Η άνοδος της δημοκρατίας θόλωσε τα όρια μεταξύ του κράτους και του λαού, τον οποίο το κράτος εκμεταλλεύεται. Αυτή η κατάσταση ήταν μικρότερο πρόβλημα επί μοναρχών, των οποίων τα συμφέροντα ήταν ξεκάθαρο πως ήταν διαφορετικά από τα συμφέροντα του λαού
Με την επικείμενη κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, οι ρεπουμπλικάνοι από το Λονδίνο μέχρι το Σίδνεϊ έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους για να τερματίσουν τη βρετανική μοναρχία. Ο λεκτικός πόλεμος που προέκυψε μεταξύ των μοναρχικών και των αντιπάλων τους, ανέδειξε την απόλυτη ποικιλομορφία των απόψεων σχετικά με το εάν και κατά πόσον είναι επιθυμητή η ύπαρξη της μοναρχίας. Πράγματι, θα ήταν αδύνατο να απαριθμήσει κανείς όλα τα διαφορετικά κριτήρια με βάση τα οποία διάφορες ομάδες και άτομα κρίνουν τη μοναρχία ως θεσμό. Ωστόσο, για όσους από εμάς υποστηρίζουμε την ιδεολογία που είναι γνωστή ως laissez-faire φιλελευθερισμός -γνωστή και ως «κλασικός» φιλελευθερισμός ή ελευθερισμός (λιμπερταριανισμός)- ένα θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας κρίνοντας τις μοναρχίες είναι κατά πόσον είναι χρήσιμες για τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας.
Το ερώτημα αυτό δεν είναι καινούργιο, και ευτυχώς έχει ήδη εξεταστεί από τον βελγικής καταγωγής Γάλλο φιλελεύθερο Gustave de Molinari του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Molinari είναι σήμερα γνωστός ως ο πρώιμος υποστηρικτής του πραγματικά ριζοσπαστικού laissez-faire, μέχρι και την ιδιωτικοποίηση των στρατιωτικών λειτουργιών των κρατών. (βλ. βίντεο στο τέλος του άρθρου)
Δεν προτιμούσε ούτε τη μοναρχία ούτε τον ρεπουμπλικανισμό επί της αρχής, και ως εκ τούτου ήταν πρόθυμος να δεχτεί οποιοδήποτε τύπο καθεστώτος, αρκεί να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον περιορισμό της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Διερευνώντας αυτή την ιδέα, ο Molinari σημείωσε ότι σε περιπτώσεις όπου μια μοναρχία βρίσκεται σε πραγματική αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα, η προκύπτουσα «αντίθεση συμφερόντων» μπορεί να λειτουργήσει ως φρένο στην επέκταση των κρατικών εξουσιών. Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι μονάρχες είναι επίσης δυνητικά πιο επιρρεπείς από τους εκλεγμένους αξιωματούχους να ασχοληθούν με μακροπρόθεσμους προβληματισμούς, όταν πρόκειται για τη διαχείριση των πόρων μιας πολιτείας. Αυτά τα οφέλη δεν οφείλονται σε κάποια πρόσθετη αρετή ή αυτοσυγκράτηση εκ μέρους των μοναρχών, αλλά είναι απλώς υποπροϊόντα της κοινής αποδοχής του γεγονότος ότι η σχέση μεταξύ ηγεμόνα και κυβερνώμενου είναι θεμελιωδώς εκμεταλλευτική.
Ο Molinari για το «παλιό σύστημα»
Για τον Molinari, ένα κύριο πλεονέκτημα της μοναρχίας είναι ότι οι μονάρχες είναι πιθανό να έχουν μακροπρόθεσμη οπτική για τη βιωσιμότητα των κυβερνητικών θεσμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους. Στο βιβλίο του The Society of Tomorrow (Η κοινωνία του αύριο) του 1899, ο Molinari εξηγεί:
Σύμφωνα με το παλαιό σύστημα, το πολιτικό κατεστημένο ή το κράτος ήταν η αιώνια ιδιοκτησία της ένωσης ισχυρών ανδρών που το είχαν ιδρύσει ή κατακτήσει. Τα μέλη αυτής της ένωσης, από τον αρχηγό προς τα κάτω, διαδέχονταν με κληρονομική διαδοχή το τμήμα της κοινής επικράτειας που τους αναλογούσε κατά τον αρχικό διαχωρισμό και την άσκηση των λειτουργιών που συνδέονταν με τις διάφορες ιδιοκτησίες τους. Τα οικογενειακά και ιδιοκτησιακά αισθήματα, τα ισχυρότερα κίνητρα που γνωρίζει το ανθρώπινο γένος, συνδύαζαν τις δυνάμεις τους για να επηρεάσουν τη δράση τους. Επιθυμούσαν να αφήσουν στους απογόνους τους μια κληρονομιά η οποία δεν θα ήταν ούτε μικρότερη σε έκταση ούτε κατώτερη σε κατάσταση από εκείνη που είχαν λάβει από τους πατέρες τους, και για να διατηρηθεί αυτό το ιδεώδες, η δύναμη και οι πόροι του κράτους έπρεπε να αυξηθούν ή τουλάχιστον να διατηρηθούν σε όλη τους την ακεραιότητα.
