25 Νοεμβρίου, 2022

Η πραγματική λύση στην επερχόμενη οικονομική κρίση

Καθώς οι οικονομίες κινούνται προς την ύφεση, θα πρέπει να καταλάβουμε πώς φτάσαμε ως εδώ και τι χρειάζεται για να επέλθει μια γρήγορη και διαρκής ανάκαμψη

Άρθρο του Mark Thornton, που δημοσιεύτηκε στις 19 Νοεμβρίου 2022 από το Mises Institute. Xρόνος ανάγνωσης 8'. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.


Το προηγούμενο άρθρο μου (Μαύρη τρύπα ή απορροφητής κραδασμών: Πώς αντιδρά η οικονομία της ελεύθερης αγοράς στις κρίσεις;) έδειξε το πώς η ελεύθερη αγορά επιλύει μια κρίση άνθησης-κατάρρευσης και πώς είναι η μόνη λύση, με την αποτελεσματικότητά της να εξαρτάται από το μέγεθος της κρίσης και, το σημαντικότερο, από το πόσο παρεμβαίνει το κράτος ως απάντηση σ' αυτήν. Όσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα που δημιούργησε η Κεντρική Τράπεζα, τόσο μεγαλύτερη είναι η κρίση, και όσο περισσότερο παρεμβαίνει το κράτος τόσο πιο αργά ανακάμπτει η οικονομία.

Εδώ εξετάζουμε το πώς λειτουργεί αποτελεσματικότερα η αγορά, με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας να μεγιστοποιείται με την συγκράτηση της πολιτικής δράσης. Όπως οι περισσότερες ασθένειες, οι υφέσεις μπορούν να «θεραπευτούν» με ξεκούραση, ενυδάτωση, καλή διατροφή και καθαρό αέρα, αντί για μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις και επικίνδυνα φάρμακα.

Η λύση ξεκινά με την εξάλειψη των αρχικών νομισματικών αιτιών και με το να δοθεί η ελευθερία στους συμμετέχοντες στην αγορά, ιδίως στους επιχειρηματίες, να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Οι επιχειρηματίες θα ανακατανείμουν τους πόρους σύμφωνα με τις τρέχουσες καταναλωτικές προτιμήσεις και μακριά από τις προηγούμενες , υπαγορευμένες από την πολιτική, κατανομές. Δεν υπάρχει κάποιο εύκολο κι απλό εγχειρίδιο της αγοράς για να το συμβουλευτεί ένας μεμονωμένος επιχειρηματίας. Θα πρέπει άραγε μια πιτσαρία να παραμείνει ανοιχτή μία ώρα αργότερα, ή να χρησιμοποιήσει δικούς της διανομείς; Ο ιδιοκτήτης θα μπορούσε να βρει την απάντηση, ενώ οι υπεύθυνοι για την χάραξη της πολιτικής δεν θα είχαν ιδέα ούτε από πού να αρχίσουν να απαντούν σε τέτοια ερωτήματα.

Κατά συνέπεια, οι υπεύθυνοι της χάραξης πολιτικής προσεγγίζουν το πρόβλημα με μεγάλο βαθμό άγνοιας. Τα «εργαλεία» της πολιτικής τους είναι απλουστευτικά, μη συγκεκριμένα και, σχεδόν στο σύνολό τους, αντιπαραγωγικά. Ως εκ τούτου, κάθε πολιτική προσπάθεια μετριασμού της κρίσης θα επιδεινώσει και θα παρατείνει τις αρνητικές επιπτώσεις της.  Όπως συμπέρανε ο Murray N. Rothbard, «η παρεμπόδιση από το κράτος επιδεινώνει και διαιωνίζει την ύφεση».

Ωστόσο, το γραφειοκρατικό μυαλό των δημόσιων λειτουργών «ανασκαλεύει  τη φωτιά» της μεγαλύτερης κρατικής παρέμβασης, και αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Δεν διαθέτουν ιδέες ή εργαλεία πολιτικής που να λειτουργούν. Το κόστος που επιβάλλουν και η αγωνία που δημιουργούν είναι ένας πόνος που δεν υπομένουν οι ίδιοι, δημιουργώντας τεράστια βάρη και καταστρέφοντας πόρους στην πορεία.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να επαινούνται για τις προσπάθειές τους να «κάνουν κάτι» για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά οι προσπάθειές τους απλά υπονομεύουν τις προσπάθειες διόρθωσης και ανάκαμψης. Το μανιώδες «New Deal» της κυβερνητικής παρέμβασης του Ρούσβελτ στη Μεγάλη Ύφεση ήταν στην πραγματικότητα μια δεκαετία θλιβερής αποτυχίας που οδήγησε στην καταστροφή. Ως εκ τούτου, πρέπει να κατανοήσουμε την κρίση και τη σωστή λύση προκειμένου να αποφύγουμε την οικονομική καταστροφή.

