Οι κεντρικές τράπεζες, και ιδιαίτερα η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, συνεχίζουν να αυξάνουν τον πληθωρισμό και τους κύκλους τεχνητής άνθησης και ύφεσης, στο όνομα της «σταθεροποίησης» της οικονομίας
Καθώς η Κεντρική (Ομοσπονδιακή) Τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει το επιτόκιο δανεισμού της σε ένα εύρος 0,25-0,50%, ακούγονται φωνές ανησυχίας σε όλο τον κόσμο, με τους οικονομικούς αναλυτές να προβλέπουν μια καταστροφή, λόγω των αυξημένων πιέσεων που ασκούνται στη δομή του κόστους των επιχειρήσεων που ανακάμπτουν μετά τα lockdown λόγω κορωνοϊού. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είναι επικεφαλής της ομάδας των κεντρικών τραπεζών σε όλο τον κόσμο, οι οποίες κατευθύνονται από τα αντίστοιχα κράτη όπου ανήκουν, φαινομενικά για να επιδιώκουν τη σταθερότητα και την ομαλή λειτουργία των οικονομιών τους.
Η υποτιθέμενη νομιμοποίηση των κεντρικών τραπεζών βασίζεται σε τρεις θεμελιώδεις στόχους, οι οποίοι είναι κοινοί για τις κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Ο πρώτος στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών, δηλαδή η πεποίθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αυξάνουν και να συρρικνώνουν την προσφορά χρήματος σε σχέση με τις πραγματικές πιέσεις της ζήτησης και της προσφοράς από την οικονομία. Ο δεύτερος στόχος είναι να τροφοδοτηθούν οι προοπτικές της μακρο-οικονομικής ανάπτυξης, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού, η οποία υποτίθεται ότι οδηγεί τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις επενδύσεις τους, οδηγώντας τελικά στην αύξηση της παραγωγής και της συνολικής ανάπτυξης.
Τέλος, ο τρίτος στόχος είναι η λήψη αντικυκλικών μέτρων, δηλαδή οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει η κεντρική τράπεζα, προκειμένου να αντισταθμίσει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας που μπορεί να προκύψουν από την πτώση της παραγωγής κατά τη διάρκεια μιας κάμψης του οικονομικού κύκλου.
Σταθερότητα των τιμών
Ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών έγκειται, στην πραγματικότητα, στον έλεγχο της αξίας του χρήματος, δηλαδή στο να μην επιτρέπει τη δημιουργία γενικού πληθωρισμού ή γενικού αποπληθωρισμού. Δημιουργείται ένας δείκτης που περιλαμβάνει ένα καλάθι αγαθών, τα οποία σταθμίζονται ως προς τις δαπάνες για την απόκτησή τους, και στη συνέχεια παρακολουθούνται οι μεταβολές των τιμών τους σαν μια ένδειξη της μεταβολής του γενικού επιπέδου τιμών στην οικονομία.
Η αύξηση ή η μείωση της αξίας του δείκτη αξιολογείται σε σύγκριση με έναν πήχυ σταθερής ποσοστιαίας αύξησης. Όταν η αξία του δείκτη αυξάνεται ή μειώνεται περισσότερο από το καθορισμένο ποσοστό της σταθερής αύξησης, συνήθως 2%, η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει μέσω της νομισματικής πολιτικής της, ώστε να επηρεάσει την αξία του χρήματος στις αγορές.
Ενώ η ιδέα της διατήρησης της αξίας του χρήματος μπορεί να είναι καλοπροαίρετη, πάσχει από την παρανόηση του ρόλου που διαδραματίζουν οι αυξανόμενες και μειούμενες τιμές στην οικονομία της αγοράς. Οι τιμές λειτουργούν ως συντονιστικά σινιάλα, που μεταφέρουν πληροφορίες σχετικά με σημαντικά οικονομικά δεδομένα τα οποία είναι διάσπαρτα σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Η άνοδος των τιμών σε μια αγορά που λειτουργεί ομαλά έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο: όταν ένα αγαθό αρχίζει να σπανίζει στην αγορά, η άνοδος της τιμής του αποτελεί σινιάλο προς τους καταναλωτές να κάνουν μια εξοικονόμηση στην κατανάλωσή του, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει στους παραγωγούς πως αποτελεί μια πιο επικερδή τοποθέτηση των πόρων τους, οι οποίοι με τη σειρά τους αυξάνουν την προσφορά του αγαθού μέχρι να εξαντληθούν όλα τα υπερκέρδη, μειώνοντας κατά την διαδικασία αυτή την τιμή του.
