«Το κράτος είναι το μεγάλο φαντασιοκόπημα, μέσω του
οποίου όλοι επιδιώκουν να ζήσουν σε
βάρος όλων των άλλων.» — Φρεντερίκ Μπαστιά
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τον ορισμό του κράτους. Τι πρέπει να
μπορεί να κάνει ένας οργανισμός για να πληροί τις προϋποθέσεις ενός κράτους; Αυτός ο οργανισμός πρέπει να είναι σε θέση να επιμείνει ότι όλες
οι συγκρούσεις μεταξύ των κατοίκων μιας δεδομένης επικράτειας θα πρέπει να
υποβάλλονται ενώπιόν του για την τελική λήψη των αποφάσεων, ή να υπόκεινται στην
τελική έγκρισή του. Ειδικότερα, αυτός ο οργανισμός πρέπει να μπορεί να
επιμείνει ώστε όλες οι συγκρούσεις που τον αφορούν να εκδικάζονται από τον ίδιο,
ή τον εκπρόσωπό του. Και εννοείται ότι στην μέσα στην εξουσία να αποκλείει όλους
τους άλλους από το να ενεργούν ως τελικοί δικαστές, το δεύτερο καθοριστικό
χαρακτηριστικό ενός κράτους είναι η εξουσία του να φορολογεί: να καθορίζει
μονομερώς το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν για τις υπηρεσίες του οι αιτούμενοι δικαιοσύνη.
Με βάση αυτόν τον ορισμό του κράτους, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί
μπορεί να υπάρχει μια επιθυμία να ελέγχει κανείς το κράτος. Γιατί όποιος έχει
το μονοπώλιο της τελικής επιδιαιτησίας σε μια δεδομένη περιοχή
μπορεί να δημιουργεί νόμους. Και αυτός που μπορεί να νομοθετήσει μπορεί και να φορολογήσει. Σίγουρα, πρόκειται για μια
αξιοζήλευτη θέση.
Πιο δύσκολο να κατανοηθεί είναι το πώς μπορεί κάποιος να ελέγχει το κράτος χωρίς συνέπειες. Γιατί θα ανέχονταν οι άλλοι έναν τέτοιο θεσμό;
Θέλω να προσεγγίσω την απάντηση σε αυτό το ερώτημα έμμεσα. Ας
υποθέσουμε ότι εσείς και οι φίλοι σας τυχαίνει να έχετε τον έλεγχο ενός τόσο ξεχωριστού
θεσμού. Τι θα κάνατε για να διατηρήσετε τη θέση σας ; (υπό την προϋπόθεση
ότι δεν θα είχατε ηθικούς ενδοιασμούς) Σίγουρα θα χρησιμοποιούσατε μέρος
του εισοδήματός σας από τους φόρους, για να προσλάβετε κάποιους τραμπούκους. Πρώτον:
για να επιβάλλετε την ειρήνη μεταξύ των υπηκόων σας, ώστε να παραμείνουν
παραγωγικοί και να υπάρχει κάτι να φορολογήσετε στο μέλλον. Αλλά δεύτερον
και πιο σημαντικό, γιατί μπορεί να χρειαστείτε αυτούς τους τραμπούκους για
τη δική σας προστασία, σε περίπτωση που
ο κόσμος ξυπνήσει από τον δογματικό του λήθαργο και σας αμφισβητήσει.
Αυτό δεν θα αρκέσει, ωστόσο, ιδιαίτερα εάν εσείς και οι φίλοι σας είστε μια
μικρή μειοψηφία σε σύγκριση με τον αριθμό των υπηκόων. Γιατί μια μειοψηφία
δεν μπορεί να κυβερνά μόνιμα την πλειοψηφία μόνο μέσω ωμής βίας. Πρέπει να
κυβερνά με την «σύμφωνη γνώμη» των κυβερνώμενων. Η πλειοψηφία του
πληθυσμού πρέπει να αναγκαστεί να αποδεχτεί οικειοθελώς την κυριαρχία σας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία πρέπει να
συμφωνεί με κάθε ένα από τα μέτρα σας. Πράγματι, μπορεί κάλλιστα να
πιστεύει ότι πολλές από τις πολιτικές σας είναι εσφαλμένες. Ωστόσο, πρέπει
να πιστεύει στη νομιμότητα του θεσμού του κράτους αυτού καθαυτού , και ως εκ τούτου ότι ακόμα κι αν μια συγκεκριμένη πολιτική μπορεί
να είναι λανθασμένη, ένα τέτοιο λάθος είναι ένα «ατύχημα», που πρέπει να
ανεχθεί ενόψει κάποιου ευρύτερου καλού που παρέχει το κράτος.