Laissez-Faire

Η σωστή πολιτική για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αναφέρεται ως laissez-faire. Ο μαρκήσιος Ντ' Αργκενσόν χρησιμοποίησε αυτή τη φράση για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή το 1751. Είχε ειπωθεί για πρώτη φορά χρόνια νωρίτερα από έναν Γάλλο επιχειρηματία προς τον διάσημο Γάλλο υπουργό Οικονομικών και μερκαντιλιστή τον «Μεγάλο Κολμπέρ», απαντώντας σε μια ερώτηση για το τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την οικονομία. (Η Γαλλία αγνόησε τη συμβουλή του και, έναν αιώνα αργότερα, η γαλλική κοινωνία διαλύθηκε από τον κρατικό παρεμβατισμό και τον υπερπληθωρισμό).

Η φράση σημαίνει «αφήστε το σε μας» ή πιο ωμά, «αφήστε μας ήσυχους». Υπάρχουν πολλές πολιτικές που ενισχύουν την οικονομική ανάκαμψη και την ανάπτυξη, αλλά αυτή η αυτόνομη θεραπεία της κυκλικής κρίσης απαιτεί απλώς μια μη παρεμβατική κυβερνητική στάση. Αυτή η πολιτική συνθήκη επιτρέπει στη θεραπευτική διαδικασία της αγοράς να λειτουργήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αποτελεσματικά, αποδοτικά και ανθρώπινα για την επίλυση της κρίσης.

Αυτή η λύση είναι τόσο μη ικανοποιητική για το μυαλό των γραφειοκρατών, ώστε είναι σκόπιμο να γίνουν κάποιες διευκρινίσεις. Εδώ δανειζόμαστε τις συστάσεις του Rothbard για μια πολιτική κατά της ύφεσης.

Πρώτον, σταματήστε να διογκώνετε την προσφορά χρήματος και αποφύγετε τις παρεμβάσεις στις πιστωτικές αγορές. Ιδανικά, οι αγορές θα πρέπει να ειδοποιηθούν ότι αυτή η ουδέτερη στάση είναι μόνο η αρχική φάση μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής νομισματικής μεταρρύθμισης που περιλαμβάνει το κλείσιμο της ίδιας της Κεντρικής Τράπεζας και την κατάργηση όλων των στηριγμάτων της νομισματικής πολιτικής, όπως το πλασματικό (fiat) χρήμα και η τραπεζική με των κλασματικών αποθεματικών.

Ο άνθρωπος των πρώιμων κοινωνιών αντιμετώπισε το χρήμα με καχυποψία και προσκολλήθηκε στην άποψη ότι το χρήμα ήταν το κλειδί για τις ανισότητες του πλούτου. Είναι αλήθεια ότι κατά τη μετάβαση από την ανταλλαγή αγαθών στο χρήμα, οι πλήρως νομισματοποιημένες οικονομίες είχαν πολύ καλύτερες επιδόσεις από τις ανταλλακτικές και πρωτόγονες οικονομίες. Μόνο όταν ο Richard Cantillon και ο David Hume έγραψαν σχετικά, αναγνωρίστηκε το χρήμα ως μέσο ανταλλαγής. Ο πλούτος και οι αυξανόμενοι μισθοί μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν ως αποτέλεσμα του σχηματισμού κεφαλαίου, της παραγωγής και, φυσικά, της επιχειρηματικότητας και όχι του περισσότερου χρήματος καθαυτού. Η μερκαντιλιστική πλάνη ότι το χρήμα ισούται με τον πλούτο έγινε η βάση του πλασματικού χρήματος και της κεντρικής τραπεζικής.