Σύμφωνα με τον Molinari, αυτός ο τρόπος σκέψης επέβαλε ένα είδος δημοσιονομικού συντηρητισμού στους μονάρχες, οι οποίοι φοβούνταν ότι η απερίσκεπτη επέκταση των κρατικών προνομίων και αρμοδιοτήτων θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική ευρωστία του καθεστώτος τους. Συγκεκριμένα, οι πολιτικές που επέφεραν την οικονομική καταστροφή του γενικού πληθυσμού θα σήμαιναν και την καταστροφή της ίδιας της μοναρχίας.
Γράφει ο Molinari: «Υπήρχε επίσης ένα φορολογικό όριο στα τέλη που απαιτούσαν από τους υπηκόους τους, η υπέρβαση του οποίου συνεπαγόταν προσωπική απώλεια, συχνά και προσωπικό κίνδυνο. Αν καταχρώνταν την κυρίαρχη εξουσία τους ως ιδιοκτήτες του κράτους, είτε εξαντλώντας τη φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού είτε σπαταλώντας το προϊόν ενός φόρου που είχε γίνει υπερβολικός, το κράτος τους έπεφτε στη φτώχεια και την παρακμή και οι ίδιοι βρίσκονταν στο έλεος των αντιπάλων τους, που βρίσκονταν σε ενγρήγορση και ήταν έτοιμοι να αδράξουν κάθε ευκαιρία πλουτισμού εις βάρος των παρακμασμένων ή των ανυπεράσπιστων.»
Όπως σημειώνει ο Molinari, τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά λάθη θα μπορούσαν να οδηγήσουν όχι μόνο σε χρεοκοπία, αλλά και σε ολοκληρωτική καταστροφή του καθεστώτος στα χέρια αντίπαλων πριγκίπων. Ωστόσο, οι ξένοι αντίπαλοι δεν ήταν οι μόνες δυνάμεις που μπορούσαν να τερματίσουν τη δυναστεία ενός μονάρχη. Σε περίπτωση που ο μονάρχης ανταγωνιζόταν υπερβολικά τους «κυβερνώμενους», αυτοί θα μπορούσαν επίσης να ασκήσουν τη δική τους πίεση εναντίον του μονάρχη, εξεγειρόμενοι: «Οι κυβερνώμενοι ήταν σε θέση να ελέγξουν οποιαδήποτε κατάχρηση της κυριαρχικής εξουσίας εκ μέρους της κυβέρνησης, μέσω της πίεσης που ασκούσε στον ηγεμόνα η ελπίδα του να μεταβιβάσει την εξουσία του στα παιδιά του και μέσω εκείνης της μορφής του ανταγωνισμού που ήταν η κατάσταση του (διαρκούς) πολέμου.»
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Molinari δεν ήταν ένας αφελής ιδεολόγος που έτρεφε φαντασιώσεις για τις φανταστικές «παλιές καλές μέρες» της μοναρχίας. Τα γραπτά του καθιστούν σαφές ότι ο Molinari γνώριζε καλά την αιματηρή πραγματικότητα της στρατιωτικής κατάκτησης και τα μέσα με τα οποία οι μονάρχες στο παρελθόν είχαν εδραιώσει την πολιτική εξουσία. Παρ' όλα αυτά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μοναρχία θεωρητικά θα μπορούσε -άθελά της- να λειτουργήσει σαν φραγμός της κρατικής εξουσίας. Αυτό οφειλόταν απλώς στο γεγονός ότι, στην πράξη, εκείνοι που υπάγονταν σε έναν μονάρχη ήταν καχύποπτοι απέναντι στους ηγεμόνες τους και δεν θεωρούσαν τα συμφέροντα του λαού συνώνυμα με εκείνα της δυναστείας.
