«Ωστόσο, ο Heilbroner απέτυχε να παρουσιάσει το κεντρικό επιχείρημα που είχε παρουσιάσει ο Mises. Ο Mises δεν μιλούσε για την τεχνική δυσκολία του να καθοριστούν οι τιμές. Διατύπωσε ένα πολύ πιο θεμελιώδες επιχείρημα. Υποστήριξε ότι καμία γραφειοκρατία κεντρικού σχεδιασμού δεν μπορούσε να γνωρίζει την οικονομική αξία οποιουδήποτε πεπερασμένου πόρου. Γιατί όχι; Διότι δεν υπάρχει σύστημα τιμών υπό τον σοσιαλισμό που να βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Επομένως, δεν υπάρχει τρόπος για τους κεντρικούς σχεδιαστές να γνωρίζουν ποια αγαθά και υπηρεσίες είναι πιο τα σημαντικά, ώστε να παραχθούν από το κράτος. Δεν υπάρχει ιεραρχική κλίμακα αξιών που να βασίζεται στην προσφορά και τη ζήτηση - ένας κόσμος στον οποίο οι ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων υποβάλλουν τις νομισματικές προσφορές τους για την αγορά και την πώληση. Το πρόβλημα του σοσιαλισμού δεν είναι το τεχνικό πρόβλημα της κατανομής που αντιμετωπίζει μια επιτροπή σχεδιασμού. Αντίθετα, το κεντρικό πρόβλημα είναι το εξής: H εκτίμηση της οικονομικής αξίας μέσω του μηχανισμού των τιμών. Οι σχεδιαστές δεν γνωρίζουν την αξία οποιουδήποτε πράγματος.»
Παρατηρήστε το σημείο που εστιάζει o North. Ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος, όχι απλά τεχνικά δύσκολος. Η γνώση του τι να παράγει κανείς απαιτεί ένα σύστημα τιμών. Ένα σύστημα τιμών απαιτεί την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Γιατί;
Επειδή το σύστημα τιμών βασίζεται σε προσωπικές ιεραρχικές κλίμακες αξιών. Και η ιεραρχική κλίμακα αξιών απαιτεί την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια, εάν δεν κατέχετε κάτι, δεν μπορείτε να γνωρίζετε την αξία του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο καθένας έχει την ίδια ιεραρχική κλίμακα τιμών. Όμως όλες αυτές οι μεμονωμένες κλίμακες αξιών συναντώνται στην αγορά για να καθορίσουν τις οριακές (marginal) τιμές σε συγκεκριμένα χρονικά σημεία. Η συλλογή σας από κούκλες Beanie Baby μπορεί να αξίζει χίλια δολάρια στην αγορά σήμερα και πιθανώς αύριο. Βέβαια, η συλλογή σας μπορεί να είναι ανεκτίμητη για εσάς και να μην σας ενδιαφέρει πραγματικά η αξία της για τους άλλους. Αλλά εάν αποφασίσατε να δημιουργήσετε μια επιχείρηση που θα πωλεί Beanie Babies, ή ακόμη και απλά να πωλήσετε τη συλλογή σας, θα αναγκαστείτε να αντιμετωπίσετε την πραγματικότητα της αγοράς.Covid-19 και το σοσιαλιστικό πρόβλημα του υπολογισμού
Ίσως να ρωτήσετε τι σχέση έχουν αυτά με τον covid-19. Ο covid-19 δεν είναι κάποιο εμπορεύσιμο αγαθό. Δεν ανήκει σε κανέναν. Κανείς δεν τον θέλει. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Σύμφωνοι. Ωστόσο, η ανταπόκριση του κράτους στον covid-19 προϋποθέτει ότι το κράτος γνωρίζει την προσωπική ιεράρχηση κινδύνων όλων των ανθρώπων, και ότι μπορεί να σχεδιάσει μια κατάλληλη δημόσια αντίδραση. Αυτό είναι τόσο αδύνατο, όσο και το να γνωρίζει τις αξίες σε μια σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία. Στη θέση μιας ιεράρχησης επιθυμιών, έχουμε μια ιεράρχηση κινδύνων. Και όπως η ιεράρχηση των επιθυμιών είναι διαφορετική για όλους, η ιεράρχηση των κινδύνων είναι επίσης διαφορετική για όλους. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Το βλέπουμε να εκτυλίσσεται παντού. Οι νέοι στη φοιτητική ηλικία αξιολογούν το προσωπικό τους ρίσκο για την υγεία τους από τον covid-19 ως πολύ χαμηλό. Οι ηλικιωμένοι, και εκείνοι που πάσχουν από άλλες ασθένειες, εκτιμούν το προσωπικό τους ρίσκο για την υγεία τους ως πολύ υψηλό. Επιπλέον, η ανταπόκριση του καθένα μας καθορίζεται από αυτό που του κοστίζει. Οι ηλικιωμένοι που ζουν με τη σύνταξή τους μπορεί να χάνουν πολύ λίγα σε συνθήκες απαγορευτικών μέτρων ή καραντίνας, πέρα από την κοινωνική τους ζωή. Σίγουρα δεν χάνουν το εισόδημα που τους συντηρεί παραμένοντας σε ημι-απομόνωση. Όμως, όσοι βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία αντιμετωπίζουν μια πολύ διαφορετική αντιστάθμιση. Οι ιδιοκτήτες που υποχρεώνονται να κλείσουν την επιχείρησή τους ενδέχεται να χάσουν όλη τους την περιουσία. Οι μισθωτοί και οι ωρομίσθιοι εργαζόμενοι μπορεί να υποστούν μια πιο αργή μείωση της περιουσίας τους, αλλά όσο περισσότερο συνεχίζονται οι εγκλεισμοί, τόσο περισσότερο από τον συσσωρευμένο πλούτο τους θα βλέπουν να χάνεται.
Χρησιμοποίησα εδώ στερεότυπες, ευρείες κατηγορίες ανθρώπων μόνο για να κάνω κάποιες επεξηγηματικές συγκρίσεις. Φυσικά, άτομα με ίδια ηλικία, προφίλ υγείας, συσσωρευμένο πλούτο κ.λπ. μπορεί να έχουν εντελώς διαφορετικές εκτιμήσεις για τους κινδύνους που διατρέχουν προσωπικά. Η παλιά έκφραση ότι δεν είναι όλα τα δάχτυλα ίσα, ισχύει. Αυτά τα δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης καθιστούν το να υπάρξει μια καθολικά αποδεκτή αντίδραση της δημόσιας πολιτικής σε σχέση με τον covid-19, όχι μόνο δύσκολο αλλά ανέφικτο. Η μόνη αποδεκτή δημόσια αντίδραση είναι η απόλυτη ελευθερία, δηλαδή, το κάθε άτομο να αποφασίζει τη δική του αντίδραση στον covid-19, εφόσον δεν βλάπτει τους άλλους.
Τι γίνεται με τις παράπλευρες συνέπειες;
Αυτό θα μας φέρει σε μια συνηθισμένη ένσταση, ότι η απόλυτη ελευθερία κάνει στους άλλους κακό. Μια τυπική δικαιολογία του κράτους για τους εξαναγκαστικούς αποκλεισμούς και τις καραντίνες ήταν ότι υπήρχε η ανάγκη να διατηρηθούν κάποιες νοσοκομειακές κλίνες ελεύθερες για την αναμενόμενη μαζική είσοδο των ασθενών με Covid-19. Ακούγεται λογικό αρχικά, αλλά όχι μετά από λίγη περαιτέρω εξέταση. Αυτή η αποκαλούμενη λογική βασίζεται στη λανθασμένη θεωρία των παράπλευρων συνεπειών. Δηλαδή, πως ό,τι κάνετε επηρεάζει τους άλλους σε κάποιο βαθμό. Με αυτήν τη λογική το κράτος έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει όλα όσα κάνετε. Ξεχνώντας για μια στιγμή ότι η πρόσβαση της κυβέρνησης σε πληροφόρηση δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη χιλιάδων ατόμων υπάρχει το ηθικό πρόβλημα του δικαιώματος του κράτους να καθορίζει σε ποιον μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες ένας ιδιωτικός οργανισμός. Για παράδειγμα, ένα ιδιωτικό νοσοκομείο μπορεί να αρνηθεί να δεχτεί ασθενείς που