Επομένως, όταν αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων στο καλάθι των αγαθών, η αξία του δείκτη αυξάνεται, παρέχοντας στην κεντρική τράπεζα λόγους να παρέμβει στην αγορά προκειμένου να αντισταθμίσει τις αυξήσεις των τιμών, αλλά με τον τρόπο αυτό οι κεντρικές τράπεζες παρεμβαίνουν στη διαδικασία της αγοράς. Αυτό εμποδίζει τους επιχειρηματίες να αξιοποιήσουν ευκαιρίες υψηλής κερδοφορίας. Εάν η άνοδος των τιμών προκαλείται από έναν πληθωρισμό που αύξησε τη ζήτηση, η παρέμβαση εμποδίζει επίσης τους καταναλωτές να αποκτήσουν αγαθά που θα ενίσχυαν την ευημερία τους.
Μακροοικονομική ανάπτυξη και αντικυκλικοί στόχοι
Η σύγχρονη κεντρική τραπεζική εντοπίζει τα σκαμπανεβάσματα μέσω των αποκλίσεων του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας από τον μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, μια άνοδος του αναπτυξιακού κύκλου χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη υψηλότερη από την μακροπρόθεσμη τάση. Η υγεία μιας οικονομίας κρίνεται από την εγγύτητα μεταξύ του τρέχοντος ρυθμού ανάπτυξής της, και του προβλεπόμενου ρυθμού ανάπτυξής της με βάση τις μακροχρόνιες τάσεις. Οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν και άλλους δείκτες που φανερώνουν υστέρηση ή υπέρβαση, όπως οι έρευνες καταναλωτικής εμπιστοσύνης, οι έρευνες για τον συνολικό χρόνο εργασίας ανά εβδομάδα, και οι δείκτες της βιομηχανικής παραγωγής, για να εκτιμήσουν την τρέχουσα υγεία της οικονομίας.
Όταν το τρέχον επίπεδο ανάπτυξης, ή η τιμή των δεικτών, υποδηλώνουν ότι η οικονομία πρέπει να τονωθεί, χρησιμοποιούνται διάφορα μέσα νομισματικής πολιτικής για να επηρεαστεί η ζήτηση και η προσφορά του χρήματος στην οικονομία, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της επαναφοράς της οικονομίας στην θεωρούμενη σωστή πορεία της. Στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν επίσης το κόστος δανεισμού για τις εμπορικές τράπεζες, το οποίο στη συνέχεια θα μειώσει τα επιτόκια των ίδιων των εμπορικών τραπεζών. Η μείωση των επιτοκίων υποτίθεται ότι θα μειώσει το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε η απόδοση μιας επένδυσης να γίνει οριακά μεγαλύτερη από το κόστος της και έτσι να αυξηθούν οι επενδύσεις και η παραγωγή μέσω της διαδικασίας του υποτιθέμενου πολλαπλασιαστή.
Αλλά, ενώ με την πρώτη ματιά τα μέτρα αυτά κατά της μείωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης μπορεί να φαίνονται ορθά, απαιτούν μια βαθύτερη εξέταση, καθώς οι ενέργειες των κεντρικών τραπεζιτών επηρεάζουν δυσανάλογα την οικονομία. Οι συνολικές δαπάνες στην οικονομία αποτελούνται από δύο μέρη, το ένα είναι οι δαπάνες για τη στήριξη της δομής της παραγωγής και το άλλο είναι οι δαπάνες για τα τελικά προϊόντα. Οι δαπάνες για τη δομή της παραγωγής συνίστανται σε δαπάνες για κεφαλαιουχικές επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και της κλίμακας των επιχειρήσεων, και σε ρευστό κεφάλαιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συντελεστής παραγωγής, ενώ οι δαπάνες για τα τελικά προϊόντα είναι οι καταναλωτικές δαπάνες για τελικά αγαθά και υπηρεσίες.
