05 Νοεμβρίου, 2021

13 Μύθοι της δημοκρατίας: #4 «Η δημοκρατία είναι ουδέτερη πολιτικά»

Στην πράξη η δημοκρατία δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Το σύστημα είναι κολεκτιβιστικό από την φύση του, και οδηγεί νομοτελειακά σε αυξανόμενη κρατική παρεμβατικότητα και ολοένα και λιγότερη προσωπική ελευθερία


Απόσπασμα από κείμενο του Carel Beckman, που δημοσιεύτηκε το 2012. Χρόνος ανάγνωσης 7'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.

Η δημοκρατία είναι συμβατή με κάθε πολιτική κατεύθυνση. Στο κάτω κάτω, οι ψηφοφόροι καθορίζουν τις πολιτικές προτιμήσεις του κόμματος ή των κομμάτων που κυβερνούν. Επομένως, το ίδιο το σύστημα διαπερνά όλες τις διαφορές στο πολιτικό φάσμα: δεν είναι, από μόνο του, ούτε αριστερό ούτε δεξιό, ούτε σοσιαλιστικό ούτε καπιταλιστικό, ούτε συντηρητικό ούτε προοδευτικό.

Τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Κι όμως, αυτή είναι ,στην καλύτερη περίπτωση, μια μισή αλήθεια. Στην πραγματικότητα η δημοκρατία εμπεριέχει μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση.

Η δημοκρατία είναι εξ ορισμού μια κολεκτιβιστική ιδέα, δηλαδή η ιδέα πως πρέπει να αποφασίζουμε για τα πάντα μαζί, και πως μετά πρέπει όλοι να συμμορφωνόμαστε με αυτές τις αποφάσεις. Αυτό σημαίνει πως σε μια δημοκρατία σχεδόν οτιδήποτε θεωρείται δημόσιο ζήτημα. Δεν υπάρχουν στοιχειώδη όρια σε αυτή την κολεκτιβοποίηση. Αν η πλειοψηφία (ή ακριβέστερα, η κυβέρνηση) το θελήσει, μπορεί να αποφασίσει πως πρέπει όλοι να φοράμε ένα κολάρο όταν περπατάμε στον δρόμο, γιατί είμαστε έτσι πιο ασφαλείς. [σ.σ. το κείμενο γράφτηκε δέκα χρόνια πριν την επιβολή χρήσης μάσκας σε εξωτερικούς χώρους!] Ή πως πρέπει να ντυνόμαστε σαν κλόουν, γιατί θα κάνουμε τους άλλους να γελούν. Καμία ατομική ελευθερία δεν είναι ιερή. Αυτό αφήνει ανοιχτή την πόρτα για ολοένα μεγαλύτερες κρατικές παρεμβάσεις. Και μια ολοένα αυξανόμενη παρεμβατικότητα είναι ακριβώς αυτό που βιώνουμε στις δημοκρατικές κοινωνίες.

Είναι αλήθεια, οι πολιτικές τάσεις μπορεί να έχουν διακυμάνσεις, και συχνά συμβαίνουν πισωγυρίσματα –για παράδειγμα, από περισσότερη ρύθμιση προς λιγότερη και τούμπαλιν- αλλά μακροπρόθεσμα οι δυτικές δημοκρατίες έχουν σταθερά προχωρήσει προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης κρατικής παρεμβατικότητας, της μεγαλύτερης εξάρτησης από το Κράτος και των αυξανόμενων κρατικών δαπανών.

Αυτό ίσως δεν ήταν και τόσο εμφανές στις μέρες του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι Δυτικές δημοκρατίες συγκρίνονταν με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα του Μάο, κάτι το οποίο τις έκανε να μοιάζουν σχετικά ελεύθερες. Εκείνη την εποχή ήταν λιγότερο εμφανές πως και εμείς οι ίδιοι γινόμασταν ολοένα και περισσότερο κολεκτιβιστικές κοινωνίες. Μετά την δεκαετία του ’90, όμως, αφότου κατέρρευσε ο κομμουνισμός, έγινε ξεκάθαρο πως τα προνοιακά μας κράτη είχαν μετακινηθεί πολύ προς την ίδια κατεύθυνση. Τώρα μας προσπερνούν νέες, αναδυόμενες οικονομίες που προσφέρουν περισσότερη ελευθερία, χαμηλότερη φορολογία, και λιγότερες ρυθμίσεις από τα δικά μας συστήματα.