Ωστόσο, πώς μπορεί κανείς να πείσει την
πλειοψηφία του πληθυσμού να το πιστέψει αυτό; Η απάντηση είναι: μόνο με τη
βοήθεια διανοουμένων.
Πώς κάνετε τους διανοούμενους να δουλέψουν για εσάς; Σε αυτό η
απάντηση είναι εύκολη. Η ζήτηση της αγοράς για πνευματικές υπηρεσίες δεν
είναι ακριβώς υψηλή και σταθερή. Οι διανοούμενοι θα βρίσκονταν στο έλεος
των ευμετάβλητων προτιμήσεων των μαζών, και οι μάζες δεν ενδιαφέρονται για
πνευματικές - φιλοσοφικές ανησυχίες. Το κράτος, από την άλλη πλευρά,
μπορεί να φιλοξενήσει τον κατά κανόνα υπερδιογκωμένο εγωισμό των
διανοουμένων και να τους προσφέρει μια ζεστή, ασφαλή και μόνιμη θέση στον μηχανισμό
του.
Ωστόσο, δεν αρκεί να απασχολείτε μόνο μερικούς διανοούμενους. Πρέπει ουσιαστικά να τους αξιοποιείτε όλους —ακόμα και αυτούς που εργάζονται σε τομείς που είναι πολύ απομακρυσμένοι
από εκείνους τους τομείς που σας απασχολούν πρωτίστως: δηλαδή τη φιλοσοφία, τις κοινωνικές
και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Διότι ακόμη και οι διανοούμενοι που ασχολούνται
με τα μαθηματικά ή τις φυσικές επιστήμες, για παράδειγμα, μπορούν προφανώς να
συλλογίζονται ανεξάρτητα, και έτσι να γίνουν δυνητικά επικίνδυνοι. Είναι
επομένως σημαντικό να εξασφαλίσετε και την πίστη τους στο κράτος. Με άλλα
λόγια: πρέπει να γίνετε μονοπώλιο. Και αυτό
επιτυγχάνεται καλύτερα εάν όλα τα «εκπαιδευτικά» ιδρύματα, από το νηπιαγωγείο
μέχρι τα πανεπιστήμια, τεθούν υπό κρατικό έλεγχο, και αν όλο το διδακτικό και
ερευνητικό προσωπικό έχει «κρατική πιστοποίηση».
Τι γίνεται όμως αν ο κόσμος δεν θέλει να «μορφωθεί»; Για αυτόν τον λόγο, η «εκπαίδευση» πρέπει να
γίνει υποχρεωτική. Και για να υποταχθεί ο λαός στην κρατικά ελεγχόμενη
εκπαίδευση για όσο το δυνατόν περισσότερο, όλοι πρέπει να θεωρηθούν εξίσου
«εκπαιδεύσιμοι». Οι διανοούμενοι ξέρουν ότι μια τέτοια ισότητα είναι
ψεύτικη, φυσικά. Ωστόσο, το να διακηρύσσονται ανοησίες όπως «ο καθένας είναι
ένας εν δυνάμει Αϊνστάιν αν του απλά του δοθεί η επαρκής εκπαιδευτική προσοχή»
ευχαριστεί τις μάζες και, με τη σειρά τους οι ανοησίες αυτές προσφέρουν μια σχεδόν απεριόριστη
ζήτηση για πνευματικές υπηρεσίες.
