Ο Michael Rectenwald αποδομεί το ψευτο-προοδευτικό κλισέ «σοσιαλισμός για τους πλούσιους, καπιταλισμός για τους φτωχούς», κατά το οποίο το κράτος προστατεύει δήθεν τους πλούσιους αλλά ρίχνει όλους τους άλλους στο έλεος του ανάλγητου καπιταλισμού
Το τυπικό αριστερό ρεφρέν για τον «καπιταλισμό σε προχωρημένο στάδιο» είναι ότι ισοδυναμεί με «σοσιαλισμό για τους πλούσιους και καπιταλισμό για τους φτωχούς». Όπως οι περισσότερες αριστερές αντιλήψεις, αυτή η ιδέα εκφράζει το σχεδόν αντιδιαμετρικά αντίθετο της αλήθειας. Το σύστημα στο οποίο αναφέρονται είναι κάθε άλλο παρά σοσιαλισμός για τους πλούσιους και καπιταλισμός για τους φτωχούς. Οι καπιταλιστές δεν θέλουν τον σοσιαλισμό για τον εαυτό τους και τον καπιταλισμό για τους υπόλοιπους. Οι καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος, το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί μόνο σε ένα καπιταλιστικό σύστημα.
Φυσικά, η φράση «σοσιαλισμός για τους πλούσιους και καπιταλισμός για τους φτωχούς» βασίζεται στην αριστερή πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός είναι «προφανώς» ωφέλιμος για όσους ζουν υπό αυτόν, μια πραγματική Εδέμ, ενώ ο καπιταλισμός είναι μια άθλια «αναρχία» όπου ο καθένας κοιτάει μόνο τον εαυτό του, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, όπου οι ύαινες παλεύουν και μεταξύ τους για τα αποφάγια, και όπου πολλοί αναγκαστικά λιμοκτονούν. Τον σοσιαλισμό πρέπει να τον αποζητούμε και τον καπιταλισμό να τον αποφεύγουμε, με κάθε κόστος. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο καπιταλισμός είναι το παραγωγικό σύστημα που δημιουργεί πλούτο και τον κατανέμει σωστά, ενώ ο σοσιαλισμός είναι το καταναλωτικό σύστημα που περιορίζει τη δημιουργία πλούτου και τον καταβροχθίζει με άδικο τρόπο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Κατά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, ο σοσιαλισμός αποθαρρύνει τις προσωπικές, ιδιωτικές επενδύσεις στον σχηματισμό κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου «κεφαλαίου» που επενδύει κανείς στον εαυτό του. Στον σοσιαλισμό, οι ιδιωτικές επενδύσεις σε κεφαλαιουχικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μας, αποθαρρύνονται (ή απαγορεύονται). Ο σοσιαλισμός έτσι ευνοεί τον μη επενδυτή, τον μη παραγωγό και τον μη χρήστη των μέσων παραγωγής και αδικεί (ή αποκλείει) τον ιδιώτη επενδυτή, τον παραγωγό και τον χρήστη των μέσων παραγωγής. Επομένως, λιγότερα άτομα θα αναλάβουν αυτούς τους ρόλους και ο σχηματισμός κεφαλαίου θα μειωθεί. Λιγότερη ιδιοποίηση φυσικών πόρων, λιγότερη ανάπτυξη νέων συντελεστών παραγωγής και λιγότερη συντήρηση των παλαιών συντελεστών παραγωγής. [1]
Επιπλέον, δεδομένου ότι οι επενδύσεις σε παραγωγικούς συντελεστές αποθαρρύνονται (ή απαγορεύονται), ο σοσιαλισμός αποθαρρύνει την αποταμίευση και ενθαρρύνει την κατανάλωση. Εφόσον κανείς δεν μπορεί να γίνει καπιταλιστής, υπάρχει μικρότερο κίνητρο να αποταμιεύει και μεγαλύτερο κίνητρο να ξοδεύει. Το αποτέλεσμα θα είναι λιγότερη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και, ομοίως, χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο για όλους. Ο σοσιαλισμός καταλήγει επίσης σε μια σπάταλη χρήση των μέσων παραγωγής, επειδή δεν ανταποκρίνεται στις αλλαγές της ζήτησης. Χωρίς επιχειρηματίες για να ανακατανείμουν τους κεφαλαιουχικούς πόρους σύμφωνα με την μεταβαλλόμενη ζήτηση και τα βελτιωμένα μέσα παραγωγής, ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις αλλαγές της ζήτησης και της παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι θα έχει ως αποτέλεσμα τουλάχιστον την παραγωγή λιγότερο επιθυμητών αγαθών και υπηρεσιών και πιθανώς ακόμη και τη μη παραγωγή των απαραίτητων αγαθών και υπηρεσιών.
