Ο φιλελεύθερος που συνηθίζει να επεξηγεί με προθυμία την πολιτική του φιλοσοφία και το πλήρες εύρος των πεποιθήσεών του, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα διακοπεί από τον κρατιστή με ένα αλάνθαστο τέχνασμα. Καθώς ο φιλελεύθερος καταγγέλλει την κρατική εκπαίδευση ή τα κρατικά ταχυδρομεία, ή αναφέρεται στη φορολογία ως νομιμοποιημένη ληστεία, ο κρατιστής τον αμφισβητεί πάντοτε ως εξής: «Εντάξει, άρα είσαι αναρχικός ;» Ο φιλελεύθερος μαζεύεται, ψελλίζοντας «όχι, όχι, φυσικά δεν είμαι αναρχικός». «Εντάξει, τότε ποια κυβερνητικά μέτρα πράγματι υποστηρίζεις; Τι είδος φορολογίας θέλεις να επιβάλλεται;» Ο κρατιστής έχει αναπότρεπτα κερδίσει την θέση του επιτιθέμενου, και ο φιλελεύθερος, μη έχοντας απάντηση για το πρώτο ερώτημα, παραδίδεται.
Έτσι, ο φιλελεύθερος θα απαντήσει (στο δεύτερο ερώτημα) συνήθως ως εξής: «Λοιπόν, πιστεύω σε μια περιορισμένη διακυβέρνηση, η κυβέρνηση πρέπει να περιορίζεται στην υπεράσπιση του ατόμου, ή της περιουσίας του ενάντια στην επίθεση μέσω βίας ή απάτης.» Προσπάθησα να δείξω στο άρθρο μου, «Ο πραγματικός επιτιθέμενος» στο περιοδικό Faith and Freedom του Απριλίου του 1954, ότι αυτό αφήνει τον συντηρητικό πολίτη αβοήθητο όταν έρχεται αντιμέτωπος με το επιχείρημα «οτιδήποτε είναι απαραίτητο για την προστασία», όταν αυτό χρησιμοποιείται για φαραωνικά μέτρα κρατισμού και αιματοχυσίας. Υπάρχουν κι άλλες συνέπειες, εξίσου ή περισσότερο σοβαρές. Ο κρατιστής μπορεί να προχωρήσει το ζήτημα περαιτέρω:
«Εάν αποδέχεσαι ότι είναι νόμιμο για τους ανθρώπους να συνασπίζονται και να επιτρέπουν στο κράτος να εξαναγκάζει τα άτομα να πληρώνουν φόρους για μια συγκεκριμένη υπηρεσία -την «εθνική άμυνα»- , τότε γιατί δεν είναι εξίσου ηθικό και νόμιμο για τους ανθρώπους να συνασπίζονται με παρόμοιο τρόπο και να επιτρέπουν στο κράτος το δικαίωμα να παρέχει κι άλλες υπηρεσίες - όπως ταχυδρομεία, «κοινωνική πρόνοια», χάλυβα, ενέργεια, κ.λπ.; Εάν ένα κράτος που υποστηρίζεται από την πλειοψηφία μπορεί ηθικά να κάνει το ένα, γιατί να μην μπορεί ηθικά να κάνει τα άλλα;»
Ομολογώ ότι δεν βλέπω καμία απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Εάν είναι σωστό και νόμιμο να εξαναγκάσουμε έναν απρόθυμο Henry Thoreau να πληρώσει φόρους σε ένα καταναγκαστικό κρατικό μονοπώλιο για τη δική του «προστασία», δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο δεν πρέπει να είναι εξίσου σωστό να τον αναγκάσουμε να πληρώσει το κράτος και για άλλες υπηρεσίες, είτε πρόκειται για παντοπωλεία, φιλανθρωπία, εφημερίδες, είτε για χάλυβα. Δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο συνειδητοποιημένος φιλελεύθερος οφείλει να υποστηρίζει μια κοινωνία, όπου ένα άτομο μπορεί εθελοντικά να υποστηρίξει οποιαδήποτε -ή και καμία- αστυνομική ή δικαστική υπηρεσία που θεωρεί αποτελεσματική και άξια των χρημάτων του.
