29 Μαΐου, 2021

Η Ελλάδα οδεύει προς μία ακόμα οικονομική κρίση

Η κεντροδεξιά κυβέρνηση που ανήλθε στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019 απέτυχε να απελευθερώσει την οικονομία και να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά, και η πανδημία έχει κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. 

Άρθρο του Antonis Giannakopoulos που δημοσιεύτηκε στις 9/12/2020 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά.




Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 14% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, ενώ ταυτόχρονα οι προσπάθειες της κυβέρνησης να «θεραπεύσει» την οικονομία έβαλαν τη χώρα σε μια τροχιά, όπου το δημόσιο χρέος θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ όπως προβλέπει το ΔΝΤ . Εν τω μεταξύ, τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν φτάσει σε νέα ύψη (περίπου 7%).

Η απάντηση της κυβέρνησης στην ύφεση

Η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να καταπολεμήσει την οικονομική ύφεση με μια πολιτική δημοσιονομικής και νομισματικής χαλάρωσης (μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). Ο αρχικός της στόχος ήταν να στηρίξει λίγο πολύ τους πάντες στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για τους άσχημους μήνες του κλειδώματος λόγω covid-19, και να ελπίζει στην οικονομική ανάκαμψη όταν θα έφτανε το καλοκαίρι, με την τουριστική βιομηχανία να σώζει την κατάσταση. Ωστόσο, σύντομα έγινε προφανές ότι επρόκειτο για ευσεβείς πόθους. Οι άνθρωποι της τουριστικής βιομηχανίας παραδέχτηκαν ότι μπορεί να χρειαστούν χρόνια για να ανακάμψει ο κλάδος στα επίπεδα του παρελθόντος. Η κατάσταση φάνηκε ακόμη χειρότερη όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πόσο εξαρτημένη είναι ολόκληρη η οικονομία από τον τουρισμό: αντιπροσωπεύει το 20% του ΑΕΠ και παρέχει το 22% του συνόλου της απασχόλησης στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι λύσεις της ελληνικής κυβέρνησης, όπως αυτές των περισσότερων άλλων κυβερνήσεων στην Ευρώπη, ήταν κυρίως πολιτικές εστιασμένες στην τόνωση της ζήτησης.

Όπως προέβλεψα σε ένα από τα προηγούμενα άρθρα μου, αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να προσφέρουν μόνο μια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση, αναβάλλοντας απλά τον πόνο για αργότερα. Το ποσοστό ανεργίας σημείωσε αύξηση 1,2% από τον Μάρτιο (του 2020) έως τον Απρίλιο, 1,3% από τον Απρίλιο έως τον Μάιο, και σημειώθηκε μια μικρή μείωση κατά τη διάρκεια της θερινής τουριστικής περιόδου. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) έχει εκτιμήσει ότι το ποσοστό ανεργίας θα φθάσει περίπου το 20% μέχρι το τέλος του έτους 2020.


Εν τω μεταξύ, το ότι το ΑΕΠ σημείωσε συρρίκνωση 14% το δεύτερο τρίμηνο, σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί χρόνια για να φθάσει τα επίπεδα προ κορωνοϊού, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τον αναιμικό ρυθμό ανάπτυξής της κατά την τελευταία δεκαετία.



Τι πήγε στραβά?

Ο ισολογισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σημείωσε μια τεράστια αύξηση από το 39% του ΑΕΠ στο 54% κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Συγκριτικά, ο ισολογισμός της Αμερικανικής Fed ανέρχεται περίπου στο 32% του ΑΕΠ. Οι ενέσεις ρευστότητας μέσω της ΕΚΤ έχουν ουσιαστικά καταστήσει ζόμπι έναν σημαντικό αριθμό εταιρειών στην ΕΕ, με τα εταιρικά χρέη να φτάνουν σε νέα υψηλά επίπεδα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε το νέο δημοσιονομικό περιθώριο που έδωσε η ΕΕ, το οποίο της επέτρεψε να διαιωνίσει τα διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία της, καθώς και τα μεγάλα ελλείμματα. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, το κόστος ήταν τόσο υψηλό που ένα σημαντικό τμήμα της τουριστικής βιομηχανίας αποφάσισε να μην λειτουργήσει καν αυτό το καλοκαίρι, καθώς θα έχανε λιγότερα χρήματα έτσι.

