12 Νοεμβρίου, 2021

M. Rothbard: Πώς το Κράτος συντηρεί την παρασιτική ύπαρξή του, και τι φοβάται

Σχεδόν πάντοτε, τα σοβαρότερα εγκλήματα στα κατάστιχα του Κράτους δεν είναι οι επιθέσεις εναντίον ιδιωτών ή της περιουσίας τους, αλλά οι απειλές για το ίδιο το Κράτος: προδοσία, λιποταξία, εξέγερση κ.λπ. Το κράτος δεν υπάρχει για να προστατεύει τους πολίτες, αλλά τον εαυτό του.

Κείμενο του Murray Rothbard, δημοσιευμένο στις 13/1/2021 από το Mises Institute, αποτελούμενο από δύο κεφάλαια του βιβλίου του «Η Ανατομία του Κράτους». Χρόνος ανάγνωσης 14'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.

III. Πώς αυτοσυντηρείται το Κράτος 

Από την ώρα που ένα Κράτος έχει εγκαθιδρυθεί, το πρόβλημα της άρχουσας τάξης, ή της άρχουσας «κάστας», είναι το πώς θα διατηρήσει την εξουσία της. [1] Αν και ο εξαναγκασμός είναι το modus operandi της, το βασικό και μακροπρόθεσμο πρόβλημά της είναι ιδεολογικό. Για να μπορέσει να παραμείνει στην εξουσία, κάθε Κράτος (όχι μόνο ένα «δημοκρατικό» κράτος) πρέπει να έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των υπηκόων του. 

Αυτή η υποστήριξη, πρέπει να σημειωθεί, δεν χρειάζεται να είναι ο ενεργός ενθουσιασμός. Μπορεί κάλλιστα να είναι η παθητική παραίτηση, σαν να επρόκειτο για έναν αναπόφευκτο νόμο της φύσης. Όμως χρειάζεται να είναι μια υποστήριξη, με την έννοια κάποιου είδους αποδοχής. Διαφορετικά, η μειοψηφία των κυβερνώντων του Κράτους θα υπερφαλαγγιστεί τελικά από την ενεργή αντίσταση της πλειοψηφίας του λαού. Δεδομένου ότι η αρπαγή βασίζεται αναγκαστικά στο να υπάρχει κάποιο πλεόνασμα παραγωγής, είναι αναπόδραστη αλήθεια ότι η τάξη των ατόμων που απαρτίζουν το Κράτος - η γραφειοκρατία (και η αριστοκρατία) πλήρους απασχόλησης, πρέπει να είναι μια μάλλον μικρή μειοψηφία στη χώρα, αν και μπορεί, φυσικά, να εξαγοράζει συμμάχους μεταξύ των σημαντικών τάξεων του πληθυσμού. Επομένως, το κύριο καθήκον των κυβερνώντων είναι πάντοτε να διασφαλίζουν την ενεργητική ή την παθητική αποδοχή της πλειοψηφίας των πολιτών.[2] [3]

Φυσικά, μια μέθοδος εξασφάλισης της λαϊκής υποστήριξης είναι η δημιουργία κεκτημένων οικονομικών συμφερόντων. Επομένως, μόνος του ο Ηγεμόνας δεν μπορεί να κυβερνήσει. Πρέπει να έχει μια αρκετά ευάριθμη ομάδα ακολούθων, που να απολαμβάνουν τα προνόμια της εξουσίας, για παράδειγμα, τα μέλη του κρατικού μηχανισμού, όπως η γραφειοκρατία πλήρους απασχόλησης, ή η καθεστωτική αριστοκρατία.[4] Όμως και πάλι, αυτό εξασφαλίζει μόνο μια μειοψηφία πρόθυμων υποστηρικτών, και ακόμη και η ουσιαστική εξαγορά της υποστήριξης μέσω επιδοτήσεων και εκχώρησης άλλων προνομίων, εξακολουθεί να μην οδηγεί στη συγκατάθεση της πλειοψηφίας. Για αυτήν την κρίσιμη αποδοχή, η πλειοψηφία πρέπει να πειστεί ιδεολογικά ότι το Κράτος είναι αγαθό, σοφό και, τουλάχιστον, αναπόφευκτο, και οπωσδήποτε προτιμότερο από άλλες ενδεχόμενες εναλλακτικές. Η προώθηση αυτής της ιδεολογίας στον λαό είναι το ζωτικό κοινωνικό καθήκον των «διανοουμένων». Γιατί οι μάζες των ανθρώπων δεν δημιουργούν τις δικές τους ιδέες, ούτε στ’ αλήθεια επεξεργάζονται αυτές τις ιδέες με ανεξάρτητη σκέψη. Ακολουθούν παθητικά τις ιδέες που έχει υιοθετήσει και διαδίδει η τάξη των διανοουμένων. Οι διανοούμενοι, επομένως, είναι οι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» μέσα στην κοινωνία. Και δεδομένου ότι είναι ακριβώς η διαμόρφωση της γνώμης που το Κράτος χρειάζεται απεγνωσμένα, η βάση της προαιώνιας συμμαχίας μεταξύ του Κράτους και των διανοουμένων γίνεται ξεκάθαρη.

