Oι πολιτικές ιδέες των Αμερικανών μπορούν να αναχθούν, με σχεδόν αξιοσημείωτη ακρίβεια, στις θρησκευτικές τους στάσεις και πεποιθήσεις. Ειδικότερα, οι πολιτικές και οικονομικές τους απόψεις εξαρτώνται από το βαθμό στον οποίο συμμορφώνονται με τους δύο βασικούς πόλους της χριστιανικής πίστης: τον Πιετισμό ή τον Λειτουργισμό
Είμαστε όλοι υπόχρεοι στον Carl Watner για την αποκάλυψη ενός άγνωστου έργου του μεγάλου Lysander Spooner, το οποίο κατάφερε να διαφύγει από τον εκδότη της Συλλογής των Έργων του.
Τόσο ο τίτλος όσο και η ουσία του βιβλίου «Τα πάθη δεν είναι εγκλήματα» αναδεικνύουν τον μοναδικό ρόλο που είχαν για τον Spooner η ηθική και οι ηθικές αρχές μεταξύ των αναρχικών και των ελευθεριστών (λιμπερταριανών) της εποχής του. Διότι ο Spooner ήταν ο τελευταίος από τους μεγάλους θεωρητικούς των φυσικών δικαιωμάτων ανάμεσα στους αναρχικούς, τους κλασικούς φιλελεύθερους ή τους θεωρητικούς της ηθικής γενικότερα. Ο γενναίος, παλιός κληρονόμος της παράδοσης του φυσικού δικαίου και των φυσικών δικαιωμάτων του 17ου και 18ου αιώνα έδινε μάχη οπισθοφυλακής ενάντια στην κατάρρευση της ιδέας μιας επιστημονικής ή ορθολογικής ηθικής, ή της επιστήμης της δικαιοσύνης ή των ατομικών δικαιωμάτων.
Όχι μόνο το φυσικό δίκαιο και τα φυσικά δικαιώματα είχαν, σε όλη την κοινωνία, δώσει τη θέση τους στον αυθαίρετο κανόνα του ωφελιμιστικού υπολογισμού ή της μηδενιστικής αυθαιρεσίας, αλλά η ίδια εκφυλιστική διαδικασία είχε λάβει χώρα και μεταξύ των ελευθεριστών και των αναρχικών. Ο Spooner γνώριζε ότι το θεμέλιο για τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία θα ήταν σαθρό, αν όλες οι αξίες και η ηθική ήταν αυθαίρετες και υποκειμενικές.
Ωστόσο, ακόμη και στο δικό του αναρχικό κίνημα ο Spooner ήταν ο τελευταίος από την Παλαιά Φρουρά που πίστευε στα φυσικά δικαιώματα. Οι διάδοχοί του στο ατομικιστικό - αναρχικό κίνημα, με επικεφαλής τον Benjamin R. Tucker, διακήρυξαν όλοι την αυθαίρετη ιδιοτροπία και το «η ισχύς κάνει το δίκαιο» ως τα θεμέλια της ελευθεριακής ηθικής θεωρίας. Και όμως, ο Spooner ήξερε ότι αυτά δεν ήταν καθόλου θεμέλια - διότι το κράτος είναι πολύ ισχυρότερο από κάθε άτομο, και αν το άτομο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μια θεωρία της δικαιοσύνης ως πανοπλία του ενάντια στην κρατική καταπίεση, τότε δεν έχει καμία στέρεη βάση από την οποία να την ανατρέψει και να την νικήσει.