Η παρέμβαση της κυβέρνησης έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, επειδή δεν αντιμετώπισε το μεγαλύτερο πρόβλημα της οικονομίας, που είναι η άκαμπτη εργασιακή νομοθεσία της. Αντί της μερικής απελευθέρωσης των σχετικών νόμων, το κράτος τους κατέστησε ακόμη πιο περιοριστικούς και άκαμπτους. Για αυτόν τον λόγο, οι επιχειρηματίες δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στο σοκ της κρίσης του κορωνοϊού. Το να αυξάνεις το οικονομικό κόστος και το ρίσκο μιας πρόσληψης είναι μια συνταγή καταστροφής, ειδικά σε μια εύθραυστη οικονομία με έλλειψη αποταμιεύσεων και επενδύσεων όπως η Ελλάδα. Ενώ οι κρατικές δαπάνες δεν κατάφεραν να τονώσουν την οικονομία, δεν μπορούμε να πούμε ότι είχαν άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεδομένου ότι χρηματοδοτήθηκαν ως επί το πλείστον από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη πλευρά, η φτηνή πίστωση και τα δάνεια έγιναν εφικτά χάρη στην ΕΚΤ και στην άσκηση πολιτικής πίεσης στις τράπεζες, παρατείνοντας έτσι ένα άλλο σημαντικό διαρθρωτικό πρόβλημα της συνολικής οικονομίας: την έλλειψη αποταμιεύσεων και το επιπρόσθετο χρέος. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι επίσης ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, καθώς έχουν φτάσει σε νέα υψηλά επίπεδα, κάνοντας τη δεκαετία του 2010 μια χαμένη δεκαετία για ολόκληρη την οικονομία, καθώς το βασικό νόημα της «ευρωπαϊκής λιτότητας» ήταν να κάνει το χρέος πιο βιώσιμο.



Όπως παραδέχτηκε ο Έλληνας υπουργός οικονομικών, οι φορολογικές περικοπές που πραγματοποιήθηκαν τους τελευταίους μήνες δεν θα είναι μόνιμες, καθώς ο νέος στόχος είναι η Ελλάδα να έχει τη μεγαλύτερη πτώση του χρέους ως προς το ΑΕΠ στην ευρωζώνη. Ο υφυπουργός οικονομικών μίλησε επίσης πρόσφατα για ένα πιθανό νέο πρόγραμμα λιτότητας, παρόμοιο με εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας. Επιφανειακά, τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού είναι κάτι καλό και πολύ αναγκαίο, αλλά είναι σημαντικό να ρωτήσουμε πότε θα γίνουν πραγματικότητα αυτά τα πλεονάσματα. Οι φορολογικές περικοπές δεν θα είναι μόνιμες, οπότε φαίνεται ότι οι Έλληνες σύντομα θα ακολουθήσουν την ίδια αποτυχημένη στρατηγική που δοκίμασαν για μια δεκαετία, και που προωθήθηκε από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους στις Βρυξέλλες: υψηλοί φορολογικοί συντελεστές για την αύξηση των κρατικών εσόδων, αλλά πολύ μικρές μειώσεις στις κρατικές δαπάνες. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν οι φορολογικές περικοπές, αλλά οι κρατικές δαπάνες και τα ελλείμματα. Τα ελλείμματα έχουν μεγαλύτερη επίδραση στον εκτοπισμό του ιδιωτικού τομέα από ό,τι απλώς οι κρατικές δαπάνες. Σε τελική ανάλυση, αυτά τα ελλείμματα θα πρέπει να πληρωθούν από τις μελλοντικές γενιές. Οι πιθανές αυξήσεις των φόρων στο μέλλον θα αποτελούσαν μια ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή για τον ιδιωτικό τομέα. Η θεραπεία είναι χειρότερη από την ασθένεια .

