Πολλοί λένε ότι τα οικονομικά οφείλουν να επικεντρωθούν στη διατήρηση των φυσικών πόρων για τις απώτερες μελλοντικές γενιές, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Αυτό μπορεί να ακούγεται ελκυστικό αρχικά, αλλά σύντομα ανακαλύπτουμε πόσο δύσκολο είναι να προβλέψουμε τις ανάγκες του μέλλοντος και να αγνοήσουμε αυτές του παρόντος.
Μερικές φορές κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ελεύθερη αγορά είναι άδικη για τις μελλοντικές γενιές. Ο Mises μας λέει ξανά και ξανά ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα «μαζικής παραγωγής για τις μάζες» που κατευθύνεται από τις «ψήφους - δολάρια» των καταναλωτών, και οι καταναλωτές για τους οποίους μιλά είναι οι άνθρωποι που υπάρχουν στο σήμερα. Αυτοί οι άνθρωποι θα ενεργήσουν για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, αλλά τι γίνεται με εκείνους που θα τους διαδεχτούν στο μέλλον; Μήπως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την εποχή όταν «όπως κι οι γεννήτορές μας, οι γιοι μας θα έχουν φύγει», με τα λόγια του Ralph Waldo Emerson;
Στο A Poverty of Reason: Sustainable Development and Economic Growth (2002),
ο oικονομολόγος Wilfred Beckerman παρουσίασε κάποιες διορατικές σκέψεις για αυτό το ζήτημα. Σύμφωνα με όσους επικρίνουν την αγορά, οι άνθρωποι νοιάζονται για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αλλά σπάνια θα επιδιώξουν να διατηρήσουν τους πόρους τους πέρα από αυτό που απαιτείται για να τα συντηρήσουν. Αφού εξασφαλίσουν τους άμεσους απογόνους τους, η επιδίωξη του κέρδους θα τους οδηγήσει σε μια σπάταλη χρήση των σπάνιων πόρων, που μπορεί να καταστρέψει το περιβάλλον για εκείνους που θα ζήσουν μετά από αυτούς. Δεν οφείλει το κράτος να προστατεύσει τα δικαιώματα των επόμενων γενεών, για να αποτρέψει αυτή την καταστροφή;
Υπάρχει μια προφανής αντίρρηση σε αυτό το σκεπτικό, εκτός από εκείνες που παρουσιάζει ο Beckerman. Τα εν λόγω παιδιά και εγγόνια με τη σειρά τους θα αποκτήσουν δικά τους παιδιά και εγγόνια. Όσο αυτό συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, δεν θα φτάσουμε ποτέ στην κατάσταση για την οποία μιλούν οι περιβαλλοντολόγοι. Μπορεί να απαντήσουν ότι χρειαζόμαστε ακόμη μεγαλύτερη διατήρηση των φυσικών πόρων από ό,τι σήμερα, αλλά δεν μοιάζει εύλογο κάτι τέτοιο.
