28 Νοεμβρίου, 2022

Είναι ηθικά επιτρεπτή η αποδοχή χρημάτων από το κράτος;

Είναι θεμιτή η αποδοχή χρημάτων από το κράτος; Σχεδόν πάντα, απαντά απρόσμενα ο αναρχοκαπιταλιστής Walter Block, αλλά όχι για όλους

Δοκίμιο των Walter Block και Jonathan Gress, που δημοσιεύτηκε στις 28/5/2021 από το The Journal of Libertarian Studies του Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 10'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Αυτό το άρθρο πραγματεύεται το ζήτημα του πότε δικαιολογείται η αποδοχή χρημάτων από το κράτος. Υποστηρίζεται ότι στην πραγματικότητα είναι σχεδόν πάντα δικαιολογημένη. Όχι όμως για όλους. 

Λέξεις κλειδιά: φιλελευθερισμός, ηθική, κλοπή, φορολογία 

 
 

Ο Jonathan Gress (jonathan.gress@lpmaryland.org) είναι ανεξάρτητος μελετητής. Ο αναρχοκαπιταλιστής Walter Block (wblock@loyno.edu) είναι ο κάτοχος της έδρας Harold E. Wirth Eminent Scholar Endowed Chair in Economics στο Πανεπιστήμιο Loyola και ανώτερος συνεργάτης του Mises Institute. Οι συγγραφείς είναι ευγνώμονες σε έναν κριτικό σχολιαστή αυτού του περιοδικού, του οποίου τα σχόλια σε ένα προηγούμενο προσχέδιο αυτής της εργασίας, τους επέτρεψαν να το βελτιώσουν σημαντικά. Οι συνήθεις επιφυλάξεις φυσικά ισχύουν πάντα. 

 
 

Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Έχει υποστηριχθεί από τους ελευθεριστές (σ.σ. αυθεντικούς φιλελεύθερους, ή αλλιώς λιμπερταριανούς, ή ελευθεριακούς), ποιους άλλους, ότι είναι ηθικό το να δέχονται κρατικά χρήματα, [1] με το σκεπτικό ότι είναι καλύτερο να κατέχουν εκείνοι τα χρήματα, παρά το κράτος. [2]Οι ελευθεριστές είναι πιθανό να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για να υπονομεύσουν την κρατική εξουσία ειδικά, όπως με το να κάνουν δωρεές σε ελευθεριακές οργανώσεις. Ακόμα κι αν οι ελευθεριστές δεν χρησιμοποιήσουν τα χρήματα ειδικά για να εναντιωθούν στο κράτος, η δαπάνη για προσωπική κατανάλωση είναι πιθανώς μια καλύτερη χρήση των κεφαλαίων αυτών, από ό,τι εγκλήματα που η κυβέρνηση θα ετοιμαζόταν να διαπράξει μέσω αυτών. 

Μπορούμε άραγε να επεκτείνουμε αυτή την προσέγγιση και στην περίπτωση των μη ελευθεριστών που χρησιμοποιούν κρατικά χρήματα; Σε τελική ανάλυση, αν είναι καλύτερο να ξοδεύουν κλεμμένα πλούτη ελευθεριστές για λογαριασμό τους παρά να κρατά το κράτος αυτόν τον πλούτο για άλλους σκοπούς, τότε είναι καλύτερο να ξοδεύει ο καθένας αυτόν τον πλούτο για λογαριασμό του παρά να τον κρατάει το κράτος. [3]

Φυσικά, αυτή η προσέγγιση έχει τα όριά της. Το όφελος από τον κλεμμένο πλούτο είναι θεμιτό για τα θύματα του εγκληματικού κράτους (τους φορολογούμενους) και μπορεί επίσης να είναι θεμιτό για μη μέλη του κράτους που δεν είναι οι ίδιοι θύματα (π.χ. μετανάστες που δεν είναι φορολογούμενοι), αλλά σίγουρα δεν μπορεί να είναι θεμιτό για τους ίδιους τους εγκληματίες. Δεν επιτρέπεται στα κορυφαία μέλη της κυβέρνησης να ξοδεύουν κλεμμένο πλούτο για προσωπική κατανάλωση, καθώς αποτελούν μέρος του ίδιου του εγκληματικού μηχανισμού και οι δαπάνες αυτές καθαυτές συνιστούν έγκλημα. 