Με την έμφαση που έδινε στις γνωστικές ηθικές αρχές και τα φυσικά δικαιώματα, ο Spooner πρέπει να φαινόταν απελπιστικά παλιομοδίτης στον Tucker και στους νεαρούς αναρχικούς των δεκαετιών 1870 και 1880. Και όμως τώρα, έναν αιώνα αργότερα, είναι ο άλλοτε μοντέρνος μηδενισμός και ο σκληρός αμοραλισμός του τελευταίου που μας φαίνονται κενά και καταστροφικά για την ίδια την ελευθερία, που όλοι τους προσπάθησαν σκληρά να επιτύχουν. Τώρα αρχίζουμε να ανακαταλαμβάνουμε την κάποτε μεγάλη παράδοση των αντικειμενικά θεμελιωμένων δικαιωμάτων του ατόμου. Στη φιλοσοφία, στην οικονομία, στην κοινωνική ανάλυση, αρχίζουμε να βλέπουμε ότι ο παραμερισμός των ηθικών δικαιωμάτων δεν ήταν ο γενναίος νέος κόσμος που φάνταζε κάποτε - αλλά μάλλον μια μακρά και καταστροφική παρέκκλιση της πολιτικής φιλοσοφίας, η οποία ευτυχώς τώρα φτάνει στο τέλος της.
Οι αντίπαλοι της ιδέας μιας αντικειμενικής ηθικής συνήθως διατυπώνουν την μομφή ότι η ηθική θεωρία λειτουργεί ως τυραννία επί του ατόμου. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει με πολλές θεωρίες ηθικής, αλλά δεν μπορεί να συμβεί όταν η ηθική θεωρία κάνει μια οξεία και σαφή διάκριση μεταξύ του «ανήθικου» και του «παράνομου» ή, με τα λόγια του Spooner, μεταξύ των «παθών» και των «εγκλημάτων». Το ανήθικο ή το «φαύλο» μπορεί να περιλαμβάνει μυριάδες ανθρώπινες πράξεις, από θέματα ζωτικής σημασίας, μέχρι το να είναι κανείς κακός με τον γείτονά του ή να μην παίρνει τις βιταμίνες του σκοπίμως. Αλλά καμία από αυτές δεν πρέπει να συγχέεται με μια ενέργεια που πρέπει να είναι «παράνομη», δηλαδή μια ενέργεια που πρέπει να απαγορεύεται με τη βία του νόμου. Η βία του νόμου, κατά την ελευθεριακή άποψη του Spooner, θα πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις άσκησης βίας κατά των δικαιωμάτων του προσώπου και της ιδιοκτησίας.
Άλλες ηθικές θεωρίες προσπαθούν να εφαρμόσουν το νόμο - την κινητήρια δύναμη της κοινωνικά νομιμοποιημένης βίας - για να εξαναγκάσουν σε υπακοή σε διάφορους κανόνες συμπεριφοράς. Αντίθετα, η ελευθεριακή ηθική θεωρία υποστηρίζει την ανηθικότητα και την αδικία της παρέμβασης στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου (ή καλύτερα, κάθε μη εγκληματία) να διαχειρίζεται τη ζωή και την περιουσία του χωρίς παρεμβάσεις. Για τον λιμπερταριανό των φυσικών δικαιωμάτων, λοιπόν, η γνωστική θεωρία του για τη δικαιοσύνη αποτελεί ένα μεγάλο προπύργιο ενάντια στην αιώνια εισβολή του κράτους στα δικαιώματα - σε αντίθεση με άλλες ηθικές θεωρίες που επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για την καταπολέμηση της ανηθικότητας.
