Το ευρώ απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την αρχική γερμανική ιδέα περί κοινού νομίσματος, κι έχει γίνει το εργαλείο της νότιας Ευρώπης, η οποία επιδιώκει τον πληθωρισμό του, για να διατηρεί σε λειτουργία τον μηχανισμό δημιουργίας εσόδων δίχως κόπο
Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, στις 15 Δεκεμβρίου του 1995, οι δεκαπέντε αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της τότε ΕΕ αποφάσισαν σε σύνοδο του Συμβουλίου της Μαδρίτης να ονομάσουν το μελλοντικό κοινό νόμισμα «ευρώ», και να το εισαγάγουν από την 1η Ιανουαρίου 1999, αρχικά ως λογιστικό νόμισμα με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία. Η πραγματική εισαγωγή μετρητών πραγματοποιήθηκε το 2002. Ωστόσο, η Δανία, η Μεγάλη Βρετανία και η Σουηδία διατήρησαν τα εθνικά τους νομίσματα - και εξακολουθούν να το κάνουν μέχρι σήμερα.
Η Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία, οι οποίες προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, επίσης αντιστάθηκαν πεισματικά στο να εγκαταλείψουν το ζλότι, την κορώνα, και το φιορίνι για χάρη του ευρώ. Από την αρχή, υπήρξαν δύο ανταγωνιστικές απόψεις σχετικά με το είδος του fiat νομίσματος που θα έπρεπε να είναι τo νόμισμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). [1] Το ευρώ παρουσιάστηκε στον επιφυλακτικό γερμανικό λαό ως ο διάδοχος του γερμανικού μάρκου. Το κοινό νόμισμα δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση απευθείας κρατικών προϋπολογισμών. Πολλοί Γερμανοί φοβούνταν ότι θα έπρεπε να πληρώσουν για τα υψηλά χρέη των νότιων χωρών.
Έτσι, στην ΕΚΤ απαγορεύτηκε ρητώς να αγοράζει απευθείας δημόσιο χρέος, παρόλο που το χρέος έγινε από την αρχή αποδεκτό ως εγγύηση για τραπεζικά δάνεια . Επιπλέον, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε το 1992, προέβλεπε στη ρήτρα απαγόρευσης διάσωσης (άρθρο 125 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ότι τα κράτη του ευρώ δεν ευθύνονται για τα χρέη άλλων κρατών μελών. Ο Theo Waigel (Christian Social Union [CSU]), ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών τότε, υποσχέθηκε ότι το ευρώ θα ήταν τόσο ισχυρό όσο το μάρκο.
Σήμερα, απέχουμε πολύ από ένα «γερμανικό» ευρώ, καθώς η αντίθετη άποψη για το ρόλο του ευρώ κερδίζει σταθερά έδαφος. Αυτή η γαλλική-ιταλική, ή μεσογειακή, άποψη βλέπει τη νομισματική πολιτική ως το μέσο για την πραγματοποίηση των ονείρων της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Κεντρική Τράπεζα υπόκειται στο Υπουργείο Οικονομικών. Τέτοιες αποκλίνουσες πεποιθήσεις οδήγησαν αναγκαστικά σε εντάσεις και συγκρούσεις. Πράγματι, ενώ ο κανόνας του χρυσού προάγει τη διεθνή συνεργασία και την ειρήνη, το κοινό fiat νόμισμα υπήρξε μια συνεχής πηγή συγκρούσεων. Οι προκύπτοντες συμβιβασμοί κατέστησαν σταδιακά το ευρώ περισσότερο «μεσογειακό».
Τα σοβαρά προβλήματα ξεκίνησαν το 2010 με την εσπευσμένη «διάσωση» του υπερχρεωμένου ελληνικού κράτους, όταν αγνοήθηκε η ρήτρα απαγόρευσης διάσωσης. Στη συνέχεια, ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί προώθησε το, αρχικά προσωρινό, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) ενάντια στις γερμανικές αντιδράσεις. Η ΕΚΤ άρχισε, επιλεκτικά και προσωρινά στην αρχή, να αγοράζει τα κρατικά ομόλογα των χωρών του ευρώ στη δευτερογενή αγορά. Σήμερα, δραστηριοποιείται σε ένα τεράστιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράζοντας συστηματικά και συνεχώς δημόσιο χρέος. Μόλις πρόσφατα, η ΕΚΤ επέκτεινε το πρόγραμμά της για αγορά ομολόγων κατά ακόμα 500 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Γερμανία επίσης αρχικά αντιτάχθηκε στο επόμενο βήμα, στη μετατροπή του προσωρινού EFSF σε ένα άνευ ορίων ταμείο διάσωσης του ευρώ, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης (ESM). Το ταμείο αυτό μπορεί να δανείζει σε χώρες του ευρώ που ουσιαστικά δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις κεφαλαιαγορές. Ενάντια στην επίμονη αντίσταση των υπερχρεωμένων νότιων χωρών, η Γερμανία επέμεινε ότι τα δάνεια του ΕSM θα πρέπει να συνδέονται με όρους για μεταρρυθμίσεις.
