Το έθνος, φυσικά, δεν είναι το ίδιο με το κράτος, μια διαφορά την οποία οι παλιότεροι και οι κλασσικοί φιλελεύθεροι όπως ο Ludwig von Mises και ο Albert Jay Nock κατανοούσαν πολύ καλά
Εισαγωγή
Οι φιλελεύθεροι τείνουν να επικεντρώνονται σε δύο σημαντικές μονάδες ανάλυσης: το άτομο και το κράτος. Και όμως, ένα από τα πιο δραματικά και σημαντικά γεγονότα της εποχής μας ήταν η επανεμφάνιση – με κρότο – τα τελευταία πέντε χρόνια, μιας τρίτης και πολύ παραγνωρισμένης πτυχής του πραγματικού κόσμου, του «έθνους». Όταν εξετάζεται έστω και κατ' ελάχιστον το «έθνος», συνδέεται συνήθως με το κράτος, όπως στην φράση «το έθνος-κράτος», αυτή η έννοια όμως πήρε μια ιδιαίτερη μορφή κατά τους τελευταίους αιώνες και εξελίχθηκε σε ένα οικουμενικό κλισέ. Τα τελευταία πέντε χρόνια όμως, είδαμε, ως επακόλουθο της κατάρρευσης του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση και στην ανατολική Ευρώπη, μια ζωηρή και απρόσμενα ραγδαία αποσύνθεση του κεντρικού κράτους, ή του υποτιθέμενου εθνικού κράτους, στις εθνοτικές του συνιστώσες. Το γνήσιο έθνος, ή η αρχή της εθνικότητας, έχει κάνει μια δραματική επανεμφάνιση στην παγκόσμια σκηνή.
Ι. Η επανεμφάνιση του «Έθνους»
Το «έθνος», φυσικά, δεν είναι το ίδιο με το κράτος, μια διαφορά, την οποία οι παλιότεροι φιλελεύθεροι και οι κλασσικοί φιλελεύθεροι όπως ο Ludwig von Mises και ο Albert Jay Nock κατανοούσαν πολύ καλά. Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι συχνά υποθέτουν - λανθασμένα - ότι τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους μόνο με το ιστό των συναλλαγών στην αγορά. Ξεχνούν ότι ο καθένας αναπόδραστα γεννιέται σε οικογένεια, με μια γλώσσα και έναν πολιτισμό. Ότι κάθε άτομο γεννιέται σε μία ή περισσότερες αλληλεπικαλυπτόμενες κοινότητες, οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν μια εθνοτική ομάδα, με συγκεκριμένες αξίες, πολιτισμό, θρησκευτικές πεποιθήσεις και παραδόσεις. Γενικά γεννιέται σε μια «χώρα». Γεννιέται επίσης πάντα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο του χρόνου και του τόπου, δηλαδή σε μια γειτονιά και μια εδαφική περιοχή.
Το σύγχρονο ευρωπαϊκό έθνος-κράτος, η τυπική «μείζων εξουσία», δεν ξεκίνησε καθόλου ως έθνος, αλλά ως «αυτοκρατορική» κατάκτηση άλλων εθνοτήτων στην περιφέρεια, από ένα έθνος συνήθως στο «κέντρο» της προκύπτουσας τελικά χώρας, και με έδρα την πρωτεύουσά της. Δεδομένου ότι ένα «έθνος» είναι ένα σύμπλεγμα υποκειμενικών συναισθημάτων περί εθνικότητας που βασίζονται σε αντικειμενικές πραγματικότητες, τα αυτοκρατορικά κεντρικά κράτη είχαν ποικίλους βαθμούς επιτυχίας στη σφυρηλάτηση μεταξύ των υποτελών εθνοτήτων στην περιφέρεια μιας αίσθησης εθνικής ενότητας που ενσωματώνει την υποταγή στο αυτοκρατορικό κέντρο. Στη Μεγάλη Βρετανία, οι Άγγλοι ποτέ δεν εξάλειψαν ποτέ τις εθνικές φιλοδοξίες των υποβαθμισένων Κελτικών εθνοτήτων, των Σκωτσέζων και των Ουαλών, αν και ο εθνικισμός των κατοίκων της Κορνουάλης φαίνεται να έχει εξαλειφθεί ως επί το πλείστον. Στην Ισπανία, οι κατακτητές Καστιγιάνοι, με έδρα τη Μαδρίτη, δεν κατάφεραν ποτέ – όπως διαπίστωσε ο κόσμος στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης – να σβήσουν τον εθνικισμό των Καταλανών, των Βάσκων ή ακόμα και των Γαλικιανών, ή των Ανδαλουσιανών. Οι Γάλλοι, αν μετακινηθούμε πέρα από την έδρα τους στο Παρίσι, ποτέ δεν υπέταξαν πλήρως τους Βρετόνους, τους Βάσκους ή τον λαό του Languedoc.
Είναι πλέον γνωστό ότι η κατάρρευση της συγκεντρωτικής και αυτοκρατορικής ρωσικής Σοβιετικής Ένωσης απελευθέρωσε τις δεκάδες των προηγουμένως υποταγμένων εθνικισμών της πρώην ΕΣΣΔ, και τώρα γίνεται σαφές ότι η ίδια η Ρωσία ή μάλλον η «Ρωσική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία», είναι απλώς ένας ελαφρώς παλαιότερος αυτοκρατορικός σχηματισμός στον οποίο οι Ρώσοι, κινούμενοι ακτινωτά από την έδρα της Μόσχας, ενσωμάτωσαν βίαια πολλές εθνότητες, συμπεριλαμβανομένων των Τατάρων, των Γιακούτ, των Τσετσένων και πολλών άλλων. Μεγάλο μέρος της ΕΣΣΔ προέκυψε από την αυτοκρατορική ρωσική κατάκτηση τον δέκατο ένατο αιώνα, κατά την οποία οι συγκρουόμενοι Ρώσοι και Βρετανοί κατόρθωσαν να τεμαχίσουν ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας.
