29 Οκτωβρίου, 2021

Η κληρονομιά της Μέρκελ: μια βραδυφλεγής βόμβα για την Ελλάδα και την ΕΕ

Από την οικονομική και την περιβαλλοντική της πολιτική, έως την διαχείριση του μεταναστευτικού και της ελληνικής κρίσης χρέους, η υπερεκτιμημένη καγκελάριος Μέρκελ υπήρξε στην πραγματικότητα βλαπτική  για τη χώρα της και για ολόκληρη την ΕΕ, ειδικά μακροπρόθεσμα. 


Άρθρο του Antony Mueller που δημοσιεύτηκε στις 14/1/2019. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής. Χρόνος ανάγνωσης 5'.

Chambawamba - Timebomb

Η καγκελαρία της Άνγκελα Μέρκελ τελειώνει. Είναι καιρός μια για αξιολόγηση. Η Μέρκελ κυβερνά τη Γερμανία από το 2005. Μετά τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017 ξεκίνησε την τέταρτη θητεία της, ωστόσο τον Οκτώβριο του 2018 παραιτήθηκε από την προεδρία του πολιτικού της κόμματος, του CDU (Χριστιανοδημοκρατική Ένωση). Ανέφερε ότι μπορεί να παραιτηθεί και από την καγκελαρία και να κάνει χώρο για κάποιον διάδοχο. Εν τω μεταξύ, η Μέρκελ είχε μια πολύ ευνοϊκή μεταχείριση από τα μέσα ενημέρωσης, καθώς ήταν η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας, και κέρδισε μια επιπλέον συμπάθεια επειδή μεγάλωσε στο ανατολικό τμήμα της χώρας όταν ήταν υπό σοβιετική κυριαρχία και υπό σοσιαλιστική οικονομία. Αλλά η κληρονομιά της είναι ανάμεικτη. Επιφανειακά, τα επιτεύγματά της φαίνονται εντυπωσιακά. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά πίσω από τις επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας αποκαλύπτει ότι διέπρεψε στην τέχνη της εξαπάτησης. 


Μακροοικονομικές Επιδόσεις 


Κατά τη διάρκεια της θητείας της στο τιμόνι της χώρας, η γερμανική οικονομία έδειξε τρομερές μακροοικονομικές επιδόσεις, κατά πρώτον, στην απασχόληση. Μετά από μια αύξηση της ανεργίας από το 1975 έως το 2005, η οποία αύξησε το ποσοστό ανεργίας από 1 τοις εκατό σε πάνω από 10 τοις εκατό, το ποσοστό μειώθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας της Μέρκελ, και έχει απομειωθεί στο 3,3 τοις εκατό από το τέλος του 2018. 


Εικόνα 1: Γερμανία. Επίσημο ποσοστό ανεργίας, 1950–2018 

mueller1_1.png 

 

Η μείωση της ανεργίας συνοδεύτηκε από την αύξηση του εργατικού δυναμικού και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής στο  εργασιακό δυναμικό. Υπό την καγκελαρία της Μέρκελ, η γερμανική οικονομία γνώρισε μια ταχεία ανάκαμψη από την κρίση του 2008 και μετά το 2010 μπορούσε να σημειώνει σταθερούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης περίπου 2%. Μετά την περίοδο ασθενούς ανάπτυξης πριν από την κρίση του 2008 και τις αναταράξεις κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η γερμανική οικονομία επέστρεψε στη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή της τάση.

 

Η σταθερότητα του επιπέδου των τιμών ήταν ένα άλλο γνώρισμα της γερμανικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας της Μέρκελ, αν και η Γερμανία είναι μέρος της ευρωζώνης, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει τον τελευταίο λόγο στις νομισματικές αποφάσεις. Ωστόσο, η σταθερότητα σε επίπεδο τιμών χρησιμεύει ως κριτήριο για τις οικονομικές επιδόσεις μιας εθνικής κυβέρνησης και κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου της καγκελαρίου Μέρκελ στην εξουσία, ο βασικός πληθωρισμός της Γερμανίας κυμάνθηκε στο μικρό εύρος μεταξύ 1 και 2 τοις εκατό ετησίως. 