Βέβαια, πολλοί δημοκράτες πολιτικοί λένε πως τάσσονται υπέρ της «ελεύθερης αγοράς». Οι πράξεις τους όμως δείχνουν το αντίθετο. Σκεφτείτε το ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο συχνά θεωρείται το κόμμα της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Έχει φτάσει στο σημείο να υιοθετεί σχεδόν όλες τις παρεμβατικές πολιτικές που υποστηρίζουν οι αριστεριστές αντίπαλοί του – το κράτος πρόνοιας, την υψηλή φορολόγηση, τις μεγάλες κρατικές δαπάνες, την κρατικά επιχορηγούμενη στέγαση, την εργατική νομοθεσία, τον ελάχιστο μισθό, τις διεθνείς παρεμβάσεις – και έχει προσθέσει σε αυτά μερικά δικά του, όπως τις επιχορηγήσεις σε τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις, και τους νόμους ενάντια σε «εγκλήματα» δίχως θύματα όπως η χρήση ναρκωτικών και η πορνεία. Παρά τις περιστασιακές ανατροπές και τις διακυμάνσεις της «απορρύθμισης», υπό την διακυβέρνηση και των δύο κομμάτων η εξουσία του Κράτους έχει σταθερά αυξηθεί, ασχέτως του πόσο έντονα ισχυρίζονται οι Ρεπουμπλικανοί πως είναι υπέρ της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Είναι γεγονός πως κατά την Ρεπουμπλικανική «συντηρητική» διακυβέρνηση του προέδρου Ρόναλντ Ρέηγκαν, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν, δεν μειώθηκαν. Κατά την Ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση του Τζορτζ Μπους τζούνιορ οι κρατικές δαπάνες δεν αυξήθηκαν – εκτοξεύτηκαν. Αυτό δείχνει πως η δημοκρατία δεν είναι ουδέτερη, αλλά από την φύση της τείνει προς την επέκταση του κολεκτιβισμού και της κρατικής εξουσίας, όποιος και αν είναι στην εξουσία κάποια δεδομένη στιγμή.

Αυτή η γενική τάση απεικονίζεται στην σταθερή μεγέθυνση των κρατικών δαπανών. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ήταν γενικά γύρω στο 10% στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες. Τώρα βρίσκεται γύρω στο 50% ! Δηλαδή, για έξι μήνες κάθε χρόνο, οι άνθρωποι εργάζονται σαν είλωτες του Κράτους.

Σε κάποιες πιο ελεύθερες –και λιγότερο δημοκρατικές- εποχές τα φορολογικά βάρη ήταν πολύ ελαφρύτερα από ό,τι σήμερα. Για αιώνες η Αγγλία είχε ένα σύστημα κατά το οποίο ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να δαπανήσει χρήματα, αλλά όχι να αυξήσει τους φόρους, και η Βουλή είχε το δικαίωμα να φορολογεί, αλλά όχι να δαπανά η ίδια τα χρήματα. Σαν αποτέλεσμα, οι φόροι ήταν χαμηλοί. Κατά τον 20ο αιώνα, όταν η Βρετανία έγινε περισσότερο δημοκρατική, οι φόροι εκτοξεύτηκαν απότομα προς τα πάνω.

Η Αμερικανική Επανάσταση ξεκίνησε ως φορολογικός ξεσηκωμός από τους Αμερικανούς αποίκους ενάντια στην μητέρα πατρίδα της Μεγάλης Βρετανίας. Οι ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών συμπαθούσαν την δημοκρατία περίπου όσο συμπαθούσαν την μεγάλη φορολογία, με άλλα λόγια, καθόλου. Η λέξη «δημοκρατία» δεν εμφανίζεται πουθενά στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ή στο  Σύνταγμα.