Είναι προφανές ότι το Κράτος χρειάζεται τους διανοούμενους. Δεν είναι όμως τόσο εμφανές το γιατί οι διανοούμενοι χρειάζονται το Κράτος. Με απλά λόγια, μπορούμε να πούμε ότι ο βιοπορισμός του διανοούμενου στην ελεύθερη αγορά δεν είναι ποτέ ιδιαιτέρως εξασφαλισμένος. Γιατί ο διανοούμενος πρέπει να εξαρτάται από τις αξίες και τις επιλογές της μάζας των συνανθρώπων του, και είναι χαρακτηριστικό ακριβώς των μαζών ότι συνήθως δεν ενδιαφέρονται για πνευματικά ζητήματα. Το Κράτος, από την άλλη πλευρά, είναι πρόθυμο να προσφέρει στους διανοούμενους ένα ασφαλές και μόνιμο αγκυροβόλιο στον κρατικό μηχανισμό, και επομένως ένα ασφαλές εισόδημα και την πνευματική υπεροπλία του κύρους. Διότι οι διανοούμενοι θα ανταμειφθούν πλουσιοπάροχα για το σημαντικό λειτούργημα που επιτελούν για λογαριασμό των κυβερνώντων του Κράτους, στων οποίων την ομάδα γίνονται πλέον μέλη. [5]

Μια εμβληματική περίπτωση συμμαχίας μεταξύ του Κράτους και των διανοουμένων ήταν ασυγκράτητη επιθυμία των καθηγητών στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον 19ο αιώνα να σχηματίσουν την «πνευματική σωματοφυλακή της Βουλής των Hohenzollern». Στην εποχή μας, ας σημειώσουμε το αποκαλυπτικό σχόλιο ενός διακεκριμένου μαρξιστή διανοουμένου για την κριτική μελέτη του καθηγητή Wittfogel σχετικά με τον αρχαίο δεσποτισμό της Ανατολής: «Ο πολιτισμός στον οποίο ο καθηγητής Wittfogel επιτίθεται τόσο πικρόχολα ήταν ένας πολιτισμός που μπορούσε να μετατρέψει τους ποιητές και τους λόγιους σε (σ.σ. κρατικούς) υπαλλήλους». [6] Μέσα από αναρίθμητα παραδείγματα, μπορούμε να παραθέσουμε την πρόσφατη ανάπτυξη της «επιστήμης» της στρατηγικής, στην υπηρεσία του κύριου βραχίονα που ασκεί τη βία του Κράτους, του στρατού. [7] Ένας αξιοσέβαστος θεσμός, επιπλέον, είναι ο επίσημος ή «αυλικός» ιστοριογράφος, αφοσιωμένος στο να παρουσιάζει τις απόψεις των ηγεμόνων για τις δικές τους ενέργειες και τις ενέργειες των προκατόχων τους. [8]

Πολλά και διάφορα υπήρξαν τα επιχειρήματα με τα οποία το Κράτος και οι διανοούμενοί του έχουν πείσει τους υπηκόους τους να υποστηρίξουν την εξουσία τους. Τα βασικά σκέλη της επιχειρηματολογίας τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: (α) οι κυβερνήτες του Κράτους είναι σπουδαίοι και σοφοί («κυβερνούν ελέω Θεού», είναι η «αριστοκρατία» των ανθρώπων, είναι οι «επιστημονικοί εμπειρογνώμονες»), πολύ σπουδαιότεροι και σοφότεροι από τους καλούς, αλλά μάλλον απλοϊκούς, υπηκόους, και (β) η εκτεταμένη κρατική εξουσία είναι αναπόφευκτη, απολύτως απαραίτητη και πολύ καλύτερη, από τα απερίγραπτα δεινά που θα επακολουθούσαν μετά από μια ενδεχόμενη ανατροπή της. Η ένωση της Εκκλησίας και του Κράτους ήταν ένα από τα παλαιότερα και πιο επιτυχημένα από αυτά τα ιδεολογικά εργαλεία. Ο ηγεμόνας είτε χριζόταν από τον Θεό είτε, στην περίπτωση της απολυταρχικής εξουσίας πολλών δεσποτικών καθεστώτων της Ανατολής, ήταν Θεός ο ίδιος. Έτσι, οποιαδήποτε αντίσταση στην εξουσία του θα αποτελούσε βλασφημία. Το κρατικό ιερατείο πραγματοποιούσε το βασικό λειτούργημα των διανοουμένων για την απόκτηση της λαϊκής υποστήριξης, ή ακόμη και της λατρείας για τους κυβερνώντες. [9]