Δεν σκοπεύω εδώ να ασχοληθώ με μια λεπτομερή παρουσίαση αυτού του συστήματος, αλλά μόνο για να απαντήσω στην ερώτηση: Eίναι αυτό αναρχισμός;
Αυτή η φαινομενικά απλή ερώτηση είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολo να απαντηθεί με μια πρόταση ή με μια σύντομη απάντηση τύπου ναι ή όχι. Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή έννοια για την ίδια τη λέξη «αναρχισμός». Ο μέσος άνθρωπος μπορεί να νομίζει ότι ξέρει τι σημαίνει, και ειδικά ότι είναι κάτι κακό, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρει. Υπό αυτήν την έννοια, η λέξη έχει γίνει κάτι σαν την ταλαιπωρημένη λέξη «φιλελεύθερος», εκτός από το ότι η τελευταία λέξη έχει κάποιες «καλές» συνδηλώσεις στα συναισθήματα του μέσου ανθρώπου. Οι σχεδόν ανυπέρβλητες στρεβλώσεις και η σύγχυση προέρχονται τόσο από τους αντιπάλους, όσο και από τους οπαδούς του αναρχισμού. Οι πρώτοι έχουν διαστρεβλώσει πλήρως τις αναρχικές αρχές και έχουν διατυπώσει διάφορες παραπλανητικές κατηγορίες, ενώ οι τελευταίοι έχουν χωριστεί σε πολλά στρατόπεδα πολιτικών φιλοσοφιών, που απέχουν μεταξύ τους κυριολεκτικά όσο ο κομμουνισμός από τον ατομικισμό (φιλελευθερισμό). Η κατάσταση συγχέεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, συχνά, οι ίδιες οι διάφορες αναρχικές ομάδες δεν αναγνώρισαν την τεράστια ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ τους.Μια πολύ δημοφιλής κατηγορία κατά του αναρχισμού είναι ότι «σημαίνει χάος». Το αν ένα συγκεκριμένο είδος αναρχισμού θα οδηγούσε στο «χάος» είναι θέμα ανάλυσης. Κανένας αναρχικός, ωστόσο, δεν θέλησε ποτέ σκόπιμα να προκαλέσει χάος. Ό,τι άνθρωπος κι αν ήταν, κανένας (πραγματικός) αναρχικός δεν θέλησε σκόπιμα το χάος ή την παγκόσμια καταστροφή. Πράγματι, οι αναρχικοί πίστευαν πάντοτε ότι η εγκαθίδρυση του συστήματός τους θα εξαλείψει τα χαοτικά στοιχεία που ταλανίζουν το σημερινό κόσμο. Ένα διασκεδαστικό περιστατικό, που φωτίζει αυτήν την παρερμηνεία, συνέβη μετά το τέλος του πολέμου, όταν ένας νεαρός ενθουσιώδης οπαδός της παγκόσμιας διακυβέρνησης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο One World or Anarchy, (Ένας κόσμος, ή Αναρχία) και ο κορυφαίος αναρχικός του Καναδά ανταπάντησε με ένα βιβλίο με τίτλο Anarchy or Chaos (Αναρχία ή Χάος).
