Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι στερήθηκαν την ελευθερία τους, εκατομμύρια παιδιά στερήθηκαν την εκπαίδευσή τους, και όλα αυτά για το τίποτα
Όταν πριν από δύο καλοκαίρια, τα αποτελέσματα του πρώτου κύματος του Covid άρχισαν να καταγράφονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, υπήρχαν διάφοροι τρόποι μέτρησης της καταστροφής. Ένας τρόπος εξέτασης της πανδημίας ήταν να επικεντρωθούμε στο πόσοι άνθρωποι πέθαναν – περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άτομα σε όλο τον κόσμο μέχρι το τέλος Ιουνίου. Ένας άλλος τρόπος ήταν να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε τις περίπλοκες επιπτώσεις των διαφόρων μέτρων που ελήφθησαν για την καταπολέμηση του ιού. Όταν πολλές από τις λειτουργίες της κοινωνίας τέθηκαν σε παύση, οι άνθρωποι δεινοπάθησαν – ιδίως οι πιο ευάλωτοι.
Για όσους προτίμησαν την πρώτη προοπτική, υπήρχαν πολλά δεδομένα για να στηριχτούν. Στις περισσότερες χώρες, ιδίως στις πλούσιες, τηρούνταν σχολαστικά αρχεία του αριθμού των νεκρών και παρουσιάζονταν σε κομψά γραφήματα σε διάφορους ιστότοπους: στον ιστότοπο του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, στο Worldometer, στο Our World in Data.
Ήταν πολύ πιο δύσκολο να μετρηθούν οι συνέπειες των lockdown. Εμφανίστηκαν εδώ και εκεί ως διάσπαρτες αναφορές και αριθμοί. Ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο να ήρθε από τις ΗΠΑ: μέχρι το τέλος του ακαδημαϊκού έτους, συνολικά 55,1 εκατομμύρια μαθητές είχαν επηρεαστεί αρνητικά από το κλείσιμο των σχολείων.
Αλλά και πάλι, ο αριθμός των νεκρών ήταν πιο ενδιαφέρων. Στις αρχές του καλοκαιριού, οι New York Times είχαν δημοσιεύσει ένα πρωτοσέλιδο χωρίς καμία απολύτως εικόνα. Αντ’ αυτού, περιείχε έναν μακρύ κατάλογο των ανθρώπων που είχαν πεθάνει: χίλια ονόματα, ακολουθούμενα από την ηλικία τους, την τοποθεσία, και μια πολύ σύντομη περιγραφή. «Άλαν Λουντ, 81 ετών, Ουάσιγκτον, μαέστρος με το πιο εκπληκτικό αυτί» - «Χάρβεϊ Μπάγιαρντ, 88 ετών, Νέα Υόρκη, μεγάλωσε ακριβώς απέναντι από το παλιό στάδιο των Γιάνκις». Και ούτω καθ' εξής.
Ήταν ένας συντάκτης των New York Times, που παρατήρησε ότι ο αριθμός των νεκρών στις ΗΠΑ θα ξεπερνούσε τις 100.000 και έτσι ήθελε να δημιουργήσει κάτι αξιομνημόνευτο – κάτι στο οποίο θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς μετά από 100 χρόνια, για να καταλάβει τι πέρασε η κοινωνία. Το πρωτοσέλιδο θύμιζε το πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια εφημερίδα κατά τη διάρκεια ενός αιματηρού πολέμου. Έφερνε στο μυαλό τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανικοί τηλεοπτικοί σταθμοί ανέφεραν τα ονόματα των πεσόντων στρατιωτών στο τέλος κάθε ημέρας κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η ιδέα εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο τον κόσμο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στη Σουηδία, το πρωτοσέλιδο της Dagens Nyheter καλύφθηκε με 49 έγχρωμες φωτογραφίες κάτω από τις λέξεις: «Μια μέρα, 118 ζωές». Αυτοί οι 118 άνθρωποι είχαν φύγει από τη ζωή στις 15 Απριλίου. Ήταν ο υψηλότερος ημερήσιος αριθμός νεκρών που είχε καταγραφεί καθ’ όλη τη διάρκεια της Άνοιξης. Έκτοτε, ο αριθμός αυτός θα μειωνόταν σταθερά.
Όταν ο επιδημιολόγος Γιόχαν Γκίζεκε διάβασε την εφημερίδα, προβληματίστηκε λίγο. Κάθε φυσιολογική ημέρα, 275 άνθρωποι πεθαίνουν στη Σουηδία, σκέφτηκε. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μελετώντας ακριβώς αυτό: πού, πότε, και πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος σκεφτόταν τώρα για τον θάνατο ήταν, γι’ αυτόν, εντελώς ξένος. Όταν είχε πάρει μέρος σε ένα διαδικτυακό συνέδριο στο Γιοχάνεσμπουργκ, ένας συμμετέχων είχε επισημάνει ότι, μόνο εκείνη τη χρονιά, περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πεθάνει από την πείνα στον κόσμο. Την ίδια περίοδο, ο Covid-19 είχε στοιχίσει τη ζωή σε 200.000 με 300.000 ανθρώπους.
