Η σημασία του ηθικού επιχειρήματος
Η επισήμανση της δυσλειτουργικότητας του σοσιαλισμού είναι απαραίτητη, αλλά είναι επίσης μια αναποτελεσματική στρατηγική για την εμπέδωση μιας ευνοϊκής στάσης προς τον καπιταλισμό, επειδή οι αντιρρήσεις στον καπιταλισμό συνήθως βασίζονται σε ηθικούς λόγους. Δυστυχώς, ακόμη και οι νηφάλιοι επικριτές του σοσιαλισμού ενδέχεται να απορρίπτουν τον καπιταλισμό στη βάση ότι είναι απάνθρωπος και λειτουργεί ως μέσο πλουτισμού των ελίτ. Επομένως, οι φιλελεύθεροι παιάνες για υπεροχή του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς μπορούν να παρερμηνευθούν ως νομιμοποίηση της εξουσίας των ελίτ. Για να βελτιωθεί η φήμη του καπιταλισμού, οι υπερασπιστές των αγορών πρέπει να υπενθυμίζουν στους αρνητές του ότι είναι ένα ηθικό σύστημα που βασίζεται στην ελευθερία και την εθελούσια συμμετοχή. Παρά τις διαμαρτυρίες των επικριτών, η πεμπτουσία του καπιταλισμού δεν είναι τα κέρδη, αλλά η ελευθερία της επιλογής.
Μια αναζήτηση του κέρδους;
Ο Mark O'Connell σε μια κριτική του για τον καπιταλισμό, εκφράζει δηκτικά την άποψη ότι ο καπιταλισμός είναι κατά κύριο λόγο μια αναζήτηση του κέρδους: «Η προτεραιότητα υπό συνθήκες καπιταλισμού είναι πάντα το κέρδος, και έτσι πρέπει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να δώσουμε προτεραιότητα στο τι είναι επικερδές, ακόμα κι αν αυτό γίνεται εις βάρος άλλων αναγκών, όπως το να ζούμε μια ουσιαστική, ή πνευματικά ολοκληρωμένη, ζωή. »
Η καρικατούρα του καπιταλισμού που σκιαγραφεί ο O'Connell είναι ευρέως αποδεκτή σε όλο το πολιτικό φάσμα, παρ’ όλο που δεν έχει αληθινή βάση. Τα κέρδη εμπνέουν τους επιχειρηματίες να διατηρήσουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων τους, αλλά ο ορθά κατανοητός καπιταλισμός δεν αφορά τα χρήματα.
Δεδομένου ότι οι φιλελεύθεροι και άλλοι υπερασπιστές των ελεύθερων αγορών συχνά προωθούν ωφελιμιστικά επιχειρήματα υπέρ του καπιταλισμού, οι περισσότεροι επικριτές υποθέτουν ότι οι υποστηρικτές του καπιταλισμού είναι προσκολλημένοι στη συσσώρευση πλούτου.
Για παράδειγμα, ορισμένοι υπερασπιστές του laissez-faire υποστηρίζουν (σωστά) ότι ένας μεγαλύτερος κατώτατος μισθός περιορίζει τις ευκαιρίες εργασίας για τους νέους. Είναι όμως σημαντικό να καταργηθούν οι νόμοι για τους κατώτατους μισθούς, όχι μόνο λόγω της τάσης τους να καταστρέφουν θέσεις εργασίας, αλλά επειδή τα νομικά διατάγματα για τους μισθούς παραβιάζουν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα των ανθρώπων που συνάπτουν ιδιωτικές συμφωνίες για κάποιο αμοιβαίο όφελος. Οι νόμοι για τους κατώτατους μισθούς αντιπροσωπεύουν την καταπάτηση των συναινετικών συνεργασιών από το κράτος. Ως ηθικά όντα, οι άνθρωποι διαθέτουμε την ικανότητα να επιλέγουμε, εξ ου και η θέσπιση τέτοιων νόμων μας στερεί την ικανότητά μας να ασκούμε το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.
Εάν ένα νεαρό άτομο, που έχει απόλυτη ανάγκη για δουλειά, και ένας ιδιοκτήτης μιας μικρής επιχείρησης, που αγωνίζεται να επιβιώσει, συμφώνησαν ένα ορισμένο ωρομίσθιο, δεν είναι σωστό το κράτος να καταργεί τα ατομικά δικαιώματα καθιστώντας αυτήν τη σύμβαση ανεπίτρεπτη. Εάν οι μελέτες έδειχναν ότι οι νόμοι περί κατώτατου μισθού δεν έχουν αντίκτυπο στην απασχόληση, η υποστήριξή τους θα εξακολουθούσε να είναι απαράδεκτη, για ηθικούς λόγους. Κατά συνέπεια, παραμένει σημαντικό να εναντιωνόμαστε στους νόμους περί κατώτατων μισθών για ηθικούς λόγους. Είναι απλώς άδικο, εκτός από την περίπτωση που οι κανόνες για κατώτατους μισθούς εφαρμόζονται εθελοντικά, είτε από εμπορικές ενώσεις, είτε από μεμονωμένους εργαζόμενους,.
