07 Νοεμβρίου, 2022

Η λιμπερταριανή οπτική για τον πόλεμο, ο ΟΗΕ και ο Κλάουζεβιτς

Ο σύγχρονος πόλεμος είναι δημιούργημα του κράτους, το οποίο ασκεί αυθαίρετη βία τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η ειρήνη είναι εφικτή, αλλά μόνο όταν το κράτος χάσει την εξουσία του

Άρθρο του Finn Anrdeen, που δημοσιεύτηκε την 1η Νοεμβρίου από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6'. Απόδοση στα ελληνικά Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής. 


Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναγκάσει πολλούς Δυτικούς να αναλογιστούν τον ρεαλισμό του κλασικού έργου του Καρλ φον Κλάουζεβιτς «Περί πολέμου». Ο Πρώσος στρατιωτικός θεωρητικός έγραψε χαρακτηριστικά ότι: «Ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Αν και αυτή η παρατήρηση μπορεί να ακούγεται παράξενη, ή ακόμη και σοκαριστική, για τους σύγχρονους δυτικους, αυτός είναι ο ρόλος που έχει, ως επί το πλείστον, ο πόλεμος σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Ο Κλάουζεβιτς υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό το 1812 και η επιρροή του στη Ρωσία είναι αισθητή μέχρι σήμερα. Πράγματι, η προσέγγιση της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία έχει το αποτύπωμα του Clausewitz, υπό την έννοια ότι θεωρεί τη στρατιωτική δράση ως πολιτικό μέσο, μαζί με άλλα τέτοια μέσα, όπως τα διπλωματικά και τα οικονομικά.

Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία έχει παρερμηνευθεί κάπως στους δυτικούς πολιτικούς και πνευματικούς κύκλους, καθώς η τρέχουσα κρίση κλιμακώνεται. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές ελίτ κατέληξαν να ταυτίζουν τον πόλεμο με το συγκεκριμένο στρατιωτικό δόγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, για το οποίο ο πόλεμος αρχίζει μόνο εκεί που τελειώνει η πολιτική, ή ακόμα χειρότερα: όταν ο επιθετικός πόλεμος είναι το προτιμώμενο μέσο για την επίτευξη πολιτικών και εμπορικών στόχων, συχνά αποκλείοντας κάθε καλόπιστη διπλωματία.

Οι πόλεμοι της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του δόγματος. Οι επίσημοι στόχοι αυτών των πολέμων, όπως η «εξάπλωση της δημοκρατίας», δεν επιτεύχθηκαν ποτέ στην πραγματικότητα. Αντίθετα, το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έχει επωφεληθεί μαζικά από αυτούς τους πολέμους, γεγονός που υποδηλώνει έντονα ότι οι πραγματικοί στρατιωτικοί στόχοι της κυβέρνησης των ΗΠΑ δεν είναι οι επίσημα δεδηλωμένοι.

Για τον Κλάουζεβιτς, που έγραφε σε μια εποχή που ο πελατειακός «καπιταλισμός» (σ.σ. κορπορατισμός) δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου, υπάρχει θεμελιώδες συμφέρον να αποφεύγεται ο πόλεμος, διότι ο πόλεμος βλάπτει όλα τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι, υπό αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος θα πρέπει πάντα να είναι η έσχατη λύση που χρησιμοποιούν τα κράτη όταν προσπαθούν να επιτύχουν πολιτικούς στόχους, όχι μόνο λόγω της απώλειας ανθρώπινων ζωών και της καταστροφής περιουσιών που συνεπάγεται ο πόλεμος, αλλά και λόγω της αβεβαιότητας του πολέμου για όλους τους εμπλεκόμενους. Όπως λέει το παλιό ρητό, είναι εύκολο να ξεκινήσεις έναν πόλεμο, αλλά δύσκολο να τον τερματίσεις.

Έτσι, όταν ξεσπά πόλεμος, είναι συχνά το αποτέλεσμα της λανθασμένης κρίσης της μιας πλευράς όσον αφορά τις δυνατότητες και τις προθέσεις της ίδιας και του αντιπάλου της. Όπως έγραψε ο ιστορικός Carroll Quigley στο magnum opus του, Tragedy and Hope: «Αυτή είναι η κύρια λειτουργία του πολέμου: να αποδείξει όσο το δυνατόν πιο πειστικά σε πλανημένα μυαλά ότι κάνουν λάθος όσον αφορά τις σχέσεις εξουσίας».