Ένα άλλο επιτυχημένο τέχνασμα ήταν να ενσταλάζουν το φόβο για οποιαδήποτε εναλλακτικά συστήματα εξουσίας ή μη εξουσίας. Οι σημερινοί κυβερνήτες, υποστήριζαν, παρέχουν στους πολίτες μια ουσιαστική υπηρεσία, για την οποία θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ευγνώμονες: προστασία από τους πρόσκαιρους εγκληματίες και τους επιδρομείς. Γιατί το Κράτος, για να διατηρήσει το δικό του μονοπώλιο στην αρπαγή, όντως φρόντιζε ώστε το ιδιωτικό και μη συστηματικό έγκλημα να περιορίζεται στο ελάχιστο. Το Κράτος ήταν πάντοτε ζηλόφθονο στο πεδίο της δράσης του. Ιδιαίτερα πετυχημένο υπήρξε το Κράτος τους τελευταίους αιώνες, στο  να ενσταλάζει το φόβο για τους άλλους ηγέτες Κρατών. Δεδομένου ότι η χερσαία επιφάνεια του πλανήτη έχει διαμοιραστεί μεταξύ συγκεκριμένων Κρατών, ένα από τα βασικά δόγματα του Κράτους ήταν να ταυτιστεί με τα εδάφη που κυβερνούσε. Εφόσον οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να αγαπούν την πατρίδα τους, η ταύτιση αυτών των εδαφών και των κατοίκων τους με το Κράτος ήταν ένα μέσο για να λειτουργήσει ο φυσικός τους πατριωτισμός προς όφελος του Κράτους. Εάν η «Ρουριτανία» δεχόταν επίθεση από τη «Βαλδαβία», το πρώτο καθήκον του Κράτους και των διανοουμένων του ήταν να πείσουν τον λαό της Ρουριτανίας ότι η επίθεση ήταν πραγματικά εναντίον τους και όχι απλώς εναντίον της κυβερνώσας τάξης. Με αυτόν τον τρόπο, ένας πόλεμος μεταξύ των ηγεμόνων μετατρεπόταν σε πόλεμο μεταξύ των λαών, με κάθε λαό να υπερασπίζεται τους κυβερνήτες του με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι κυβερνήτες τους υπερασπίζονταν τον λαό. Αυτό το εργαλείο του «εθνικισμού» υπήρξε πολύ επιτυχές, στον δυτικό πολιτισμό, τους τελευταίους αιώνες. Όχι πολύ καιρό πριν, η πλειονότητα των υπηκόων θεωρούσε τους πολέμους ως άσχετες μάχες μεταξύ διαφόρων ομάδων ευγενών. 

Πολλά και ανεπαίσθητα υπήρξαν τα ιδεολογικά όπλα που το Κράτος έχει αξιοποιήσει κατά τη διάρκεια των αιώνων. Ένα εξαιρετικό όπλο υπήρξε η παράδοση. Όσο περισσότερο μπορεί να διατηρηθεί η εξουσία ενός Κράτους, τόσο ισχυρότερο είναι αυτό το όπλο. Γιατί τότε, η δυναστεία Χ ή η πολιτεία Υ έχει το φαινομενικό βάρος αιώνων παράδοσης πίσω της. [10] Το να λατρεύει κανείς τους προγόνους του καθίσταται, λοιπόν, ένα ανεπαίσθητο μέσο για να λατρεύει τους αρχαίους ηγεμόνες. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Κράτος είναι η κριτική από ανεξάρτητους διανοουμένους. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να καταπνιγεί αυτή η κριτική από το να επιτεθεί κανείς σε κάθε μεμονωμένη φωνή, κάθε φωνή που εγείρει νέες αμφιβολίες, σαν αυτή να παραβιάζει με ασέβεια τη σοφία των προγόνων του. Μια άλλη ισχυρή ιδεολογική δύναμη είναι να υποτιμάται το άτομο, και να εξαίρεται η συλλογικότητα της κοινωνίας. Επειδή, καθώς οποιοσδήποτε δεδομένος κανόνας συνεπάγεται την αποδοχή της πλειοψηφίας, οποιοσδήποτε ιδεολογικός κίνδυνος για αυτόν τον κανόνα μπορεί να ξεκινήσει μόνο από ένα ή από λίγα άτομα που σκέφτονται ανεξάρτητα. Η νέα ιδέα, πολύ λιγότερο δε η νέα επικριτική ιδέα, ξεκινά αναγκαστικά ως η άποψη μιας μικρής μειοψηφίας. Ως εκ τούτου, το Κράτος πρέπει να πλήξει την άποψη εν τη γενέσει της, γελοιοποιώντας κάθε άποψη που αψηφά τις απόψεις των μαζών. «Ακούτε μόνο τους αδελφούς σας» [10] Με τέτοια μέτρα, οι μάζες δεν θα μάθουν ποτέ ότι ο Βασιλιάς τους είναι γυμνός. [11