Το «έθνος» δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια. Είναι ένας σύνθετος και ποικίλος αστερισμός διαφορετικών μορφών κοινοτήτων, γλωσσών, εθνοτικών ομάδων ή θρησκειών. Ορισμένα έθνη ή εθνότητες, όπως οι Σλοβένοι, είναι ταυτόχρονα μια ξεχωριστή εθνική ομάδα και μια ξεχωριστή γλώσσα. Άλλοι, όπως οι εμπόλεμοι πληθυσμοί στη Βοσνία, αποτελούν ίδιες εθνικές ομάδες, των οποίων κι η γλώσσα είναι η ίδια, αλλά διαφέρουν στη μορφή του αλφάβητου και συγκρούονται έντονα λόγω θρησκείας (οι Ανατολικοί Ορθόδοξοι Σέρβοι, οι Καθολικοί Κροάτες και οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, οι οποίοι, για να κάνουμε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα, ήταν αρχικά υπερασπιστές της Μανιχαϊκής αίρεσης των Βογομίλων).
Το ζήτημα της εθνικότητας γίνεται πιο σύνθετο από την αλληλεπίδραση της αντικειμενικά υπαρκτής πραγματικότητας με τις υποκειμενικές αντιλήψεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως ήταν οι εθνότητες της ανατολικής Ευρώπης υπό από τους Αψβούργους ή οι Ιρλανδοί υπό τους Βρετανούς, οι εθνικισμοί, συμπεριλαμβανομένων των υποβαθμισμένων και μερικές φορές νεκρών γλωσσών, έπρεπε να συντηρούνται συνειδητά, να αναπαράγονται και να επεκτείνονται. Τον δέκατο ένατο αιώνα αυτό έγινε από μια αποφασισμένη πνευματική ελίτ, που αγωνίστηκε να αναβιώσει περιφέρειες που ζούσαν υπό -και είχαν εν μέρει απορροφηθεί από- το αυτοκρατορικό κέντρο.
ΙΙ. Η πλάνη της «συλλογικής ασφάλειας»
Το πρόβλημα του έθνους επιδεινώθηκε στον εικοστό αιώνα από την κυρίαρχη επιρροή της ιδεολογίας του Wilson στην αμερικανική και την παγκόσμια εξωτερική πολιτική. Δεν αναφέρομαι στην ιδέα της «εθνικής αυτοδιάθεσης», που παρατηρείται κυρίως κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αλλά στην έννοια της «συλλογικής ασφάλειας ενάντια στην επιθετικότητα». Το μοιραίο σφάλμα αυτής της σαγηνευτικής αντίληψης είναι ότι εκλαμβάνει τα έθνη-κράτη σαν μεμονωμένους επιτιθέμενους ανθρώπους, με την «παγκόσμια κοινότητα» να υποδύεται τον «αστυνόμο της γειτονιάς». Ο αστυνομικός, για παράδειγμα, βλέπει την επίθεση εναντίον του Β, ή την κλοπή της ιδιοκτησίας του Β. Ο αστυνομικός φυσικά τρέχει για να υπερασπιστεί την ιδιωτική ιδιοκτησία του Β, τον ίδιο ή την περιουσία του. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι πόλεμοι ανάμεσα σε δύο έθνη ή κράτη θεωρήθηκε ότι έχουν παρόμοια μορφή: το κράτος Α εισβάλλει, ή «επιτίθεται εναντίον», του κράτους Β. Το κράτος Α ονομάζεται αμέσως «ο επιτιθέμενος» από τον «παγκόσμιο αστυνόμο» ή το υποτιθέμενο υποκατάστατό του, είτε είναι η Ένωση των Εθνών, τα Ηνωμένα Έθνη, ο Πρόεδρος ή ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, είτε ο αρθρογράφος του περιοδικού New York Times. Στη συνέχεια, η παγκόσμια αστυνομική δύναμη, όποια και να είναι, πρέπει να προχωρήσει γρήγορα σε δράση για να σταματήσει την «εκκίνηση επιθετικότητας» ή να εμποδίσει τον «επιτιθέμενο», είτε πρόκειται για τον Σαντάμ Χουσεΐν, είτε για τους Σέρβους αντάρτες στη Βοσνία, από το να εκτελέσουν τον υποτιθέμενο στόχο τους, να διασχίσουν όλον τον Ατλαντικό και να δολοφονήσουν κάθε κάτοικο της Νέας Υόρκης ή της Ουάσιγκτον.