Ο Γκίζεκε αισθάνθηκε ότι ο κόσμος βίωνε μια αυτοπροκληθείσα παγκόσμια καταστροφή. Αν τα πράγματα είχαν αφεθεί απλά να πάρουν τον δρόμο τους, θα είχαν ήδη τελειώσει. Αντ’ αυτού, εκατομμύρια παιδιά στερούνταν την εκπαίδευσή τους. Σε ορισμένες χώρες, δεν τους επιτρεπόταν καν να πάνε στις παιδικές χαρές. Από την Ισπανία έφταναν ιστορίες για γονείς που κατέβαιναν κρυφά σε γκαράζ με τα παιδιά τους για να τα αφήσουν να τρέξουν.
Δεκάδες χιλιάδες χειρουργικές επεμβάσεις αναβάλλονταν από τις υπηρεσίες υγείας. Οι εξετάσεις για τα πάντα, από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μέχρι τον καρκίνο του προστάτη, ματαιώνονταν. Αυτό δεν συνέβαινε μόνο στις άλλες χώρες. Η Σουηδία είχε και αυτή το μερίδιό της σε περίεργες αποφάσεις. Η σουηδική αστυνομία, επί μήνες, δεν διενεργούσε αλκοτέστ στους οδηγούς, υπό τον φόβο του ιού. Τη χρονιά εκείνη, μάλλον δεν φαινόταν τόσο σοβαρό το να σκοτωθεί κάποιος από έναν μεθυσμένο οδηγό.
Γινόταν ολοφάνερο ότι τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί και το κοινό δυσκολεύονταν να εκτιμήσουν τους κινδύνους του νέου ιού. Για τους περισσότερους ανθρώπους, οι αριθμοί δεν σήμαιναν τίποτα. Ωστόσο έβλεπαν σε αρκετές χώρες τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης να κατακλύζονται. Άκουγαν τις μαρτυρίες από νοσηλευτές και γιατρούς.
Σε διάφορα μέρη του κόσμου – στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στον Ισημερινό – οι άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τους κανόνες, τους νόμους και τα διατάγματα που περιόριζαν τη ζωή τους. Από άλλες χώρες έρχονταν ρεπορτάζ ότι οι άνθρωποι άρχιζαν να αψηφούν τους περιορισμούς. Αλλά η δύναμη της αντίστασης παρέμενε ασθενέστερη από ό,τι περίμενε ο Γκίζεκε. Δεν υπήρξε κάποια «γαλλική επανάσταση», ούτε κάποια παγκόσμια αντίδραση.
Μια εξήγηση για την παθητικότητα των πολιτών θα μπορούσε να είναι η κάλυψη της θανατηφόρας δράσης του ιού από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Φαίνεται ότι στους πολίτες είχε δοθεί μια εικόνα χωρίς ένα σημείο αναφοράς για το πόσο σοβαρή ήταν πραγματικά η πανδημία του Covid-19. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, η παγκόσμια εταιρεία συμβούλων Kekst CNC ρώτησε ανθρώπους σε πέντε μεγάλες δημοκρατίες – το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία – για όλα τα πράγματα που σχετίζονταν με τον ιό και την κοινωνία. Η έκτη χώρα της έρευνας ήταν η Σουηδία. Η Σουηδία ήταν πολύ μικρότερη από τις άλλες χώρες, αλλά συμπεριλήφθηκε λόγω της ξεχωριστής πορείας που ακολουθούσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οι ερωτήσεις αφορούσαν τα πάντα, από τη γνώμη των πολιτών για τα μέτρα που πήραν οι αρχές, μέχρι την κατάσταση της αγοράς εργασίας, και το κατά πόσον θεωρούσαν ότι οι κυβερνήσεις τους παρείχαν επαρκή υποστήριξη στο εμπόριο και τη βιομηχανία. Το δωδέκατο και τελευταίο θέμα της έρευνας περιείχε δύο ερωτήσεις: «Πόσοι άνθρωποι στη χώρα σας έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό;» και «Πόσοι άνθρωποι στη χώρα σας έχουν πεθάνει;» Την ίδια στιγμή που τα όλο και πιο αξιόπιστα στοιχεία έρχονταν με το σταγονόμετρο όσον αφορά την πραγματική θνησιμότητα του Covid-19, υπήρχε τώρα μια έρευνα για τον αριθμό των ανθρώπων που οι ερωτώμενοι πιθανολογούσαν ότι είχαν πεθάνει.