Η μεγαλύτερη δυσκολία σε οποιαδήποτε ανάλυση του αναρχισμού είναι ότι ο όρος καλύπτει διάφορα εξαιρετικά αντιφατικά δόγματα. Η ρίζα της λέξης προέρχεται από τον όρο αν-αρχία, που σημαίνει αντίθεση στην εξουσία ή τις διαταγές. Είναι αρκετά ευρύς όρος για να καλύπτει μια σειρά από διαφορετικά πολιτικά δόγματα. Γενικά, αυτά τα δόγματα συνενώθηκαν ως «αναρχικά» λόγω της κοινής εχθρότητάς τους προς την ύπαρξη του Κράτους, του καταναγκαστικού μονοπωλίου ισχύος και εξουσίας. Ο αναρχισμός εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα, και έκτοτε το πιο ενεργό και κυρίαρχο αναρχικό δόγμα ήταν αυτό του «αναρχικού κομμουνισμού». Είναι κατάλληλος όρος για ένα δόγμα που έχει ονομαστεί και «κολλεκτιβιστικός αναρχισμός», «αναρχοσυνδικαλισμός» και «ελευθεριακός κομμουνισμός». Μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το σύνολο συναφών δογμάτων «αριστερό αναρχισμό». Ο αναρχικός κομμουνισμός είναι κατά κύριο λόγο ρωσικής προέλευσης, επινοημένος από τον Πρίγκιπα Πέτρο Κροπότκιν και τον Μιχαήλ Μπακούνιν, και είναι αυτή ακριβώς η μορφή που έχει χρωματίσει την λέξη «αναρχισμός» σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το κύριο χαρακτηριστικό του αναρχικού κομμουνισμού είναι ότι επιτίθεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία εξίσου έντονα όσο επιτίθεται στο κράτος. Ο καπιταλισμός θεωρείται εξίσου τυραννία «στο οικονομικό πεδίο», όσο θεωρείται και το κράτος στο πολιτικό πεδίο. Ο αριστερός αναρχικός μισεί τον καπιταλισμό και την ιδιωτική περιουσία με ίσως ακόμη περισσότερη θέρμη από ό,τι ο σοσιαλιστής ή ο κομμουνιστής. Όπως και οι μαρξιστές, ο αριστερός αναρχικός είναι πεπεισμένος ότι οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται και εξουσιάζουν τους εργάτες, και επίσης ότι οι κτηματίες εκμεταλλεύονται πάντα τους αγρότες. Οι οικονομικές απόψεις των αναρχικών τους φέρνουν μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα, το pons asinorum της αριστεράς αναρχίας: πώς μπορεί να καταργηθεί ο καπιταλισμός και η ιδιωτική ιδιοκτησία, ενώ ταυτόχρονα θα καταργείται το κράτος; Οι σοσιαλιστές πιστεύουν στη δόξα του κράτους και στη χρήση του κράτους για την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας – για εκείνους το δίλημμα δεν υφίσταται. Ο ορθόδοξος μαρξιστής κομμουνιστής, ο οποίος στα λόγια δοξάζει τα ιδανικά της αριστερής αναρχίας, επιλύει το δίλημμα με τη χρήση της Εγελιανής διαλεκτικής: αυτήν τη μυστηριώδη διαδικασία με την οποία κάτι μετατρέπεται στο αντίθετό του. Οι μαρξιστές θα διευρύνουν το κράτος στο μέγιστο βαθμό και θα καταργήσουν τον καπιταλισμό, και στη συνέχεια θα αποτραβηχτούν, αναμένοντας με βεβαιότητα τον «μαρασμό» του κράτους.