Είναι διδακτικό να εξετάσουμε τον Spooner και το δοκίμιό του υπό το πρίσμα των συναρπαστικών γνώσεων για την αμερικανική πολιτική του 19ου αιώνα που μας παρέχει τα τελευταία χρόνια η «νέα πολιτική ιστορία». Αν και αυτή η νέα ιστορία έχει εφαρμοστεί στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, η καλύτερη δουλειά έχει γίνει για τις μεσοδυτικές πολιτείες μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, ιδίως η λαμπρή μελέτη του Paul Kleppner, The Cross of Culture. [1]
Αυτό που ο Kleppner και άλλοι έχουν δείξει είναι ότι οι πολιτικές ιδέες των Αμερικανών μπορούν να αναχθούν, με σχεδόν αξιοσημείωτη ακρίβεια, στις θρησκευτικές τους στάσεις και πεποιθήσεις. Ειδικότερα, οι πολιτικές και οικονομικές τους απόψεις εξαρτώνται από το βαθμό στον οποίο συμμορφώνονται με τους δύο βασικούς πόλους της χριστιανικής πίστης: τον Πιετιστικό ή τον Λειτουργιστικό (αν και ο δεύτερος θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε Λειτουργιστικό συν δογματικό). Πιετιστές, μέχρι τον 19ο αιώνα, σήμαινε όλες τις ομάδες των Προτεσταντών εκτός από τους Επισκοπιανούς, τους Λουθηρανούς της Υψηλής Εκκλησίας και τους ορθόδοξους Καλβινιστές. Λειτουργιστές σήμαινε τους τελευταίους συν τους Ρωμαιοκαθολικούς. (Και οι «πιετιστικές» στάσεις, συχνά περιλάμβαναν τους ντεϊστές και τους άθεους).
Εν συντομία, ο Πιετιστής τείνει να θεωρεί ότι για να είναι κάποιος πραγματικά θρησκευόμενος, πρέπει να βιώσει μια συναισθηματική μεταστροφή - ο μεταστραφείς, σε αυτό που έχει ονομαστεί «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος», έχει μια άμεση σχέση με τον Θεό ή τον Ιησού. Ο Λειτουργιστής, από την άλλη πλευρά, ενδιαφέρεται είτε για τη δογματική πίστη, είτε για την τήρηση της προκαθορισμένης εκκλησιαστικής τελετουργίας ως κλειδί για τη σωτηρία.
Τώρα, μπορεί να φαίνεται ότι η πιετιστική έμφαση στο άτομο μπορεί να οδηγήσει σε έναν πολιτικό ατομικισμό, στην πεποίθηση ότι το κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει στις ηθικές επιλογές και πράξεις κάθε ατόμου. Στον πιετισμό του 17ου αιώνα, συχνά σήμαινε ακριβώς αυτό. Αλλά φτάνοντας στον 19ο αιώνα, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε πια. Οι περισσότεροι πιετιστές είχαν την εξής άποψη: αφού δεν μπορούμε να μετρήσουμε την ηθική ενός ατόμου από την τήρηση των τελετουργιών ή ακόμη και από την ομολογημένη προσήλωσή του στο δόγμα, πρέπει να παρακολουθούμε τις πράξεις του και να βλέπουμε αν είναι πραγματικά ηθικός.
Από εκεί οι πιετιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν ηθικό καθήκον του καθενός για τη σωτηρία του να φροντίζει να κρατάει τους συνανθρώπους του, καθώς και τον εαυτό του, μακριά από τον πειρασμό. Δηλαδή, υποτίθεται ότι ήταν δουλειά του κράτους να επιβάλλει την υποχρεωτική ηθική, να δημιουργεί το κατάλληλο ηθικό κλίμα για τη μεγιστοποίηση της σωτηρίας. Εν ολίγοις, αντί για ατομικιστής, ο πιετιστής έτεινε τώρα να γίνει ένας ενοχλητικός, ένας αδιάκριτος, ένας ηθικός αστυφύλακας για τους συνανθρώπους του και ένας εκβιαστικός ηθικολόγος, που χρησιμοποιούσε το κράτος για να θέσει εκτός νόμου τόσο την «φαυλότητα» όσο και το έγκλημα.