Μπορούμε όμως να είμαστε σίγουροι για αυτόν τον ισχυρισμό; Θα ήταν έγκλημα αν ο Μπιλ Κλίντον ξόδευε τη σύνταξή του σε ένα γιοτ; Ή μήπως ισχύει απλώς ότι οφείλει αποζημίωση ως βασικό μέλος της εγκληματικής επιχείρησης, με τις επιλογές των δαπανών του να είναι σχετικά ασήμαντες ως προς την κατηγορία εναντίον του; Απαντάμε ως εξής: Σίγουρα, δεν υπάρχει τίποτα απρεπές, όσον αφορά τα γιοτ καθαυτά. Στο βαθμό που κέρδισε κάποιος τα χρήματα δίκαια για να πληρώσει για ένα τέτοιο αγαθό, δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση. Ωστόσο, στο βαθμό που ο πλούτος προέρχεται από απαράδεκτες πηγές, δεν θα είχε απολύτως καμία σημασία πού τα ξόδεψε. Θα πρέπει να υποχρεωθεί τουλάχιστον να επιστρέψει τα κλεμμένα χρήματα στους δικαιωματικούς κατόχους τους. 

Για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων, βασιζόμαστε στην ανάλυση της άρχουσας τάξης, για να διακρίνουμε τους εγκληματίες από τους μη εγκληματίες. Κατά την άποψη του Rothbard (2004): 

«Όλα τα κράτη διοικούνται από μια άρχουσα τάξη, που είναι μια μειοψηφία του πληθυσμού, και η οποία επιβιώνει ως παρασιτικό και εκμεταλλευτικό βάρος για την υπόλοιπη κοινωνία. Δεδομένου ότι η διακυβέρνησή του είναι εκμεταλλευτική και παρασιτική, το κράτος πρέπει να εξαγοράσει τη συμμαχία μιας ομάδας «Αυλικών Διανοούμενων», των οποίων το καθήκον είναι να παραπλανήσουν τον πληθυσμό ώστε να αποδεχτεί και να επικροτήσει την κυριαρχία του συγκεκριμένου κράτους του. Οι διανοούμενοι της Αυλής έχουν έτοιμη τη δουλειά τους. Σε αντάλλαγμα για το συνεχιζόμενο έργο τους ως απολογητές του κράτους και προπαγανδιστές, οι Αυλικοί Διανοούμενοι κερδίζουν τη θέση τους ως κατώτεροι εταίροι της εξουσίας, το κύρος και τα λάφυρα που αποσπά ο κρατικός μηχανισμός από τον παραπλανημένο πληθυσμό. Το ευγενές καθήκον του Αναθεωρητισμού είναι να αναιρέσει την κοροϊδία: να διεισδύσει στην ομίχλη του ψεύδους και της εξαπάτησης του Κράτους και των Αυλικών Διανοούμενων του, και να παρουσιάσει στον λαό την αληθινή ιστορία των κινήτρων, της φύσης και των συνεπειών της κρατικής δραστηριότητας. Δουλεύοντας πέρα από την ομίχλη της κρατικής εξαπάτησης για να διεισδύσει στην αλήθεια, στην πραγματικότητα πίσω από τα προσχήματα, ο Αναθεωρητής εργάζεται για να απονομιμοποιήσει, να απο-ιεροποιήσει το κράτος στα μάτια του -προηγουμένως- εξαπατημένου πληθυσμού.» [4] 

