13 Νοεμβρίου, 2021

James Bond και κράτος πατερούλης: Μια φιλελεύθερη οπτική


Άρθρο του Peter Anderson, που δημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 2021 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 3'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής. 




Η κυκλοφορία του φιλμ «No Time to Die» σηματοδοτεί το τέλος της καριέρας του Daniel Craig ως James Bond. Από τότε που ανέλαβε αυτόν τον ρόλο το 2006 για το «Casino Royale», οι κριτικοί επιδοκίμασαν την πιο ρεαλιστική αντίληψη των ταινιών του για τον διάσημο κατάσκοπο του Ίαν Φλέμινγκ. 1  Και με τα ξανθά του μαλλιά, ένα κεφάλι στο μέγεθος και το σχήμα μιας σημαδούρας, κι ένα ασορτί ντύσιμο, ο Κρεγκ υπήρξε σίγουρα μια οπτική απόκλιση από τους προκατόχους του. Είναι απόλυτα ταιριαστό λοιπόν, που το φινάλε του στον ρόλο έρχεται μέσα από μια ταινία όπου η πραγματικότητα του αποτυχημένου κεντρικού σχεδιασμού των κυβερνώντων μας και της βίαιης παρεμβατικότητάς τους -που οδηγεί σε μια πιο βίαιη ακόμα παρεμβατικότητα- εκδηλώνονται στο πλήρες μεγαλείο τους.

Η πλοκή του «No Time to Die», όπως εκτυλίσσεται σε μια ταινία όπου η ερμηνεία των κινήτρων των βασικών χαρακτήρων ή των πηγών χρηματοδότησής τους δεν συμπεριλήφθηκε στην τελική κόπια, περιλαμβάνει τον Bond που προσπαθεί να αποτρέψει τη χρήση του Project Heracles, το οποίο μπορεί να στοχεύσει και να σκοτώσει συγκεκριμένους ανθρώπους με βάση το DNA τους. Το θέμα είναι ότι προσπαθεί να καταστρέψει ένα όπλο, του οποίου την ανάπτυξη ενέκρινε ο Μ, με κατάληξη να το κλέψει από την MI6 η SPECTER, από την οποία με τη σειρά του το έκλεψε ο σούπερ-κακός της ταινίας, Lyutsifer Safin. Όταν ο Bond εναντιώνεται στον προϊστάμενό του για το τόσο σοβαρό σφάλμα στην κρίση του, ο Μ καταφεύγει σε εκκλήσεις πατριωτισμού και προστασίας των μαζών, για να εκλογικεύσει το πράσινο φως που έδωσε στο πρότζεκτ Ηρακλής, επιχειρήματα που φυσικά δεν καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν τον κορυφαίο -κρατικά διορισμένο- δολοφόνο του.

Σε αυτή τη σκηνή είναι, που η ταινία παρουσιάζει στο κοινό κάποια ομοιότητα με την πραγματικότητα που βιώνουμε. Έχουμε τον ηγέτη ενός οργανισμού που χρηματοδοτείται από φόρους, που δεν έχει την προνοητικότητα για να δει ότι η δημιουργία ενός τόσο ισχυρού και επικίνδυνου σχεδίου όσο το Project Heracles, μπορεί να μην εξελιχθεί όπως είχε προγραμματιστεί. Η δυσπιστία του Μποντ θυμίζει τον διάσημο φιλελεύθερο Hayek, καθώς φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής την ανικανότητα των κρατικών λειτουργών, ανεξάρτητα από το πόσο καλά ενημερωμένοι είναι, να δημιουργήσουν σχέδια που επιτυγχάνουν τους σκοπούς που επιθυμούν. Φυσικά, οι επιταγές της πλοκής απαιτούν οι ενδοιασμοί του Μποντ να μην τον κάνουν να παρεκκλίνει, και να βάλει σκοπό του να αναιρέσει το λάθος του εργοδότη του χρησιμοποιώντας βία, ενέργειες που συνάδουν με τη δήλωση του έτερου φιλελεύθερου Λούντβιχ φον Μίζες ότι, «εάν το κράτος δεν επανορθώσει τα πράγματα με το να παύσει την παρεμβατικότητά του… μοιραία πρέπει να συνεχίσει την παρεμβατικότητά του πάνω στους ανθρώπους». 2