Κατά τον 19ο αιώνα, η φορολογική επιβάρυνση στις Η.Π.Α. ήταν ελάχιστη, εκτός από τις περιόδους πολέμων. Ο φόρος εισοδήματος δεν υπήρχε, και μάλιστα απαγορευόταν από το Σύνταγμα. Αλλά όσο οι Η.Π.Α. μεταμορφώνονταν από ένα αποκεντρωμένο, ομοσπονδιακό κράτος σε μια εθνική κοινοβουλευτική δημοκρατία, η κρατική εξουσία σταθερά αυξανόταν. Έτσι, για παράδειγμα, το 1913 εισήχθη ο φόρος εισοδήματος και σχηματίστηκε το Ομοσπονδιακό Τραπεζικό Σύστημα. [σ.σ. η ουσιαστικά κρατική Κεντρική Τράπεζα]

Ένα άλλο εύγλωττο παράδειγμα μπορεί να δοθεί από τον Κώδικα των Ομοσπονδιακών Ρυθμίσεων (CFR) – ο οποίος περιέχει όλους τους νόμους που ψηφίστηκαν από την ομοσπονδιακή (σ.σ. κεντρική) κυβέρνηση. Το 1925 αυτός ο Κώδικας ήταν ένα απλό βιβλίο. Το 2010 είχε φτάσει να απαρτίζεται από 200 τόμους, για τους οποίους το ευρετήριο και μόνο καταλαμβάνει 700 και πλέον σελίδες. Περιέχει κανόνες για τα πάντα – από το πώς θα πρέπει να μοιάζει ένα λουράκι ρολογιού, μέχρι το πώς θα πρέπει να παρασκευάζονται οι τηγανητές ροδέλες κρεμμυδιών στα εστιατόρια. Κατά την περίοδο της προεδρίας Μπους τζούνιορ μόνο, 1000 σελίδες ομοσπονδιακών ρυθμίσεων προστίθεντο κάθε χρόνο, όπως αναφέρει ο Ecοnomist. Σύμφωνα με το ίδιο περιοδικό, από το 2001 έως το 2010 ο φορολογικός κώδικας της Αμερικής αυξήθηκε από το 1.4 εκατομμύριο λέξεις στα 3.8 εκατομμύρια λέξεις. Πολλά προτεινόμενα νομοσχέδια στο Κογκρέσο είναι τόσο ογκώδη, που οι γερουσιαστές δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τα διαβάσουν πριν την ψηφοφορία. Με λίγα λόγια, ο ερχομός της δημοκρατίας έχει οδηγήσει σε μια τεράστια αύξηση της κρατικής παρεμβατικότητας στις ΗΠΑ, παρ’ όλο που κυριαρχεί ο ισχυρισμός ότι η Αμερική είναι μα «ελεύθερη» χώρα.

Μια παρόμοια εξέλιξη έχει σημειωθεί και στις υπόλοιπες δυτικές δημοκρατίες. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία, που τυχαίνει να είναι η πατρίδα των δύο συγγραφέων αυτού του βιβλίου, η συνολική φορολογική επιβάρυνση το 1850 ήταν στο 14% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Σήμερα είναι στο 55%, σύμφωνα με μια μελέτη του Ολλανδικού Υπουργείου Εσωτερικών. Σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 10% το 1900 και 52% το 2002.

Ο αριθμός των νόμων και των κανόνων στην Ολλανδία έχει επίσης αυξηθεί με σταθερό ρυθμό. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων νόμων αυξήθηκε κατά 72% μεταξύ 1980 και 2004, σύμφωνα με μια μελέτη του Ολλανδικού Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το 2004 η Ολλανδία είχε συνολικά 12.000 νόμους και κανόνες, περιέχοντας πάνω από 140.000 άρθρα.