Οι λειτουργιστές, από την άλλη πλευρά, είχαν την άποψη ότι η ηθική και η σωτηρία έπρεπε να επιτευχθούν ακολουθώντας το δόγμα και τις τελετουργίες της εκκλησίας τους. Οι ειδικοί σε αυτές τις εκκλησιαστικές δοξασίες και πρακτικές δεν ήταν, φυσικά, το κράτος αλλά οι ιερείς ή οι επίσκοποι της εκκλησίας (ή, στην περίπτωση των λίγων ορθόδοξων καλβινιστών, οι ιερείς.) Οι λειτουργιστές, σίγουροι για τις εκκλησιαστικές διδασκαλίες και πρακτικές τους, ήθελαν απλώς να τους αφήσουν ήσυχους να ακολουθήσουν τις συμβουλές των ιερέων τους - δεν τους ενδιέφερε να ενοχλούν ή να εξαναγκάζουν τους συνανθρώπους τους να σωθούν. Και πίστευαν βαθιά ότι η ηθική δεν ήταν υπόθεση του κράτους, αλλά μόνο των δικών τους εκκλησιαστικών καθοδηγητών.
Από τη δεκαετία του 1850 έως τη δεκαετία του 1890 το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ήταν σχεδόν αποκλειστικά το πιετιστικό κόμμα, γνωστό ευρέως ως το «κόμμα των μεγάλων ηθικών ιδεών» - το Δημοκρατικό κόμμα, από την άλλη πλευρά, ήταν σχεδόν αποκλειστικά το λειτουργιστικό κόμμα και ήταν ευρέως γνωστό ως το «κόμμα της προσωπικής ελευθερίας».
Συγκεκριμένα, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο υπήρξαν τρεις αλληλένδετες τοπικές μάχες, που επανεμφανίζονταν συνεχώς σε όλη την Αμερική - σε κάθε περίπτωση, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί έπαιζαν τους αντιθετικούς ρόλους τους. Αυτές ήταν: η προσπάθεια των πιετιστικών ομάδων (σχεδόν πάντα Ρεπουμπλικανών) να επιβάλουν την ποτοαπαγόρευση, η προσπάθεια των ίδιων ομάδων να επιβάλουν τους «μπλε νόμους της Κυριακής», και η προσπάθεια των ίδιων πιετιστών να επιβάλουν την υποχρεωτική φοίτηση στα δημόσια σχολεία, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα σχολεία αυτά για να «εκχριστιανίσουν» τους καθολικούς.
Τι γίνεται με τους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες στους οποίους οι ιστορικοί, μέχρι πρόσφατα, επικεντρώνονταν σχεδόν αποκλειστικά - το υγιές χρήμα έναντι του πλασματικού χρήματος ή του πληθωρισμού του αργύρου, το ελεύθερο εμπόριο έναντι των προστατευτικών δασμών, οι ελεύθερες αγορές έναντι των κυβερνητικών ρυθμίσεων, οι μικρές έναντι των μεγάλων κυβερνητικών δαπανών; Είναι αλήθεια ότι αυτές οι μάχες διεξήχθησαν επανειλημμένα, αλλά ήταν σε εθνικό επίπεδο και γενικά απομακρυσμένες από τις ανησυχίες του μέσου ανθρώπου. Αναρωτιέμαι εδώ και καιρό πώς ήταν δυνατόν τον 19ο αιώνα η μάζα του κοινού να ενθουσιάζεται με τόσο δευτερεύοντα θέματα όπως το δασμολόγιο, οι τραπεζικές πιστώσεις ή το νόμισμα. Πώς συνέβη αυτό, όταν σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο να ενδιαφερθεί η μάζα του κοινού για αυτά τα θέματα;
Ο Kleppner και οι υπόλοιποι παρείχαν τον χαμένο κρίκο, τον ενδιάμεσο όρο μεταξύ αυτών των αφηρημένων οικονομικών ζητημάτων και των κοινωνικών ζητημάτων που βρίσκονται κοντά στις καρδιές και τις ζωές του λαού. Συγκεκριμένα, οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι (τουλάχιστον μέχρι το 1896) υποστήριζαν την ελευθεριακή θέση της ελεύθερης αγοράς σε όλα αυτά τα οικονομικά ζητήματα, τα συνέδεσαν (και σωστά) στο μυαλό των Λειτουργιστών υποστηρικτών τους, με την αντίθεσή τους στην ποτοαπαγόρευση, τους μπλε νόμους κ.λπ. Οι Δημοκρατικοί επεσήμαναν ότι όλα αυτά τα κρατικιστικά οικονομικά μέτρα - συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού - ήταν «πατερναλιστικά» με τον ίδιο τρόπο που ήταν και οι μισητές πιετιστικές παρεμβολές στην προσωπική τους ελευθερία. Με αυτόν τον τρόπο, οι ηγέτες των Δημοκρατικών κατάφεραν να «ανυψώσουν τη συνείδηση» των οπαδών τους από τις τοπικές και προσωπικές τους ανησυχίες, σε ευρύτερα και πιο αφηρημένα οικονομικά ζητήματα και να πάρουν την ελευθεριακή θέση σε όλα αυτά.