Θα ήταν σχεδόν περιττό να επισημάνουμε το πώς ο σοσιαλισμός αλλάζει τον χαρακτήρα της κοινωνίας και ακόμη και τις προσωπικότητες εκείνων που ζουν κάτω από αυτόν. Οι άνθρωποι υπό τον σοσιαλισμό γίνονται λιγότερο έμπειροι στην παραγωγή, την καινοτομία και την ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των συνανθρώπων τους. Γίνονται λιγότερο ικανοί να προσαρμοστούν. Καθώς περνά ο χρόνος υπό καθεστώς σοσιαλισμού, γίνονται όλο και περισσότερο προσανατολισμένοι στο παρόν και λιγότερο προνοητικοί.
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της, είναι η σοσιαλιστική παραγωγή —κι όχι η καπιταλιστική— που είναι παράλογη. Ο παραλογισμός της οφείλεται στην εξάλειψη των βασικών δεικτών για τον προσδιορισμό της ορθολογικής παραγωγής και κατανομής —δηλαδή των τιμών. Ο Ludwig von Mises έδειξε ότι οι τιμές αντιπροσωπεύουν τα απίστευτα πυκνά, και ζωτικής σημασίας, σύνολα δεδομένων που απαιτούνται για την κατανομή των πόρων στην παραγωγή και τη βαθμονόμηση αυτών στη ζήτηση. Ο σοσιαλισμός είναι παράλογος γιατί ξεκινώντας χωρίς τιμές για τους συντελεστές παραγωγής, ποτέ δεν μπορούν να προκύψουν ορθολογικά κριτήρια για την κατανομή των πόρων σε συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες. Εξαλείφοντας τις τιμές, η σοσιαλιστική οικονομία δεν μπορεί να παρέχει την συνεχή ανατροφοδότηση (feedback) που απαιτείται για τον καθορισμό του τι θα παραχθεί, πόσο από αυτό θα παραχθεί, ή πώς θα παραχθεί. Οι υπερτροφικές, διογκωμένες παραγωγικές δυνατότητες σε έναν κλάδο της οικονομίας συνοδεύονται από σχετικά αναιμικές παραγωγικές δυνατότητες σε έναν άλλον, και ούτω καθ’ εξής.
Αυτό σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός αποτυγχάνει όχι μόνο στην κατανομή των πόρων, αλλά και στην οικονομική εκπροσώπηση των ανθρώπων που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται. Χωρίς τους μηχανισμούς των τιμών, οι οικονομικοί «ψηφοφόροι» ή καταναλωτές, δεν έχουν τρόπο να εκφράσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Η παραγωγή και η διανομή πρέπει να βασίζονται στη μη δημοκρατική λήψη αποφάσεων των κεντρικών αρχών. Επιπλέον, χωρίς κανέναν τρόπο να αντικατοπτρίζονται οι ανάγκες τους στην παραγωγή, ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύει οτιδήποτε άλλο εκτός από την «οικονομική δημοκρατία». Όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για τις εργαζόμενες μάζες πρέπει να απορρίψουν τον σοσιαλισμό εξαιτίας της ανεπάρκειάς του να εγκαθιδρύσει την οικονομική δημοκρατία, τον πιο θεμελιώδη λόγο για την ύπαρξή του.
Ο καπιταλισμός είναι το ηθικό σύστημα που σέβεται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, ξεκινώντας από την ιδιοκτησία των σωμάτων μας, ενώ ο σοσιαλισμός είναι η ανήθικη επίθεση κατά των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης κατά της ιδιοκτησίας των σωμάτων μας. Χωρίς την ιδιοκτησία του σώματός του, κάποιος είναι σκλάβος.