Η πλαστή «λογική» της μαρξιστικής διαλεκτικής δεν είναι θελκτική για τους αριστερούς αναρχικούς, που επιθυμούν να καταργήσουν το κράτος και τον καπιταλισμό ταυτόχρονα. Το πλησιέστερο σημείο που έχουν φτάσει οι αναρχικοί σχετικά με την επίλυση του προβλήματος ήταν να υποστηρίξουν το συνδικαλισμό ως ιδανικό. Στον συνδικαλισμό, κάθε ομάδα εργατών και αγροτών υποτίθεται ότι κατέχει τα μέσα παραγωγής από κοινού, και σχεδιάζει για λογαριασμό της, ενώ συνεργάζεται με άλλες συλλογικότητες και κοινότητες. Η λογική ανάλυση αυτών των σχεδίων θα έδειχνε εύκολα ότι το όλο πρόγραμμα είναι μια ανοησία. Μπορεί να συμβεί μόνο ένα από τα δύο πράγματα: είτε μια κεντρική υπηρεσία θα σχεδιάζει και θα κατευθύνει τις διάφορες υποομάδες, ή οι ίδιες οι συλλογικότητες θα είναι πραγματικά αυτόνομες. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτοί οι οργανισμοί θα έχουν την εξουσία να χρησιμοποιούν βία για να θέσουν τις αποφάσεις τους σε ισχύ. Όλοι οι αριστεροί αναρχικοί συμφωνούν ότι η εξουσία είναι απαραίτητη κατά των ανυπότακτων. Τότε όμως η πρώτη δυνατότητα δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τον κομμουνισμό, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε ένα πραγματικό χάος διαφορετικών και συγκρουόμενων κομμουνισμών, που πιθανότατα θα οδηγούσε τελικά σε κάποιον συγκεντρωτικό κομμουνισμό, μετά από μια περίοδο κοινωνικών αναταραχών. Έτσι, ο αριστερός αναρχισμός στην πράξη πρέπει να σημαίνει είτε τον κανονικό κομμουνισμό, είτε ένα πραγματικό χάος κομμουνιστικών συνδικάτων. Και στις δύο περιπτώσεις, το πραγματικό αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι το κράτος αποκαθίσταται υπό μια άλλη ονομασία. Είναι η τραγική ειρωνεία του αριστερού αναρχισμού που, παρά τις ελπίδες των υποστηρικτών του, δεν είναι καθόλου αναρχισμός. Είναι είτε κομμουνισμός, είτε χάος.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι ο όρος «αναρχισμός» πήρε μια κακή φήμη. Οι κορυφαίοι αναρχικοί, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ήταν πάντα της αριστερόστροφης εκδοχής, και σήμερα οι αναρχικοί βρίσκονται αποκλειστικά στο αριστερό στρατόπεδο. Προσθέστε σε αυτά την παράδοση της επαναστατικής βίας που απορρέει από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, και δεν είναι να απορεί κανείς που ότι ο αναρχισμός είναι απαξιωμένος. Ο αναρχισμός υπήρξε πολύ ισχυρός πολιτικά στην Ισπανία, και κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου οι αναρχικοί δημιούργησαν κοινότητες και συλλογικές αρχές που ασκούσαν καταναγκαστική εξουσία. Ένα από τα πρώτα τους βήματα ήταν να καταργήσουν τη χρήση του χρήματος υπό την απειλή θανατικής ποινής. Είναι προφανές ότι το υποτιθέμενο αναρχικό μίσος για τον εξαναγκασμό είχε πάρει έναν πολύ στραβό δρόμο. Ο λόγος ήταν η ανεπίλυτη αντίφαση μεταξύ των αντι-κρατικιστικών και των αντι-ιδιοκτησιακών αρχών της αριστερής αναρχίας.