επιθυμούν να υποβληθούν σε μια μη επείγουσα χειρουργική επέμβαση, ώστε να διατηρήσει κάποιες κλίνες για εκείνους που θεωρεί πιο σημαντικούς ασθενείς, αλλά το κράτος μπορεί να παρεμβάλλει την ισχύ εξαναγκασμού που διαθέτει σε αυτήν την απόφαση. Όπως και με το πρόβλημα της κατανομής των πόρων στον σοσιαλισμό, η κυβέρνηση δεν έχει τίποτα να χάσει και, ως εκ τούτου, δεν έχει τίποτα πάνω στο οποίο να βασίσει μια καθολικά εφαρμόσιμη πολιτική, πέρα από την πρόσκαιρη μεροληψία εκείνων που είναι προσωρινά εκλεγμένοι σε κάποιο αξίωμα ή/και εκείνων που εργάζονται επί του παρόντος στον κρατικό μηχανισμό. Ίσως μια ακόμα πιο καταδικαστική κριτική της λογικής των παράπλευρων συνεπειών να είναι πως δεν υπάρχει προηγούμενο, και πιθανότατα κανένας έγκυρος υπολογισμός των αναρίθμητων δυσμενών επιπτώσεων από τους περιορισμούς και τις καραντίνες, οι οποίες επιπτώσεις εκτείνονται από τις αναβληθείσες υπηρεσίες περίθαλψης που προκαλούν επιδείνωση της υγείας, σωματικής και ψυχικής, ή ακόμα και θάνατο, έως την μόνιμη απώλεια της δυνατότητας των πολιτών να παρέχουν τροφή, στέγη, και ρουχισμό στα μέλη της οικογένειάς τους με τον τρόπο που πρέπει.
Τα δύο μέτρα και σταθμά των πολιτικών
Έτσι, καταλήγουμε σε αυτά τα συμπεράσματα: αφού όλοι οι κίνδυνοι είναι προσωπικοί, κανείς δεν γνωρίζει την ανοχή των άλλων στο ρίσκο. Επομένως, η αντίδραση κάποιου στον covid-19 είναι μια προσωπική απόφαση, που βασίζεται στην προσωπική εκτίμηση του κινδύνου. Με άλλα λόγια, η απόλυτη ελευθερία πρέπει να γίνει σεβαστή, γιατί είναι η μόνη ορθολογική επιλογή. Δυσλειτουργική επιλογή; Αυτή είναι η ίδια ακριβώς τακτική που ακολουθούν πολλοί από τους υπεύθυνους των σημερινών περιοριστικών μέτρων. Ο κυβερνήτης Newsom της Καλιφόρνια συμμετείχε σε ένα πλούσιο δείπνο, λίγο αργότερα αφ’ ότου ανακοίνωσε κάποιους καινούργιους και πιο επαχθείς περιορισμούς των δημόσιων και ιδιωτικών συγκεντρώσεων. Ο Κυβερνήτης Pritzker του Ιλλινόις δεν ένιωσε καν την ανάγκη να απολογηθεί για το ότι επισκέφθηκε πολλές από τις εξοχικές κατοικίες του, αν και είχε πει στους ψηφοφόρους του να μην κάνουν το ίδιο. Άλλοι πολιτικοί έχουν επίσης έρθει σε παρόμοια αμήχανη θέση. Αναλαμβάνουν περιττά ρίσκα, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους άλλους; Δεν υπάρχει μια οριστική απάντηση. Και μόνο από το γεγονός ότι παραβίασαν τους δικούς τους περιορισμούς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι εκτιμούσαν την ελευθερία τους περισσότερο από τον προσωπικά εκλαμβανόμενο ως κίνδυνο, ώστε να το κάνουν. Γιατί δεν θα πρέπει να έχουμε όλοι το ίδιο δικαίωμα;
***
Ο Patrick Barron είναι ιδιωτικός σύμβουλος στον τραπεζικό κλάδο. Έχει διδάξει ένα εισαγωγικό μάθημα στα αυστριακά οικονομικά για αρκετά χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα. Έχει επίσης διδάξει στη Μεταπτυχιακή Σχολή Τραπεζών του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν για πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και έχει δώσει πολλές διαλέξεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.