Ενώ ο Χάγιεκ έγραφε για μια διαφορετική μορφή κεντρικού σχεδιασμού, και το παραπάνω απόσπασμα του Μίζες αφορούσε τους ελέγχους των τιμών, οι γνώσεις τους ισχύουν εξίσου και για πιο βίαιες μορφές κρατικής παρέμβασης. Ίσως είναι ενδεικτικό ότι και οι δύο άνδρες υπηρέτησαν ως αξιωματικοί στον Αυστροουγγρικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου 3 , ένα γεγονός που είναι σχεδόν μια περιπτωσιακή μελέτη (case study) για το πώς αυτοί που μας κυβερνούν, εκείνοι που φαινομενικά διαθέτουν δηλαδή τις περισσότερες πληροφορίες, μπορούν να κάνουν πολύ σοβαρά λάθη. Για παράδειγμα, ορισμένοι άνθρωποι τον Ιούλιο του 1914, συμπεριλαμβανομένου του Κάιζερ και του Τσάρου, είχαν προαισθανθεί την καταστροφή που θα έφερναν οι ενέργειές τους, και ωστόσο βυθίστηκαν στην άβυσσο, ούτως ή άλλως. Αυτές οι επιλογές ήταν ακόμη πιο υποσυνείδητες για τους πολιτικούς της Ρωσίας, οι οποίοι, μόλις εννέα χρόνια πριν, είχαν βιώσει μια καταστροφική στρατιωτική ήττα ακολουθούμενη από μια επανάσταση. Της οποίας η δεύτερη έλευση, το 1917, αποδείχτηκε πολύ χειρότερη. 

Αυτό το παράδειγμα της Ρωσίας, ή της εσπευσμένης εξόδου των Αμερικανών από το Αφγανιστάν πρόσφατα, που θύμισε την άδοξη φυγή των ΗΠΑ από τη Σαϊγκόν, επιβεβαιώνει το κλισέ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ αναφερόμενος στον Ναπολέοντα και στον λιγότερο επιφανή ανιψιό του, «τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα εμφανίζονται[…]δύο φορές[…]την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα». 4  Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται μόνο στο βαθμό που οι άνθρωποι κάνουν παρόμοια λάθη επειδή είναι επιρρεπείς σε προαιώνια πάθη, όπως ο πόθος για εξουσία, η κοντόφθαλμη οπτική, ή η ματαιοδοξία ότι μπορούν να ελέγξουν πράγματα που σίγουρα δεν μπορούν να ελέγξουν. Σε ατομικό επίπεδο, τα προβλήματα που δημιουργούν αυτές οι υστερήσεις παραμένουν περιορισμένης έκτασης. Όταν όμως οι υστερήσεις αυτές παρουσιάζονται σε κρατικούς λειτουργούς - εκείνους που θα τελειοποιούσαν τον κόσμο με τις καλές προθέσεις τους - οδηγούν στην υφαρπαγή περιουσιών, την ανατροπή της κοινωνικής αρμονίας, τα Γκούλαγκ και τα στρατόπεδα εκτελέσεων. Όλα τα ιστορικά γεγονότα δηλαδή, που προκαλούνται από την ανομία και την ανικανότητα, τα οποία ο Χάγιεκ και ο Μίζες βίωσαν από πρώτο χέρι.

Στην προτελευταία σκηνή του «No Time to Die», οι χρηματοδοτούμενοι από το κράτος δολοφόνοι της υπηρεσίας MI6 πίνουν ένα ακριβό ποτό σε ένα πολυτελές γραφείο, όλα χρηματοδοτούμενα από τους φορολογούμενους, τους οποίους οι πράξεις των κρατικών πρακτόρων έχουν σχεδόν καταστρέψει. Στη συνέχεια, αναχωρούν για να συνεχίσουν τις επεμβάσεις τους αλλού στον κόσμο, χωρίς να έχουν διδαχθεί τίποτα κατά τα φαινόμενα, και θυμίζοντας στον θεατή τους πράκτορες της CIA στο τέλος της καλύτερης ταινίας των αδελφών Κοέν, «Burn After Reading»: «Υποθέτω ότι διδαχτήκαμε να μην το ξανακάνουμε», λέει ένας από τους πράκτορες, αν και παραδέχεται ότι δεν είχε ιδέα τι έκαναν την πρώτη φορά. Τέτοια σχόλια είναι αρκετά φαρσικά στην μεγάλη οθόνη. Στην πραγματική ζωή βέβαια, δεν είναι παρά άκρως τραγικά.


***