Ένα πρόβλημα με όλους αυτούς τους νόμους είναι ότι τείνουν να ενισχύουν ο ένας τον άλλο. Με άλλα λόγια, ο ένας νόμος οδηγεί στην θέσπιση του επόμενου. Για παράδειγμα, αν έχετε ένα σύστημα καταναγκαστικής από το Κράτος ασφάλισης υγείας, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να επιχειρήσει να επιβάλλει στους πολίτες της να υιοθετήσουν έναν (υποτιθέμενα) υγιεινό τρόπο ζωής. Στο κάτω κάτω, πληρώνουμε όλοι μαζί το μεγάλο κόστος περίθαλψης των ανθρώπων που ζουν ανθυγιεινά. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μόνο επειδή η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα κολεκτιβιστικό σύστημα υγείας, εξ αρχής. Αυτός το είδους  του υγειονομικού φασισμού είναι  τυπικό δείγμα των δημοκρατικών κρατών και γίνεται αποδεκτός ασυλλόγιστα, από τους περισσότερους ανθρώπους. Το βρίσκουν απόλυτα φυσιολογικό να αποφαίνεται μια κυβέρνηση πως δεν θα έπρεπε να τρέφονται με λιπαρές τροφές ή ζάχαρη, και πως θα πρέπει να μην καπνίζουν, πως θα πρέπει να φορούν κράνη και ζώνες ασφαλείας, και ούτω καθ’εξής.  Όλα αυτά είναι ξεκάθαρες παραβιάσεις της ατομικής ελευθερίας, βέβαια. [σ.σ. και πάλι οι προφητικές ομοιότητες με την κατάσταση που βιώνουμε με πρόσχημα τον κορωνοϊό είναι εντυπωσιακές]

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως κατά τις πρόσφατες δεκαετίες έχει σημειωθεί πρόοδος στο πεδίο της ελευθερίας, σε αρκετούς τομείς. Σε πολλές δυτικές χώρες οι ιδιωτικές («εμπορικές») τηλεοπτικές εταιρείες έχουν σπάσει το μονοπώλιο των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων, οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων έχουν διευρυνθεί, οι αερομεταφορές και οι τηλεπικοινωνίες έχουν απελευθερωθεί, και σε πολλά κράτη η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έχει καταργηθεί. Παρ’ όλα αυτά, πολλές από αυτές τις κατακτήσεις χρειάστηκε αγώνας για να αποσπαστούν από τα χέρια των δημοκρατών πολιτικών. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι αλλαγές δεν μπορούσαν να αποτραπούν από τους πολιτικούς, καθώς ήταν αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης (όπως στα μίντια ή τις τηλεπικοινωνίες) ή του ανταγωνισμού από άλλες χώρες (όπως στην περίπτωση της απελευθέρωσης των αερομεταφορών). Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να συγκριθούν με την πτώση του κομμουνισμού στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Συντελέστηκαν όχι γιατί οι έχοντες την εξουσία ήθελαν να παραδώσουν την εξουσία τους, αλλά γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή – γιατί το σύστημα ήταν ήδη διαλυμένο και δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί. Με τον ίδιο τρόπο οι δημοκράτες πολιτικοί μας συχνά είναι αναγκασμένοι να παραδίδουν κάποια κομμάτια της εξουσίας τους.

Όμως οι πολιτικοί μας συνήθως καταφέρνουν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος σχετικά γρήγορα. Έτσι, η ελευθερία στο διαδίκτυο, περιορίζεται όλο και περισσότερο από την κρατική παρέμβαση. Η ελευθερία του λόγου διαβρώνεται από νόμους «ενάντια στις διακρίσεις». Τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες και κατατεθέντα σήματα) χρησιμοποιούνται για περιορίσουν την ελευθερία των δημιουργών και των καταναλωτών. Η απελευθέρωση/φιλελευθεροποίηση των αγορών συνήθως συνοδεύεται από την ίδρυση νέων γραφειοκρατιών που έχουν στόχο να ρυθμίσουν τις νέες αγορές. Αυτές οι γραφειοκρατικές υπηρεσίες τότε, τείνουν να γίνονται όλο και μεγαλύτερες και να εισάγουν ακόμα περισσότερες ρυθμίσεις. Στην Ολλανδία, τομείς όπως η ενέργεια και οι τηλεπικοινωνίες όντως απελευθερώθηκαν, αλλά την ίδια στιγμή ιδρύθηκαν νέες ρυθμιστικές αρχές – έξι από αυτές μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια.