Η κεντροδεξιά κυβέρνηση που ανήλθε στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019 απέτυχε να απελευθερώσει την οικονομία και να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες στην αγορά, και η πανδημία έχει κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Δεν υλοποίησε σημαντικές περικοπές φόρων που θα ήταν μόνιμες και θα μπορούσαν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο να ανακουφίσουν κάποιες από τις πιέσεις που δέχεται ο ιδιωτικός τομέας. Η απορρύθμιση ήταν επίσης ένα σημαντικό ζήτημα: η ελληνική οικονομία είχε και εξακολουθεί να έχει απελπιστική ανάγκη ξένων επενδύσεων. Ωστόσο, ο βαθμός ελευθερίας στις επενδύσεις δεν έχει σημειώσει κάποια σημαντική άνοδο, και οι μεγάλες επενδύσεις και τα προγράμματα υποδομών βρίσκονται πολύ πίσω από τα χρονοδιαγράμματα. Τα γραφειοκρατικά εμπόδια εκτείνονται μέχρι και στον κλάδο της δικαιοσύνης, καθιστώντας τον αναποτελεσματικό και αργό, με τη διαφθορά να είναι ευρέως διαδεδομένη.



Ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας  του Heritage Foundation μπορεί να μας δώσει κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την οικονομική ελευθερία στην Ελλάδα.

Το παρακάτω γράφημα συγκρίνει την επενδυτική ελευθερία στην Ελλάδα, με χώρες που την ανταγωνίζονται για επενδύσεις στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.


Συμπέρασμα

Οι πολίτες πρέπει να κατανοήσουν πως όταν έχεις μια οικονομία με ασθενική παραγωγικότητα που είναι υπερβολικά χρεωμένη, το λουκέτο στην οικονομία δύο φορές μέσα σε ένα χρόνο θα έχει επιπτώσεις που θα μας ακολουθούν για χρόνια, ανάλογα και με τις πολιτικές ανάκαμψης. Η οικονομία χρειάζεται σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι εργασιακή νομοθεσία πρέπει να απελευθερωθεί. Τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού είναι πράγματι ο σωστός στόχος, ειδικά τώρα, για την αποφυγή μιας ακόμα κρίσης χρέους, αλλά αυτά θα πρέπει να προέρχονται από τις περικοπές που θα πραγματοποιηθούν στον δημόσιο τομέα. Οι φορολογικές περικοπές πρέπει να γίνουν μόνιμες και ακόμη μεγαλύτερες, ώστε να αναπτυχθεί και να διευρυνθεί η οικονομία. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το να γίνουν οι ξένες και οι εγχώριες επενδύσεις ευκολότερες, λιγότερο δαπανηρές, και το να ελαχιστοποιηθεί το πιθανό επενδυτικό ρίσκο, είναι ζητήματα εξαιρετικά επείγοντα, καθώς η Ελλάδα χάνει στον ανταγωνισμό με τις γειτονικές χώρες.

Η Ελλάδα χρειάζεται να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές της. Ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον με μια απελευθερωμένη αγορά είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει. Μπορεί να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού και να σταθεροποιήσει μια αργή αλλά ισχυρή ανάκαμψη που θα κάνει τη χώρα πιο παραγωγική και θα της δώσει προοπτικές να ξεφύγει από τα οικονομικά προβλήματα και να γίνει ένας οικονομικά ισχυρός παίκτης στην περιοχή.

 

 

***

Ο Αντώνης Γιαννακόπουλος φοιτά στην ανώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, και παρακολουθεί μαθήματα οικονομικών και διοίκησης επιχειρήσεων.