Δεύτερον, να μην παρέχονται επιδοτήσεις ή διασώσεις (bailouts) σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και να τις αφήσουμε να πτωχεύσουν από μόνες τους. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό, το «σύμπλεγμα επιχειρηματικών σφαλμάτων» και η επίλυσή του πρέπει να προχωρήσουν στη δική τους πορεία. Αντί να εμμένουν στις διασώσεις, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων τους προς την κατεύθυνση της κερδοφορίας, ή να προχωρήσουν σε πτώχευση. Η αναπροσαρμογή της ιδιοκτησίας και των πόρων προς την κατεύθυνση της κερδοφορίας είναι η πιο σωτήρια οδός για το κεφάλαιο, την εργασία και τους καταναλωτές.

Η παροχή «μηδενικών εμποδίων προς την έξοδο», όπως είναι οι επιδοτήσεις και οι διασώσεις, αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση για τον ανταγωνισμό, ο οποίος θεωρείται από τους περισσότερους οικονομολόγους ως ο κινητήριος μοχλός της προόδου. Αυτό ισχύει σίγουρα για τους οικονομολόγους της Αυστριακής Σχολής, οι οποίοι απαιτούν μόνο να μην υπάρχουν κυβερνητικά εμπόδια στην είσοδο ή την έξοδο από τις αγορές. Οι κατεστημένοι οικονομολόγοι (σ.σ. κεηνσιανοί, νεοκλασικοί, κ.λπ) που αναγνωρίζουν τη σημασία του ανταγωνισμού περιλαμβάνουν στον ορισμό του «τέλειου ανταγωνισμού» πολλές πρόσθετες παραδοχές. Οι υποθέσεις τους κάνουν τα μαθηματικά οικονομικά να παράγουν τα αποτελέσματα της προτιμώμενης για εκείνους πολιτικής, αλλά είναι αχρείαστα και απερίσκεπτα στον πραγματικό κόσμο. Κατά συνέπεια, όλες οι πολιτικές για τα μονοπώλια πρέπει να σταματήσουν.

Τρίτον, η αποταμίευση θα πρέπει να ενθαρρυνθεί επειδή παρέχει την πρώτη ύλη για την προσαρμογή, την προστασία και την πρόοδο τόσο των ατόμων, όσο και της αγοράς. Τα άτομα και οι επιχειρήσεις με αποταμιεύσεις μπορούν να συντηρηθούν και να κάνουν τις απαραίτητες προσαρμογές στην αγορά. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι αποταμιεύσεις μετριάζουν τα προβλήματα της πτώσης της ζήτησης για προϊόντα, της ανεργίας και της αναζήτησης εργασίας. Οι αποταμιεύσεις αποτελούν επίσης την πρώτη ύλη της επιχειρηματικότητας, είτε πρόκειται για την έναρξη ενός πάγκου με χοτ ντογκ είτε για ένα μεγάλο εργοστάσιο.

Αντίθετα, οι κατεστημένοι οικονομολόγοι νομίζουν ότι η κατανάλωση είναι ο κινητήριος μοχλός της οικονομικής δραστηριότητας, πιστεύοντας ότι η αυξημένη κατανάλωση τώρα θα εμφανιστεί στην αποτύπωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) στο μέλλον. Ως εκ τούτου, βλέπουν την αποταμίευση σαν «διαρροή» που εμποδίζει ή καθυστερεί την οικονομική ανάκαμψη. Αυτή η λανθασμένη πεποίθηση δεν αναγνωρίζει τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης (αποταμίευση => επενδύσεις => σχηματισμός κεφαλαίου => αυξημένοι μισθοί=> αυξημένη κατανάλωση = υψηλότερο ΑΕΠ). Πρέπει να υπάρχουν αποταμιεύσεις και κεφάλαιο, καθώς και εργασία και παραγωγή, πριν αρχίσει η κατανάλωση. Οι άνθρωποι δεν μπορούν απλά να αποφασίσουν ότι θα καταναλώσουν περισσότερο!