O Walter Block (δεξιά) με τον μέντορά του, Murray Rothbard

Για παράδειγμα, ένας θυρωρός που καθαρίζει τις τουαλέτες στο Κογκρέσο παίρνει κρατικά χρήματα ως μισθό, και μάλιστα εκτελεί μια υπηρεσία για την κυβέρνηση, αλλά θα ήταν δύσκολο να τον θεωρήσουμε μέρος της άρχουσας τάξης. Η εξουσία του πάνω στην εγκληματική οργάνωση που είναι το κράτος είναι σχεδόν ανύπαρκτη, επομένως η ευθύνη του για τα εγκλήματά του είναι ομοίως σχεδόν ανύπαρκτη.  Από την άλλη πλευρά, οι βουλευτές που ψηφίζουν τους καταπιεστικούς φόρους και τους νόμους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις τουαλέτες, είναι ξεκάθαρα, σε μεγάλο βαθμό, μέρος της άρχουσας τάξης. Ο θυρωρός δικαιούται να παίρνει το μισθό του, αλλά οι βουλευτές δεν δικαιούνται να παίρνουν τον δικό τους, εκτός και αν είναι φιλελεύθεροι ήρωες όπως ο Ron Paul, που χρησιμοποιούν το αξίωμά τους για να μιλήσουν ενάντια στα δεινά του κράτους και να καταψηφίσουν κάθε αντισυνταγματικό νόμο ή πρόταση δαπανών. [5] Όπως δείχνει η εξαίρεση του Ron Paul, η ανάλυση μας για την άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει κάθε άτομο διαφορετικά και αξιολογεί τη συμμετοχή του στην άρχουσα τάξη με βάση τη δουλειά που κάνει υπέρ ή κατά του κράτους και των εγκλημάτων του.

 

Η ΗΘΙΚΗ ΤΗΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ  

Αν είναι αρετή το να παίρνεις κρατικά χρήματα, όπως υποστηρίζουμε, φαίνεται να συνεπάγεται ότι είναι ηθικό για την κυβέρνηση να ξοδεύει χρήματα, και αν είναι πιο ενάρετο να παίρνει κανείς περισσότερα κρατικά χρήματα παρά λιγότερα, φαίνεται να συνεπάγεται ότι είναι πιο ενάρετο για την κυβέρνηση να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες παρά να τις μειώσει. Φυσικά, αυτό το συμπέρασμα φαίνεται μάλλον παράδοξο για έναν ελευθεριστή/λιμπερταριανό. Οι ελευθεριστές συνήθως υποστηρίζουν μόνο τις μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες. 

Αναγνωρίζουμε ότι το να θεωρούμε την λήψη κρατικών χρημάτων ως αρετή πηγαίνει κόντρα στην ηθική διαίσθηση των ελευθεριστών. [6] Αυτό, φυσικά, διαφέρει από το να είναι απλώς δίκαιη ή επιτρεπτή. Επιτρέπεται στον μέσο πολίτη να ακολουθήσει την καλύτερη διαθέσιμη πορεία δράσης, παρ' ό,τι δεν είναι απαραίτητα ενάρετο να το κάνει. Ωστόσο εμμένουμε σε αυτόν τον ισχυρισμό. Δεδομένου ότι το κράτος είναι κάτι κακό, όσο λιγότερα χρήματα έχει, τόσο το καλύτερο. Λοιπόν, ceteris paribus, όσο περισσότερα χρήματα πάρει ο κόσμος από το κράτος, τόσο λιγότερα θα έχει αυτό. Το να τα πάρει κανείς, λοιπόν, δεν αποτελεί απλώς μια καλή πορεία δράσης, αλλά κάτι πέρα από ένα καθήκον, δηλαδή: κάτι ενάρετο. 

