσιεύτηκε στις 26 Μαρτίου 2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 5'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.

Ο Μαξ Βέμπερ, επικαλούμενος τον Λέον Τρότσκι στην Συμφωνία του Μπρεστ-Λιτόφσκ , είχε δηλώσει ωμά ότι «κάθε κράτος εδράζεται στη βία». Οι ευφάνταστες θεωρίες που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν την κρατική βία δεν εμπίπτουν στο πεδίο διερεύνησης αυτού του άρθρου. Αυτό που θα αναλύσουμε εδώ είναι ο συστηματικός τρόπος με τον οποίο οι κρατικές ελίτ έχουν προετοιμάσει συντονισμένα το έδαφος για να κυριαρχήσουν πάνω στα άτομα, στην τέταρτη τεχνολογική επανάσταση. 


Δίκαιο και πόλεμος 


Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Γερμανού κοινωνιολόγου Max Weber στο «Politics as a Vocation» («Η Πολιτική ως Επάγγελμα», 1918), το κράτος είναι «μια ανθρώπινη κοινότητα που (με επιτυχία) διεκδικεί το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης σωματικής βίας σε μια δεδομένη περιοχή». Με άλλα λόγια, ένα κράτος δεν είναι τίποτε άλλο από μια κλειστή ομάδα ανθρώπων (δηλαδή, μια κυβέρνηση) που καταφέρνει να ασκήσει βία σε μεγαλύτερες ομάδες (δηλαδή, τους υπηκόους) σε ένα συγκεκριμένο μέρος (δηλαδή, στην επικράτεια). 


Όταν η κρατική βία στρέφεται εναντίον κοινών ατόμων, ονομάζεται νόμος, ενώ όταν στρέφεται εναντίον άλλων κρατικών αξιωματούχων, ονομάζεται πόλεμος ή πραξικόπημα/εμφύλιος πόλεμος. Ένας αυτοκαταστροφικός πόλεμος μεταξύ κρατικών αξιωματούχων παρέχει ένα άνοιγμα για την απελευθέρωση των απλών ανθρώπων, όπως σημείωσε ο Μάο Τσε Τουνγκ κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης : «Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση» (天下大乱,形势大好). Τι καλά που θα ήταν, εάν ο πρόεδρος Μάο και οι φίλοι του δεν χρησιμοποιούσαν τους απλούς ανθρώπους σαν όπλα μιας χρήσης για τις συρράξεις τους! Τουναντίον, η θυσία ανθρώπων για τα συμφέροντα των κρατικών ελίτ δεν δικαιολογείται εύκολα και κινδυνεύει να αφυπνίσει τους υπηκόους. 


Για το λόγο αυτό, μετά τον συγκλονιστικό απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα κράτη κατέφυγαν στο νομικό καταφύγιο του διεθνούς δικαίου, υπό το πρόσχημα της διεθνούς ειρήνης, για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους.


 

Πόλεμος και ειρήνη 


Υπό το φως των φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν από τους κρατικούς αξιωματούχους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν προφανές ότι ο νομικός θετικισμός και οι θεωρίες των κοινωνικών συμβολαίων δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν εύκολα στη νέα εποχή. Η πιο άβολη περίοδος για τους νικητές κρατικούς αξιωματούχους ήταν οι δίκες της Νυρεμβέργης. Από τη μια πλευρά, οι ίδιοι οι ενάγοντες είχαν διαπράξει τα ίδια εγκλήματα. Από την άλλη πλευρά, οι υπεύθυνοι για την διαδικασία της δίωξης δυσκολεύτηκαν να υποστηρίξουν τις κατηγορίες, απλώς και μόνο επειδή οι Ναζί είχαν συμμορφωθεί με τους ναζιστικούς νόμους και οι νόμοι των Ναζί ήταν απολύτως νόμιμοι σύμφωνα με την κρατικιστική υπέρτατη ισχύ του νομικού θετικισμού. 