Πώς συμβαίνει, λοιπόν, παρά τις –κυριολεκτικά- μοιραίες λογικές αντιφάσεις του αριστερού αναρχισμού, να υπάρχει μια ομάδα με μεγάλη επιρροή Βρετανών διανοουμένων που ανήκουν σήμερα σε αυτή τη σχολή, συμπεριλαμβανομένου του κριτικού τέχνης Sir Herbert Read και του ψυχίατρου Alex Comfort; Η απάντηση είναι ότι οι αναρχικοί, ίσως ασυνείδητα, βλέποντας την απελπιστική τους θέση, έχουν αποφασίσει να απορρίψουν πλήρως τη κοινή λογική και τον ορθό λόγο. Δίνουν έμφαση στον αυθορμητισμό, τα συναισθήματα και τα ένστικτα, παρά στην υποτιθέμενη κρύα και απάνθρωπη λογική. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούν φυσικά να παραμένουν τυφλοί για τον παραλογισμό της στάσης τους. Όσον αφορά τα οικονομικά, που θα τους αποκάλυπταν την αδυναμία του συστήματός τους, είναι εντελώς αδαείς, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα πολιτικών θεωρητικών. Το δίλημμα σχετικά με τον εξαναγκασμό προσπαθούν να το επιλύσουν με την παράλογη θεωρία ότι το έγκλημα απλά θα εξαφανιζόταν εάν καταργούσαν το κράτος, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί κανένας εξαναγκασμός. Ο παραλογισμός διαπερνά όντως σχεδόν όλες τις απόψεις των αριστερών αναρχικών. Απορρίπτουν την εκβιομηχάνιση, καθώς και την ιδιωτική ιδιοκτησία, και τείνουν να προτιμούν την επιστροφή στη χειροτεχνία και τις απλές συνθήκες διαβίωσης των αγροτών, ή της εποχής του Μεσαίωνα. Είναι φανατικά υπέρ της μοντέρνας τέχνης, την οποία θεωρούν «αναρχική» τέχνη. Έχουν ένα έντονο μίσος για το χρήμα και τη βελτίωση των υλικών συνθηκών. Το να ζεις μια απλή αγροτική ζωή σε μικρές κοινότητες, αποτιμάται ως το «να ζεις την αναρχική ζωή», ενώ ένας άνθρωπος του σύγχρονου πολιτισμού υποτίθεται ότι είναι ένας κακός και αντι-αναρχικός μπουρζουάς. Έτσι, οι ιδέες των αριστερών αναρχικών έχουν γίνει ένας παράλογος κυκεώνας, πολύ πιο παράλογος από εκείνον των μαρξιστών, και δικαίως δέχονται την περιφρόνηση σχεδόν όλων ως απελπιστικά «παλαβοί». Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι ότι οι εύστοχες κριτικές που κάνουν μερικές φορές για την κρατική τυραννία τείνουν να χαρακτηρίζονται με τον ίδιο τρόπο, σαν «παλαβομάρες».
Λαμβάνοντας υπ’ όψη τους κυρίαρχους αναρχικούς, είναι προφανές ότι το ερώτημα «είναι οι φιλελεύθεροι αναρχικοί;» πρέπει να απαντηθεί αρνητικά χωρίς δισταγμό. Είμαστε δύο εντελώς αντίθετοι πόλοι. Ωστόσο, η σύγχυση υπεισέρχεται λόγω της ύπαρξης στο παρελθόν, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, μιας μικρής αλλά λαμπρής ομάδας «ατομικιστών αναρχικών» (σ.σ. με την έννοια του ατομοκεντρικού, όχι του εγωπαθούς) με επικεφαλής τον Benjamin R. Tucker. Εδώ έχουμε μια διαφορετική φυλή. Οι ατομικιστές αναρχικοί έχουν συνεισφέρει πολύ στη φιλελεύθερη σκέψη. Συνέγραψαν μερικές από τις καλύτερες διακηρύξεις ατομικισμού και αντι-κρατισμού που έχουν γραφτεί ποτέ. Στην πολιτική σφαίρα, οι ατομικιστές αναρχικοί ήταν γενικά υγιείς φιλελεύθεροι. Τάσσονταν υπέρ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, εκτιμούσαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό, και αντιμάχονταν όλες τις μορφές κρατικού παρεμβατισμού. Πολιτικά, οι αναρχικοί του Tucker είχαν δύο βασικά ελαττώματα: (1) απέτυχαν στην υπεράσπιση της ιδιωτικής γαιοκτησίας, πέρα από την έκταση που ο ιδιοκτήτης χρησιμοποιούσε προσωπικά. (2) βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε επιτροπές, και δεν κατάλαβαν την ανάγκη για ένα corpus συνταγματικού φιλελεύθερου δικαίου το οποίο θα έπρεπε να τηρούν τα ιδιωτικά δικαστήρια.