Η κύρια υποστήριξη των αναπτυξιακών επιδόσεων της γερμανικής οικονομίας, όχι πολύ διαφορετική από ό,τι συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, προήλθε από τα χαμηλά επιτόκια που είχε εφαρμόσει η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. 


Εικόνα 2: Γερμανία. Οικονομική ανάπτυξη (ετήσιος ρυθμός αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος) και πολιτική επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), 2008-2018 

mueller2_0.png 

 

Η γερμανική οικονομία είχε ανέκαθεν κορυφαία εξαγωγική απόδοση, και κατατασσόταν μεταξύ των τριών βασικών εξαγωγικών οικονομιών μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα κατά τη διάρκεια της θητείας της Μέρκελ. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, που εισάγουν περισσότερα από ό,τι εξάγουν, η Γερμανία αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής ως ο μεγαλύτερος καθαρός εξαγωγέας το 2017, με εμπορικό πλεόνασμα που ξεπερνά αυτό της Κίνας. Η κυβέρνηση επαινεί αυτό το επίτευγμα και αγνοεί ότι τα επίμονα εμπορικά πλεονάσματα είναι εξίσου προβληματικά με τα επίμονα ελλείμματα και ότι τα υψηλά πλεονάσματα των εξαγωγών αντικατοπτρίζουν τις χαμηλές επενδύσεις σε σχέση με τις εγχώριες αποταμιεύσεις. 

Κατά τη διάρκεια της καγκελαρίας της Μέρκελ, το δημόσιο χρέος της Γερμανίας σταμάτησε να αυξάνεται. Ενώ το ποσοστο χρέους της Αμερικής αυξήθηκε από 60 τοις εκατό πριν από την οικονομική κρίση του 2008 στο σημερινό επίπεδο του 105 τοις εκατό, το ποσοστο χρέους της Γερμανίας , που ήταν περίπου 65 τοις εκατό την εποχή που ανέλαβε η Μέρκελ, ανέρχεται τώρα στο 64 τοις εκατό. 



Η άλλη όψη του νομίσματος 

 

Η καλή πλευρά της θητείας της Μέρκελ στην εξουσία δεν ανήκει σε εκείνη. Προέκυψε από τις πολιτικές του προκατόχου της και την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι κρίσεις στο νότιο άκρο της ευρωζώνης κράτησαν τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ σε χαμηλά επίπεδα και ενίσχυσαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Η χαμηλή επιβάρυνση του δημόσιου χρέους δεν είναι αποτέλεσμα του περιορισμού των κοινωνικών δαπανών αλλά των χαμηλότερων δημόσιων επενδύσεων στις υποδομές της χώρας . 


Η Μέρκελ δεν αξίζει ούτε τα εύσημα για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας στη Γερμανία που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας της. Ήταν ο προκάτοχός της, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (καγκελάριος από το 1998 έως το 2005) που έθεσε σε εφαρμογή τις μεταρρυθμίσεις που θα μείωναν την ανεργία. Εκείνος πέτυχε το σχεδόν αδύνατο κατόρθωμα να συμπαρασύρει τα συνδικάτα και να περάσει τα μέτρα από το κοινοβούλιο. 


Οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, που συνοψίζονται ως « Hartz IV » στη Γερμανία, κατάφεραν μια εις βάθος μεταρρύθμιση της γερμανικής αγοράς εργασίας και έθεσαν όρια στην πρόσβαση στα προγράμματα πρόνοιας. Οι μεταρρυθμιστικοί νόμοι πέρασαν από το κοινοβούλιο το 2003 και τέθηκαν σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2005. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η Άνγκελα Μέρκελ έγινε καγκελάριος αφού νίκησε τον Γκέρχαρντ Σρέντερ στις γενικές εκλογές — ακριβώς πάνω στην ώρα για να πάρει τα εύσημα για όσα είχε πετύχει ο προκάτοχός της. 


Η Μέρκελ δεν συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του περιορισμού του υπερβολικού κράτους πρόνοιας. Μείωσε τις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ για τις πολιτικές της πρόωρης συνταξιοδότησης και εισήγαγε, για πρώτη φορά στη γερμανική ιστορία, νόμους για τον κατώτατο μισθό. Το 2010, σε μια συναισθηματική αντίδραση στο πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, προώθησε την απόφαση να εγκαταλειφθεί η πυρηνική ενέργεια στη Γερμανία μέχρι το 2020. Το κόστος αυτής της απόφασης θα γίνει αισθητό μετά την λήξη της θητείας της. 



Διαχείριση κρίσεων 

 

Η περίοδος της θητείας της Μέρκελ γνώρισε τρεις μεγάλες κρίσεις: τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008, την ελληνική κρίση χρέους, που ξεκίνησε το 2010, και τη μεταναστευτική κρίση του 2013. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2018, άφησε την πρακτική δουλειά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που μείωσε τα επιτόκια με τον ίδιο τρόπο όπως η Federal Reserve στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το δικό της κομμάτι της διαχείρισης της κρίσης συνίστατο στην ηθική πειθώ. Μπόρεσε να πείσει το κοινό ότι οι τραπεζικές καταθέσεις ήταν ασφαλείς και βοήθησε να αποτραπεί μια τραπεζική κατάρρευση. 


Στην ελληνική κρίση χρέους, ο ρόλος της γερμανικής κυβέρνησης ήταν καταστροφικός. Όταν η Ελλάδα ως μέλος του ευρώ αντιμετώπισε δυσκολίες στην εξόφληση του χρέους της, δεν ακολούθησε τους κανόνες που ορίζει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι κάθε κράτος μέλος έχει την αποκλειστική ευθύνη για το δημόσιο χρέος του. Αντίθετα, η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανακοίνωσαν με μισή καρδιά μια υπόσχεση διάσωσής της. Με αυτή την κίνηση η γερμανική κυβέρνηση δεν ξεκαθάρισε την πραγματική της στάση, αλλά επέτεινε την σύγχυση. Ως αποτέλεσμα, η κρίση έγινε τραγωδία. Τα δεδομένα ότι
1) 
το ελληνικό κράτος είχε εξαπατήσει την ΕΕ σχετικά με τις δημοσιονομικές του συνθήκες όταν η χώρα έκανε αίτηση για ένταξη στο ευρώ,
2) εκμεταλλεύτηκε ασυλλόγιστα τα προνόμια που προέκυψαν από την ένταξη στο ευρώ, και
3) εναπόκειτο στην ίδια την Ελλάδα να ξεκαθαρίσει το χάος με τα δημόσια οικονομικά της,
 έγιναν τελικά τόσο δυσδιάκριτα που τελικά το φταίξιμο για την κρίση χρέους της Ελλάδας έπεσε στην Γερμανία και την απροθυμία της να χρηματοδοτήσει μια πλήρη διάσωση.


Οι χειρισμοι της Μέρκελ στη μεταναστευτική κρίση το 2015 φανερώνουν ένα παρόμοιο μοτίβο. Διακήρυξε ως εθνικό καθήκον το να σώσει τους πρόσφυγες από μια σύγκρουση που δεν ήταν ευθύνη της Γερμανίας. Δεν αναγνώρισε επίσης ότι ένα εθνικό κράτος πρόνοιας και η υποδοχή εκατομμυρίων ξένων προσφύγων δεν συνδυάζονται πολύ καλά μεταξύ τους. Η Μέρκελ εξαπάτησε τους Γερμανούς με τον ισχυρισμό της «μπορούμε να τα καταφέρουμε», ενώ στην πραγματικότητα έπρεπε να ρωτήσει τους πολίτες της: «Θέλετε να φιλοξενήσετε εκατομμύρια μετανάστες ή να διατηρήσετε το κοινωνικό σας κράτος;». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η πολιτική αποδυνάμωσε τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και υποκίνησε την άνοδο των ριζοσπαστικών κομμάτων. 