Είναι επίσης σημαντικό για το Κράτος να κάνει την εξουσία του να φαίνεται αναπόφευκτη. Ακόμα κι αν η διακυβέρνησή του είναι απεχθής, θα αντιμετωπίζεται με μια παθητική παραίτηση, όπως καταμαρτυρά η γνωστή σύζευξη του (σ.σ. αμερικανικού) ρητού περί της βεβαιότητας του «θανάτου και των φόρων». Μια μέθοδος είναι να προκαλέσουμε τον ιστοριογραφικό ντετερμινισμό, σε αντίθεση με την ατομική ελευθερία της βούλησης. Εάν μας κυβερνά η Δυναστεία Χ, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Αμείλικτοι Νόμοι της Ιστορίας (ή η Θεία Βούληση, ή το Απόλυτο, ή οι Υλικές Παραγωγικές Δυνάμεις) το αποφάσισαν, και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει κάποιο ασήμαντο άτομο, για να αλλάξει αυτήν την νομοτέλεια. Είναι επίσης σημαντικό για το Κράτος να ενσταλάξει στους υπηκόους του μια αποστροφή για οποιαδήποτε «συνωμοσιολογική θεώρηση της ιστορίας». Γιατί μια αναζήτηση για «συνωμοσίες» σημαίνει την αναζήτηση για κίνητρα και την ανάθεση ευθυνών για ιστορικά αδικήματα. Εάν, ωστόσο, οποιαδήποτε τυραννία επιβλήθηκε από το Κράτος, ή οποιαδήποτε δωροδοκία, ή επιθετικός πόλεμος, δεν προκλήθηκε από τους κρατικούς ηγέτες, αλλά από μυστηριώδεις και απόκρυφες «κοινωνικές δυνάμεις», ή από την ατελή κατάσταση του κόσμου ή αν, με κάποιο τρόπο, όλοι ήταν υπεύθυνοι («είμαστε όλοι δολοφόνοι», διακηρύσσει ένα σύνθημα), τότε δεν έχει νόημα οι άνθρωποι να αγανακτούν ή να ξεσηκώνονται ενάντια σε τέτοια αδικήματα. Επιπλέον, η επίκριση των «θεωριών συνωμοσίας» σημαίνει ότι οι υπήκοοι θα γίνουν πιο εύπιστοι στις αιτιάσεις περί «κοινού καλού» που προτάσσει πάντα το Κράτος για να προχωρήσει σε κάθε δεσποτική του ενέργεια. Μια «θεωρία συνωμοσίας» μπορεί να ταρακουνήσει το σύστημα, προκαλώντας τον κόσμο να αμφισβητήσει την ιδεολογική προπαγάνδα του κράτους. 

 Μια άλλη δοκιμασμένη μέθοδος για να καμφθεί η θέληση των υπηκόων του Κράτους είναι η δημιουργία τύψεων. Οποιαδήποτε αύξηση της ευημερίας των πολιτών μπορεί να δεχθεί επικρίσεις ως «άπληστη ασυνειδησία», «υλισμός» ή «υπέρμετρος πλουτισμός», η κερδοφορία μπορεί να δεχτεί επιθέσεις ως «εκμετάλλευση» και «τοκογλυφία», οι αμοιβαία επωφελείς συναλλαγές να αποκηρυχθούν ως «εγωισμός» και κατά κάποιο τρόπο να συνάγεται πάντα το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να απορροφώνται περισσότεροι πόροι από τον ιδιωτικό προς τον «δημόσιο τομέα». Η τεχνητή αυτή ενοχή κάνει τον λαό πιο έτοιμο να συνεισφέρει σε ακριβώς αυτό. Γιατί, ενώ τα μεμονωμένα τα άτομα τείνουν να επιδίδονται στην «εγωιστική απληστία», η ανικανότητα των κυβερνώντων του Κράτους να συμμετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές υποτίθεται πως σηματοδοτεί την αφοσίωσή τους σε ευγενέστερους και υψηλότερους σκοπούς». Με την παρασιτική προσοδοθηρία να είναι, φαινομενικά, ηθικά και αισθητικά πιο υψιπετής από την ειρηνική και παραγωγική εργασία.

Στην τωρινή, πιο κοσμική εποχή, το ελέω Θεού δικαίωμα του Κράτους έχει υποκατασταθεί εν μέρει από την επίκληση ενός νέου θεού, της Επιστήμης. Η εξουσία του Κράτους αναγορεύεται πλέον ως υπερ-επιστημονική, καθώς αποτελείται από σχεδιασμούς ειδημόνων. Ενώ όμως οι επικλήσεις στον «ορθό λόγο» είναι συχνότερες από ό,τι τους προηγούμενους αιώνες, δεν πρόκειται για τον πραγματικό ορθό λόγο του ανθρώπου και την άσκηση της ελεύθερης βούλησής του. Η εξουσία αυτή εξακολουθεί να είναι κολεκτιβιστική και ντετερμινιστική, να βασίζεται ακόμα σε υποτιθέμενα ενιαία σύνολα ανθρώπων και στην εξαναγκαστική, παθητική χειραγώγηση των υπηκόων από τους κυβερνήτες τους.