Αντίθετα, κατά την άποψη του Molinari, «οι κυβερνώμενοι» αποδέχονταν τους μονάρχες απλώς ως ένα χρηστικό μέσο αποτροπής της ξένης εισβολής και της βίαιης αναταραχής. Ταυτόχρονα, το μέσο αυτό έπρεπε να αντιμετωπίζεται με αρκετή επιφυλακτικότητα, κάθε φορά που επιχειρούσε να ασκήσει την επιρροή του πέρα από τις συγκεκριμένες αρμοδιότητές του.
Το πρόβλημα με τη λαϊκή διακυβέρνηση
Ο Molinari υποστηρίζει ότι όποιο όφελος και αν είχε προκύψει από αυτή τη συμφωνία μεταξύ ηγεμόνα και κυβερνωμένων καταργήθηκε με την έλευση της λαϊκής διακυβέρνησης.
Η υιοθέτηση της λαϊκής διακυβέρνησης ερχόταν σε σύγκρουση με την προηγούμενη άποψη, σύμφωνα με την οποία οι καταναγκαστικοί κρατικοί θεσμοί ταυτίζονταν μόνο με το καθεστώς του μονάρχη, και ως τέτοιο αντιπροσώπευε μια απειλητική και ανταγωνιστική δύναμη που αντιτίθετο στα συμφέροντα των κυβερνώντων. Όπως σημειώνει ο Molinari:
Το κύριο χαρακτηριστικό που διακρίνει τη νέα τάξη πραγμάτων και τη διαχωρίζει, θεωρητικά τουλάχιστον, από εκείνη που προηγήθηκε, είναι η μεταβίβαση του πολιτικού κατεστημένου, του κράτους, στον ίδιο το λαό. Μαζί της, φυσικά, πέρασε και εκείνη η κυρίαρχη εξουσία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιοκτησία του εδάφους και των υπηκόων του κράτους.
Αυτό το θόλωμα των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων σήμαινε ότι οι απόψεις άλλαξαν όσον αφορά τους σκοπούς του καθεστώτος και τα προνόμια με τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα έσοδα του καθεστώτος, τα οποία αντλούνται, φυσικά, από τους φορολογούμενους. Έτσι, η άσκηση της εξουσίας του καθεστώτος δεν αποτελούσε πλέον επίκεντρο της καχυποψίας του κοινού, αλλά τώρα υπόκειτο σε ηχηρές απαιτήσεις του πληθυσμού για ολοένα και μεγαλύτερες δαπάνες, σύμφωνα με την υποτιθέμενη λαϊκή βούληση. Ο Molinari εξηγεί πώς αυτό μεγεθύνθηκε από τον ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, τα οποία διεύρυναν τη δική τους εξουσία υποσχόμενα στο κοινό μερίδιο από τα έσοδα:
Αυτές οι ενώσεις ή τα πολιτικά κόμματα είναι πραγματικοί στρατοί που έχουν εκπαιδευτεί για να επιδιώκουν την εξουσία -ο άμεσος στόχος τους είναι να αυξήσουν τον αριθμό των οπαδών τους ώστε να ελέγξουν την εκλογική πλειοψηφία. Στους ψηφοφόρους με επιρροή υπόσχονται για το σκοπό αυτό το ένα ή το άλλο μερίδιο στα κέρδη που θα ακολουθήσουν την επιτυχία, αλλά αυτές οι υποσχέσεις -συνήθως θέσεις ή προνόμια- εξαργυρώνονται μόνο με τον πολλαπλασιασμό των «θέσεων», που συνεπάγεται αντίστοιχη αύξηση των εθνικών επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για πόλεμο είτε για ειρήνη. Δεν είναι πρόβλημα για έναν πολιτικό ότι το αποτέλεσμα είναι αυξημένες επιβαρύνσεις και βαρύτερη αφαίμαξη της ζωτικής ενέργειας του λαού. Ο αδιάκοπος ανταγωνισμός υπό τον οποίο λειτουργούν, πρώτα στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν αξιώματα και στη συνέχεια να διατηρήσουν τη θέση τους, τους αναγκάζει να κάνουν το κομματικό συμφέρον τη μοναδική τους φροντίδα, και δεν είναι σε θέση να εξετάσουν αν αυτό το προσωπικό και άμεσο συμφέρον βρίσκεται σε αρμονία με το γενικό και μόνιμο καλό του έθνους.
Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από μια μετατόπιση από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του παλαιού συστήματος - δηλαδή τα συμφέροντα μιας δυναστείας πολλών γενεών - προς τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι «οι θεωρητικοί της νέας τάξης» αντικατέστησαν «την μόνιμη απόδοση της κυριαρχικής εξουσίας με την προσωρινή».
Τελικά, όλα αυτά συνδυάστηκαν για να «επιδεινώσουν την αντίθεση των συμφερόντων που ήταν ο υποτιθέμενος σκοπός [των εκλεγμένων κυβερνήσεων] να συντονίσουν». Αυτές οι αλλαγές «αποδυνάμωσαν επίσης, αν δεν κατέστρεψαν πραγματικά, τον μοναδικό φορέα που έχει πραγματική δύναμη να περιορίσει τις κυβερνήσεις».
Το πρόβλημα με τη συνταγματική μοναρχία
Ο Molinari φρόντισε επίσης να καταδείξει ότι η συνταγματική μοναρχία δεν πρέπει να συγχέεται με την παλαιότερη μορφή της. Μεγάλο μέρος της καριέρας του Molinari στη Γαλλία συνέπεσε με τη συνταγματική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου, ο οποίος επέβλεψε τη σημαντική αύξηση των εξουσιών του γαλλικού κράτους. Η εμπειρία αυτή βοήθησε αναμφίβολα και στην εδραίωση της αναγνώρισης από τον Molinari του γεγονότος ότι οι συνταγματικές μοναρχίες είναι λειτουργικά δυσδιάκριτες από τις συνταγματικές δημοκρατίες. Ο συνταγματικός μονάρχης, αντίθετα, υποστηρίζει τα λαϊκά στοιχεία του καθεστώτος προσφέροντας πρόσθετη υποστήριξη στους εκλεγμένους υπουργούς. Ο Molinari εξηγεί:
Σε μια συνταγματική μοναρχία το ανώτερο αξίωμα στο κράτος παρέμενε αντικείμενο κληρονομικής μεταβίβασης, αλλά ο κάτοχός του κηρύχθηκε ανεύθυνος και η δράση του περιορίστηκε στη μοναδική λειτουργία του να διορίζει, ως υπεύθυνο υπουργό, τον άνθρωπο που επιλέχθηκε από την πλειοψηφία των εθνικών αντιπροσώπων.
Με άλλα λόγια, ο συνταγματικός μονάρχης είναι ουσιαστικά ένας απλός υπηρέτης του λαϊκού καθεστώτος και ως τέτοιος δεν προσφέρει κανένα πραγματικό αντίβαρο στην υποτιθέμενη «εθνική» βούληση.
Ποιος τύπος μοναρχίας περιορίζει πραγματικά το κράτος;
Για τον Molinari, λοιπόν, η μοναρχία είναι χρήσιμη μόνο όταν θεωρείται απομακρυσμένη από τη βούληση του λαού και πλήρως διακριτή από το μη κρατικό τμήμα της πολιτείας που οι φιλελεύθεροι αποκαλούσαν «κοινωνία των πολιτών». Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία -από την οποία ο μονάρχης αντλεί πόρους- τείνει να διαφυλάττει με ζήλο τις δικές της ελευθερίες και προνόμια απέναντι στη μοναρχική εξουσία.
Ο Molinari, πάντως, αναμφίβολα κατανοούσε ότι η πιθανότητα να συναντήσει κανείς αυτού του είδους τη σχέση μεταξύ ηγεμόνα και κυβερνώμενου τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, απομακρυσμένη. Ωστόσο, περιγράφοντας τα μοναρχικά καθεστώτα με αυτούς τους όρους, ο Molinari συμβάλλει στην απεικόνιση των κινδύνων που εγκυμονούσε η λαϊκή διακυβέρνηση. Οι ιδέες που διέπουν λαϊκές ιδεολογίες όπως ο εθνικισμός, η δημοκρατία και ο ρεπουμπλικανισμός υποστήριζαν ότι δεν υπήρχε θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των κρατικών συμφερόντων και των συμφερόντων εκείνων από τους οποίους το κράτος αντλεί πόρους. Ως σφοδρός επικριτής των κρατών κάθε είδους, ο Molinari γνώριζε ότι αυτό ήταν ένα σοβαρό λάθος. Υπάρχει πάντα μια σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ του κράτους και εκείνων επί των οποίων το κράτος κυβερνά. Η παρακμή της μοναρχίας δεν έκανε τίποτα για να καταργήσει αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα.