Το περίεργο με τη δημοκρατία είναι ότι με κάποιον τρόπο τα χειρότερα άτομα αναρριχώνται στην κορυφή. Παρ' όλα τα μεγάλα λόγια, τις μαζικές προεκλογικές εκστρατείες, τις δημόσιες συζητήσεις, το μαζικό προσκύνημα στις κάλπες, και τις πολλές υποσχέσεις για πιο οικολογικούς, δικαιότερους, καλύτερους κόσμους, καταλήγουμε με κάποιο τρόπο σε υδροκέφαλες γραφειοκρατίες, άδικες πολιτικές, κατασπατάληση των πόρων — και όχι τόσο σπάνια σε ομαδικούς τάφους. Το κράτος, όπως μας δίδαξε ο Ρόμπερτ Χιγκς, είναι απλώς πολύ επικίνδυνο για να το ανεχόμαστε.
Στο Ο Δρόμος προς την Δουλεία του Friedrich Hayek, που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα πριν από εβδομήντα οκτώ χρόνια, διαπιστώνουμε ότι
«Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι αυτά που μας φαίνονται ως τα χειρότερα χαρακτηριστικά των υπαρχόντων ολοκληρωτικών συστημάτων δεν είναι τυχαία υποπροϊόντα τους, αλλά φαινόμενα που ο ολοκληρωτισμός είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα δημιουργήσει. Ακριβώς όπως ο δημοκρατικός πολιτικός που ξεκινά να σχεδιάσει την οικονομική ζωή θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος με το δίλημμα, είτε να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες είτε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του, έτσι και ο ολοκληρωτικός δικτάτορας θα πρέπει σύντομα να επιλέξει ανάμεσα στην περιφρόνηση των καθιερωμένων ηθών και στην αποτυχία. Γι' αυτόν τον λόγο οι αδίστακτοι και οι αδυσώπητοι είναι πιθανό να αποδειχτούν πιο επιτυχημένοι σε μια κοινωνία που τείνει προς τον ολοκληρωτισμό.»
Αλλά όταν οι τάξεις των δημοσιολογούντων κοιτάζουν το κράτος, δεν βλέπουν κάτι τέτοιο. Αντίθετα, βλέπουν μια εκπροσώπηση του λαού, μια εξουσία με στόχο το καλό, έναν θεσμό που φτιάχτηκε για τον λαό και από τον λαό, αφοσιωμένο στη βελτίωση της ζωής του. «Οι κοινωνικοί σχεδιαστές», σχολίαζε μια καταχώρηση στο Investor’s Business Daily το 1999, αναφορικά με το αριστούργημα του Χάγιεκ, «πάντα υποθέτουν ότι τέτοια εξουσία θα ασκείτο μόνο από τους σοφότερους και ευγενέστερους ανθρώπους»:
«Κανείς δεν ήθελε να ακούσει κάποιον ιδιόρρυθμο Αυστριακό εξόριστο να τους λέει ότι ο καλοπροαίρετος κρατισμός, που τόσο αγαπούσαν, ήταν ελάχιστα διαφορετικός από τον ναζισμό, που είχαν αγωνιστεί τόσο σκληρά για να νικήσουν.»
Προτού ο δυτικός πολιτισμός πέσει θύμα των Σειρήνων του μεγάλου κράτους, υπήρχαν δικλείδες ασφαλείας για να αποτρέπουν κάθε προσωρινό κυβερνήτη από το να προκαλέσει κάποια υπερβολική ζημιά. Με ένα μικρό κράτος, αυστηρά περιορισμένο στους τομείς στους οποίους μπορούσε να δραστηριοποιηθεί, και με ένα υγιές νόμισμα που το περιόριζε από τυχόν εγχειρήματα πολύ πέρα από τις οικονομικές του υποχρεώσεις, υπήρχε μόνο τόση ζημιά όση θα μπορούσε να προκαλέσει κι ένας μπούφος. Ένα μικρό κράτος, που είναι δραστικά περιορισμένο σε ό,τι μπορεί να κάνει ή να γνωμοδοτήσει, δεν αποτελεί πρωτίστως ένα κάλεσμα να αφεθούν οι «ανάλγητοι καπιταλιστές να αλωνίζουν ελεύθερα». Αποτελεί την προστασία μας από τον αναπόφευκτο ηλίθιο που μια μέρα θα διαχειριστεί τις λειτουργίες της κυβέρνησης :
«Το πρόβλημα με την (τεράστια) κυβερνητική εξουσία είναι ότι τελικά κάποιο αντιπαθητικό άτομο θα στρέψει αυτές τις εξουσίες εναντίον σας —τότε θα είναι πολύ αργά για να μετανιώσετε που κάποτε υποστηρίζατε την επέκταση της επιρροής της.»
Στο πρόσφατο βιβλίο του για την ιστορία της πολιτικής οικονομίας της Βρετανίας, Two Hundred Years of Muddling Through, ο Duncan Weldon του The Economist χαρακτηρίζει αυτό τις συνθήκες «αλεξι-παλιάνθρωπες» (‘’knave-proof’’).
Ενώ η εμβληματική φράση του Warren Buffett αφορούσε εταιρείες, ο Weldon εφαρμόζει την ίδια ιδέα σε χώρες — αλλά το επιχείρημα εξακολουθεί να ισχύει. Φυσικά, η συγκεντρωτική νοοτροπία την οποία προσυπογράφουν ο Weldon και οι συνάδελφοί του συγγραφείς στο The Economist, συχνά καταγγέλλει τις διασφαλίσεις έναντι της κρατικής εξουσίας. Εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα να ελέγχουν ή να κατευθύνουν την οικονομία, εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα να την «τονώνουν» ή να τη ρυθμίζουν, υπάρχουν πολύ λίγα περιθώρια στις τάξεις των διανοουμένων ώστε να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις, να βελτιώσουν το ένα, ή να αλλάξουν το άλλο.
Ένας, και πλέον, αιώνας σοσιαλιστικών ονείρων και καθολικού δικαιώματος ψήφου έχει πείσει κάθε παλιάνθρωπο ότι αν γινόταν να είναι αυτός επικεφαλής, θα κυβερνούσε τους μη κυβερνήσιμους πολύ καλύτερα από τον προηγούμενο παλιάνθρωπο. Ο Weldon σίγουρα σκόπευε η φράση του να είναι κάπως γελοία (μα φυσικά, αγαπητέ μου Watson, πρέπει να έχουμε ένα μεγάλο κράτος που να κάνει μεγάλα κρατικά πράγματα!), αλλά απλά αποκαλύπτει την προκατάληψη υπό την οποία λειτουργεί διανοητικά: ένα περιορισμένο κράτος είναι κάτι κακό, γιατί εμποδίζει τις τάξεις των μορφωμένων να χώνουν τα χέρια τους παντού, μεθυσμένοι από την αριστεία τους, για να διορθώσουν αυτό ή εκείνο το κακώς κείμενο.
Έτσι, λίγα κεφάλαια αργότερα, πληροφορούμαστε για τα αξιοθρήνητα συστατικά αυτής της αδιάβλητης («αλεξι-παλιάνθρωπης») πολιτικής οικονομίας:
«Το ελεύθερο εμπόριο, ο κανόνας του χρυσού και ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός ήταν οι δομικοί λίθοι του προπολεμικού, αδιάβλητου συστήματος. Οι πολιτικοί δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν να παίξουν με την οικονομία για κάποιο πολιτικό όφελος, αλλά ούτε και να επιδιώξουν να τη διαχειριστούν.»
Και εκεί έγκειται το πρόβλημα όλων των πολιτικών συγκρούσεων: μια ακτιβιστική κυβέρνηση, δημοκρατική ή μη, επιθυμεί να βελτιώσει την απόδοση του ιδιωτικού τομέα και της κοινωνίας των πολιτών. Εμπόδια όπως κανόνες του χρυσού, συντάγματα και κρατικοί προϋπολογισμοί πρέπει να φύγουν. Μια κυβέρνηση αποκλεισμένη από τις μεγαλομανείς και ελεγκτικές της παρορμήσεις δεν μπορεί να κάνει αυτά που ονειρεύονται οι υποστηρικτές της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σύγχρονοι οικονομολόγοι -και ειδικότερα οι Βρετανοί ιστορικοί της οικονομίας- δεν κατανοούν τα γεγονότα της δεκαετίας του 1920. Δεν μπορούν να συλλάβουν ένα πολιτικό-οικονομικό αποτέλεσμα που δεν περιλαμβάνει τον κυβερνητικό ακτιβισμό, που ελέγχει και ρυθμίζει τα κακώς κείμενα, ενώ υποστηρίζει και βελτιώνει ό,τι είναι καλό.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του 1920 παραμερίζεται σαν μια εσωτερική αντίφαση ενός ελαττωματικού δόγματος - ο Τζον Μέιναρντ Κέινς τον αποκάλεσε διαβόητα «ένα βάρβαρο κατάλοιπο». Οι νέες συνθήκες ενός νέου και βελτιωμένου κράτους δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν με ένα σκληρό νόμισμα. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου τα κράτη, και οι διανοούμενοι που τα λατρεύουν, πήραν μια γεύση από το να σχεδιάζουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες αφ’ υψηλού. Η γεύση παρέμεινε στο στόμα τους και οι ελίτ, ξεμυαλισμένες από τις νεοαποκτηθείσες εξουσίες τους, δεν επρόκειτο ποτέ να γυρίσουν πίσω.