Αντιμετωπίζοντας μια τόσο ενοχλητική κατάσταση, οι κρατικοί αξιωματούχοι πρότειναν έναν παραμελημένο τότε μηχανισμό - το διεθνές δίκαιο. Εφάρμοσαν ένα σύνολο διεθνώς εφαρμοσμένων νόμων που υπόσχονταν την ειρήνη, ή τουλάχιστον το να αποφύγουν τις αντιπαραγωγικές συγκρούσεις μεταξύ τους, με αντάλλαγμα την ασυλία και την εξουσία. Το διεθνές δίκαιο δεν αποσκοπούσε πραγματικά στο να ανακουφίσει τους υπηκόους των κρατών. Οι απλοί άνθρωποι παρέμειναν υποκείμενα κυρίαρχων κρατικών αξιωματούχων, αντί να αναγνωριστούν ως κυρίαρχα υποκείμενα ενός οικουμενικού δικαίου. Η νομολογία των διακρατικών δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου και αν θεσπίστηκε, απλώς απέδειξε ότι οι κυβερνήτες δεν σκόπευαν σοβαρά να υποβάλουν τις εξουσίες τους σε κανένα δίκαιο. 


Αν και είναι αλήθεια ότι για μισό αιώνα το διεθνές δίκαιο πρόσφερε ανακούφιση στους απλούς ανθρώπους, αυτό συνέβη μόνο στο βαθμό που οι γραφειοκράτες μείωσαν τις συρράξεις τους. Με περισσότερη πλέον ειρήνη, οι άνθρωποι υποβάλλονταν μόνο στη βία των εγχώριων αξιωματούχων τους, χωρίς να υποφέρουν από πολέμους μεταξύ των καθεστώτων. Ωστόσο, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η ανικανότητα των κρατικών αξιωματούχων να δεσμευτούν σε οποιαδήποτε ειρηνική αρχή, τους οδήγησε σε περισσότερους πολέμους, αποκαλύπτοντας εκ νέου την αληθινή βίαιη φύση τους.  


Έτσι, έγινε φανερό ότι οι κυβερνήσεις χρειάζονταν ένα νέο αφήγημα για να διατηρήσουν το καθεστώς τους. Γι' αυτόν τον λόγο επικαλέστηκαν την αγάπη.



Αγάπη και Φόβος 


Στην αυγή του 21ου αιώνα, η σημασία μιας κοινής εθνικής επικράτειας εξασθένησε λόγω της τεχνολογικής προόδου. Σε αυτό το πλαίσιο, η εθνική επικράτεια άρχισε να εκλαμβάνεται σαν ένας ρευστός χώρος που σχηματίζεται από έναν συνδυασμό απτών γεωγραφικών περιοχών και φαντασιακών «μετα-συμπάντων» και ο οποίος δεν μπορούσε εύκολα να παρακολουθείται. Αντίθετα, αυτό που παρέμενε απτό και, επομένως, περισσότερο υποκείμενο σε ρύθμιση, ήταν τα άτομα που μπορούσαν να αλληλεπιδρούν ταυτόχρονα σε πολλές περιοχές. 


Σε αυτό το πλαίσιο, οι Δυτικοί κρατικοί αξιωματούχοι κατέληξαν να διαχειρίζονται ένα σύνολο υπηκόων, που δρούσαν παράλληλα σε διαφορετικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων των (σ.σ. ψηφιακών) μετα-συμπάντων, όπου τα άτομα μπορούσαν να ξεφύγουν από την κρατική βία και να ανακτήσουν την πλήρη αυτοκτησία και αυτονομία τους. Στη Δύση, μια απότομη επιστροφή στο παραδοσιακό, εδαφικό κράτος θα ακουγόταν σαν το αυθαίρετο αίτημα να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι άλογα αντί για αυτοκίνητα. Έτσι, οι δυτικοί αξιωματούχοι χρειάζονταν μια δικαιολογία για τη βίαιη αναχαίτιση της προόδου των ατόμων προς την πλήρη αυτοκτησία 


Για το σκοπό αυτό, οι κρατικές ελίτ αντικατέστησαν την ειρήνη με την αγάπη, καταφεύγοντας στον πολύ πιο ασαφές και αυταρχικό δίκαιο, το δίκαιο των καλών προθέσεων - ένα δίκαιο έκτακτης ανάγκης που επιτρέπει τη συνεχή κρατική παρέμβαση στην ανθρώπινη ελευθερία, από τον φόβο μήπως προκληθεί κάποια ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι τα πάντα γίνονται με καλή προαίρεση. 



Από την αρχή της μη επίθεσης, στην αρχή των καλών προθέσεων 


Το οικουμενικά αναδυόμενο «έκτακτο» δίκαιο των καλών προθέσεων διακρίνεται από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 


  • Οικουμενικό, σε αντίθεση με το διεθνές. Το παλιό, διεθνές δίκαιο είχε σχεδιαστεί για απτούς γεωγραφικούς χώρους, ενώ οι κρατικές ελίτ χρειάζονταν τώρα ένα δίκαιο που θα μπορούσε να ισχύει καθολικά. Πράγματι, το νέο δίκαιο μπορεί να ρυθμίζει ορισμένα άτομα σε αβέβαια «πλαίσια». π.χ., εκτός διαδικτύου, σε σύνδεση με το διαδίκτυο, μετα-σύμπαν (metaverse), πολύ-σύμπαν, εναλλακτικό σύμπαν, μεγα-σύμπαν, κ.λπ. 


  • Μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στα ολοένα και πιο διασυνδεδεμένα ψηφιακά περιβάλλοντα, τα κράτη παρουσιάζουν κάθε ζήτημα ως επείγουσα κατάσταση που πρέπει να ρυθμιστεί άμεσα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι κρατικοί αξιωματούχοι εμφανίζονται για να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των υποκειμένων με άλματα και όρια, εξαιτίας ενός υποτιθέμενου φόβου για έναν επικείμενο συλλογικό κίνδυνο. 


  • Ο νόμος ως βία. Η βία είναι το θεμέλιο του αυταρχικού προνομίου των κρατικών αξιωματούχων. Βάσει του νέου δικαίου, το κράτος έχει μια αναβαθμισμένη εξουσία να ρυθμίζει αυθαίρετα το σώμα, το μυαλό και τα ήθη των υπηκόων του. 


  • Καλές προθέσεις αντί της μη επιθετικότητας. Η αρχή της παθητικής μη επιθετικότητας όχι μόνο απορρίπτεται, αλλά αντίθετα χαρακτηρίζεται σαν ανήθικη. Σύμφωνα με την αρχή των ενεργών καλών προθέσεων, οι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν αυτο-ανακυρηχθεί ως οι ακούραστοι μαχητές υπέρ μιας αφηρημένης συλλογικής αρετής της Δύσης. Για το λόγο αυτό, τους επιτρέπεται να παρεμβαίνουν διαρκώς σε κάθε πτυχή της ζωής, ενώ καλούν τους υπηκόους τους να συνεργάζονται (δηλαδή να υπακούν παθητικά). Οι όποιες πιθανές επιζήμιες συνέπειες δικαιολογούνται, λόγω των καλών προθέσεων των κρατικών αρμοδίων. Εάν ορισμένοι υπήκοοι διαφωνούν, προφανώς δεν μοιράζονται τις προοδευτικές κοινωνικές και ηθικές αξίες και πρέπει να εξοστρακιστούν ( να ακυρωθούν, στην ψηφιακή αργκό) ή να τους επιβληθούν κυρώσεις με κάποιον άλλο τρόπο. 



Συμπέρασμα 


Στη Δύση, οι πολιτικές ιδεολογίες των δύο τελευταίων αιώνων έχουν αντικατασταθεί εδώ και πολύ καιρό από ένα κολεκτιβιστικό (σ.σ. σοσιαλιστικό) παραλήρημα αγάπης και φόβου, ενορχηστρωμένου από προνομιούχους γραφειοκράτες. Στο επίκεντρό του, υπάρχει ένα συνονθύλευμα νόμων σχετικά με τα ζητήματα ταυτότητας (σ.σ. σεξουαλικής, φυλετικής, κ.λπ), την κλιματική αλλαγή, την ενεργειακή αποδοτικότητα, τις κοινωνικές και υγειονομικές απειλές, την προάσπιση της δημοκρατίας, κ.λπ. Οι υπήκοοι πρέπει να τηρούν όλους τους νόμους με ευλάβεια, όχι για τα αμφίβολα αποτελέσματά τους (εξωτερικά), αλλά για να αποδεικνύουν την ηθική τους ευθυγράμμιση (εσωτερικά) με το κράτος στον αγώνα του ενάντια σε μια ασαφή έκτακτη ανάγκη. Η έκτακτη ανάγκη, σαν να ήταν θρησκευτικό δόγμα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν κοινό θνητό, ενώ οι πολιτικές ελίτ, σαν να ήταν ιερατείο, επιτρέπεται να είναι αυταρχικές, αρκεί να έχουν καλές προθέσεις. 




***


Συγγραφέας: Αλέξανδρος Ράμμος