Κληρονομιά 

 

Η κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ ως καγκελαρίου της Γερμανίας είναι ανάμεικτη. Πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της τυχερό για τις επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας κατά την περίοδο της διακυβέρνησής της. Απέτυχε ως διαχειρίστρια κρίσεων και άλλαξε το πολιτικό τοπίο της χώρας της προς το χειρότερο. Κατά τη διάρκεια της θητείας της τα κόμματα στα άκρα του πολιτικού φάσματος αύξησαν την βαρύτητά τους. Με την πολιτική της, επιτάχυνε την παρακμή του δικού της κόμματος και του εταίρου της στον κυβερνητικό  συνασπισμό, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). 


Το πολιτικό σύστημα, που κάποτε επικεντρωνόταν σε λίγα μεγάλα κόμματα, τώρα είναι κατακερματισμένο. Στις τελευταίες γενικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017, το μερίδιο του εταίρου του κυβερνητικού συνασπισμού της Μέρκελ, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, μειώθηκε στο 20,5% και το κομμα της Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση και το βαυαρικό παράρτημά της έπεσαν στο 32,2%. Ανοδικά κινούνται τα ακραία κόμματα τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς. Το «Alterative for Germany» (AfD), το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε εθνικές εκλογές, κέρδισε ποσοστό 12,6%, ενώ το ακροαριστερό κόμμα (Die Linke), το οποίο έχει τις ρίζες του στο Κομμουνιστικό Κόμμα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, έλαβε το 9,2 τοις εκατό των ψήφων. 


Η δημοτικότητα της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία πρόσφατα βρίσκεται σε πτώση, βασίστηκε σε αυταπάτες. Πήρε τα εύσημα για την πτώση της ανεργίας, κάτι που δεν ήταν επίτευγμά της. Αντί να διατηρήσει τη δυναμική του προκατόχου της και να προχωρήσει με τις επείγουσες μεταρρυθμίσεις του υπερτροφικού γερμανικού κράτους πρόνοιας, προήγαγε την ψευδαίσθηση ότι δεν χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και ότι μπορεί κανείς να επεκτείνει το κοινωνικό κράτος. Εισήγαγε την πολιτική του κατώτατου μισθού και έτσι εμπόδισε την ένταξη των μεταναστών τους οποίους καλωσόρισε. Σε μια κίνηση που καθοδηγήθηκε περισσότερο από το συναίσθημα παρά από ορθολογική σκέψη, ξεκίνησε τη βιαστική απόσυρση της Γερμανίας από την πυρηνική ενέργεια. Φέρει επίσης σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την αυξανόμενη διχόνοια μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την απαίτησή της να κατανείμει τους πρόσφυγες που είχε υποδεχτεί στη Γερμανία σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, συνέβαλλε άθελά της στην ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου υπέρ του Brexit και στην άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων και των αυταρχικών κυβερνήσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Μένει να δούμε αν η χαμηλή ανεργία θα διαρκέσει όταν οι κεντρικές τράπεζες θα περιορίσουν το τύπωμα χρήματος. Αλλά ακόμη και χωρίς καμία αύξηση των επιτοκίων, η ανεργία στη Γερμανία θα αυξηθεί όταν τελειώσει η άνθηση των εξαγωγών. Τότε θα φανεί το πραγματικό κόστος των πολιτικών της Μέρκελ. 




***


Ο Δρ. Antony P. Mueller είναι Γερμανός καθηγητής οικονομικών που αυτή τη στιγμή διδάσκει στη Βραζιλία.