Τίποτα από όλα αυτά δεν εγγυάται τη «σωστή» κρατικιστική σκέψη,
φυσικά. Σίγουρα, ωστόσο, βοηθάει στο να καταλήξει κανείς στο «σωστό» συμπέρασμα,
αν συνειδητοποιήσει ότι χωρίς το κράτος μπορεί να μείνει άνεργος και να
χρειαστεί να δοκιμάσει τα χέρια του στη μηχανική της λειτουργίας της αντλίας
βενζίνης, αντί να ασχολείται με τόσο πιεστικά προβλήματα όπως η αποξένωση, η
ισότητα, η εκμετάλλευση, η αποδόμηση των έμφυλων ρόλων, ή η κουλτούρα των
Εσκιμώων, των Χόπι και των Ζουλού.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν οι διανοούμενοι αισθάνονται ότι τους υποτιμάτε
- δηλαδή: εσείς, η συγκεκριμένη κρατική
διοίκηση - γνωρίζουν ότι η ενίσχυσή τους μπορεί να προέλθει μόνο από μια άλλη κρατική διοίκηση, αλλά όχι από μια διανοητική τους επίθεση στον θεσμό του
κράτους καθεαυτού. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, στην
πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων διανοουμένων,
συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων συντηρητικών ή των λεγόμενων διανοουμένων
της ελεύθερης αγοράς, είναι θεμελιωδώς και φιλοσοφικώς κρατιστές.
Απέδωσε η δουλειά των διανοουμένων υπέρ του κράτους; Θα έλεγα πως ναι. Αν
τους ρωτούσαν για το εάν ο θεσμός του κράτους είναι απαραίτητος, δεν νομίζω πως είναι υπερβολικό να πούμε ότι το 99% όλων των ανθρώπων θα απαντούσαν χωρίς
δισταγμό, ναι. Κι όμως, αυτή η επιτυχία στηρίζεται σε μάλλον σαθρές βάσεις,
και ολόκληρο το κρατικιστικό οικοδόμημα μπορεί να καταρριφθεί —απλά αν η δουλειά των διανοουμένων αντιμετωπιστεί από την δουλειά των αντιδιανοουμένων διανοουμένων, όπως μου αρέσει να τους αποκαλώ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των υποστηρικτών του κράτους δεν είναι φιλοσοφικά κρατιστές, επειδή δηλαδή έχουν προβληματιστεί από το θέμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πολυσκέφτονται
για τίποτα «φιλοσοφικό». Ζουν την καθημερινότητά τους, και αυτό είναι
όλο. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της υποστήριξης πηγάζει από το απλό γεγονός
ότι το κράτος υπάρχει, και υπήρχε
πάντα από όσο θυμάται κανείς (και αυτό συνήθως δεν είναι πιο πέρα από τη
διάρκεια της ζωής του). Δηλαδή, το μεγαλύτερο επίτευγμα των κρατικιστών
διανοουμένων είναι το γεγονός ότι καλλιέργησαν τη φυσική πνευματική τεμπελιά (ή
την ανικανότητα) των μαζών και δεν επέτρεψαν ποτέ να ανακύψει το «θέμα» για
σοβαρή συζήτηση. Το κράτος θεωρείται ως ένα αδιαμφισβήτητο μέρος του
κοινωνικού ιστού.
Το πρώτο και κύριο καθήκον των αντιδιανοουμένων διανοουμένων, λοιπόν, είναι
να αντιμετωπίσουν αυτόν τον δογματικό λήθαργο των μαζών, παρουσιάζοντας έναν
ακριβή ορισμό του κράτους, όπως έκανα στην αρχή, και μετά να ρωτήσουν μήπως υπάρχει
κάτι αληθινά αξιοσημείωτο, παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο, γελοίο, και πράγματι καταγέλαστο
σε έναν θεσμό όπως αυτός. Είμαι πεπεισμένος ότι μια τέτοια απλή προσπάθεια
καθορισμού των εννοιών θα δημιουργήσει μερικές πολύ πρώιμες, αλλά σοβαρές, αμφιβολίες
σχετικά με έναν θεσμό που παλαιότερα θεωρούνταν δεδομένος - μια καλή αρχή .