Ωστόσο, αν επιστρέψουμε στο αρχικό μας επιχείρημα, βλέπουμε ότι το όφελος από τη δαπάνη του κρατικού χρήματος δεν έγκειται στις ίδιες τις δαπάνες αλλά, αντίθετα, στο γεγονός ότι τα κρατικά κεφάλαια κατ' αυτόν τον τρόπο εκτρέπονται από ακόμη χειρότερες πιθανές τους χρήσεις. Δηλαδή, θέλουμε να αξιοποιήσουμε τα κλεμμένα κεφάλαια με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεδομένων των δεινών περιστάσεων. Έτσι, ενώ η καλύτερη χρήση απ' όλες όσον αφορά τα κρατικά κεφάλαια είναι η άμεση επιστροφή τους στους φορολογούμενους (μαζί με την κατάλληλη αποζημίωση για το έγκλημα της κλοπής), εάν αυτό δεν είναι δυνατό, είναι ακόμα καλύτερα [8] η κυβέρνηση να δαπανήσει τα χρήματά της σε ελευθεριστές παρά σε μη ελευθεριστές, ή έστω σε μη-ελευθεριστές και μη-μέλη της άρχουσας τάξης, παρά σε μέλη της άρχουσας τάξης. 

Όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της πολιτικής των κρατικών δαπανών, τότε, δεν απορρίπτουμε ούτε εγκρίνουμε απαραιτήτως τα σχέδια δαπανών, αλλά αντίθετα εξετάζουμε τις εναλλακτικές λύσεις. Η αύξηση των δαπανών απαιτεί την αύξηση της φορολογίας ή του δανεισμού; Εάν τα απαιτεί, πρέπει να την απορρίψουμε, ανεξάρτητα από το πόσο ευγενής είναι ο σκοπός. Έτσι, αν η κυβέρνηση αποφάσιζε ξαφνικά να δαπανά ένα εκατομμύριο δολάρια το χρόνο για το Mises Institute, αλλά θα ήταν αναγκασμένη να χρηματοδοτήσει αυτή την επιχορήγηση μέσα από μια νέα έκδοση ομολόγων, κανένας ευσυνείδητος ελευθεριστής δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτή τη δαπάνη. Από την άλλη πλευρά, εάν αυτή η επιδότηση προερχόταν από τον υφιστάμενο προϋπολογισμό και απαιτούσε μείωση των δαπανών σε κάποιον άλλο τομέα που προκαλεί μεγαλύτερη οικονομική ζημιά, όπως οι επιδοτήσεις καλαμποκιού, θα την προτιμούσαμε ως την καλύτερη εφικτή χρήση των κλεμμένων κεφαλαίων, δεδομένων των υπόλοιπων εναλλακτικών.  

Επεκτείνοντας αυτήν την ανάλυση, εναντιωνόμαστε στην αύξηση των επιδοτήσεων του καλαμποκιού εάν, ας πούμε, έχει αφαιρεθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό για την προεκλογική εκστρατεία του Φιλελεύθερου Κόμματος, αλλά θα την υποστηρίζαμε εάν μείωνε τον προϋπολογισμό για την DEA (υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών), η δουλειά της οποίας αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από επιθέσεις και απειλές εναντίον ανθρώπων για μη βίαια «εγκλήματα» κατοχής ναρκωτικών. Αν, από την άλλη πλευρά, οι αυξημένες επιχορηγήσεις έπρεπε να χρηματοδοτηθούν από μια αύξηση των φόρων, αυτό θα ήταν σαφώς ασυμβίβαστο με την ελευθεριακή θεωρία. [9]

Η προϋπόθεση ότι οι αυξήσεις των κρατικών δαπανών σε ορισμένους τομείς οφείλουν να αντισταθμίζονται από μειώσεις σε άλλους τομείς είναι εξαιρετικά σημαντική. Στην πράξη, σημαίνει ότι οι ελευθεριστές πρέπει να αντιτάσσονται στις περισσότερες [10] αυξήσεις των κρατικών δαπανών, απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν συνοδεύονται από καμία εγγύηση ότι δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι ή ότι δεν θα πραγματοποιηθεί κάποιος νέος δανεισμός για την καταβολή τους. Χωρίς μια τέτοια διαβεβαίωση, δεν συμβουλεύουμε τους ελευθεριστές να υποστηρίζουν οποιανδήποτε αύξηση δαπανών, ακόμη και για έναν φαινομενικά αξιέπαινο σκοπό, όπως μια θέση καθηγητή Ροθμπαρντιανών Οικονομικών (της σχολής Rothbard) σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, από τη στιγμή που θα προσφερθεί η καθηγητική θέση, ένας Ροθμπαρντιανός οικονομολόγος δεν θα έκανε τίποτα το μεμπτό εάν αποδεχόταν τη θέση και την χρησιμοποιούσε για να διδάξει την υγιή ελευθεριακή ηθική και οικονομία, απλώς και μόνο επειδή η πιθανή εναλλακτική είναι ότι η κυβέρνηση θα καταργούσε τη θέση και θα χρησιμοποιούσε τα ίδια κεφάλαια σε πιο κακόβουλους σκοπούς (όπως μια έδρα στα κεϋνσιανά ή τα μαρξιστικά οικονομικά). 

Ένας από τους τρεις βασικούς ήρωες στο βιβλίο της Ayn Rand «Ο Άτλας επαναστάτησε» (1957) ήταν ο Ragnar Danneskjold. Αυτός ο χαρακτήρας ήταν ένας «πειράτης» (με φοβιστικά εισαγωγικά γύρω από αυτήν τη λέξη, καθώς η πειρατεία αναφέρεται συνήθως σε εγκληματίες που λεηλατούν αθώους πλοιοκτήτες). Ο Ράγκναρ ήταν εντελώς διαφορετικός. Αντίθετα, έκλεβε, ή, μάλλον, απαλλοτρίωνε χρήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία από κρατικά πλοία. Είναι αλήθεια ότι το έκανε για να επιστρέψει χρήματα στον Hank Reardon, ίσως τον τέταρτο πιο σημαντικό χαρακτήρα σε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα. Αυτό μας φέρνει σε ένα νέο ζήτημα. Ας υποθέσουμε ότι ο Danneskjold δεν είχε χρησιμοποιήσει τα έσοδα της «πειρατείας» του για να ωφελήσει τα θύματα της κυβέρνησης, όπως έκανε. Ας υποθέσουμε επίσης ότι κανένα μέρος από αυτά τα χρήματα δεν είχε αφαιρεθεί με τη βία από αυτόν ή τους γονείς του. Θα ήταν σε αυτή την περίπτωση άδικες οι πράξεις του; Ισχυριζόμαστε πως όχι. Ούτε οποιοσδήποτε άλλος φορολογούμενος θα είχε το δικαίωμα να απαιτήσει από αυτόν κάποιο μέρος αυτών των κεφαλαίων. Η απάντησή του σε αυτούς θα ήταν απλή: Πηγαίνετε και απελευθερώστε τα δικά σας χρήματα από τον κρατικό μηχανισμό. Γιατί να το κάνω αυτό για λογαριασμό σας; Δεν υπάρχουν θετικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμά σας να λάβετε χρήματα, τα οποία δικαίως τα στέρησα από την κυβέρνηση. [11]  

Μέχρι στιγμής έχουμε συζητήσει την ηθική των δημοσίων δαπανών, καθώς σχετίζεται με τις αυξήσεις των δαπανών. Τώρα πρέπει να ασχοληθούμε με τις μειώσεις. Είδαμε προηγουμένως ότι ένας ελευθεριστής/λιμπερταριανός μπορεί να υποστηρίξει την αύξηση των δημοσίων δαπανών για ορισμένους σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτή προέρχεται από τον υπάρχοντα προϋπολογισμό (δηλαδή, ότι δεν απαιτεί αυξήσεις σε μορφή φόρου, δανεισμού ή πληθωρισμού) και υπό την προϋπόθεση ότι η συγκεκριμένη αύξηση χρησιμεύει στην εκτροπή των κρατικών κονδυλίων από άλλους τομείς που είναι πιο επιβλαβείς. Επομένως, είναι καλύτερο για την κυβέρνηση να δαπανά σε ελευθεριστές παρά σε μη ελευθεριστές, και σε απλούς ανθρώπους παρά σε μέλη της άρχουσας τάξης. Είναι επίσης πιο ελευθεριακό για την κυβέρνηση να κατευθύνει τους πόρους της στην παροχή αγαθών και υπηρεσιών που δεν παραβιάζουν από μόνα τους την «αρχή της μη επίθεσης» παρά σε παραβιάσεις αυτής της αρχής (το κράτος πρόνοιας είναι λιγότερο επιβλαβές από τον πόλεμο). 