Οι επιχειρήσεις συχνά αποταμιεύουν ένα μέρος των κερδών τους και χρησιμοποιούν αυτό το απόθεμα για να χρηματοδοτήσουν τις κεφαλαιουχικές τους επενδύσεις στο μέλλον. Όταν οι επιχειρήσεις καταφεύγουν σε αποταμίευση αντί για δαπάνες, μπορεί να υπάρξει μείωση της παραγωγής, αλλά μια τέτοια πτώση της παραγωγής και των δαπανών δεν αποτελεί ένδειξη κακής υγείας της οικονομίας, αλλά απλώς μια διαδικασία που πρέπει να περάσει η οικονομία, η οποία οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της αποδοτικότητας της παραγωγής, χάρη στην μείωση του κόστους.
Αυτή η αποτελεσματικότητα προκύπτει από τις αλλαγές στις κεφαλαιακές δομές των επιχειρήσεων καθώς ανανεώνουν τον εξοπλισμό τους ή αυξάνουν την κλίμακά τους. Η διαδικασία αυτή οδηγεί επίσης σε αύξηση της αξίας του χρήματος, καθώς αυξάνονται τα παραγόμενα αγαθά ανά μονάδα δαπανηθέντος χρήματος.
Μια πτώση της παραγωγής θα μετασχηματιζόταν σταδιακά σε ένα υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας και ευημερίας για την οικονομία, αλλά αν η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνει με μια πολιτική εύκολου χρήματος για να μειώσει το κόστος δανεισμού, αυτό οδηγεί σε φαινόμενα Cantillon. Οι αποταμιευτές χάνουν λόγω της πρόσθετης δημιουργίας τεχνητού χρήματος, το οποίο μειώνει την αξία των χρημάτων τους, οδηγώντας σε πληθωρισμό.
Συμπέρασμα
Οι πολιτικές του εύκολου χρήματος τροφοδοτούν μη βιώσιμες περιόδους «ανάπτυξης», που τελικά οδηγούν σε εσφαλμένη κατανομή του κεφαλαίου, καθώς οι επενδύσεις των κεφαλαίων ανακατευθύνονται προς μια μη βιώσιμη κατεύθυνση. Κάθε επιχείρηση πραγματοποιεί τις επενδύσεις της με βάση τη σύγκριση κόστους και οφέλους. Όταν το κόστος μειώνεται τεχνητά μέσω της μείωσης των επιτοκίων, οι επενδύσεις που προηγουμένως ήταν ασύμφορες μοιάζουν τώρα κερδοφόρες, αλλά δεδομένου ότι η κερδοφορία αυτή δεν βασίζεται στην πραγματική υφιστάμενη καταναλωτική ζήτηση, ο πληθωρισμός σύντομα αυξάνεται, καθώς οι παραγωγοί ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την απόκτηση πεπερασμένων πόρων.
Η αύξηση του πληθωρισμού συρρικνώνει τα περιθώρια κέρδους που αρχικά τροφοδοτήθηκαν από τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια, οπότε θα χρειαστεί και πάλι μια πρόσθετη νομισματική ώθηση για να αποφευχθεί το να καταστούν μη βιώσιμες οι τρέχουσες επενδύσεις. Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν επιχειρηματικούς κύκλους και στρεβλώνουν τις διαδικασίες της αγοράς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επανεξετάσουμε την αναγκαιότητα των κεντρικών τραπεζών, δεδομένου ότι αποτελούν την πηγή πολλών οικονομικών δεινών.
***
Ως μελετητής των οικονομικών και του φιλελευθερισμού με ερευνητικά ενδιαφέροντα στη θεωρία του κεφαλαίου, τη νομισματική θεωρία και τους επιχειρηματικούς κύκλους, γράφω για τα γεγονότα στην οικονομία από νομική και οικονομική σκοπιά με προοπτική την ευημερία, και πιστεύω ότι η διασφάλιση της ελευθερίας και των δικαιωμάτων κάθε ατόμου είναι η πιο σημαντική πράξη προς την ειρήνη, την ευημερία και την ανάπτυξη. Άλλα έργα μου βρίσκονται στο Αυστριακό Οικονομικό Κέντρο, στο Libertarian Institute και στο belibetarian.com .