Περαιτέρω, προχωρώντας από λιγότερο περίπλοκα (αλλά, όχι τυχαία, πιο δημοφιλή) φιλο-κρατικά επιχειρήματα σε πιο εξελιγμένα: Στο βαθμό που οι διανοούμενοι κρίνουν απαραίτητο να επιχειρηματολογήσουν υπέρ του κράτους, το πιο δημοφιλές επιχείρημά τους, που το συναντούμε ήδη στην ηλικία του νηπιαγωγείου, έχει ως εξής:
Επισημαίνονται ορισμένες δραστηριότητες του
κράτους: το κράτος φτιάχνει τους δρόμους, τα νηπιαγωγεία, τα σχολεία. παραδίδει
την αλληλογραφία, και βάζει τον αστυνομικό στο δρόμο. Φανταστείτε να μην
υπήρχε κράτος. Τότε δεν θα είχαμε αυτά τα αγαθά. Άρα το κράτος είναι
απαραίτητο.
Στο πανεπιστημιακό επίπεδο, παρουσιάζεται μια ελαφρώς πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή
του ίδιου επιχειρήματος. Αυτό έχει ως εξής: Είναι αλήθεια ότι οι αγορές
είναι οι καλύτερες στο να παρέχουν πολλά, ή ακόμα και τα περισσότερα
πράγματα. Αλλά υπάρχουν και άλλα αγαθά, που οι αγορές δεν μπορούν να
παράσχουν, ή δεν μπορούν να παράσχουν σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα. Αυτά
τα άλλα, τα λεγόμενα «δημόσια αγαθά», είναι αγαθά που προσφέρουν οφέλη σε ανθρώπους πέρα από αυτούς που πραγματικά τα έχουν παραγάγει ή τα έχουν
πληρώσει. Πρώτιστο μεταξύ αυτών των αγαθών κατατάσσεται συνήθως «η
εκπαίδευση και η έρευνα». «Η εκπαίδευση και η έρευνα», για παράδειγμα, λέγεται
ότι είναι εξαιρετικά πολύτιμα αγαθά. Ωστόσο, θα είχαμε μια προσφορά τους χαμηλότερη
της απαιτούμενης, εξαιτίας των «λαθρεπιβατών», δηλαδή των «απατεώνων», οι
οποίοι επωφελούνται - μέσω των λεγόμενων «επιδράσεων της γειτνίασης» - από την
«εκπαίδευση και την έρευνα» χωρίς να πληρώνουν γι' αυτήν. Έτσι, το κράτος
είναι απαραίτητο για να παρέχει τα, σε διαφορετική περίπτωση μη-παρεχόμενα ή ανεπαρκώς παρεχόμενα, δημόσια αγαθά όπως η εκπαίδευση και η έρευνα.
Αυτά τα κρατικιστικά επιχειρήματα μπορούν να αντικρουστούν από έναν
συνδυασμό τριών θεμελιωδών δεδομένων: Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του
νηπιαγωγείου, από το γεγονός ότι το κράτος παρέχει δρόμους και σχολεία δεν συνεπάγεται
πως μόνο το κράτος μπορεί να
παρέχει τέτοια αγαθά. Οι άνθρωποι δεν δυσκολεύονται ιδιαίτερα να
αναγνωρίσουν ότι αυτό είναι μια πλάνη. Από το γεγονός ότι οι πίθηκοι μπορούν
να κάνουν ποδήλατο (σ.σ. αν εκπαιδευτούν) δεν προκύπτει ότι μόνο οι πίθηκοι
μπορούν να κάνουν ποδήλατο. Και δεύτερον, αμέσως μετά, πρέπει να
υπενθυμίσουμε ότι το κράτος είναι ένας θεσμός που μπορεί να νομοθετεί και να
φορολογεί. Και ως εκ τούτου, ότι οι κρατικοί φορείς έχουν ελάχιστα κίνητρα
για να παράγουν οτιδήποτε με τρόπο αποδοτικό. Οι κρατικοί δρόμοι και τα κρατικά
σχολεία θα είναι απλά πιο δαπανηρά και η ποιότητά τους υποδεέστερη. Διότι
υπάρχει πάντα η τάση οι κρατικοί φορείς να καταναλώνουν όσο το δυνατόν
περισσότερους πόρους κάνοντας ό,τι κάνουν, αλλά στην πραγματικότητα να εργάζονται
όσο το δυνατόν λιγότερο κάνοντάς το.
Τρίτον, όσον αφορά το πιο περίπλοκο επιχείρημα του υπέρ του κράτους, αυτό περιλαμβάνει
την ίδια πλάνη που συναντάται ήδη στο επίπεδο του νηπιαγωγείου. Διότι,
ακόμη κι αν κάποιος αποδεχόταν το υπόλοιπο επιχείρημα, είναι λάθος να
συμπεράνει κανείς από το γεγονός ότι τα κράτη παρέχουν δημόσια αγαθά
ότι μόνο τα κράτη μπορούν να
το κάνουν.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι να επισημανθεί ότι ολόκληρο το επιχείρημα
καταδεικνύει μια πλήρη άγνοια του πιο θεμελιώδους γεγονότος της ανθρώπινης
ζωής, δηλαδή της σπανιότητας των πόρων. Είναι αλήθεια ότι οι αγορές δεν μπορούν
να παρέχουν όλα τα επιθυμητά
πράγματα. Υπάρχουν πάντα ανικανοποίητες επιθυμίες, εφόσον δεν κατοικούμε
στον Κήπο της Εδέμ. Αλλά για να δημιουργηθούν αυτά τα, μη παραχθέντα ακόμα,
αγαθά πρέπει να δαπανηθούν σπάνιοι πόροι, οι οποίοι κατά συνέπεια δεν μπορούν
πλέον να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή άλλων, εξίσου επιθυμητών
πραγμάτων. Το αν υπάρχουν δημόσια αγαθά παράλληλα με τα ιδιωτικά αγαθά, δεν έχει
σημασία από αυτή την άποψη —το γεγονός της σπανιότητας παραμένει αμετάβλητο: ότι
το να αυξηθούν τα «δημόσια» αγαθά μπορεί να προέλθει μόνο σε βάρος των «ιδιωτικών»
αγαθών. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να καταδειχθεί είναι ότι ένα αγαθό είναι
πιο σημαντικό και πιο πολύτιμο από ένα άλλο. Αυτό εννοούμε με τη λέξη «εξοικονόμηση».
Μπορεί όμως το κράτος να βοηθήσει στην εξοικονόμηση των σπάνιων
πόρων; Αυτό είναι το ερώτημα
που πρέπει να απαντηθεί. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πειστικές
αποδείξεις ότι το κράτος δεν κάνει εξοικονόμηση και δεν μπορεί να κάνει εξοικονόμηση: Γιατί για να
παράγει οτιδήποτε, το κράτος πρέπει να καταφύγει στη φορολόγηση (ή στη νομοθέτηση)
– κάτι που δείχνει αδιαμφισβήτητα ότι οι υπήκοοί του δεν θέλουν αυτό που παράγει το κράτος, αλλά προτιμούν αντί για αυτό κάτι άλλο ως πιο σημαντικό. Αντί
να εξοικονομεί, το κράτος μπορεί μόνο να αναδιανέμει: μπορεί να παράγει
περισσότερα από αυτά που θέλει και λιγότερα από αυτά που θέλει ο κόσμος —και,
ας θυμηθούμε πως ό,τι παράγει το κράτος στη συνέχεια, θα παραχθεί
αναποτελεσματικά.
Τέλος, πρέπει να εξεταστεί συνοπτικά το πιο εκλεπτυσμένο επιχείρημα υπέρ
του κράτους. Από τον Χομπς και μετά, αυτό το επιχείρημα επαναλαμβάνεται
ατέρμονα. Έχει ως εξής: Στην κατάσταση της φύσης - πριν από την ίδρυση του
κράτους – επικρατεί μια μόνιμη σύγκρουση. Ο καθένας θα διεκδικεί το δικαίωμα του στα πάντα, και αυτό θα οδηγήσει σε έναν αδιάκοπο πόλεμο. Δεν υπάρχει διέξοδος
από αυτή τη δεινή θέση μέσω της σύναψης συμφωνιών. Γιατί ποιος θα εφάρμοζε αυτές τις συμφωνίες; Κάθε φορά που η κατάσταση θα φαινόταν
ευνοϊκή, το ένα ή και τα δύο μέρη θα παραβίαζαν τη συμφωνία. Ως εκ τούτου,
οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία λύση στο desideratum της ειρήνης: η εγκαθίδρυση, κοινή συναινέσει, ενός κράτους, δηλαδή ενός
τρίτου, ανεξάρτητου μέρους ως τελικού δικαστή και εκτελεστή των
αποφάσεων. Ωστόσο, εάν αυτή η άποψη είναι σωστή και οι συμφωνίες απαιτούν έναν
εξωτερικό φορέα επιβολής για να τις καταστήσει δεσμευτικές, τότε ένα κράτος δεν
μπορεί ποτέ να υπάρξει με την συναίνεση του πληθυσμού. Διότι για να επιβληθεί η
ίδια η συμφωνία που θα οδηγήσει στον σχηματισμό ενός κράτους (για να γίνει αυτή
η συμφωνία δεσμευτική), θα έπρεπε ήδη να υπάρχει ένας άλλος εξωτερικός
εκτελεστής, ένα προηγούμενο κράτος. Και για να υπάρξει αυτή η κατάσταση, θα πρέπει να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ακόμη προηγούμενο κράτος,
και ούτω καθεξής, με μια αέναη αναγωγή προς τα πίσω.
Από την άλλη μεριά, αν δεχθούμε ότι υπάρχουν κράτη (και φυσικά υπάρχουν),
τότε αυτό ακριβώς το γεγονός έρχεται σε αντίθεση με το αφήγημα του
Χομπς. Το ίδιο το κράτος δημιουργήθηκε χωρίς οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα επιβολής. Προφανώς, τη στιγμή της
υποτιθέμενης συμφωνίας, δεν υπήρχε κανένα προηγούμενο κράτος. Επιπλέον,
από τη στιγμή που υπάρχει ένα συμφωνημένο κράτος, το κοινωνικό σύστημα που
προκύπτει εξακολουθεί να είναι αυτοεπιβαλλόμενο. Βεβαίως, εάν οι Α και Β
συμφωνούν τώρα σε κάτι, οι συμφωνίες τους καθίστανται δεσμευτικές από ένα εξωτερικό,
τρίτο μέρος. Ωστόσο, το ίδιο το κράτος δεν δεσμεύεται έτσι, από κανέναν
εξωτερικό φορέα επιβολής. Δεν υπάρχει κάποιο εξωτερικό τρίτο μέρος όσον
αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών παραγόντων και των υπηκόων του
κράτους. Και ομοίως δεν υπάρχει κάποιο εξωτερικό, τρίτο μέρος για τις συγκρούσεις
μεταξύ διαφορετικών κρατικών παραγόντων ή φορέων. Όσον αφορά δηλαδή τις συμφωνίες
που συνάπτει το κράτος έναντι των πολιτών του, ή τις συμφωνίες
μιας κρατικής υπηρεσίας έναντι μιας άλλης, τέτοιες συμφωνίες μπορεί να είναι μόνο αυτοδεσμευτικές για το κράτος . Το κράτος
δεν δεσμεύεται από τίποτα εκτός από τους δικούς του, αποδεκτούς και επιβεβλημένους
από το ίδιο, κανόνες, δηλαδή από τους περιορισμούς που επιβάλλει στον εαυτό
του. Απέναντι στον εαυτό του,
τρόπος του λέγειν, το κράτος εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια φυσική κατάσταση
αναρχίας που χαρακτηρίζεται από την αυτονομία και την αυτό-επιβολή, επειδή δεν
υπάρχει κάποιο ανώτερο κράτος που να το δεσμεύει.
Περαιτέρω: Αν αποδεχτούμε την άποψη του Hobbes ότι η εφαρμογή των από
κοινού συμφωνηθέντων κανόνων δεν απαιτούν κάποιο
ανεξάρτητο τρίτο μέρος, αυτό θα απέκλειε ουσιαστικά τη δημιουργία ενός
κράτους. Στην πραγματικότητα, θα αποτελούσε ένα καταληκτικό
επιχείρημα κατά του θεσμού ενός κράτους,
δηλαδή ενός μονοπωλίου στην τελική λήψη των
αποφάσεων και την εκδίκαση. Επομένως, πρέπει επίσης να υπάρχει ένα
ανεξάρτητο τρίτο μέρος, για να αποφαίνεται σε κάθε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ
εμού (του ιδιώτη πολίτη) και κάποιου κρατικού φορέα, και παρομοίως ένα
ανεξάρτητο τρίτο μέρος πρέπει να υπάρχει για κάθε περίπτωση ενδο-κρατικής
σύγκρουσης (και πρέπει να υπάρχει άλλο ένα ανεξάρτητο τρίτο μέρος για την
περίπτωση συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων τρίτων μερών) — ωστόσο αυτό σημαίνει,
φυσικά, ότι ένα τέτοιο «κράτος» (ή οποιοσδήποτε ανεξάρτητος τρίτος) δεν θα ήταν
κράτος όπως το όρισα στην αρχή, αλλά απλώς μια κατάσταση με πολλούς, ελεύθερα ανταγωνιζόμενους
τρίτους επιδιαιτητές συγκρούσεων.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω λοιπόν: η διανοητική ετυμηγορία κατά του
κράτους φαίνεται πως είναι εύκολη και ευθεία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι
πρακτικά εύκολη. Πράγματι, σχεδόν όλοι είναι πεπεισμένοι ότι το κράτος είναι
ένας απαραίτητος θεσμός, για τους λόγους που ανέφερα. Είναι λοιπόν πολύ
αμφίβολο αν η μάχη ενάντια στον κρατισμό μπορεί να κερδηθεί, όσο εύκολη κι αν
φαίνεται σε καθαρά θεωρητικό, διανοητικό επίπεδο. Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτό
αποδειχτεί αδύνατο - τουλάχιστον ας διασκεδάσουμε εις βάρος των κρατιστών
αντιπάλων μας.
Και για αυτό προτείνω να τους αντιμετωπίζετε πάντα και επίμονα με τον
παρακάτω γρίφο. Ας υποθέσουμε ότι μια ομάδα ανθρώπων έχει επίγνωση της
πιθανότητας να υπάρξουν συγκρούσεις μεταξύ τους. Στη συνέχεια, κάποιος προτείνει, σαν λύση σε αυτό το πολύ ανθρώπινο πρόβλημα, να γίνει αυτός (ή κάποιος) ο τελικός δικαστής σε οποιαδήποτε τέτοια περίπτωση σύγκρουσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων
των συγκρούσεων στις οποίες εμπλέκεται ο ίδιος. Είναι αυτή μια συμφωνία
που θα δεχόσασταν; Είμαι βέβαιος ότι θα τον θεωρούσατε είτε αστείο είτε
ψυχικά ασταθή. Ωστόσο, αυτό ακριβώς προτείνουν όλοι οι κρατιστές.
Αυτό το κείμενο είναι το κεφάλαιο 1 του
βιβλίου The Great Fiction, (σ.σ. που μπορείτε να το κατεβάσετε στα αγγλικά δωρεάν εδώ) και δημοσιεύτηκε αρχικά
στο Libertarian Alliance το 2008.
***
Ο Hans-Hermann Hoppe
είναι οικονομολόγος της Αυστριακής Σχολής και φιλελεύθερος/αναρχοκαπιταλιστής
φιλόσοφος. Είναι ο ιδρυτής και πρόεδρος της The Property and Freedom Society .