Στις ΗΠΑ, η μέση εκτίμηση στα μέσα Ιουλίου ήταν ότι το 9% του πληθυσμού είχε πεθάνει. Αν αυτό ήταν αλήθεια, θα αντιστοιχούσε σε σχεδόν 30 εκατομμύρια θανάτους Αμερικανών. Ο αριθμός των νεκρών υπερεκτιμήθηκε επομένως κατά 22.500% – ή 225 φορές περισσότερο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και στη Γαλλία και τη Σουηδία, ο εκτιμώμενος αριθμός των νεκρών ήταν εκατονταπλάσιος. Η εκτίμηση του 6% των Σουηδών στην έρευνα θα αντιστοιχούσε σε 600.000 θανάτους στη χώρα. Εκείνη την εποχή, ο επίσημος αριθμός των νεκρών είχε ξεπεράσει τους 5.000 και πλησίαζε τους 6.000.
Η αναφορά του μέσου όρου των εκτιμήσεων ήταν ίσως λίγο παραπλανητική, καθώς ορισμένοι έδιναν πολύ υψηλά νούμερα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πιο συνηθισμένη απάντηση ήταν ότι είχε πεθάνει περίπου το 1% του πληθυσμού – με άλλα λόγια, πολύ λιγότερο από τον μέσο όρο των απαντήσεων, 7%. Αλλά και πάλι ήταν ένας αριθμός που υπερεκτιμούσε τον αριθμό των θανάτων περισσότερο από δέκα φορές. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, 44.000 Βρετανοί είχαν καταγραφεί ως θανόντες – ή περίπου το 0,07% του πληθυσμού.
Η ανάλυση των αριθμών έδειξε επίσης ότι πάνω από το ένα τρίτο των Βρετανών έδωσε ένα ποσοστό πάνω από το 5% του πληθυσμού. Αυτό θα ήταν σαν να είχε πέσει νεκρός ολόκληρος ο πληθυσμός της Ουαλίας. Αυτό θα σήμαινε ότι πέθαναν πολλές φορές περισσότεροι Βρετανοί από τον Covid-19, απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – συμπεριλαμβανομένων των απωλειών των αμάχων.
Η πολεμική ρητορική που διατυμπάνιζαν οι ηγέτες του κόσμου είχε τον αντίκτυπό τους. Οι πολίτες τους πραγματικά πίστεψαν ότι ζούσαν έναν πόλεμο. Στη συνέχεια, δύο χρόνια μετά την πανδημία, ο πόλεμος έληξε. Δεν υπήρχαν πλέον ξένοι δημοσιογράφοι στις συνεντεύξεις τύπου της Σουηδικής Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας. Κανένας Αμερικανός, Βρετανός, Γερμανός ή Δανός δεν ρωτούσε γιατί τα σχολεία παρέμεναν ανοιχτά, ή γιατί η χώρα δεν είχε κλειδωθεί.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο υπόλοιπος κόσμος είχε αρχίσει να ζει αθόρυβα με τον νέο ιό. Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς ανά τον κόσμο είχαν πάψει να ελπίζουν σε καραντίνες και κλείσιμο σχολείων. Και όμως, λαμβάνοντας υπ' όψη όλα εκείνα τα άρθρα και τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ που είχαν δημιουργηθεί για την «ανόητα» φιλελεύθερη στάση της Σουηδίας απέναντι στην πανδημία, και λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες πηγές δεδομένων αναφέρονταν καθημερινά από τα μέσα ενημέρωσης του κόσμου, αυτή η ξαφνική έλλειψη ενδιαφέροντος ήταν παράξενη.
Για όποιον εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται, τα αποτελέσματα ήταν αδύνατο να τα αρνηθεί. Μέχρι το τέλος του 2021, 56 χώρες είχαν καταγράψει περισσότερους κατά κεφαλήν θανάτους από κορωνοϊό, σε σύγκριση με τη Σουηδία. Όσον αφορά τους περιορισμούς στους οποίους ο υπόλοιπος κόσμος είχε πιστέψει τόσο πολύ – κλείσιμο σχολείων, εγκλεισμοί, μάσκες, μαζικά τεστ – η Σουηδία είχε λίγο-πολύ ακολουθήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, τα αποτελέσματά της δεν διέφεραν αισθητά από εκείνα των άλλων χωρών. Είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο σαφές ότι τα πολιτικά μέτρα που είχαν επιστρατευτεί κατά του ιού ήταν περιορισμένης αξίας. Αλλά κανείς δεν μιλούσε πλέον γι’ αυτό.
Από ανθρώπινη άποψη, ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τους αριθμούς που προέρχονταν από τη Σουηδία. Διότι το αναπόφευκτο συμπέρασμα ήταν ότι εκατομμύρια άνθρωποι είχαν στερηθεί την ελευθερία τους, εκατομμύρια παιδιά είχαν υποστεί την διακοπή της εκπαίδευσής τους, και όλα αυτά για το τίποτα.
Ποιος θα ήθελε να είναι συνένοχος σε κάτι τέτοιο;
(Στοιχεία από το Worldometer στις 23/4/2022)