Η αυξανόμενη χρήση της επιστημονικής ορολογίας επέτρεψε στους διανοούμενους του Κράτους να υφάνουν δυσνόητες απολογίες για την κρατική εξουσία, που θα αντιμετώπιζαν μόνο την χλεύη αν απευθύνονταν σε ανθρώπους μιας πιο απλής εποχής. Ένας ληστής που θα δικαιολογούσε την κλεψιά του λέγοντας ότι στην πραγματικότητα βοήθησε τα θύματά του, μιας και οι δαπάνες του έδωσαν ώθηση στο λιανικό εμπόριο, θα έβρισκε ελάχιστα ευήκοα ώτα. Όταν όμως αυτή η θεωρία επενδυθεί με κεϋνσιανές εξισώσεις και εντυπωσιακές αναφορές σε κάποιο «πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα», δυστυχώς αποπνέει περισσότερη πειστικότητα. Και έτσι η επίθεση στην κοινή λογική συνεχίζεται, με κάθε γενιά να την επιτελεί με τον δικό της τρόπο.

Επομένως, με την ιδεολογική υποστήριξη να είναι ζωτικής σημασίας για αυτό, το Κράτος πρέπει να προσπαθεί αδιάκοπα να εμπεδώνει στον λαό τη «νομιμότητά» του, να διαχωρίζει τις δραστηριότητές του από εκείνες των απλών ληστοσυμμοριτών. Η αδιάλειπτη αφοσίωση των επιθέσεων του στην κοινή λογική δεν είναι τυχαία, καθώς ο Mencken υποστήριξε έντονα ότι:

«Ο μέσος άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα επιμέρους λάθη του, άραγε βλέπει τουλάχιστον ξεκάθαρα ότι το Κράτος είναι κάτι που διάκειται έξω από αυτόν και εκτός της, κάπως αφηρημένης, έννοιας των συνανθρώπων του; Ότι είναι μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη και εχθρική δύναμη, εν μέρει μόνο υπό τον έλεγχό του, και ικανή να του κάνει μεγάλο κακό; Είναι μικρής σημασίας το γεγονός ότι το να ληστεύει κανείς την κυβέρνηση θεωρείται παντού ως ένα έγκλημα μικρότερης βαρύτητας από το να ληστεύει ένα άτομο, ή ακόμη και μια εταιρεία;[…] Αυτό που κρύβεται πίσω από όλα αυτά, πιστεύω, είναι μια βαθιά αίσθηση του θεμελιώδους ανταγωνισμού μεταξύ του Κράτους και των ανθρώπων που εξουσιάζει. Γίνεται αντιληπτό, όχι ως μια επιτροπή πολιτών που έχει επιλεγεί να επιλύσει τις κοινές υποθέσεις ολόκληρου του πληθυσμού, αλλά ως μια ξεχωριστή και αυτόνομη οργάνωση, αφιερωμένη πρώτιστα στην εκμετάλλευση του πληθυσμού προς όφελος των δικών της μελών […].Όταν ληστεύεται ένας ιδιώτης πολίτης, ένας άξιος άνθρωπος στερείται των καρπών της εργατικότητάς του και των αποταμιεύσεων του. Όταν ληστεύεται το Κράτος, το χειρότερο που συμβαίνει είναι ότι ορισμένοι απατεώνες και σουλατσαδόροι έχουν λιγότερα χρήματα για να παίζουν από ό,τι είχαν πριν. Η άποψη ότι έχουν κερδίσει αυτά τα χρήματα ποτέ δεν ευσταθεί. Για τους περισσότερους λογικούς ανθρώπους θα φαινόταν γελοία. [12]


V. Τι φοβάται το κράτος

Αυτό που φοβάται το Κράτος πάνω απ’ όλα, φυσικά, είναι η οποιαδήποτε θεμελιώδης απειλή για την εξουσία και την ύπαρξή του. Ο θάνατος ενός Κράτους μπορεί να προκύψει με δύο βασικούς τρόπους: (α) μέσω της κατάκτησης του από ένα άλλο Κράτος, ή (β) μέσω επανάστασης για την ανατροπή του από τους ίδιους τους υπηκόους του - εν συντομία, με πόλεμο ή επανάσταση. Ο πόλεμος και η επανάσταση, ως οι δύο βασικές απειλές, πάντοτε εξωθούν τους κυβερνήτες του Κράτους να καταβάλλουν το μέγιστο των προσπαθειών τους και τη μέγιστη προπαγάνδα προς τον λαό. Όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να χρησιμοποιείται πάντοτε οποιοσδήποτε μέσο για να κινητοποιούνται οι άνθρωποι ώστε να υπερασπίζονται το Κράτος, με την πεποίθηση ότι υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Η πλάνη αυτής της άποψης γίνεται προφανής όταν χρησιμοποιείται η επιστράτευση εναντίον εκείνων που αρνούνται να «υπερασπιστούν τους εαυτούς τους» και, ως εκ τούτου, εξαναγκάζονται να ενταχθούν στο στράτευμα του Κράτους: περιττό να προσθέσει κανείς ότι καμία «άμυνα» δεν τους επιτρέπεται ενάντια σε αυτήν την ενέργεια του «δικού τους» κράτους.