Η απουσία χρησιμότητας του ΟΗΕ

Χαρακτηριστικό για έναν στοχαστή του 19ου αιώνα είναι ότι ο Κλάουζεβιτς αποδέχθηκε τη δυνατότητα του πολέμου να επιλύει πολιτικά προβλήματα, με τρόπο που το σύγχρονο διεθνές δίκαιο δεν το κάνει. Ωστόσο, η άποψή του για τον πόλεμο φαίνεται να σέβεται περισσότερο τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, από ό,τι το επιθετικό στρατιωτικό δόγμα που εφαρμόζουν ορισμένοι από τους δυτικούς υπογράφοντες τον Καταστατικό Χάρτη. Πράγματι, οι προηγούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να επιτρέψει κάποια στρατιωτική επέμβαση συχνά δεν πληρούσαν ούτε καν τη λογική του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο, δηλαδή την εξάντληση όλων των άλλων μέσων επίλυσης προβλημάτων.

Οι εξουσιοδοτήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (UNSC) που από το 1945 επέτρεψαν σε ορισμένα κράτη μέλη να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον άλλων μελών συχνά είχαν άλλα συμφέροντα από το δηλωμένο της «αποκατάστασης της διεθνούς ειρήνης». Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα πολλών από αυτές τις στρατιωτικές επεμβάσεις που εγκρίθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη ήταν γενικά καταστροφικά - συχνά επιδεινώνουν τις συγκρούσεις και οδηγούν σε δραματικές κακουχίες για τους άμαχους πληθυσμούς. Στη Βόρεια Κορέα το 1950, στο Νότιο Βιετνάμ το 1966, στο Κουβέιτ το 1990 και στη Λιβύη το 2011, οι επεμβάσεις των ΗΠΑ γελοιοποίησαν το ιδανικό του ΟΗΕ για την ειρήνη.

Ακόμη χειρότερα, η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και η νομική δικαιοδοσία του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών απλώς αγνοήθηκαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ στη Σερβία το 1999 και στο Ιράκ το 2003, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Σήμερα, από τα πέντε μόνιμα μέλη του UNSC με δικαίωμα βέτο, τα τρία από αυτά είναι πλέον αντίπαλοι των άλλων δύο, και αυτό εμποδίζει το UNSC να συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση της ειρήνης.

Αυτό που διατήρησε την ειρήνη, τουλάχιστον στην Ευρώπη, μεταξύ των δύο γεωστρατηγικών και ιδεολογικών αντιπάλων του Ψυχρού Πολέμου ήταν αναμφισβήτητα περισσότερο η πυρηνική αποτροπή παρά η ύπαρξη του Χάρτη του ΟΗΕ, παρόλο που οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ έφτασαν αρκετές φορές κοντά στη χρήση πυρηνικών όπλων.

Συνεπώς, ο ρόλος του ΟΗΕ στην επιβολή του διεθνούς δικαίου είναι σήμερα σχεδόν ανύπαρκτος. Η απουσία του ΟΗΕ από την επίλυση της τρέχουσας σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ είναι κραυγαλέα. Η Χάρτα του ΟΗΕ είναι επομένως απλώς ένα νομικό πλαίσιο που λειτουργεί - de facto, όχι de jure - μόνο εφόσον όλα τα ισχυρότερα μέλη του τον τηρούν, τόσο κατά πνεύμα όσο και κατά γράμμα. Στην πραγματικότητα, οι διεθνείς σχέσεις μεταξύ των εθνών-κρατών εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό σχέσεις ισχύος, όπως στις ημέρες του Κλάουζεβιτς

Ο ρεαλισμός στον πόλεμο συμπληρώνεται από τον λιμπερταριανισμό

Η ανάλυση του σύγχρονου πολέμου που παρουσιάστηκε παραπάνω, όσο ρεαλιστική και αν είναι η προοπτική της, δεν εξετάζει την αιτία του πολέμου κατά πρώτο λόγο. Φαίνεται αναπόφευκτο ότι αυτό απαιτεί μια εστίαση στον ρόλο του σύγχρονου κράτους, ως υποκινητή όλων των πολέμων. Επομένως, όσο διορατικό και αν είναι το σχόλιο του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο, θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια θεωρία του σύγχρονου κράτους.

Ο λιμπερταριανισμός είναι απόλυτα κατάλληλος για τον σκοπό αυτό, καθώς αναγνωρίζει το κράτος ως την αιτία των περισσότερων από τα τεχνητά δεινά της κοινωνίας. Ως πολιτική φιλοσοφία βασισμένη στο φυσικό δικαίωμα, ο λιμπερταριανισμός δεν μπορεί να δεχτεί ηθικά έναν πόλεμο που διεξάγεται από το κράτος, ακόμη και αν είναι εντελώς αμυντικός (αν υπάρχει κάτι τέτοιο). Το κράτος, εξ ορισμού, παραβιάζει την αρχή της μη επίθεσης με το μονοπώλιο της βίας σε μια δεδομένη επικράτεια.

Στην πράξη, ωστόσο, ακόμη και ένας λιμπερταριανός θα έπρεπε να προτιμήσει την περίπτωση της (χλιαρής) προστασίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας από το κράτος σε έναν αμυντικό πόλεμο εναντίον ενός εξωτερικού εχθρού, σε σύγκριση με την εναλλακτική λύση μιας εξωτερικά επιβαλλόμενης τυραννίας. Ωστόσο, ο πραγματικός κόσμος σπάνια προσφέρει τέτοιες ξεκάθαρες επιλογές.

Το ελεύθερο εμπόριο, δηλαδή το εμπόριο που δεν εμποδίζεται καθόλου από εθνικά ή υπερεθνικά κράτη, είναι ο κύριος μοχλός για την ειρήνη μεταξύ των εθνών. Τα ανοικτά, εμπορικά έθνη έχουν συμφέρον να έχουν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τους και, ως εκ τούτου, είναι φυσικό να αποστρέφονται τον πόλεμο. Ο προστατευτισμός και η τάση προς τον απολυταρχισμό αποτελούν τόσο αιτίες όσο και συνέπειες των τεταμένων σχέσεων μεταξύ κρατών, που μπορούν να οδηγήσουν σε στρατιωτικές συγκρούσεις. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι η συμμετοχή του κράτους στην κοινωνία, μέσω της παρέμβασής του στην οικονομία, εισάγει μια λογική ανταγωνισμού έναντι άλλων εθνών-κρατών.

Πράγματι, η ειρήνη και η ευημερία σε κάθε κοινωνία είναι αντιστρόφως ανάλογες του μεγέθους και της ισχύος του κράτους. Σε έναν κόσμο αποτελούμενο από έθνη-κράτη, αυτό οδηγεί σε ένα συμπέρασμα που είναι σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή ότι θα πρέπει να υπάρχουν όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη -γιατί όχι μέχρι και το επίπεδο των δήμων- ώστε το καθένα από αυτά να καταστεί όσο το δυνατόν πιο αδύναμο και περιορισμένο.

Οι έννοιες της απόσχισης και της αυτοδιάθεσης είναι επομένως το κλειδί για τους λιμπερταριανούς, προκειμένου να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των κρατών. Ο πόλεμος καθίσταται λιγότερο πιθανός όσο μικρότερα και λιγότερο ισχυρά είναι τα κράτη και όσο πιο όμοια μεταξύ τους είναι σε μέγεθος. Η σημερινή εποχή έχει δείξει τον κίνδυνο τα κράτη να γίνουν τόσο μεγάλα, ώστε να έχουν γεωπολιτικά συμφέροντα, που στην περίπτωση των ΗΠΑ εκτείνονται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της ρεαλιστικής θεώρησης του κόσμου και της ταυτόχρονης θεώρησης που βασίζεται σε πολιτικές αρχές. Η ύπαρξη μιας ρεαλιστικής θεώρησης των διεθνών σχέσεων, όπως αυτές που παρουσιάστηκαν εδώ, δεν αποκλείει επίσης την αναγνώριση της σημασίας των λιμπερταριανών αρχών όσον αφορά τον πόλεμο και το κράτος. Πράγματι, μόνο όταν οι άνθρωποι αρχίσουν να απορρίπτουν μαζικά τις επεμβάσεις του κράτους τους στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό, θα αναδυθεί η δυνατότητα της ειρήνευσης μεταξύ των κρατών.

( Δείτε σχετικά το άρθρο Συνέντευξη Hoppe: «Το όνειρό μου είναι μια Ευρώπη που θα αποτελείται από 1.000 Λιχτενστάιν»
)


***