Τέταρτον, οι τιμές, οι μισθοί, τα ενοίκια, τα επιτόκια και τα κέρδη πρέπει να μπορούν να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Ορισμένοι κατεστημένοι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται τη σοφία που εμπεριέχει η ελεύθερη αγορά, ωστόσο χάνουν την επαφή τους με αυτή τη σοφία όταν πρόκειται για οικονομικές κρίσεις. Το γεγονός ότι οι τιμές, οι μισθοί, τα ενοίκια και τα κέρδη πέφτουν απότομα σε μια κρίση, τους εκνευρίζει και αυξάνει την πίεση στην πολιτική διαδικασία για να αποτραπεί η πτώση των τιμών — με την επίκληση της «φοβερής μάστιγας» του αποπληθωρισμού

[Δείτε σχετικά το μεταφρασμένο άρθρο: Αποπληθωρισμός: καλός για καταναλωτές & παραγωγούς, κακός για τις σπάταλες κυβερνήσεις. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
]

Αυτή η φοβική αντίδραση στην πτώση των τιμών εμπεριέχει πολλές πλάνες και αντιφάσεις. Γιατί να διατηρούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα (γεγονός που αποθαρρύνει την κατανάλωση και σπαταλά τα πλεονάσματα) ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να ενθαρρύνουν την κατανάλωση; Γιατί να διατηρούνται υψηλοί οι μισθοί ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να αποκαταστήσουν την πλήρη απασχόληση; Γιατί να διατηρείται ένα εργοστάσιο σε λειτουργία όταν οι καταναλωτές δεν θέλουν τα προϊόντα του ή δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το τρέχον κόστος γι' αυτά; Οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα κάπου αλλού.

Η πτώση των τιμών είναι το κύριο χαρακτηριστικό των διορθώσεων της αγοράς. Ορισμένοι άνθρωποι απλώς δεν πιστεύουν στον νόμο των αγορών του Say, επειδή δεν μπορούν να πιστέψουν (ήτοι να κατανοήσουν) τις βελτιωτικές συνέπειες της μείωσης των τιμών και των μισθών, που είναι ο αποπληθωρισμός.

Θα πρέπει να είναι σαφές ότι οι πλούσιοι έχουν περισσότερα να χάσουν σε μια οικονομική κρίση και θα πρέπει να κάνουν τον μεγαλύτερο αριθμό επώδυνων προσαρμογών, τουλάχιστον σε μια οικονομία της αγοράς χωρίς κρατική παρέμβαση. Ωστόσο, το κόστος μιας οικονομικής κρίσης το επωμίζονται από κοινού οι καπιταλιστές, οι εργαζόμενοι, οι ιδιοκτήτες των οικονομικών πόρων, οι επιχειρηματίες, ακόμη και οι «αθώοι παρευρισκόμενοι» που δεν εμπλέκονται άμεσα στην οικονομία, όπως τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι. Εκείνοι που απέκτησαν και αποταμίευσαν τους λιγότερους πόρους κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες όπως η πείνα και η έλλειψη στέγης κατά τη διάρκεια της ύφεσης.

Κατά την άποψή μου, καμία από αυτές τις ομάδες δεν πρέπει να κατηγορηθεί. Δεν προκάλεσε η ελεύθερη αγορά την κρίση. Όμως για τους ανθρώπους που εργάζονται στην ελεύθερη αγορά, η λύση είναι η προσαρμογή στην κρίση. Η κρατικοπαρεμβατική προσέγγιση των οικονομικών κρίσεων κάνει ελάχιστα για να ανακουφίσει όλα αυτά τα δεινά, αλλά κάνει πολλά για να τα επιδεινώσει και να τα παρατείνει. Ο καλύτερος τρόπος να μετριαστεί το κόστος μιας οικονομικής κρίσης είναι η προσέγγιση που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά . Η παρεμβατική προσέγγιση αποτυγχάνει και επιδεινώνει το κόστος με την πάροδο του χρόνου.

Συγκεκριμένες λύσεις 

Η λύση της ελεύθερης αγοράς στις κρίσεις επιφέρει την γρήγορη επίλυση των προβλημάτων της οικονομίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα εξαιρετικά πολύπλοκα προβλήματα που σχετίζονται με τον επιχειρηματικό κύκλο. Εδώ, οι διαταραχές στο χρήμα φιλτράρονται μέσω της αγοράς δανειακών κεφαλαίων, των αγορών καταναλωτικών αγαθών και των αποφάσεων παραγωγής, επενδύσεων και τεχνολογίας των επιχειρηματιών που προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των καταναλωτών σε ένα περιβάλλον πολλαπλών λανθασμένων «σημάτων». Εάν ένας υπεράνθρωπος κεντρικός σχεδιαστής δεν θα μπορούσε να κατευθύνει ορθολογικά μια στατική-σταθερή οικονομία, τότε είναι λίγο περίεργο ότι οι πολιτικοί που πατούν μερικά κουμπιά πολιτικής στην πρωτεύουσα θα μπορούσαν ποτέ να ανακατασκευάσουν ορθολογικά μια οικονομία κατάλληλη για τις τρέχουσες νέες συνθήκες.