Στον πόλεμο, η κρατική εξουσία ωθείται στο απώτατό της όριο και, υπό τα συνθήματα περί «άμυνας» και «έκτακτης ανάγκης», μπορεί να επιβάλλει την τυραννία στον λαό, μια τυραννία που σε καιρό ειρήνης ο λαός θα μπορούσε να της αντισταθεί ανοιχτά. Έτσι, ο πόλεμος παρέχει πολλά οφέλη σε ένα Κράτος, και όντως κάθε σύγχρονος πόλεμος έχει επιφέρει στους εμπολέμους πληθυσμούς μια μόνιμη κληρονομιά αυξημένων κρατικών βαρών επί της κοινωνίας. Ο πόλεμος, επιπλέον, παρέχει σε ένα κράτος δελεαστικές ευκαιρίες για την κατάκτηση χερσαίων εκτάσεων στις οποίες μπορεί να ασκήσει το μονοπώλιο της βίας του. Ο Randolph Bourne είχε σίγουρα δίκιο όταν έγραφε ότι «ο πόλεμος είναι η υγεία του Κράτους», αλλά για οποιοδήποτε συγκεκριμένο Κράτος, ένας πόλεμος μπορεί να σημαίνει είτε την υγεία, είτε έναν βαρύτατο τραυματισμό. [13]

Μπορούμε να ελέγξουμε την υπόθεση ότι το Κράτος ενδιαφέρεται πρώτιστα να προστατεύσει τον εαυτό του, παρά τους υπηκόους του, ρωτώντας: ποια κατηγορία εγκλημάτων διώκει και τιμωρεί το κράτος πιο σκληρά - εκείνα εναντίον ιδιωτών πολιτών ή εκείνα εναντίον του; Τα σοβαρότερα εγκλήματα στα κατάστιχα του Κράτους σχεδόν πάντοτε δεν είναι οι επιθέσεις σε ιδιώτες ή ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά οι απειλές για τη δική του επιβίωση, όπως για παράδειγμα, η προδοσία, η αυτομόληση ενός στρατιώτη στον εχθρό, η άρνηση στράτευσης, η υπονόμευση και η συνωμοσία για την υπονόμευση του Κράτους, η δολοφονία κυβερνώντων, και τα οικονομικά εγκλήματα κατά του Κράτους όπως η παραχάραξη του νομίσματός του, ή η αποφυγή του φόρου εισοδήματος. Ή, συγκρίνετε το ζήλο που επιδεικνύεται στην καταδίωξη ενός άνδρα που επιτέθηκε σε έναν αστυνομικό, με την προσοχή που δίνει το κράτος σε μια επίθεση εναντίον ενός απλού πολίτη. Ωστόσο, περιέργως, η  προτεραιότητα που ανοιχτά έχει παραχωρήσει το Κράτος στη δική του προστασία έναντι του λαού, ελάχιστους ανθρώπους παραξενεύει ως κάτι ασυμβίβαστο με τον υποτιθέμενο σκοπό της ύπαρξής του . [14]


Προσαρμοσμένο από την «Ανατομία του Κράτους». Δείτε το πρωτότυπο για το πλήρες κείμενο και την αρχική αρίθμηση των υποσημειώσεων .]

---------------------------------------------------------------------------------


·         1.Σχετικά με την κρίσιμη διάκριση μεταξύ «κάστας», μιας ομάδας με προνόμια ή επιβαρύνσεις που εκχωρούνται ή επιβάλλονται εξαναγκαστικά από το κράτος και τη μαρξική έννοια της «τάξης» στην κοινωνία, βλέπε Ludwig von Mises, Θεωρία και Ιστορία (New Haven, Conn .: Yale University Press, 1957), σελ. 112ff.

·         2.Αυτή η αποδοχή δεν σημαίνει, φυσικά, ότι η κρατική εξουσία έχει γίνει «εθελοντική». γιατί ακόμη και αν η υποστήριξη της πλειοψηφίας είναι ενεργή και πρόθυμη, αυτή η υποστήριξη δεν είναι ομόφωνη από κάθε άτομο.

·         3.Ότι κάθε κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το πόσο «δικτατορική» έναντι των ατόμων είναι, πρέπει να εξασφαλίσει τέτοια υποστήριξη έχει αποδειχθεί από οξυδερκείς πολιτικούς θεωρητικούς όπως ο Étienne de la Boétie, ο David Hume και ο Ludwig von Mises. Έτσι, βλ. David Hume, "Of the First Principles of Government," in  Essays, Literary, Moral and Political  (Λονδίνο: Ward, Locke, and Taylor, nd), σελ. 23; Étienne de la Boétie, Anti-Dictator (Νέα Υόρκη: Columbia University Press, 1942), σελ. 8–9; Ludwig von Mises, Human Action: A Treastise on Economics  (Auburn, Ala .: Mises Institute, 1998), σελ. 188ff. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη συμβολή στην ανάλυση του κράτους από τον La Boétie, βλ. Oscar Jaszi και John D. Lewis, Against the Tyrant (Glencoe, Ill .: The Free Press, 1957), σελ. 55–57.

·         4.La Boétie,  Anti-Dictator , σελ. 43–44. «Κάθε φορά που ένας κυβερνήτης ανακηρύσσει τον εαυτό του δικτάτορα ... όλοι όσοι είναι διεφθαρμένοι από φλεγόμενη φιλοδοξία τους, συγκεντρώνονται γύρω του και τον υποστηρίζουν για να έχουν ένα μερίδιο στη λεία και να συγκροτούν τους μικρούς αρχηγούς κάτω από τον μεγάλο τύραννο.»

·         5.Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι όλοι οι διανοούμενοι συνδέονται με το κράτος. Σχετικά με τις πτυχές της συμμαχίας των διανοουμένων και του κράτους, βλ. Bertrand de Jouvenel, «Η στάση των διανοουμένων στην κοινωνία της αγοράς»(Ιανουάριος, 1951): 19–27; Του ιδίου, «Η Αντιμετώπιση του Καπιταλισμού από τους Ευρωπαίους Διανοούμενους», στο FA Hayek, επιμ., Ο Καπιταλισμός και οι Ιστορικοί (Chicago: University of Chicago Press, 1954), σελ. 93–123; επανεκτυπώθηκε στο George B. de Huszar, The Intellectuals (Glencoe, Ill .: The Free Press, 1960), σελ. 385–99; και Schumpeter, Imperialism and Social Classes (New York: Meridian Books, 1975), σελ. 143–55.

·         6.Joseph Needham, "Review of Karl A. Wittfogel, Oriental Despotism, " Science and Society (1958): 65. Ο Needham γράφει επίσης ότι "οι διαδοχικοί [Κινέζοι] αυτοκράτορες υπηρετήθηκαν σε όλες τις εποχές από μια μεγάλη παρέα βαθύτατα ανθρωπιστών και αποστασιοποιημένων επιστημόνων. ," Π. 61. Ο Wittfogel σημειώνει το Κομφουκιανό δόγμα ότι η δόξα της άρχουσας τάξης στηριζόταν στους κύριους αξιωματούχους του μελετητή-γραφειοκράτη, προοριζόμενους να είναι επαγγελματίες ηγέτες που διατάζουν τη μάζα του λαού. Karl A. Wittfogel, Oriental Despotism (New Haven, Conn .: Yale University Press, 1957), σελ. 320–21 και passim. Για μια στάση που έρχεται σε αντίθεση με το Needham, βλ. John Lukacs, "Διανοητική τάξη ή πνευματικό επάγγελμα;" στο De Huszar, The Intellectuals , pp. 521–22.

·         7.Jeanne Ribs, "The War Plotters," Απελευθέρωση (Αύγουστος, 1961): 13. "Οι στρατηγιστές επιμένουν ότι το λειτούργημά τους αξίζει την" αξιοπρέπεια του ακαδημαϊκού ομολόγου του στρατιωτικού επαγγέλματος. "" Δείτε επίσης τον Marcus Raskin, "The Megadeath Intellectuals, " Νέα Υόρκη Επισκόπηση Βιβλίων (14 Νοεμβρίου 1963): 6-7.

·         8.Έτσι, ο ιστορικός Conyers Read, στην προεδρική του ομιλία, υποστήριξε την καταστολή των ιστορικών γεγονότων στην υπηρεσία των «δημοκρατικών» και εθνικών αξιών. Ο Read διακήρυξε ότι «ο απόλυτος πόλεμος, είτε είναι θερμός είτε ψυχρός, ζητάει από όλους και καλεί τον καθένα να παίξει τον ρόλο του. Ο ιστορικός δεν είναι πιο ελεύθερος από αυτήν την υποχρέωση από τον φυσικό.» Διαβάστε, "Οι κοινωνικές ευθύνες του ιστορικού", Αμερικανική ιστορική αναθεώρηση (1951): 283ff. Για μια κριτική του Read και άλλων πτυχών της ιστορίας του δικαστηρίου, δείτε τον Howard K. Beale, "The Professional Historian: His Theory and Practice," Pacific Historical Review (Αύγουστος, 1953): 227-55. Επίσης βλ. Herbert Butterfield, "Επίσημη Ιστορία: Οι παγίδες και τα κριτήριά της",  Ιστορία και ανθρώπινες σχέσεις (Νέα Υόρκη: Macmillan, 1952), σελ. 182–224; and Harry Elmer Barnes, The Court Historians Versus Revisionism (nd), σελ. 2ff.

·         9.Πρβλ. Wittfogel, Oriental Despotism, σελ. 87–100. Σχετικά με τους αντίθετους ρόλους της θρησκείας απέναντι στο κράτος στην αρχαία Κίνα και την Ιαπωνία, βλ. Norman Jacobs, The Origin of Modern Capitalism and Eastern Asia (Hong Kong: Hong Kong University Press, 1958), pp.

·         10.De Jouvenel, On Power, σελ. 22: Ο βασικός λόγος υπακοής είναι ότι έχει γίνει η συνήθεια του είδους μας.... Η εξουσία είναι για εμάς ένα γεγονός της φύσης. Από τις πρώτες μέρες της καταγεγραμμένης ιστορίας ήταν πάντα επικεφαλής των ανθρώπινων πεπρωμένων ... οι αρχές που κυβερνούσαν [κοινωνίες] στα προηγούμενα χρόνια δεν εξαφανίστηκαν χωρίς να κληροδοτήσουν στους διαδόχους τους το προνόμιο τους ούτε χωρίς να αφήσουν στο μυαλό των ανδρών αποτυπώματα που είναι σωρευτικά στην επίδρασή τους . Η διαδοχή των κυβερνήσεων που, κατά τη διάρκεια των αιώνων, κυβερνούν την ίδια κοινωνία μπορεί να θεωρηθεί ως μια υποκείμενη κυβέρνηση που λαμβάνει μια συνεχή επέκταση.

·         11.HL Mencken, A Mencken Chrestomathy (Νέα Υόρκη: Knopf, 1949), σελ. 145: « Το μόνο που μπορεί να δει το Κράτος σε μια πρωτότυπη ιδέα είναι η πιθανή αλλαγή, και ως εκ τούτου μια παραβίαση των προνομίων της. Ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος, για οποιαδήποτε κυβέρνηση, είναι ο άνθρωπος που μπορεί να σκεφτεί τα πράγματα για λογαριασμό του, τις επικρατούσες δεισιδαιμονίες και τα ταμπού. Σχεδόν αναπόφευκτα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση υπό την οποία ζει είναι ανέντιμη, παρανοϊκή και ανυπόφορη, και έτσι, εάν είναι ρομαντικός, προσπαθεί να την αλλάξει. Και ακόμη κι αν δεν είναι ρομαντικός προσωπικά, είναι πολύ ικανό να εξαπλώσει τη δυσαρέσκεια μεταξύ εκείνων που είναι. "

·         13.του ιδίου, Σελ. 146–47.

·         14.Έχουμε δει ότι ουσιαστική για το κράτος είναι η υποστήριξη των διανοουμένων, και αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη ενάντια στις δύο οξύτερες απειλές τους. Έτσι, σχετικά με το ρόλο των Αμερικανών διανοουμένων στην είσοδο της Αμερικής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. Randolph Bourne, "The War and the Intellectuals," στο The History of a Literary Radical and Other Papers (Νέα Υόρκη: SA Russell, 1956), σελ. 205–22. Όπως δηλώνει ο Bourne, μια κοινή μεθόδευση των διανοουμένων για να κερδίσουν την υποστήριξη για κρατικές δράσεις, είναι να διοχετεύσουν οποιαδήποτε συζήτηση εντός των ορίων της βασικής κρατικής πολιτικής και να αποθαρρύνουν οποιαδήποτε θεμελιώδη ή συνολική κριτική αυτού του βασικού πλαισίου.

·         15.Όπως το θέτει ο Mencken με το απαράμιλλο ύφος του:
Αυτή η συμμορία («οι εκμεταλλευτές που συγκροτούν την κυβέρνηση») είναι σχεδόν άτρωτη στην τιμωρία. Οι χειρότεροι εκβιασμοί του, ακόμη και όταν είναι ξεκάθαρα μόνο για ιδιωτικό κέρδος, δεν επιβάλλουν συγκεκριμένες κυρώσεις σύμφωνα με τους νόμους μας. Από τις πρώτες μέρες της Δημοκρατίας, λιγότερα από δώδεκα μέλη της έχουν κατηγορηθεί, και μόνο μερικοί άγνωστοι παραβάτες έχουν μπει ποτέ στη φυλακή. Ο αριθμός των ανδρών που εκτίουν ποινή στην Ατλάντα και το Leavenworth για εξέγερση ενάντια στους εκβιασμούς της κυβέρνησης είναι πάντα δέκα φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των κυβερνητικών αξιωματούχων που καταδικάστηκαν για την καταπίεση των φορολογουμένων προς όφελός τους. (Mencken, A Mencken Chrestomathy , σελ. 147–48)Για μια ζωντανή και διασκεδαστική περιγραφή της έλλειψης προστασίας για το άτομο από την εισβολή της ελευθερίας του από τους «προστάτες» του, βλ. HL Mencken, «Η Φύση της Ελευθερίας», στο Prejudices: A Selection (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1958) , σελ. 138–43.



***

Ο Murray N. Rothbard συνέβαλε σημαντικά στην οικονομία, την ιστορία, την πολιτική φιλοσοφία και τη νομική θεωρία. Συνδύασε τα αυστριακά οικονομικά με μια έντονη δέσμευση για την ατομική ελευθερία.