Παρομοίως, ο ισχυρισμός ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτρέπουν τον σχηματισμό κεφαλαίου και την οικονομική ανάπτυξη, αποτελεί ένα άκομψο επιχείρημα για τον καπιταλισμό. Οι αυξήσεις στην φορολογία πρέπει να αποδοκιμάζονται, ακόμη και όταν οι ερευνητές μπορούν να αποδείξουν πως δεν βλάπτουν την καινοτομία ή την οικονομική ανάπτυξη. Σε τελική ανάλυση, οι πολίτες ανέχονται ήδη αναρίθμητες υπερβολές του κράτους που επιβάλλονται μέσω της εισφορών και της είσπραξης των φόρων εισοδήματος με κάθε ποσοστό φορολόγησης.
Το να υπονοεί η κυβέρνηση ότι οι εύποροι θα πρέπει να πληρώνουν ακόμη υψηλότερους φόρους, υπό το πρόσχημα της προώθησης του «κοινού καλού», αποτελεί θρασύτητα. Μια τέτοια πρόταση υποδηλώνει ότι το κράτος δικαιούται τον πλούτο των πολιτών. Ωστόσο, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια.
Παρομοίως, οι εμπορικοί περιορισμοί είναι κάτι απεχθές για τους οικονομολόγους της ελεύθερης αγοράς. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μας έχουν δώσει πολλές μελέτες που επαινούν τις ευεργετικές επιδράσεις του ελεύθερου εμπορίου. Για παράδειγμα, οι κορυφαίοι οικονομολόγοι Donald J. Boudreaux και Nita Ghei σε μια έκθεσή τους που δημοσιεύθηκε από το Mercatus Center επισημαίνουν τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου:
- Το ελεύθερο εμπόριο βελτιώνει την αποτελεσματικότητα και την καινοτομία. Με την πάροδο του χρόνου, το ελεύθερο εμπόριο συνδυάζεται με άλλες διαδικασίες της αγοράς για τη μετατόπιση των εργαζομένων και των πόρων σε πιο παραγωγικές χρήσεις, επιτρέποντας σε πιο αποδοτικούς κλάδους της οικονομίας να ευδοκιμήσουν. Τα αποτελέσματα είναι οι υψηλότεροι μισθοί, οι επενδύσεις σε πράγματα όπως οι υποδομές, και μια πιο δυναμική οικονομία που συνεχίζει να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες.
- Το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί στην ανταγωνιστικότητα. Το ελεύθερο εμπόριο απαιτεί από τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Αλλά αυτές οι προσαρμογές είναι κρίσιμες για να παραμείνει κανείς ανταγωνιστικός, και ο ανταγωνισμός είναι αυτό που τροφοδοτεί τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Αυτές οι θέσεις είναι αρκετά ισχυρές. Ωστόσο, μια επιβεβαίωση του καπιταλισμού πρέπει να στηρίζεται σε ηθικές βάσεις. Ο καταστροφικός χαρακτήρας του προστατευτισμού αποκαλύπτεται στη δυνατότητά του να κλέβει από τους καταναλωτές το δικαίωμά τους στην ελεύθερη επιλογή. Είναι κατάφωρη αδικία το να καθορίζουν οι πολιτικοί τα αγαθά και τις υπηρεσίες που καταναλώνουν οι πολίτες. Υποβοηθώντας τον προστατευτισμό, το κράτος περιορίζει την ποικιλομορφία των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές, αφαιρώντας έτσι, έμμεσα, το δικαίωμά τους στην επιλογή. Ουσιαστικά, η υποκρισία είναι εκθαμβωτικά προφανής όταν οι σοσιαλιστές καταδικάζουν αυταρχικά καθεστώτα για την απαγόρευση του Facebook στο όνομα της εθνικής ενότητας, αλλά υπερασπίζονται τον προστατευτισμό στον βωμό του εθνικού συμφέροντος. Και οι δύο πράξεις αποτελούν οφθαλμοφανείς επιθέσεις στο δικαίωμα της επιλογής. Είναι σαφές ότι όσοι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της ελευθερίας, πρέπει να επιλέξουν τον καπιταλισμό.
Ναι, ο καπιταλισμός είναι πιο αποτελεσματικός από τον σοσιαλισμό, αλλά για να οικοδομήσουμε ένα εμφατικό επιχείρημα υπέρ του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς, εμείς οι υπερασπιστές της ελευθερίας πρέπει επίσης να δηλώσουμε ευθαρσώς ότι είναι ένα ανώτερο ηθικό σύστημα. Το να υπενθυμίζουμε στους επικριτές του ότι ο καπιταλισμός έχει απελευθερώσει ένα τεράστιο κύμα ευημερίας, δεν θα τους αποτρέψει από το να ισχυρίζονται ότι είναι ανήθικος. Για να κερδίσουμε τη μάχη των ιδεών, οι υπερασπιστές του καπιταλισμού πρέπει να εισηγηθούμε μια αδιάσειστη υπεράσπιση του καπιταλισμού, που να υποστηρίζεται από ηθικά ιδανικά.
***
Ο Lipton Matthews είναι ερευνητής, επιχειρηματικός αναλυτής και συνεργάτης στα: mises.org, The Federalist και Jamaica Gleaner .