Σε αντιπαραβολή με τις μικρές πολιτικές αποτυχίες τους, ωστόσο, υπέπεσαν σε σοβαρές πλάνες στο οικονομικό πεδίο. Πίστευαν ότι οι τόκοι και το κέρδος ήταν εκμεταλλευτικά, λόγω ενός φερόμενου ως τεχνητού περιορισμού στην προσφορά χρήματος. Αφήστε το κράτος και τους νομισματικούς του κανονισμούς να καταργηθούν, και να δημιουργηθεί μια ελεύθερη τραπεζιτική, πίστευαν, και όλοι θα εκτύπωναν όσα χρήματα χρειάζονταν, και οι τόκοι και τα κέρδη θα μειώνονταν στο μηδέν. Αυτό το υπερπληθωριστικό δόγμα, που προήλθε από τον Γάλλο αναρχικό Proudhon, είναι μια οικονομική ανοησία. Πρέπει, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι τα «αξιοσέβαστα» οικονομικά, τότε και τώρα, έχουν διαποτιστεί με πληθωριστικές πλάνες, και πολύ λίγοι οικονομολόγοι έχουν κατανοήσει τα στοιχειώδη των νομισματικών φαινομένων. Οι οπαδοί του υπερπληθωρισμού παίρνουν απλώς τον πιο ήπιο πληθωρισμό των τωρινών κεϋνσιανών «οικονομικών» του συρμού, και τον οδηγούν με τόλμη στην τελική λογική του κατάληξη (ενν. τον υπερπληθωρισμό).
Η ειρωνεία αυτής της κατάστασης ήταν ότι, ενώ οι ατομικιστές αναρχικοί έδιναν μεγάλη έμφαση στις παράλογες τραπεζιτικές θεωρίες τους, το πολιτικό σύστημα που υποστήριζαν θα είχε οδηγήσει σε αντίθετα οικονομικά αποτελέσματα από αυτά που πίστευαν. Νόμιζαν ότι η ελεύθερη τραπεζιτική θα οδηγήσει σε απεριόριστη επέκταση της προσφοράς χρήματος, ενώ η αλήθεια είναι ακριβώς το αντίστροφο: θα οδηγούσε σε «σκληρό νόμισμα» και απουσία πληθωρισμού. Οι οικονομικές πλάνες της ομάδας του Tucker, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικής τάξης από αυτές των κολεκτιβιστών αναρχικών. Τα λάθη των κολεκτιβιστών τους οδήγησαν να υποστηρίζουν ουσιαστικά τον πολιτικό κομμουνισμό, ενώ τα οικονομικά λάθη των ατομικιστών τους επέτρεπαν να υποστηρίζουν ένα σχεδόν φιλελεύθερο σύστημα. Ο επιφανειακός αναγνώστης μπορεί εύκολα να μπερδέψει τους δύο αναρχισμούς, καθώς οι ατομικιστές οδηγήθηκαν στο να επιτίθενται στους «καπιταλιστές», για τους οποίους ένιωθαν πως εκμεταλλεύονταν τους εργάτες μέσω του κρατικού περιορισμού της προσφοράς χρήματος.
Αυτοί οι «δεξιοί» αναρχικοί δεν υιοθέτησαν την ανόητη άποψη ότι το έγκλημα θα εξαφανιζόταν στην αναρχική κοινωνία. Ωστόσο, πράγματι έτειναν να υποτιμούν το πρόβλημα του εγκλήματος, και ως εκ τούτου ποτέ δεν αναγνώρισαν την ανάγκη για ένα σταθερό φιλελεύθερο σύνταγμα. Χωρίς ένα τέτοιο σύνταγμα, το ιδιωτικό δικαστικό σύστημα μπορεί να εκτραπεί σε «αναρχικό» με τη τρέχουσα, αριστερή, λαϊκή έννοια.