Για να αναδείξω δυναμικά και αντικειμενικά τις τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής μιας laissez-faire λύσης για τις οικονομικές κρίσεις, θα δώσω μερικά παραδείγματα για το τι πρέπει να γίνει με συγκεκριμένους όρους.

Πρώτον, όχι διασώσεις από το κράτος. Εταιρείες, βιομηχανίες, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί και μη κυβερνητικές κυβερνητικές οργανώσεις εκλιπαρούν συνεχώς για κυβερνητικές ελεημοσύνες, έμμεσες επιδοτήσεις και προστατευτισμό. Οι κρίσεις ενθαρρύνουν όλους αυτούς να αναζητούν όλο και μεγαλύτερες και μονιμότερες πηγές χρηματοδότησης από το κράτος. Θα πρέπει να τους πουν ευθέως, και με σαφήνεια, ότι δεν πρόκειται να λάβουν καμία διάσωση, σε μετρητά ή με άλλο τρόπο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ειπωθεί στα κατώτερα επίπεδα του κράτους ότι δεν θα υπάρξουν διασώσεις από τα ανώτερα επίπεδα του κράτους. Αυτό είναι απαραίτητο για να αποτραπούν οι τοπικές κυβερνήσεις από το να επεκτείνουν τις οικονομικές τους ευθύνες πέρα από τις υψηλότερες προτεραιότητές τους. Τα άτομα, οι εταιρείες, οι οργανισμοί και οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύονται από το ενδεχόμενο χρεοκοπίας.

Η Ιαπωνία είναι το μεγαλύτερο και πιο κραυγαλέο παράδειγμα των προβλημάτων με τα πακέτα διάσωσης. Για περισσότερο από μια δεκαετία μετά τη χρηματιστηριακή φούσκα της δεκαετίας του 1980, η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ιαπωνίας διατήρησαν σκόπιμα ένα πλήθος εταιρειών-ζόμπι στην επιφάνεια με διάφορες επιδοτήσεις και πολιτικές εύκολης πίστωσης. Τα ζόμπι προκαλούν μια σειρά από αναποτελεσματικότητες που σχετίζονται με το κεφάλαιο, την εργασία και την τεχνολογία και μειώνουν την οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση των μισθών .

Δεύτερον, μην επιδοτείτε την ανεργία. Η κατάργηση της ασφάλισης ανεργίας θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν κάθε φυσικό κίνητρο για να αποκτήσουν εργασία και μισθό. Η ασφάλιση ανεργίας είναι γνωστό ότι προκαλεί επιβλαβείς καθυστερήσεις στην εξεύρεση και διατήρηση της απασχόλησης. Αντίθετα, οι θέσεις εργασίας στην αγορά δημιουργούν εισόδημα και παραγωγή και αποτελούν ζωτικό στοιχείο της οικονομικής ανάκαμψης. Μια θετική παρενέργεια των κρατικών λοκντάουν είναι η μνήμη που μας άφησε για το παρατεταμένο υψηλό κοινωνικό κόστος της διάσωσης των θέσεων εργασίας.

Από αυτή την άποψη, η κατάργηση του νόμου για τον κατώτατο μισθό θα ενίσχυε το μήνυμα της πολιτικής laissez-faire: ότι η εργασία και η παραγωγή είναι η διέξοδος από την κρίση. Θα μπορούσατε να αναρωτηθείτε: «Αν ο κατώτατος μισθός ορίζεται τώρα κάτω από τα επίπεδα που παρέχει η αγορά και η ανεργία που προκύπτει είναι μηδενική, τότε τι είδους μήνυμα θα έστελνε κάτι τέτοιο;» Θα ήταν μια αναγνώριση της ματαιότητας του νόμου για τον κατώτατο μισθό να «βοηθήσει» την εργασία, μια αναγνώριση ότι ο νόμος πλήττει την εργασία που βρίσκεται σε μεγαλύτερο «κίνδυνο», ότι οι μισθοί θα μπορούσαν να πέσουν απότομα σε μια κρίση, και ότι οι άνθρωποι μπορεί να χρειάζονται και να θέλουν μια αμειβόμενη εργασία παρά την έλλειψη εργασιακής εμπειρίας, δεξιοτήτων, κατάρτισης ή ακόμη και σωματικής δύναμης.