Οι πιετιστές Ρεπουμπλικάνοι έκαναν το ίδιο για την μάζα της βάσης τους, επισημαίνοντας ότι ένα μεγάλο κράτος θα πρέπει να ρυθμίζει και να ελέγχει τα οικονομικά ζητήματα, όπως θα πρέπει να ελέγχει την ηθική. Σε αυτή τη στάση, οι Ρεπουμπλικάνοι ακολούθησαν τα βήματα των προκατόχων τους, των Ουίγων, οι οποίοι, για παράδειγμα, ήταν γενικά οι προπάτορες του δημόσιου σχολικού συστήματος στις τοπικές τους κοινωνίες.
Σε γενικές γραμμές, οι Λειτουργιστές του «κοίτα τη δουλειά σου» σχεδόν ενστικτωδώς έπαιρναν την ελευθεριακή θέση σε κάθε ζήτημα. Αλλά υπήρχε φυσικά ένας τομέας - πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο - όπου χρειαζόταν παρενόχληση και εκβιασμός για να διορθωθεί μια τερατώδης αδικία: η δουλεία. Εδώ η τυπική πιετιστική έγνοια υπέρ των οικουμενικών ηθικών αρχών και υπέρ του να τις βλέπουμε να εφαρμόζονται στην πράξη, μας έφερε τα κινήματα των καταργητών (abolishionists) και των πολέμιων της δουλείας. Η δουλεία ήταν το μεγάλο ελάττωμα του αμερικανικού συστήματος, με περισσότερες από μία έννοιες: γιατί ήταν επίσης το ελάττωμα της ενστικτώδους δυσαρέσκειας των Λειτουργιστών απέναντι στις μεγάλες ηθικές σταυροφορίες.
Για να επιστρέψουμε τώρα στον Lysander Spooner: Ο Spooner, γεννημένος στην πιετιστική παράδοση της Νέας Αγγλίας, ξεκίνησε τη διακεκριμένη ιδεολογική του σταδιοδρομία ως απόλυτος υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας. Παρά τις διαφορές ως προς την ερμηνεία του αμερικανικού Συντάγματος, ο Spooner ανήκε βασικά στην αναρχική, «μη κυβερνητική» Garrisonian πτέρυγα του κινήματος της κατάργησης -την πτέρυγα που επιδίωκε την κατάργηση της δουλείας όχι μέσω της χρήσης της κεντρικής κυβέρνησης (η οποία ούτως ή άλλως κυριαρχούνταν από τον Νότο), αλλά με έναν συνδυασμό ηθικού πάθους και εξέγερσης των σκλάβων. Μακράν του να είναι ένθερμοι υποστηρικτές της Ένωσης, οι Garrisonians υποστήριζαν ότι οι βόρειες πολιτείες θα έπρεπε να αποσχιστούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής που κατείχαν δούλους.