Τι γίνεται, τώρα, με τις προτεινόμενες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες; Ισχύουν οι ίδιες αρχές, αλλά αντίστροφα. Έτσι, οι ελευθεριστές επικροτούμε οποιανδήποτε προτεινόμενη μείωση των δημοσίων δαπανών, αν γνωρίζουμε ότι θα οδηγήσει επίσης σε μείωση των φόρων ή του δανεισμού. Εάν, ωστόσο, δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι θα επηρεαστεί η φορολογία, ίσως θελήσουμε να εξετάσουμε τι θα γίνει με τα χρήματα. Εάν το κράτος προτείνει τον τερματισμό της δημόσιας χρηματοδότησης των πολιτικών εκστρατειών των ελευθεριστών, προκειμένου να ενισχύσει τον προϋπολογισμό του για το πρόγραμμα κατήχησης στον κρατισμό, που είναι γνωστό ως «δημόσια σχολεία», θα είχαμε έναν καλό λόγο να το αποφύγουμε και να πιέσουμε για τη διατήρηση της τρέχουσας δημοσιονομικής κατανομής. Ή εάν σκοπεύουν να περικόψουν παροχές όπως τα κουπόνια για τρόφιμα απλώς και μόνο για να επεκτείνουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο, θα είμαστε επίσης επιφυλακτικοί. 

Ωστόσο, ακριβώς όπως έχουμε μια έμφυτη σχεδόν προκατάληψη έναντι οποιασδήποτε προτεινόμενης αύξησης των δημοσίων δαπανών, με το σκεπτικό ότι το κράτος σπάνια τηρεί την υπόσχεσή του να αποφύγει την επιβολή φόρων ή τον δανεισμό περισσότερων χρημάτων από ιδιώτες, οι ελευθεριστές τείνουμε επίσης προς την κατεύθυνση οποιασδήποτε μείωσης στις δημόσιες δαπάνες. Όσο λιγότερα ξοδεύει η κυβέρνηση, τόσο μεγαλύτερη πίεση μπορεί να νιώσει από τον πληθυσμό για να συνοδεύσει αυτή τη μείωση με μια μείωση των φόρων. Οι μειωμένες δαπάνες για επιδόματα και κρατική πρόνοια έχουν ένα πρόσθετο όφελος, ότι κάνουν τον πληθυσμό λιγότερο εξαρτημένο από το κράτος, και πιο πιθανό να υποστηρίξει περαιτέρω μειώσεις της ισχύος του (σ.σ. ισχύει δυστυχώς και το αντίστροφο). Για να αντιταχθούμε σε κάποια περικοπή δαπανών, θα πρέπει να είμαστε σχετικά βέβαιοι ότι δεν θα είχε καμία επίδραση στον συνολικό προϋπολογισμό και ότι θα οδηγούσε μόνο σε αύξηση των δαπανών σε πιο επιβλαβείς τομείς. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 