Επιπλέον, και σε αντάλλαγμα για την έγκρισή της για τον ESM, η Γερμανία ζήτησε την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου , το οποίο ενισχύει τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με αυτό, οι χώρες του ευρώ ουσιαστικά δεσμεύονται για έναν διαρθρωτικά ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Σε φάσεις οικονομικής ανάπτυξης, θα πρέπει να δημιουργούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα για την αντιστάθμιση των ελλειμμάτων έως και 3% κατ 'ανώτατο όριο σε φάσεις ύφεσης. Επιπλέον, όταν το επίπεδο χρέους ενός κράτους υπερβαίνει το 60% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), θα πρέπει να μειώνει συνεχώς το χρέος μέσω πλεονασμάτων του προϋπολογισμού.
Το νόημα του Ευρωπαϊκού Φορολογικού Συμφώνου ήταν να αναγκάσει τα κράτη μέλη του ευρώ να φροντίσουν τα δημόσια οικονομικά τους, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να καταφύγουν ποτέ στον ESM. Με άλλα λόγια, η Γερμανία ήταν πρόθυμη να διαθέσει τα χρήματα των φορολογουμένων της μέσω του ESM για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, εάν οι νότιες χώρες δεσμεύoνταν να περικόψουν τις υπερβολικές δαπάνες και το υπερβολικό δημόσιο χρέος τους. Η αφέλεια αυτού του σκεπτικού αυτού είναι προφανής. Ο ESM έχει καθιερωθεί, αλλά οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου δεν τηρούνται από τις νότιες χώρες.
Η ύπαρξη του ESM δημιούργησε μια ακόμα εστία διαμάχης. Η Γερμανία και οι φορολογικά πιο πειθαρχημένες χώρες δεν θέλουν να χρησιμοποιούν καθόλου τον ESM, ενώ οι νότιες χώρες προσπαθούν να τον αξιοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Η τελευταία μεταρρύθμιση του ESM πρέπει να γίνει κατανοητή υπό αυτό το πρίσμα. Αυτή η μεταρρύθμιση επιτρέπει στον ESM να παρέχει μια προληπτική πιστωτική γραμμή, που δεν συνδέεται με όρους για μεταρρυθμίσεις προς τα «οικονομικά υγιή» κράτη, οδηγώντας στο εύλογο ερώτημα γιατί ένα οικονομικά υγιές κράτος θα χρειαζόταν ποτέ μια πιστωτική γραμμή στήριξης από τον ESM. Επιπρόσθετα, ο ESM επιτρέπεται τώρα να χρησιμοποιηθεί ως το ύστατο στήριγμα του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης, SRM), στο οποίο η Γερμανία είχε αντισταθεί. Αυτό συμβαίνει επειδή τα χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων θα μπορούσαν τώρα να χρησιμοποιηθούν για τη διάσωση ξένων τραπεζών.
Αναλογιστείτε το ακόλουθο παράδειγμα, που δείχνει τη σημασία του να μπορεί να αξιοποιηθεί ο ESM για την ανακεφαλαιοποίηση αφερέγγυων τραπεζών: ας υποθέσουμε ότι μια ελληνική τράπεζα αγόρασε ομόλογα που εκδόθηκαν από τη δική της κυβέρνηση, χρηματοδοτώντας έτσι τις γενναιόδωρες παροχές του ελληνικού κράτους πρόνοιας, ή τα υπερκοστολογημένα έργα υποδομών. Τώρα υποθέστε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να αποπληρώσει τα χρέη της και ότι εφαρμόζεται ένα κούρεμα στο χρέος της ελληνικής κυβέρνησης. Λόγω των ζημιών που υπέστη, η ελληνική τράπεζα χρεοκοπεί και ανακεφαλαιοποιείται μέσω του SRM. Ως έσχατη λύση, τα δάνεια από τον ESM μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό. Εάν συμβεί αυτό, οι φορολογούμενοι της ευρωζώνης που χρηματοδοτούν τον ESM αποπληρώνουν έμμεσα το χρέος της ελληνικής κυβέρνησης. Ως αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του ESM, τα χρήματά τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα στον νότο, ο οποίος χρηματοδοτεί γενναιόδωρα τις πολιτικές των νότιων κρατών. Η μεταρρύθμιση είναι λοιπόν μια ακόμα μικρή νίκη για τις νότιες χώρες. Και με αυτήν, 25 χρόνια μετά, το ευρώ κινείται λίγο ακόμα μακρύτερα από τις αρχικές γερμανικές φιλοδοξίες για αυτό. Το ευρώ καθίσταται πλέον ακόμα πιο «μεσογειακό».
---------------------------------------------------
[1] Για μια αναλυτική ιστορία του ευρώ, δείτε το βιβλίο Philip Bagus Η τραγωδία του ευρώ
***
Ο Philipp Bagus είναι καθηγητής στο Universidad Rey Juan Carlos. Είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Mises, μελετητής του IREF και συγγραφέας πολλών βιβλίων, όπως το In Defense of Deflation και Η τραγωδία του ευρώ , και είναι συγγραφέας των: Τυφλή ληστεία! , Μικρά κράτη. Μεγάλες δυνατότητες: Τα μικρά κράτη είναι απλά καλύτερα ! και Deep Freeze: H oικονομική κατάρρευση της Ισλανδίας .