Ως εδώ, ο Spooner και οι Garrisonians είχαν την κατάλληλη ελευθεριακή προσέγγιση απέναντι στη δουλεία. Αλλά η τραγική προδοσία ήρθε όταν η Ένωση προχώρησε σε πόλεμο με τις νότιες πολιτείες για το ζήτημα της ανακηρυχθείσας ανεξαρτησίας τους. Ο Garrison και το πρώην «μη κυβερνητικό» κίνημά του ξέχασαν τις αναρχικές αρχές τους μέσα στον ενθουσιασμό τους για τον μιλιταρισμό, τις μαζικές δολοφονίες και τον συγκεντρωτικό κρατισμό, για χάρη αυτού που σωστά υπολόγιζαν ότι θα ήταν ένας πόλεμος κατά της δουλείας.
Μόνο ο Lysander Spooner και πολύ λίγοι άλλοι αντιτάχθηκαν σθεναρά σε αυτή την προδοσία - μόνο ο Spooner συνειδητοποίησε ότι θα ήταν επιδείνωση του εγκλήματος και του λάθους να προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε την κυβέρνηση για να διορθώσουμε τα λάθη που διαπράχθηκαν από μια άλλη κυβέρνηση. Και έτσι, ανάμεσα στους πιετιστές και ηθικολόγους συντρόφους του κατά της δουλείας, μόνο ο Spooner μπόρεσε να δει με λαμπρή διαύγεια, παρ' όλους τους πειρασμούς, την έντονη διαφορά ανάμεσα στην φαυλότητα και το έγκλημα. Έβλεπε ότι ήταν σωστό να καταγγέλλει κανείς τα εγκλήματα των κυβερνήσεων, αλλά ότι το μόνο που κατάφερνε η επαύξηση της κυβερνητικής εξουσίας ως απόπειρα θεραπείας τους, ήταν η επιδείνωσή τους. Ο Spooner δεν ακολούθησε ποτέ τους άλλους πιετιστές στην υποστήριξη εγκληματικών δράσεων, ή στην προσπάθεια να τεθεί εκτός νόμου η ανηθικότητα.
Ο αναρχισμός του Spooner ήταν, όπως και η θέση του κατά της δουλείας, ένα ακόμα πολύτιμο κομμάτι της πιετιστικής κληρονομιάς του. Διότι, και εδώ, η πιετιστική του ανησυχία για τις οικουμενικές αρχές - στην προκειμένη περίπτωση, όπως και στην περίπτωση της δουλείας, για τον πλήρη θρίαμβο της δικαιοσύνης και την εξάλειψη της αδικίας - τον οδήγησε σε μια συνεπή και θαρραλέα εφαρμογή των ελευθεριακών αρχών εκεί όπου δεν ήταν κοινωνικά βολικό (για να το θέσουμε ήπια) να τεθεί το ζήτημα.
Αυτό θα πει καταπιεσμένη πνευματική παράδοση!
Αν και οι λειτουργιστές αποδείχθηκαν πολύ πιο ελευθεριακοί από τους πιετιστές κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το πιετιστικό πνεύμα είναι πάντα σημαντικό στον ελευθερισμό, για να τονιστεί η ακούραστη αποφασιστικότητα για την εξάλειψη του εγκλήματος και της αδικίας. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα και πιο ένθερμα αναρχικά κείμενα του Spooner απευθύνονταν σε διάλογο εναντίον των Δημοκρατικών Cleveland και Bayard - δεν ασχολήθηκε με τους ανοιχτά κρατικιστές Ρεπουμπλικάνους. Ένα πιετιστικό προζύμι στην οιονεί φιλελεύθερη λειτουργιστική ζύμη;
Χρειάζεται όμως σταθερότητα στις ελευθεριακές αρχές για να φροντίσει κανείς να περιορίσει την πιετιστική ηθική σταυροφορία του στο έγκλημα (π.χ. δουλεία, κρατισμός) και να μην την επεκτείνει σε ό,τι μπορεί ο καθένας να χαρακτηρίσει ως «πάθος». Ευτυχώς, έχουμε τον αθάνατο Lysander Spooner, στη ζωή του και στα έργα του, για να μας καθοδηγεί στο σωστό δρόμο.
Murray N. Rothbard
Los Altos, California
1977