Υπάρχει ένα κρίσιμο σφάλμα σε αυτόν τον διαδεδομένο τρόπο σκέψης -πιο βαθιά από τη συνηθισμένη συζήτηση για το κατά πόσον η αμερικανική αεροπορία ή τα στρατεύματα μπορούν πραγματικά να εξοντώσουν τους Ιρακινούς ή τους Σέρβους χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Το κρίσιμο σφάλμα είναι η υπόρρητη παραδοχή της συνολικής ανάλυσης: ότι κάθε έθνος-κράτος «κατέχει» ολόκληρη τη γεωγραφική του επικράτεια με τον δίκαιο και σωστό τρόπο που κάθε ιδιοκτήτης ακινήτου είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και του ακινήτου το οποίο κληρονόμησε, ή εργάστηκε γι’ αυτό, ή απέκτησε μέσω μιας εθελούσιας συναλλαγής. Είναι όντως τα σύνορα του συνηθισμένου έθνους-κράτους πραγματικά δίκαια και πέραν κάθε αμφισβήτησης, όπως είναι τα όρια του το σπιτιού σας, του κτήματός σας, ή του εργοστασίου σας;
Μου φαίνεται ότι όχι μόνο ο κλασσικός φιλελεύθερος ή ο λιμπερταριανός, αλλά και κάθε άνθρωπος με κοινό νου που συλλογίζεται αυτό το πρόβλημα, πρέπει να απαντήσει με ένα ηχηρό «Όχι». Είναι παράλογο να αναγνωρίζουμε κάθε έθνος-κράτος, με τα αυτο-ανακηρυγμένα σύνορά του στην εκάστοτε χρονική περίοδο, ως κάτι νόμιμο και ιερό κατά κάποιον τρόπο, και το καθένα με την «εδαφική ακεραιότητά» του να παραμένει ανέγγιχτο και απαραβίαστο, όπως το σώμα σας, ή η ιδιωτική σας περιουσία. Ασφαλώς, αυτά τα σύνορα έχουν αποκτηθεί με τη βία και τον εξαναγκασμό, ή με κάποια διακρατική συμφωνία πάνω και πέρα από την γνώμη των επί τόπου κατοίκων, και πάντοτε τα σύνορα αυτά μεταβάλλονται αρκετά με την πάροδο του χρόνου, με τρόπους που κάνουν τις διακηρύξεις για «εδαφική ακεραιότητα» να μοιάζουν πραγματικά γελοίες.
Πάρτε, για παράδειγμα, το σημερινό χάος στη Βοσνία. Μόλις πριν από μερικά χρόνια, η καθεστωτική άποψη, η άποψη της Αριστεράς, της Δεξιάς ή του Κέντρου, διακήρυττε μεγαλοφώνως τη σημασία της διατήρησης της «εδαφικής ακεραιότητας» της Γιουγκοσλαβίας και καταδίκαζε με αυστηρότητα όλα τα αποσχιστικά κινήματα. Τώρα, λίγο μόνο καιρό μετά, το ίδιο καθεστώς που πολύ πρόσφατα υπερασπιζόταν τους Σέρβους ως προασπιστές του «γιουγκοσλαβικού έθνους» εναντίον φαύλων αποσχιστικών κινημάτων που επιχειρούσαν να καταστρέψουν αυτή την «ακεραιότητα», τώρα απεχθάνεται και επιθυμεί να συντρίψει τους Σέρβους για την «επιθετικότητά» τους εναντίον της «εδαφικής ακεραιότητας» της «Βοσνίας» ή «της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης», ένα ανυπόστατο «έθνος» που πριν από το 1991 δεν είχε περισσότερη υπόσταση από ό,τι λ.χ. το υποτιθέμενο «έθνος της Νεμπράσκα». Αλλά αυτές είναι οι παγίδες στις οποίες είμαστε καταδικασμένοι να πέφτουμε εάν παραμένουμε παγιδευμένοι από το μύθευμα του «έθνους-κράτους», του οποίου τα τυχαία σύνορα στην Χ χρονική στιγμή πρέπει να διατηρηθούν, σαν να αποτελεί και αυτό ιδιοκτησιακή οντότητα με τα δικά του ιερά και απαραβίαστα «δικαιώματα», σε έναν βαθιά απατηλό παραλληλισμό με τα δικαιώματα που προκύπτουν από την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Για να υιοθετήσουμε μία εξαιρετική πρακτική του Ludwig von Mises που μας απαλλάσσει από τα τρέχοντα συναισθήματα: Ας υποθέσουμε δύο γειτονικά έθνη-κράτη, την «Ρουριτανία» και την «Φρεδονία». Ας υποθέσουμε ότι η Ρουριτανία εισέβαλε ξαφνικά στην ανατολική Φρεδονία, και ότι ισχυρίζεται πως της ανήκει. Πρέπει άραγε να καταδικάσουμε αυτόματα την Ρουριτανία για την δόλια επιθετική της ενέργεια κατά της Φρεδονίας, και να στείλουμε στρατεύματα ενάντια στους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, βάρβαρους Ρουριτανούς για λογαριασμό της «γενναίας, μικρής» Φρεδονίας; Επ' ουδενί. Γιατί είναι πολύ πιθανό ότι, ας πούμε πριν από δύο χρόνια, η ανατολική Φρεδονία να ήταν ένα αναπόσπαστο τμήμα της Ρουριτανίας, να ήταν δηλαδή στην πραγματικότητα η δυτική Ρουριτανία, και οι Ρουριτανοί, οι πραγματική εθνότητα που κατοικούσε τη γη αυτή, να είχαν εξεγερθεί τα τελευταία δύο χρόνια ενάντια στην καταπίεση της Φρεδονίας. Εν ολίγοις, ειδικά στις διεθνείς διενέξεις, ισχύουν οι διαχρονικοί στίχοι του W. S. Gilbert:
«Things are seldom what they seem,
Skim milk masquerades as cream.»
(«Τα πράγματα σπανίως είναι όπως φαίνονται.Το αποβουτυρωμένο γάλα πλασάρεται σαν κρέμα γάλακτος»)
Ο κοσμαγάπητος παγκόσμιος αστυνόμος, είτε είναι ο Μπούτρος Μπούτρος-Γκάλι του ΟΗΕ και τα στρατεύματα των Η.Π.Α. , είτε είναι ο συντάκτης των New York Times, θα ήταν προτιμότερο να το σκεφτεί καλά προτού ριχτεί στη μάχη.
Οι Αμερικανοί είναι ιδιαζόντως ακατάλληλοι για να παίξουν αυτόκλητα τον Γουιλσονικό τους ρόλο του παγκόσμιου αστυνόμου και ηθικολόγου. Ο εθνικισμός στις Η.Π.Α. είναι ιδιαιτέρως πρόσφατος και είναι κάτι περισσότερο από μια έννοια που προέρχεται από μακρόχρονες εθνικές ή εθνοτικές συσσωματώσεις ή μάχες. Σε αυτό το θανατηφόρο μείγμα προσθέστε το γεγονός ότι οι Αμερικανοί δεν έχουν σχεδόν καμία ιστορική μνήμη, και αυτό κάνει τους Αμερικανούς ιδιαιτέρως ακατάλληλους να παρεμβαίνουν επιθετικά στα Βαλκάνια, όπου το ποιος πήρε ποια θέση σε ποιο μέρος του πολέμου ενάντια στους Τούρκους εισβολείς τον δέκατο πέμπτο αιώνα είναι μια πολύ πιο ζώσα πραγματικότητα για τους περισσότερους από τους αντιμαχόμενους, σε σύγκριση με το τι έφαγαν χθες.
Οι λιμπερταριανοί και οι κλασσικοί φιλελεύθεροι, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα καλά εξοπλισμένοι διανοητικά, για να αναθεωρήσουν στην ολότητά του το συγκεχυμένο ζήτημα του έθνους-κράτους και των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής, είχαν παρασυρθεί υπερβολικά από τον Ψυχρό Πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό και τη Σοβιετική Ένωση, για να ασχοληθούν με θεμελιώδεις σκέψεις πάνω σε τέτοια ζητήματα. Τώρα που η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε, ίσως οι κλασσικοί φιλελεύθεροι να αισθανθούν ελεύθεροι να αναλογιστούν εκ νέου αυτά τα κρίσιμα σημαντικά προβλήματα.
ΙΙΙ. Αναθεώρηση της απόσχισης
Πρώτον, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν είναι όλα τα κρατικά σύνορα δίκαια. Ένας στόχος για τους φιλελεύθερους θα πρέπει να είναι να μετατρέψουν τα υπάρχοντα έθνη-κράτη σε εθνικές οντότητες των οποίων τα όρια θα μπορούσαν να ονομαστούν δίκαια, με την ίδια έννοια που τα όρια ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι δίκαια. Δηλαδή την αποσύνθεση των υφιστάμενων καταναγκαστικών εθνικών κρατών και τον μετασχηματισμό τους σε γνήσια έθνη, ή έθνη με συγκατάθεση.
Στην περίπτωση, παραδείγματος χάριν, της ανατολικής Φρεδονίας, οι κάτοικοι θα πρέπει να μπορούν να αποσχιστούν οικειοθελώς από τη Φρεδονία και να ενωθούν με τους συμπατριώτες τους στη Ρουριτανία. Και πάλι, οι κλασσικοί φιλελεύθεροι θα πρέπει να αντισταθούν στην παρόρμηση να δηλώσουν ότι τα εθνικά σύνορα «δεν έχουν καμιά σημασία». Είναι αλήθεια, φυσικά, όπως έχουν διακηρύξει εδώ και καιρό οι κλασσικοί φιλελεύθεροι, ότι όσο μικρότερος είναι ο βαθμός της κρατικής παρέμβασης είτε στη Φρεδονία είτε στη Ρουριτανία, τόσο λιγότερη σημασία θα έχουν αυτά τα σύνορα. Αλλά ακόμη και υπό ένα ελάχιστης παρεμβατικότητας κράτος, τα εθνικά σύνορα θα εξακολουθούσαν να έχουν σημασία για τους κατοίκους της περιοχής, συχνά σε μεγάλο βαθμό. Γιατί σε ποια γλώσσα - στα Ρουριτανιακά ή Φρεδονιακά ή και στα δύο - θα είναι γραμμένες οι πινακίδες στους δρόμους, οι τηλεφωνικοί κατάλογοι, οι δικαστικές διαδικασίες, ή τα συγγράμματα στα σχολεία της περιοχής;
Εν ολίγοις, κάθε ομάδα, κάθε εθνικότητα, πρέπει να μπορεί να αποσύρεται από οποιοδήποτε έθνος-κράτος και να συμμετέχει σε οποιοδήποτε άλλο έθνος-κράτος που συμφωνεί να την φιλοξενήσει. Αυτή η απλή μεταρρύθμιση θα κατάφερνε πολλά προς την κατεύθυνση της εγκαθίδρυσης εθνών με κοινή συγκατάθεση. Στους Σκωτσέζους, αν το ήθελαν, θα έπρεπε να επιτραπεί από τους Άγγλους να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο και να γίνουν ανεξάρτητοι, ή ακόμη και να συμμετάσχουν σε μια Συνομοσπονδία ομοεθνών τους, αν το επιθυμούσαν.