Στις Η.Π.Α. ,σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, το κόστος των ομοσπονδιακών ρυθμίσεων αυξήθηκε κατά 3% από το 2003 έως το 2008,φτάνοντας στο 1.75 τρις δολάρια, ή 12% του ΑΕΠ. Μετά το 2008, κύματα νέων ρυθμίσεων εφαρμόστηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, την πετρελαϊκή βιομηχανία, την βιομηχανία τροφίμων, και αναμφίβολα σε πολλούς άλλους τομείς επιχειρήσεων. Στην Ευρώπη οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τις εθνικές τους κυβερνήσεις, αλλά υποφέρουν και από ένα πρόσθετο στρώμα ρυθμίσεων που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις Βρυξέλλες. Και, ενώ στην δεκαετία του ’90 η φιλελευθεροποίηση ήταν η κυρίαρχη τάση στις Βρυξέλλες, η τάση στις μέρες μας είναι η αντίστροφη: προς ολοένα και περισσότερες (από)ρυθμίσεις.

Με λίγα λόγια, στην πράξη η δημοκρατία δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Το σύστημα είναι κολεκτιβιστικό από την φύση του και οδηγεί σε αυξανόμενη κρατική παρεμβατικότητα και ολοένα και λιγότερη προσωπική ελευθερία. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πολίτες έχουν αδιάκοπες απαιτήσεις από το κράτος, και γιατί θέλουν το κόστος να πληρωθεί από τους άλλους.

Στην πραγματικότητα, στην ουσία της, η δημοκρατία είναι ένα ολοκληρωτικό σύστημα, αν και όχι τόσο ακραίο όσο ο σοσιαλισμός (κομμουνισμός), ο εθνικοσοσιαλισμός (ναζισμός), ή ο φασισμός. Θεωρητικά, καμία ελευθερία δεν είναι ιερή στην δημοκρατία. Κάθε πλευρά της προσωπικής ζωής είναι δυνητικά υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. [σ.σ. προφανής ξανά η ομοιότητα με το σήμερα] Στο τέλος τέλος, η μειοψηφία είναι στο απόλυτο έλεος των επιθυμιών της πλειοψηφίας. Ακόμη κι αν μια δημοκρατία έχει ένα Σύνταγμα που περιορίζει τις εξουσίες της εκάστοτε κυβέρνησης, αυτό το ίδιο το σύνταγμα μπορεί επίσης να τροποποιηθεί από την πλειοψηφία. Το μόνο θεμελιώδες δικαίωμα που έχετε σε μια δημοκρατία, εκτός του να διεκδικήσετε κάποιο αξίωμα, είναι το δικαίωμα να ψηφίσετε υπέρ κάποιου πολιτικού κόμματος. Με αυτή την μία, μοναχική ψήφο παραδίδετε την ανεξαρτησία και την ελευθερία σας στην βούληση της πλειοψηφίας.

Αληθινή ελευθερία είναι το δικαίωμα να επιλέξεις το να μην συμμετάσχεις στο σύστημα και το να μην έχεις επιπτώσεις για αυτή σου την επιλογή. Σαν καταναλωτής, δεν είστε ελεύθερος αν σας υποχρεώνουν να επιλέξετε μεταξύ διαφορετικών μοντέλων τηλεόρασης, άσχετα από το πόσες μάρκες είναι διαθέσιμες. Είστε ελεύθερος μόνο εάν μπορείτε επίσης να αποφασίσετε να μην αγοράσετε μια τηλεόραση. Σε μια δημοκρατία είστε υποχρεωμένος να αγοράσετε ό,τι έχει αποφασίσει η πλειοψηφία –είτε σας αρέσει, είτε όχι.



***