Η πτέρυγα του αναρχισμού του Tucker άκμασε τον 19ο αιώνα, αλλά ξεθώριασε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλοί φιλελεύθεροι στοχαστές εκείνης της Χρυσής Εποχής του φιλελευθερισμού επεξεργάζονταν ιδεολογίες που ήταν παρεμφερείς από πολλές απόψεις. Αυτοί οι γνήσιοι φιλελεύθεροι δεν αυτοπροσδιορίστηκαν ποτέ ως αναρχικοί. Πιθανώς ο κύριος λόγος ήταν ότι όλες οι αναρχικές ομάδες, ακόμη και οι δεξιόστροφες, είχαν κοινά σοσιαλιστικά οικονομικά δόγματα.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε και μια τρίτη εκδοχή της αναρχικής σκέψης, μια εντελώς διαφορετική είτε από τους κολεκτιβιστές, είτε από τους ατομικιστές. Αυτός είναι ο απόλυτος πασιφισμός του Λέοντος Τολστόι. Ο πασιφισμός προσδοκά μια κοινωνία όπου η εξουσία δεν θα χρησιμοποιείται ούτε καν για την υπεράσπιση προσώπων και περιουσιών -είτε από κρατικούς είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς. Το πρόγραμμα της μη βίας του Τολστόι επηρέασε πολλούς φερόμενους ως ειρηνιστές σήμερα, κυρίως μέσω του Γκάντι, αλλά οι τελευταίοι δεν συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά πλήρης πασιφισμός, εκτός εάν εξαλειφθεί το Κράτος και όλοι οι άλλοι αμυντικοί οργανισμοί. Αυτός ο τύπος αναρχισμού στηρίζεται, πάνω απ' όλα, σε μια υπερβολικά ιδεαλιστική άποψη για την ανθρώπινη φύση. Θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο σε μια κοινότητα αγίων.
Πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η ερώτηση «είναι οι φιλελεύθεροι αναρχικοί;» απλώς δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση την ετυμολογία της λέξης. Η ασάφεια του ίδιου του όρου είναι τέτοια, που το φιλελεύθερο σύστημα να θεωρείται αναρχικό από μερικούς ανθρώπους, και από άλλους μη αναρχικό. Πρέπει λοιπόν να στραφούμε στην ιστορία για μας διαφωτίσει. Εδώ διαπιστώνουμε ότι καμία από τις αυτοπροσδιοριζόμενες ως αναρχικές ομάδες δεν ανταποκρίνεται στη φιλελεύθερη άποψη, ότι ακόμη και οι καλύτερες από αυτές έχουν σοσιαλιστικά και μη ρεαλιστικά στοιχεία στα δόγματα τους. Επιπλέον, διαπιστώνουμε ότι όλοι οι σημερινοί (φερόμενοι ως) αναρχικοί είναι παράλογοι κολεκτιβιστές, και επομένως βρίσκονται στον αντίθετο πόλο από τη δική μας θέση. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι δεν είμαστε αναρχικοί, και ότι αυτοί που μας αποκαλούν αναρχικούς δεν βρίσκονται σε σταθερό ετυμολογικό έδαφος, και είναι εντελώς ανιστορικοί. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι δεν είμαστε ούτε αρχιστές (ενν. κρατιστές): δεν υποστηρίζουμε την εγκαθίδρυση μιας τυραννικής κεντρικής αρχής, που θα εξαναγκάζει τόσο τους επεμβατικούς, όσο και τους μη επεμβατικούς συνανθρώπους μας. Ίσως, λοιπόν, θα μπορούσαμε όλοι να αυτο-αποκαλούμαστε με ένα νέο όνομα: α-κρατιστές . Τότε, όταν στην πορεία της συζήτησης ακουστεί η αναπόφευκτη πρόκληση «είσαι αναρχικός;» μπορούμε, ίσως για πρώτη και τελευταία φορά, να έχουμε την πολυτέλεια της «μέσης οδού» και να πούμε: «Κύριε, δεν είμαι ούτε αναρχικός, ούτε κρατιστής, αλλά βρίσκομαι ακριβώς στην α-κρατική μέση οδό.»
***