Μια συνήθης απάντηση σε έναν κόσμο πολλαπλασιαζόμενων εθνών είναι η ανησυχία για το πλήθος των εμποδίων που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στο εμπόριο. Αλλά, με όλες τις υπόλοιπες μεταβλητές σταθερές, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των νέων κρατών κι όσο μικρότερο είναι το μέγεθος του καθενός, τόσο το καλύτερο. Γιατί θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να διασπαρεί η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, αν το σλόγκαν ήταν «Αγοράζω προϊόντα μόνο από τη Βόρεια Ντακότα» ή ακόμα περισσότερο «Αγοράζω μόνο από την 56η Οδό» από ό,τι είναι τώρα να πειστεί το κοινό από το σύνθημα «Αγοράζω μόνο Αμερικανικά προϊόντα». Ομοίως, το «Κάτω η Νότια Ντακότα», ή ένα σύνθημα τύπου «Κάτω η 55η Οδός», θα ήταν πιο δύσκολο να πουλήσει, σε σύγκριση με την διασπορά του φόβου ή του μίσους απέναντι στους Ιάπωνες. Ομοίως, οι παράλογες και οι ατυχείς συνέπειες του παραστατικού, ακάλυπτου (fiat) χρήματος θα ήταν πολύ πιο εμφανείς αν κάθε επαρχία ή κάθε γειτονιά ή οικοδομικό τετράγωνο τύπωναν το δικό τους νόμισμα. Ένας πιο αποκεντρωμένος κόσμος θα ήταν πολύ πιο πιθανό να στραφεί σε αξιόπιστα αγαθά όπως ο χρυσός ή το ασήμι, ως χρήμα.
IV. Το αμιγώς αναρχοκαπιταλιστικό μοντέλο
Αναφέρω το αμιγές αναρχοκαπιταλιστικό μοντέλο σε αυτό το κείμενο, όχι τόσο για να υποστηρίξω το μοντέλο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά για να το προτείνω ως οδηγό επίλυσης των έντονων σύγχρονων διενέξεων σχετικά με την εθνικότητα. Το μοντέλο, απλά, είναι ότι δεν υπάρχει καμία χερσαία έκταση, κανένα τετραγωνικό μέτρο σε όλο τον κόσμο, που να παραμένει «δημόσιο». Κάθε τετραγωνικό μέτρο γης, είτε πρόκειται για δρόμους και πλατείες, είτε για γειτονιές, ιδιωτικοποιείται. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση θα βοηθούσε στην επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν λόγω εθνικότητας, συχνά ανέλπιστα, και προτείνω στα υφιστάμενα κράτη ή στα κλασσικά φιλελεύθερα κράτη να προσπαθήσουν να προσεγγίσουν ένα τέτοιο σύστημα, ακόμη και αν κάποιες εκτάσεις γης παραμείνουν υπό κρατικό έλεγχο.
1)Ανοιχτά σύνορα και το πρόβλημα του «στρατοπέδου των αγίων»
Το ζήτημα των ανοιχτών συνόρων ή της ελεύθερης μετανάστευσης έχει γίνει ένα εντεινόμενο πρόβλημα για τους κλασικούς φιλελεύθερους. Πρώτον, επειδή το κράτος πρόνοιας επιδοτεί ολοένα και περισσότερο τους μετανάστες για να εισέλθουν και να λάβουν μόνιμη βοήθεια, και δεύτερον, επειδή τα πολιτιστικά όρια καταρρέουν ολοένα και περισσότερο. Άρχισα να επανεξετάζω τις απόψεις μου για τη μετανάστευση όταν, αφ' ότου κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, κατέστη σαφές ότι οι εθνοτικά Ρώσοι είχαν ενθαρρυνθεί να πλημμυρίσουν στην Εσθονία και τη Λετονία για να καταστρέψουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα αυτών των λαών. Προωενέστερα, ήταν εύκολο να απορριφθεί ως μη ρεαλιστικό το μυθιστόρημα κατά της μετανάστευσης, «Το στρατόπεδο των Αγίων» του Jean Raspail , στο οποίο ουσιαστικά ολόκληρος ο πληθυσμός της Ινδίας αποφασίζει να μετακινηθεί με μικρά σκάφη στη Γαλλία, και οι Γάλλοι, επηρεασμένοι από την φιλελεύθερη ιδεολογία, δεν μπορούν να επικαλεστούν τη λαϊκή βούληση για να αποτρέψουν την οικονομική και πολιτιστική εθνική τους καταστροφή. Καθώς τα πολιτιστικά προβλήματα και τα προβλήματα του «κοινωνικού» κράτους εντάθηκαν, κατέστη αδύνατο να απορρίψουμε τις ανησυχίες του Raspail.
Ωστόσο, κατά την επανεξέταση της μετανάστευσης με βάση το αναρχοκαπιταλιστικό μοντέλο, μου έγινε σαφές ότι μια πλήρως ιδιωτικοποιημένη χώρα δεν θα είχε καθόλου «ανοικτά σύνορα». Εάν κάθε κομμάτι γης ανήκε σε κάποιο άτομο, ομάδα ατόμων, ή εταιρεία, αυτό θα σήμαινε ότι κανένας μετανάστης δεν θα μπορούσε να εισέλθει εκεί, αν δεν είχε προσκληθεί για να εισέλθει και να του επιτραπεί να ενοικιάσει ή να αγοράσει κάποιο ακίνητα. Μια πλήρως ιδιωτικοποιημένη χώρα θα ήταν τόσο «κλειστή» όσο θα το επιθυμούσαν οι κάτοικοι και οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Φαίνεται λοιπόν σαφές ότι το καθεστώς των ανοιχτών συνόρων που υπάρχει de facto στις ΗΠΑ ισοδυναμεί με ένα υποχρεωτικό άνοιγμα από το κεντρικό κράτος, το κράτος που είναι υπεύθυνο για όλους τους δρόμους και τους δημόσιους χώρους, και δεν αντικατοπτρίζει πραγματικά τις επιθυμίες των ιδιοκτητών.