Βασισμένος στην «ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής», ο καπιταλισμός απλώς συνεπάγεται τα εξής: 1) τα άτομα κατέχουν το σώμα τους και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με αυτό, αρκεί να μην καταπατούν τη σωματική ή άλλη περιουσία των υπολοίπων, 2) οτιδήποτε δημιουργούν τα άτομα με άκτητους πόρους (ή πόρους για τους οποίους έχουν συνάψει κάποια σύμβαση, όποτε μια τέτοια ενέργεια δεν συνεπάγεται επιθετικότητα κατά της περιουσίας άλλου προσώπου) γίνεται ιδιοκτησία τους. 3) την προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και τις απρόσκοπτες συναλλαγές, τον αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας, την αύξηση της παραγωγής πλούτου, και την συνολική βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας.
Εν ολίγοις, ό,τι μας διδάσκουν για τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό, όπως σχεδόν όλα όσα μας διδάσκουν γενικά, είναι το αντίστροφο της αλήθειας.
Αυτό που ισχύει, ωστόσο, για τους πολιτικούς καπιταλιστές -δηλαδή αυτούς που επιζητούν την εύνοια του κράτους- είναι ότι επιδιώκουν το κέρδος μειώνοντας ή εξαλείφοντας τον κίνδυνο και επιδιώκουν την κρατική ευνοιοκρατία για να το κερδίσουν. Αλλά μην γελιέστε, οι καπιταλιστές οποιασδήποτε απόχρωσης αναλαμβάνουν τις δραστηριότητές τους αναζητώντας κέρδη. Γιατί τότε οι πολιτικοί καπιταλιστές να θέλουν τον σοσιαλισμό για τον εαυτό τους και τον καπιταλισμό για τους άλλους; Η σύντομη απάντηση είναι ότι δεν τον θέλουν. Θέλουν τον καπιταλισμό για τον εαυτό τους και το σοσιαλισμό για τους άλλους. Δηλαδή, θέλουν να μονοπωλήσουν την κερδοσκοπική παραγωγή εξαλείφοντας την ιδιοκτησία των άλλων, μειώνοντας έτσι, ή εξαλείφοντας, τον δικό τους κίνδυνο.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο στόχος αυτού που ονομάστηκε Μεγάλη Επανεκκίνηση είναι το ακριβώς αντίστροφο της φόρμουλας «σοσιαλισμός για τους πλούσιους και καπιταλισμός για τους φτωχούς». Η Μεγάλη Επανεκκίνηση αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια εκ μέρους μιας προστατευόμενης τάξης ελίτ καπιταλιστών να σχηματίσουν καρτέλ και να επιδιώξουν την κρατική ευνοιοκρατία για να εγκαθιδρύσουν τον καπιταλισμό για τον εαυτό τους, ενώ ουσιαστικά παραδίδουν τη συντριπτική πλειοψηφία στον σοσιαλισμό. Αυτό εξηγεί γιατί οι καπιταλιστικές εταιρείες, σε συνδυασμό με τους προπαγανδιστές στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, εκτοξεύουν μια σοσιαλδημοκρατικής χροιάς σοσιαλιστική ρητορική κι ιδεολογία, και προωθούν μια σοσιαλδημοκρατικής χροιάς σοσιαλιστική ατζέντα.
( Ενεργοποιήστε τους ελληνικούς υπότιτλους κάνοντας κλικ στο μαύρο πλαίσιο κάτω, και εμφανίζοντας το εικονίδιο «ρυθμίσεις» )
-----------------------------------------------------
[1] Σε αυτήν και στις δύο επόμενες παραγράφους, παραφράζω την ανάλυση για τον «ρωσικό σοσιαλισμό» στο A Theory of Socialism and Capitalism του Hans-Hermann Hoppe (Auburn, AL: Ινστιτούτο Ludwig von Mises, 2010), σελ. 40–47.
***
Ο Michael Rectenwald είναι ο συγγραφέας έντεκα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Thought Criminal , Beyond Woke , Google Archipelago και Springtime for Snowflakes.