Συμπεράσματα

Οι οικονομικές κρίσεις, όπως αυτές που κατέστησαν αναπόφευκτο τον κύκλο άνθησης-κατάρρευσης της Κεντρικής Τράπεζας, είναι δυσάρεστα γεγονότα για τους περισσότερους ανθρώπους. Η πολιτική του laissez-faire είναι ο μόνος τρόπος για να θεραπευτεί ορθολογικά μια τέτοια κρίση. Τα παρεμβατικά μέτρα απλώς καθυστερούν και επιδεινώνουν την κρίση και τις αρνητικές επιπτώσεις της στους ανθρώπους. Η ιστορία παρέχει πολλές αποδείξεις σχετικά με τα ευρέως αποκλίνοντα αποτελέσματα αυτών των δύο καθεστώτων πολιτικής.

Η ταχύτητα ανάκαμψης είναι ένα σημαντικό στοιχείο. Το «laissez-faire» δίνει γρήγορα αποτελέσματα, ενώ η κρατική παρέμβαση καθυστερεί την ανάκαμψη για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συσσωρεύοντας ευκαιρίες που χάνονται με την πάροδο των ετών, μερικές φορές καθυστερώντας την ανάπτυξη ολόκληρων γενεών ανθρώπων και καθιστώντας πολλούς ανθρώπους ανίκανους για επιτεύγματα. Αντίθετα, η laissez-faire ανάκαμψη κάνει τους ανθρώπους πιο ανεξάρτητους, πιο ανθεκτικούς και με περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν.

Φυσικά, ακόμη και το πιο έξυπνο, σταθερό και αυστηρό καθεστώς laissez-faire θα έχει πολιτικές και συναισθηματικές δυσκολίες να παραμείνει ακλόνητο μπροστά στην πείνα, την έλλειψη στέγης, τις πτωχεύσεις, τις κατασχέσεις και τη μαζική ανεργία. Οι εκκλήσεις για δημόσια ανακούφιση είναι ήδη δυνατές στη σύγχρονη Αμερική σήμερα. Όταν το ποσοστό ανεργίας αυξηθεί, η έκκληση θα ενισχυθεί περαιτέρω από αυτό που κάποτε θεωρούνταν δημοσιογραφία. Είναι σημαντικό να διαμορφώσουμε αυτά τα αιτήματα με όρους που αναγνωρίζουν ότι οποιαδήποτε τέτοια δημόσια ανακούφιση για εταιρείες ή άτομα θα βλάψει και θα καθυστερήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στοχεύουν σε μια προσωρινή ανακούφιση. Η ανακούφιση παρέχεται καλύτερα από την ιδιωτική φιλανθρωπία.

Αν δεν είστε σοσιαλιστής ή προοδευτικός και θεωρείτε ότι αυτή η θεραπεία είναι ανεπαρκής ή απαράδεκτη, θα κλείσω με μια αισιόδοξη νότα. Η ελεύθερη αγορά είναι η μόνη λύση στην οικονομική κρίση και μάλιστα σχετικά γρήγορη, αλλά είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι οικονομικές κρίσεις που σχετίζονται με τον επιχειρηματικό κύκλο είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί μόνιμα. Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθώ σε ένα μελλοντικό άρθρο. Πράγματι, μια επιτυχημένη ανάκαμψη μέσω laissez-faire στη σημερινή κρίση θα μπορούσε να ωθήσει τους μεταρρυθμιστές να επιλύσουν αυτά τα μακροπρόθεσμα θεσμικά προβλήματα της νομισματικής πολιτικής και των δημόσιων οικονομικών.


***
Ο Mark Thornton είναι κάτοχος της έδρας Peterson-Luddy στα Αυστριακά Οικονομικά και ανώτερος συνεργάτης στο Mises InstituteΕίναι ο αρχισυντάκτης της βιβλιοκριτικής του περιοδικού Quarterly Journal of Austrian Economics, έχει συγγράψει επτά βιβλία και είναι συχνός καλεσμένος σε ραδιοφωνικές εκπομπές εθνικής εμβέλειας.