Υπό την πλήρη ιδιωτικοποίηση, πολλές τοπικές συγκρούσεις και προβλήματα «εξωτερικοτήτων» – όχι μόνο το πρόβλημα της μετανάστευσης – θα ρυθμιστούν με εύτακτο τρόπο. Με κάθε περιοχή και γειτονιά να ανήκουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, εταιρείες ή συμβολαιακές κοινότητες, θα επικρατούσε η αληθινή διαφορετικότητα, σύμφωνα με τις προτιμήσεις της κάθε κοινότητας. Κάποιες γειτονιές θα ήταν πολυποίκιλες από εθνοτική ή οικονομική άποψη, ενώ άλλες θα ήταν ομοιογενείς από εθνοτική ή οικονομική άποψη. Ορισμένες τοποθεσίες θα επέτρεπαν την πορνογραφία ή την πορνεία ή τα ναρκωτικά ή τις αμβλώσεις, άλλες θα απαγόρευαν κάποια από αυτά, ή όλα αυτά. Οι απαγορεύσεις δεν θα επιβάλλονταν από το κράτος, αλλά θα αποτελούσαν απλώς απαιτήσεις για τη διαμονή ή τη χρήση του εδάφους εκ μέρους κάποιου ατόμου ή της κοινότητας. Αν και οι κρατιστές που έχουν τη τάση να επιβάλλουν τις αξίες τους σε όλους τους άλλους θα απογοητευτούν, κάθε ομάδα ανθρώπων θα είχε τουλάχιστον την ικανοποίηση να ζει σε γειτονιές που μοιράζονται τις ίδιες αξίες και προτιμήσεις. Αν και η ιδιοκτησία της γειτονιάς δεν θα παρείχε μια ουτοπία ή την πανάκεια για όλες τις συγκρούσεις, θα παρείχε τουλάχιστον η «δεύτερη καλύτερη» λύση, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι θα ήταν πρόθυμοι να ζήσουν.
2) Θύλακες και αποσπασμένα τμήματα
Ένα προφανές πρόβλημα με την απόσχιση εθνοτήτων από τα κεντρικά κράτη αφορά τις μικτές περιοχές ή τους θύλακες και τα αποσπασμένα τμήματα. Η διάσπαση του διογκωμένου κεντρικού κράτους της Γιουγκοσλαβίας στα συστατικά του μέρη έχει λύσει πολλές συγκρούσεις παρέχοντας ανεξάρτητα έθνη σε Σλοβένους, Σέρβους και Κροάτες, αλλά τι γίνεται με τη Βοσνία, όπου πολλά χωριά και πόλεις είναι εθνοτικά αναμεμειγμένα; Μια λύση είναι να ενθαρρυνθεί η ίδια διαδικασία, μέσω της περαιτέρω αποκέντρωσης. Εάν, για παράδειγμα, το ανατολικό Σαράγιεβο είναι Σερβικό και το δυτικό Σαράγιεβο είναι Μουσουλμανικό, τότε μετατρέπονται σε τμήματα των αντίστοιχων ξεχωριστών εθνών τους.
Αλλά αυτό φυσικά θα οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό από θύλακες, τμήματα εθνών που περιβάλλονται άλλα έθνη. Πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα; Πρώτον, το πρόβλημα με τους θύλακες/αποσπασμένα τμήματα υπάρχει και τώρα. Μια από τις πιο φαύλες τρέχουσες συγκρούσεις, στις οποίες οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη αναμειχθεί, επειδή δεν έχει ακόμη προβληθεί από το CNN, είναι το πρόβλημα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ενός αρμένικου θύλακα που περιβάλλεται από το Αζερμπαϊτζάν. Το Ναγκόρνο-Καραμπάχ οφείλει σαφώς να είναι τμήμα της Αρμενίας. Αλλά, πώς θα αποφύγουν οι Αρμένιοι του Καραμπάχ την υπάρχουσα μοίρα του αποκλεισμού τους από τους Αζέρους, και πώς θα αποφύγουν τις στρατιωτικές μάχες προσπαθώντας να διατηρήσουν ανοιχτό ένα χερσαίο διάδρομο προς την Αρμενία;
Υπό την πλήρη ιδιωτικοποίηση, φυσικά, αυτά τα προβλήματα θα εξαφανιστούν. Σήμερα, κανείς στις Η.Π.Α. δεν αγοράζει γη χωρίς να βεβαιώνεται ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του είναι ξεκάθαρος. Με τον ίδιο τρόπο, σε έναν πλήρως ιδιωτικοποιημένο κόσμο, τα δικαιώματα πρόσβασης θα ήταν προφανώς ένα σημαντικό κομμάτι της ιδιοκτησίας της γης. Σε έναν τέτοιο κόσμο, λοιπόν, οι κάτοχοι ακινήτων του Καραμπάχ θα εξασφάλιζαν ότι είχαν αγοράσει δικαιώματα πρόσβασης στην Αρμενία μέσω ενός αζέρικου χερσαίου διαδρόμου.
Η αποκέντρωση παρέχει επίσης μια λειτουργική λύση για τη φαινομενικά ανεπίλυτη μόνιμη σύγκρουση στη Βόρεια Ιρλανδία. Όταν οι Βρετανοί χώρισαν την Ιρλανδία στις αρχές της δεκαετίας του 1920, συμφώνησαν να εκτελέσουν μια δεύτερη, πιο μικρής κλίμακας, διαίρεση. Ποτέ δεν πραγματοποίησαν αυτήν την υπόσχεση. Εάν οι Βρετανοί επιτρέψουν μια λεπτομερή, συνοικία προς συνοικία, ψηφοφορία κατάτμησης στη Βόρεια Ιρλανδία, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, η οποία είναι κατά κύριο λόγο Καθολική, πιθανότατα θα αποχωρήσει και θα ενταχθεί στη Ιρλανδική Δημοκρατία. Στους Προτεστάντες πιθανότατα θα έμενε το Μπέλφαστ, η κομητεία Άντριμ, και άλλες περιοχές βόρεια του Μπέλφαστ. Το κυριότερο πρόβλημα που θα παρέμενε θα ήταν ο Καθολικός θύλακας στην πόλη του Μπέλφαστ, αλλά και πάλι, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια προσέγγιση του αναρχικό-καπιταλιστικού μοντέλου, επιτρέποντας την αγορά δικαιωμάτων πρόσβασης στους κατοίκους του εν λόγω θύλακα.