Η κύρια ένσταση του Beckerman για το επιχείρημα των «μελλοντικών γενεών» είναι η εξής: Ας υποθέσουμε ότι συμφωνούμε πως η σημερινή γενιά δεν πρέπει να σπαταλήσει όλους τους φυσικούς της πόρους, μη αφήνοντας τίποτα στις γενιές του απώτερου μέλλοντος. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι αυτές οι μελλοντικές γενιές έχουν ένα εκτελεστέο δικαίωμα να διατηρούνται οι πόροι σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Το να εισάγουμε την ορολογία των δικαιωμάτων, λέει ο Beckerman, σημαίνει ότι υποθέτουμε, αβάσιμα, ότι οι όποιες ηθικές αξιώσεις έχουν οι μελλοντικές γενιές για το παρόν, μας δεσμεύουν απόλυτα ή σχεδόν απόλυτα. Γιατί, αντίθετα, δεν βλέπουμε τις υποχρεώσεις μας για το μέλλον ως ένα στοιχείο που πρέπει να σταθμίζεται έναντι άλλων πραγμάτων;
Ο Beckerman αμφισβητεί επίσης κατά μέτωπο μια βασική υπόθεση πολλών σύγχρονων ηθικών φιλοσόφων. Όσοι προτιμούν την «βιώσιμη» ανάπτυξη για την προστασία των μελλοντικών γενεών υποστηρίζουν ότι σε κάθε μελλοντική γενιά πρέπει να παρέχεται ένα εξίσου καλό περιβάλλον με αυτό που έχουμε τώρα. Ο Beckerman ρωτά: Τι το σπουδαίο έχει η ισότητα;
Τα επιχειρήματα υπέρ της ισότητας κρύβουν συχνά πίσω τους κάποια αισθήματα συμπάθειας που πολλοί άνθρωποι τρέφουν για τους φτωχούς. Οι περιβαλλοντολόγοι σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα για ένα μέλλον στο οποίο τα βασικά καύσιμα θα έχουν εξαντληθεί και οι άνθρωποι θα αντιμετωπίζουν καταστροφικά υψηλές θερμοκρασίες. Δεν είναι άδικο, λένε, να υποβάλλουμε ανθρώπους σε τέτοιες συνθήκες; Εάν είναι άδικο, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να υποβάλλονται σε κακές συνθήκες -η ισότητα δεν έχει σχέση με το ζήτημα.
Τι θα συμβεί όμως αν κλίνουμε προς ένα «ίσο» περιβάλλον για κάθε μελλοντική γενιά; Ο Beckerman απαντά με ένα έξυπνο επιχείρημα: Όσοι θα ζήσουν στο μέλλον είναι πιθανό να επωφεληθούν από τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη. Αν Οι ζωές τους αποδειχθούν πιο ευημερούσες από τις δικές μας, δεν μας οφείλουν τότε, έχοντας σαν κριτήριο την ισότητα, αποζημίωση για την καλύτερή τους τύχη; Φυσικά, δεν μπορούν να μας πληρώσουν, αφού δεν υπάρχουν στο τώρα. Μπορούμε όμως να κάνουμε ό, τι καλύτερο γίνεται, για να επιτύχουμε την ισότητα αρνούμενοι να διατηρήσουμε τους φυσικούς πόρους μας. Το φτωχότερο περιβάλλον που θα προκύψει για τους διαδόχους μας θα εξισορροπήσει το ανώτερο επίπεδο της οικονομικής ευημερίας τους, και έτσι θα συντείνει στην επίτευξη της ισότητας.
Ο Beckerman διατυπώνει το ad reductio επιχείρημά του με τον εξής τρόπο:
Αλλά ας υποθέσουμε ότι οι επόμενες γενιές αναμενόταν να είναι πιο πλούσιες από εμάς, για λόγους που βρίσκονται εκτός του ελέγχου μας…. Εάν θεωρούμε ότι οι φυσικές ανισότητες είναι άδικες, θα είμαστε ηθικά υποχρεωμένοι να αναλάβουμε κάποια δράση… να μειώσουμε τη φτώχεια μας σε σύγκριση με τις επόμενες γενιές, ας πούμε , επιβραδύνοντας τη μελλοντική ανάπτυξη (π.χ. επενδύοντας λιγότερο ή καταναλώνοντας περισσότερους από τους φερόμενους ως σπάνιους πόρους της γης.)
Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ένα ακόμη επιχείρημα του Beckerman. Πολλοί περιβαλλοντολόγοι έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι καταστροφολογικές τους προβλέψεις είναι αμφιλεγόμενες. Ισχυρίζονται όμως ότι εξακολουθούν να έχουν έναν λόγο που οι απαισιόδοξες απόψεις τους θα πρέπει να καθοδηγούν την χάραξη της πολιτικής. Εάν οι αισιόδοξοι έχουν δίκιο και ακολουθήσουμε τις συμβουλές τους, θα έχουμε απλά κάπως υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από ό, τι σε διαφορετική περίπτωση. Αλλά αν οι περιβαλλοντολόγοι έχουν δίκιο, και τους αγνοήσουμε, τότε μας απειλεί η καταστροφή. Δεν πρέπει λοιπόν το σφάλμα να γίνει προς την πλευρά τους;
Αυτή είναι η λεγόμενη αρχή της πρόληψης: «Όπου υπάρχουν απειλές σοβαρής ή μη αναστρέψιμης βλάβης, η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως λόγος αναβολής των μέτρων για την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος».
Πλαισιωμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο, μας λέει ο Beckerman,το ζήτημα βασίζεται σε μια εσφαλμένη υπόθεση. Γιατί πρέπει να ληφθεί άμεσα μια απόφαση; Εάν δεν υπάρχει «επιστημονική βεβαιότητα», γιατί να μην περιμένουμε μέχρι να έχουμε μια σαφέστερη ιδέα για το τι θα συμβεί; Γιατί να καθιερώσουμε τώρα δαπανηρά μέτρα που έχουν σχεδιαστεί για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη, εάν σε λίγα χρόνια ανακαλύψουμε ότι οι προσπάθειές μας είναι μάταιες [σ.σ. αν λ.χ. ανακαλυφθεί ότι η όποια αλλαγή στο κλίμα δεν είναι κατά βάση ανθρωπογενής], ή ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη δεν είναι τόσο σοβαρή;
Το να νομίζουμε ότι μια πιθανή περιβαλλοντική καταστροφή απαιτεί μια άμεση αντίδραση σημαίνει πως υποθέτουμε εσφαλμένα ότι, περιμένοντας για λίγο χρόνο πριν ενεργήσουμε, διακινδυνεύουμε μια καταστροφή. Αλλά αυτό δεν ισχύει, ακόμα κι αν οι περιβαλλοντολόγοι αποδειχθούν σωστοί στις προβλέψεις τους. Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, «η καθυστέρηση της δράσης κατά αρκετά χρόνια έχει μια αμελητέα διαφορά». Τι γίνεται όμως αν επιτρέψουμε αυτό το σκεπτικό; Ας υποθέσουμε, π.χ., ότι μετά από αρκετά χρόνια έρευνας, εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη. Πρέπει τότε να ακολουθήσουμε τους απαισιόδοξους για να αποτρέψουμε την καταστροφή;
(Για ένα παράδειγμα μιας τέτοιας διαμάχης, δείτε την κριτική μου για το «Hot Talk , Cold Science» του S. Fred Singer .)
Όχι απαραίτητα. Ο Beckerman επισημαίνει ότι η αρχή της αποφυγής καταστροφών μπορεί να ξεπεράσει τα όρια. Πρέπει πράγματι να είμαστε επιφυλακτικοί, αλλά τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης δεν πρέπει ποτέ να παραβλέπονται. Η αρχή της πρόληψης «είναι απλώς ένας πομπώδης τρόπος για να πούμε ότι πρέπει να εξετάσουμε την περίπτωση πραγματοποίησης επενδύσεων τώρα για να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο ενός δυσάρεστου γεγονότος που θα συμβεί αργότερα. Κανείς όμως λογικός άνθρωπος δεν θα επένδυε χρόνο και πόρους, για να αποφύγει κάθε απειροελάχιστη δυσμενή πιθανότητα, αφού κάτι τέτοιο θα άφηνε ελάχιστο πολύτιμο χρόνο για την απόλαυση της ζωής».
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την δημοσίευση του Beckerman, οι φωνές των καταστροφολόγων έγιναν ακόμα πιο στριγκές, και το βιβλίο του αξίζει την εκ νέου προσοχή μας.
***
Ο Ντέιβιντ Γκόρντον είναι Ανώτερος Συνεργάτης στο Ινστιτούτο Mises και συντάκτης του Mises Review .