Η συνήθης ελευθεριακή αντίθεση στις δημόσιες δαπάνες μπορεί να συμβιβαστεί με τη άποψη ότι η λήψη κρατικών χρημάτων δεν είναι από μόνη της έγκλημα. [12] Όπως συμβαίνει με οτιδήποτε άλλο στην ανθρώπινη δράση, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επιλογή και πρέπει να αποφασίσουμε για την καλύτερη πορεία δράσης, δεδομένου του συνόλου των επιλογών. Η λήψη κρατικών χρημάτων δεν είναι έγκλημα στην ελευθεριακή φιλοσοφία, γιατί δεν παραβιάζει την αρχή της μη επίθεσης (σ.σ. πράγματι, αυτός που την παραβιάζει είναι το κράτος μέσω της φορολόγησης που επιβάλλει). Από ωφελιμιστικής πλευράς, αυτή η πράξη θα βλάψει περισσότερο το κράτος από το να μην την επιλέξουμε. Το ίδιο, παραδόξως, ισχύει και για τους μη-ελευθεριακούς «χλιδάνεργους» του κράτους πρόνοιας, όχι όμως και για τα μέλη της άρχουσας τάξης, τα οποία είναι πιο πιθανό να ωφελήσουν άμεσα το κράτος. Για ένα μέλος της άρχουσας τάξης όπως ο Τζορτζ Μπους, θα ήταν πιθανώς καλύτερο να μην είχε εισπράξει τον κυβερνητικό μισθό του: η ικανότητά του να διεξάγει πόλεμο και άλλες δόλιες πράξεις θα είχε μειωθεί στο βαθμό που δεν θα μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί κατά τη διάρκεια της προεδρίας του. Τι γίνεται με το γεγονός ότι πολλοί πανεπιστημιακοί ψηφίζουν υπέρ των κρατικών δαπανών και κατόπιν καταλαμβάνουν θέσεις σε κολέγια ή πανεπιστήμια στις οποίες λαμβάνουν μέρος αυτών των δαπανών; Είναι κάτι τέτοιο δικαιολογημένο κατά την άποψή μας; Φυσικά και όχι. Τέτοιου είδους επιστήμονες είναι στην πραγματικότητα μέρος του κρατικού μηχανισμού, ή τουλάχιστον σε συνέργεια μαζί του. Το ίδιο ισχύει και για τους αριστερούς αστέρες του κινηματογράφου, που καυχιούνται ότι δωρίζουν χρήματα στο κράτος πέρα από αυτά που οφείλουν με τη μορφή φορολογίας. Ομοίως, η επιλογή να δαπανηθούν κρατικά χρήματα μπορεί να είναι ή να μην είναι έγκλημα, ανάλογα με το αν οδηγεί σε μεγαλύτερη κλοπή των φορολογουμένων ή, αντίθετα, σε λιγότερα διαθέσιμα κεφάλαια για άλλους, χειρότερους κρατικούς σχεδιασμούς. 

--------------------------------------------------------------------------------------

  • 1. For example, working for government organizations for a salary, availing oneself of social security, farm subsidies, etc. 

  • 2. Block (1972, 2002, 2004a, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011a, 2011b, 2011c, 2011d, 2012, 2016c); Block and Arakaky (2008); and Block and Barnett (2008). 

  • 3. For the case in favor of open borders, see Block (1983, [1983] 2008, 1988, 1990, 1998, 2004b, 2011e, 2011f, 2013, 2016a, 2016b, 2017, 2018); Block and Brekus (2019); Block and Callahan (2003); Deist (2018); and Gregory and Block (2007). 

  • 4. For more on this, see Block (2006); Burris (2012); Domhoff (1967, 1971, 1998); Donaldson and Poynting (2007); Hoppe (1990); Hughes (1977); Kolko (1963); Mises (1978); Oppenheimer ([1914] 1975); Raico (1977); Rockwell (2001); and Rothbard (2004). 

  • 5. Block (2012); Paul (1981, 1983a, 1983b, [1984] 2004, [1987] 2007, 1990, 1991, 2000, 2002a, 2002b, 2003, 2004a, 2007, 2008a, 2008b, 2009, 2011, 2013); Paul, Haddad, and Marsh (2008); Paul and Lehrman (1982); Rangel and Paul (2006); and Upton and Paul (2005). 

  • 6. Our referee makes this point. 

  • 7. Rothbard (1977) calls “the existing American State or the State per se, … a predatory gang of robbers, enslavers, and murderers. See also Chodorov (1962).  

  • 8. Bybetterwe mean preferable from a libertarian point of view, more compatible with libertarianism. 

  • 9. We acknowledge gray areas and continuums. On this see Block and Barnett (2008). 

  • 10. Ibid. 

  • 11. See fn. 1, op. cit. 

  • 12. We do not advocate breaking the law as did Ragnar Danneskjold. Rather, our focus here is on receiving state funds through programs such as Medicare and Social Security and on being employed by the public sector. 

***