Εν αναμονή της ολικής ιδιωτικοποίησης, είναι σαφές ότι το μοντέλο μας θα μπορούσε να προσεγγιστεί και οι συγκρούσεις θα ελαχιστοποιηθούν, επιτρέποντας την απόσχιση και τον τοπικό έλεγχο, μέχρι το επίπεδο των μικρών γειτονικών περιοχών, και αναπτύσσοντας συμβατικά δικαιώματα πρόσβασης για θύλακες και αποσπασμένα τμήματα. Στις ΗΠΑ, για να κινηθούμε προς μια τέτοια ριζοσπαστική αποκέντρωση, είναι σημαντικό για τους λιμπερταριανούς και τους κλασσικούς φιλελεύθερους – και πράγματι, για πολλές άλλες μειονοτικές ομάδες, ή ομάδες αντιφρονούντων – να αρχίσουν να δίνουν τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στην ξεχασμένη δέκατη τροποποίηση του Συντάγματος, και να προσπαθούν να αποδομήσουν τον ρόλο και την εξουσία του συγκεντρωτικού Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντί να προσπαθούμε να γεμίσουμε τις τάξεις του Ανώτατου Δικαστηρίου με ανθρώπους της δικής μας ιδεολογίας, η ισχύς του θα πρέπει να αναστραφεί και να ελαχιστοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο, και η εξουσία του να αποσυντεθεί σε πολιτειακά ή και τοπικά δικαστικά όργανα.
3) Υπηκοότητα και δικαίωμα ψήφου
Ένα επιτακτικό κι επίκαιρο πρόβλημα αφορά το ποιος γίνεται πολίτης μιας δεδομένης χώρας, δεδομένου ότι η υπηκοότητα παρέχει δικαιώματα ψήφου. Το αγγλοαμερικανικό μοντέλο, στο οποίο κάθε μωρό που γεννήθηκε στην επικράτεια της χώρας γίνεται αυτόματα πολίτης της, είναι σαφώς ένας μαγνήτης επιδοτούμενης μετανάστευσης για γονείς που περιμένουν παιδί. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένα σύγχρονο πρόβλημα είναι οι παράνομοι μετανάστες, των οποίων τα μωρά εάν γεννηθούν σε αμερικανικό έδαφος γίνονται αυτομάτως πολίτες και ως εκ τούτου παρέχουν στον εαυτό τους και στους γονείς τους τη δυνατότητα να εισπράττουν μόνιμες παροχές κοινωνικής μέριμνας και δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Σαφώς το γαλλικό σύστημα, στο οποίο κάποιος πρέπει να έχει γεννηθεί από έναν πολίτη για να γίνει αυτόματα πολίτης, είναι πολύ πιο κοντά στην έννοια ενός έθνους με συναίνεση.
Είναι επίσης σημαντικό να επανεξετάσουμε ολόκληρη την έννοια και τη λειτουργία της ψήφου. Πρέπει κάποιος να έχει το δικαίωμα να ψηφίσει; Η Rose Wilder Lane, η λιμπερταριανή θεωρητικός των ΗΠΑ των μέσων του εικοστού αιώνα, ρωτήθηκε κάποτε, αν πίστευε στο δικαίωμα ψήφου για της γυναίκες. «Όχι», απάντησε, «ούτε και για τους άνδρες». Οι Λετονοί και οι Εσθονοί αντιμετώπισαν με προσοχή το πρόβλημα των Ρώσων μεταναστών επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να ζουν μόνιμα ως κάτοικοι, χωρίς όμως να τους παραχωρούν υπηκοότητα ή, ως εκ τούτου, το δικαίωμα ψήφου. Οι Ελβετοί καλωσορίζουν τους προσωρινούς επισκέπτες - εργάτες, αλλά αποθαρρύνουν έντονα τη μόνιμη μετανάστευση και, κατά μείζονα λόγο, την παραχώρηση υπηκοότητας και δικαιώματος ψήφου.
Ας στραφούμε για άλλη μια φορά, στο αναρχοκαπιταλιστικό μοντέλο. Πώς θα ήταν η ψηφοφορία σε μια εντελώς ιδιωτικοποιημένη κοινωνία; Όχι μόνο θα ήταν διαφοροποιημένη η λειτουργία της ψήφου, αλλά το πιο σημαντικό, ποιος θα ενδιαφερόταν πραγματικά να ψηφίζει; Πιθανώς η πιο βαθιά ικανοποιητική μορφή ψηφοφορίας για έναν οικονομολόγο συναντάται στην εταιρεία ή την ανώνυμη εταιρεία, όπου η ψήφος είναι ανάλογη με το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Αλλά υπήρχε και θα υπάρχει μια πληθώρα ιδιωτικών ενώσεων κάθε είδους. Θεωρείται συνήθως ότι οι αποφάσεις των ενώσεων παίρνονται με βάση την μία ψήφο ανά μέλος, αλλά κάτι τέτοιο είναι σε γενικές γραμμές αναληθές. Αναμφισβήτητα, οι καλύτεροι και πιο ευχάριστοι σύλλογοι είναι εκείνοι που διευθύνονται από μια μικρή, αυτοπεριοριζόμενη ελίτ των πιο ικανών και πιο ενδιαφερομένων, ένα σύστημα το οποίο είναι πιο ευχάριστο για το απλό μέλος καθώς και για την ελίτ. Εάν είμαι ένα συνηθισμένο μέλος ενός συλλόγου, ας πούμε μιας σκακιστικής λέσχης, γιατί να με απασχολούν οι ψηφοφορίες, εφόσον είμαι ικανοποιημένος με τον τρόπο με τον οποίο διευθύνεται η λέσχη; Και αν ενδιαφέρομαι να διοικήσω, θα μου ζητηθεί πιθανώς να συμμετάσχω στην διοικούσα ελίτ από μια ευγνώμονα ελίτ, που πάντα αναζητά ενεργά μέλη. Και τελικά, αν είμαι δυσαρεστημένος με τον τρόπο λειτουργίας του συλλόγου, μπορώ εύκολα να παραιτηθώ και να γίνω μέλος σε έναν άλλο σύλλογο, ή ακόμα και να ιδρύσω έναν δικό μου. Αυτό, φυσικά, είναι μια από τις μεγάλες αρετές μιας ελεύθερης και ιδιωτικοποιημένης κοινωνίας, είτε μιλάμε για μια σκακιστική λέσχη, είτε για μια μικρή συμβολαιακή κοινότητα.
Είναι σαφές ότι, καθώς θα αρχίζουμε να προσεγγίζουμε το αμιγές αναρχοκαπιταλιστικό μοντέλο, όσο περισσότερες πλευρές και πτυχές της ζωής είτε θα ιδιωτικοποιούνται είτε θα αποκεντρώνονται, τόσο πιο ασήμαντη θα γίνεται η διαδικασία της ψηφοφορίας. Φυσικά, είμαστε πολύ μακριά από αυτόν τον στόχο. Είναι όμως σημαντικό να ξεκινήσουμε, και κυρίως να αλλάξουμε την πολιτική μας κουλτούρα, η οποία αντιμετωπίζει τη «δημοκρατία» ή το «δικαίωμα» να ψηφίζει κανείς ως το ανώτατο πολιτικό αγαθό. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία της ψηφοφορίας θα πρέπει να θεωρείται τετριμμένη και ασήμαντη - στην καλύτερη περίπτωση - και ποτέ «δικαίωμα», εκτός εάν μιλάμε για έναν μηχανισμό που απορρέει από μια συναινετική σύμβαση. Στον σύγχρονο κόσμο, η δημοκρατία ή η ψηφοφορία έχει σημασία μόνο, είτε στο να νομιμοποιήσει τη χρήση του κρατικού μηχανισμού από κάποιους για τον έλεγχο των υπόλοιπων ανθρώπων, είτε την χρήση του κράτους ως τρόπο για να αποτρέψει κανείς το να πέσει ο ίδιος, ή η ομάδα που ανήκει, θύμα ελέγχου από κάποιους άλλους. Η ψήφος, ωστόσο, είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα αναποτελεσματικό μέσο αυτοάμυνας και είναι πολύ καλύτερο να την αντικαταστήσουμε με την εξ ολοκλήρου αποδόμηση του κεντρικού κράτους.
Συμπερασματικά, αν συνεχίσουμε με την αποδιάρθρωση και την αποκέντρωση του σύγχρονου συγκεντρωτικού και εξαναγκαστικού έθνους-κράτους, με την αποδόμηση αυτού του κράτους στις εθνοτικές συνιστώσες του και τις διακριτές περιοχές του, θα μειώσουμε ταυτόχρονα και το εύρος της κρατικής εξουσίας, το εύρος και τη σημασία της ψήφου, και την έκταση των κοινωνικών συγκρούσεων. Το πεδίο εφαρμογής των ιδιωτικών συμβάσεων και της αυθεντικής συναίνεσης θα ενισχυθεί, ενώ το βάρβαρο και καταπιεστικό κράτος θα διαλυθεί σταδιακά μετασχηματιζόμενο σε μια αρμονική και ολοένα και πιο ευημερούσα κοινωνική τάξη.
***
Ο Murray N. Rothbard (1926-1995) ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Nevada και ακαδημαϊκός αντιπρόεδρος του Ludwig von Mises institute. Ήταν επίσης συντάκτης του «The Journal of Libertarian Studies» και του «The Review of Austrian Economics». Υπήρξε συγγραφέας αμέτρητων βιβλίων, άρθρων και πραγματειών και δικαίως θεωρείται ως ο κυριότερος Αμερικανός εκπρόσωπος της Αυστριακής σχολής οικονομικής σκέψης. Κληροδότησε μια τεράστια συνεισφορά στα οικονομικά, την ιστορία, την πολιτική φιλοσοφία και τη νομική θεωρία. Συνδύασε τα αυστριακά οικονομικά με μια ένθερμη αφοσίωση στην ατομική ελευθερία.
Ο Murray N. Rothbard (1926-1995) ήταν καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Nevada και ακαδημαϊκός αντιπρόεδρος του Ludwig von Mises institute. Ήταν επίσης συντάκτης του «The Journal of Libertarian Studies» και του «The Review of Austrian Economics». Υπήρξε συγγραφέας αμέτρητων βιβλίων, άρθρων και πραγματειών και δικαίως θεωρείται ως ο κυριότερος Αμερικανός εκπρόσωπος της Αυστριακής σχολής οικονομικής σκέψης. Κληροδότησε μια τεράστια συνεισφορά στα οικονομικά, την ιστορία, την πολιτική φιλοσοφία και τη νομική θεωρία. Συνδύασε τα αυστριακά οικονομικά με μια ένθερμη αφοσίωση στην ατομική ελευθερία.