Ο Μεγάλος Πόλεμος, ή ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος όπως έμελλε να τον αποκαλούμε στην εποχή μας, άλλαξε τα πάντα . Ο Weldon και πάλι:
«Μετά τον πόλεμο, οι κανόνες του «αλεξι-παλιάνθρωπου» συστήματος είχαν σκορπίσει στους πέντε ανέμους. Το κράτος είχε παρέμβει εντός, εκτός, κι επί τα αυτά, σε όλη την οικονομία, διοικούσε μάλιστα ολόκληρες βιομηχανίες. Η έννοια του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού είχε εξαφανιστεί. Ακόμη και ο κανόνας του χρυσού είχε ανασταλεί. Είχαμε πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα του ελεύθερου εμπορίου, και το laissez-faire έμοιαζε νεκρό…. Το οικονομικό μοντέλο της Βρετανίας μεταμορφώθηκε από τον Μεγάλο Πόλεμο. Το κράτος έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, και δεν πήγε ποτέ ξανά πίσω.»
Η ελευθερία δεν πεθαίνει στο σκοτάδι αλλά στον πόλεμο. Μόλις πεταχτεί στα σκουπίδια, δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής, και τα έθνη, οι δημοκρατίες και οι άνθρωποι αφήνονται στη καθημερινή βιοπάλη μέχρι να σβήσει ο ήλιος.
Ο Ρόμπερτ Χιγκς είχε πιάσει το νόημα.
Αν εκείνοι που ζητούσαν ένα διευρυμένο κράτος τις τελευταίες δεκαετίες, είχαν αναλογιστεί έστω και μια φορά την ενοχή τους γι’ αυτή την παραφροσύνη, πολλά σύγχρονα ζητήματα που απασχολούν τις συνειδήσεις τους θα αποτελούσαν πολύ μικρότερες ενοχλήσεις: η κοινωνική ασφάλιση, οι πολεμοκάπηλοι του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, η διαφθορά, το αναδυόμενο καθολικο βασικό εισόδημα, ο πληθωρισμός, τα κρατικά ελλείμματα και τα χρέη.
Το κράτος όμως είναι μεγάλο, καλύπτει πια τα πάντα, και η μάχη για το ποιος θα το κατακτήσει είναι πλέον πολύ, μα πολύ σημαντική. Αυτό που μας θυμίζει το βιβλίο του Weldon είναι μια εποχή που η οικονομία και η δημοσιονομική πολιτική δεν αποτελούσαν τα κεντρικά ζητήματα των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Στη δεκαετία του 1920, η ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος των Φιλελευθέρων συμβάδιζε με τους Συντηρητικούς, λόγω των γεωπολιτικών τους απόψεων για την Ιρλανδία.
«Ναι και;» ρωτάει ο σύγχρονος πολιτικός σπασίκλας, και αναρωτιέται πότε θα μιλήσουμε επιτέλους για φορολογικούς συντελεστές, πακέτα τόνωσης, και περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Χωρίς τίποτε άλλο εκτός από παλιανθρώπους στην κυβέρνηση, για όσο μπορεί να δει το μάτι, χρειαζόμαστε για άλλη μια φορά μια αδιάβλητη,«αλεξι-παλιάνθρωπη» εξουσία, έτσι ώστε όποιος ηλίθιος και αν τη διευθύνει, οι ζημιές που θα προκληθούν να είναι αυστηρά περιορισμένες. Γιατί αργά ή γρήγορα, το κουμάντο θα το κάνουν οι ηλίθιοι.
***
Ο Joakim Book είναι απόφοιτος οικονομικών του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης και επί του παρόντος μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γράφει τακτικά στο Life of an Econ Student .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου