Η τρέχουσα εμμονή με τις υποτιθέμενες «ανθρώπινες» ιδιότητες των σκύλων, έχει να κάνει πολύ με την παραίτηση από τις δυσκολίες του να βρει κανείς στους ανθρώπους γύρω του σοφία και μια οικειότητα που να διαρκεί —και την παραίτηση από το βασικό κλειδί και για τα δύο, τον διάλογο. Κι αυτή η διαδεδομένη παραίτηση είχε τεράστια σχέση με την ενεργοποίηση των επιθέσεων κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας, που διαπράχθηκαν στο όνομα του περιορισμού του κορωνοϊού
Είναι μια τάση που πολύ δύσκολα την αγνοείς. Τις τελευταίες δεκαετίες, ο χρόνος και η συναισθηματική ενέργεια που αφιερώνουν οι άνθρωποι στα σκυλιά τους έχει αυξηθεί γεωμετρικά.
Τα ζώα που ήταν κάποτε μια ευχάριστη και ανακουφιστική προσθήκη στη δυναμική της οικογένειας, φαίνεται ότι έχουν πλέον τοποθετηθεί στο κέντρο της συναισθηματικής ζωής πολλών ανθρώπων.
Πριν από λίγες εβδομάδες, για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, οι Boston Red Sox τήρησαν ένα λεπτό σιωπής πριν από έναν αγώνα για να τιμήσουν τον θάνατο του σκύλου του επί μακρόν φύλακα της ομάδας.
Και, στις λίγες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που έδωσα στους μαθητές μου ελεύθερο θέμα για προσωπικά κείμενα στο μάθημα της έκθεσης, έλαβα έναν απροσδόκητα μεγάλο αριθμό από παιάνες για τους σκύλους που είχαν στο σπίτι, προσωπικές αναμνήσεις που μισή γενιά νωρίτερα θα είχαν ως αντικείμενο τους κάποιον αγαπημένο γονέα, παππού ή γιαγιά, ή ιδιαίτερα σημαντικό μέντορα.
Λατρεύω τα σκυλιά και, επομένως, θα ήθελα πολύ να δω αυτό το νέο κύμα αγάπης για τα κατοικίδια μέσα από ένα καθαρά θετικό πρίσμα, ως αποτέλεσμα μιας συνειδητής και αξιέπαινης προσπάθειας εκ μέρους των κορυφαίων θεσμών μας να ανακόψουν το μακροχρόνιο πρόβλημα της κακομεταχείρισης των ζώων. Ή να το δούμε ως ένα απλό αποτέλεσμα μιας γενιάς, που μεγάλωσε με τα κατορθώματα κυνικών ηρώων ταινιών όπως ο Balto, ο Skip και ο Marley.
Κοιτάζοντας την ευρύτερη έκταση των αναδυόμενων πολιτισμικών συμπεριφορών, ωστόσο, το βρίσκω πολύ δύσκολο να το κάνω, καθώς η ανάδυση του εξαιρετικά εξανθρωπισμένου σκύλου φαίνεται να συμπίπτει πολύ στενά με την ανάδυση μιας τελετουργικής, ανθρώπινης σκληρότητας στα media μας και στον ευρύτερο εθνικό μας πολιτισμό.
Μόλις τελείωναν τα, στην προεφηβική ηλικία τότε, παιδιά μου με τις ιστορίες της Disney για την ατελείωτη σκυλίσια εφευρετικότητα, άρχιζαν να παρακολουθούν - παρά τις επίμονες, αν και τεχνηέντως εκφρασμένες αντιρρήσεις μου - τα φεστιβάλ ενορχηστρωμένης ταπείνωσης σε προγράμματα όπως το Chopped, το America's Next Top Model και φυσικά, American Idol, καθένα από τα οποία εκμεταλλευόταν την επιδίωξη της αριστείας™ σαν πρόσχημα για τις μοχθηρές και δημόσιες επιθέσεις κατά της αξιοπρέπειας των, πνευματικά φτωχών, διαγωνιζομένων.
Καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εμφανίστηκαν ως η κυρίαρχη οδός για την ανθρώπινη επικοινωνία στις αρχές της δεκαετίας του 2010, οι νέοι που μεγάλωσαν με αυτά τα ριάλιτι πήραν μαζί τους στη νέα, ασώματη δημόσια «πλατεία» το μάθημα ότι η ζωή είναι πάντα μια αδυσώπητη επιλογή μεταξύ ολοκληρωτικής νίκης και μιας άθλιας ταπείνωσης. Το φιλμ Hunger Games (Αγώνες Πείνας) που κυκλοφόρησε το 2012, ανύψωσε αυτή την άποψη περί ανθρώπινων σχέσεων στο καθεστώς μιας αδιαμφισβήτητης κοινωνικής αλήθειας.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συναντήσεις με φοιτητές και συμβούλους κατά τις ώρες του γραφείου μου, οι οποίες κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της πανεπιστημιακής μου διδασκαλίας περιστρέφονταν σε μεγάλο βαθμό γύρω από θέματα σπουδών, στράφηκαν όλο και περισσότερο προς τις ιστορίες ταπεινώσεων που υπέστησαν αυτοί και άλλοι φοιτητές ενώ «κάνανε πάρτι» από Πέμπτη έως Σάββατο βράδυ.
Ήταν φρικτό να ακούς τι ήταν πρόθυμοι να κάνουν οι προνομιούχοι 20χρονοι στους «φίλους» τους στην προσπάθειά τους να παχύνουν τους λογαριασμούς τους στα σόσιαλ μίντια για το κοινωνικό κύρος. Αλλά ακόμα χειρότερο ήταν ότι τα περισσότερα από τα θύματα αυτής της σκληρότητας πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σταματήσουν αυτές τις επιθέσεις στο άτομό τους, παρά να κλαυτούν στον Κοσμήτορα των Φοιτητών, μια «λύση» που δικαίως ήξεραν ότι θα περιέπλεκε περισσότερο και θα δηλητηρίαζε την ζωή τους.
Όταν ρωτούσα με έμμεσο τρόπο γιατί, στην περίπτωση των νεαρών γυναικών, ένιωθαν την «ανάγκη» να παραταχθούν και να περιμένουν να επιλεγούν για την είσοδο σε ένα πάρτι με βάση την εμφάνισή τους ή το πόσο «cool» μπορεί να ήταν, ανασήκωναν τους ώμους τους και έλεγαν, ουσιαστικά, έτσι είναι τα πράγματα. «Αν θέλεις να έχεις κοινωνική ζωή, πρέπει να παίζεις με τους κανόνες».
Και όταν ανέφερα πολύ, πολύ πλαγίως σε μερικούς από τους άντρες παραπονούμενους, ότι παλιά υπήρχαν κάποιοι μάλλον συνηθισμένοι λεκτικοί κι ακόμη και «σωματικοί» τρόποι για να απομακρύνουν τους ακραίους ανταγωνιστές από τη ζωή τους, με κοιτούσαν σαν να είχα έρθει από το διάστημα.
Με τον καιρό, ο φόβος να με «εγκαλέσουν»—για μια ανόητη ερώτηση ή για την διατύπωση ιδεολογικών θέσεων που έρχονται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες και ως επί το πλείστον πολιτικώς ορθές θέσεις σκέψεις— έγινε μια αρκετά απτή, αν και αόρατη, παρουσία στις τάξεις μου, νεκρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα των συζητήσεων.
Όλα αυτά, είτε το πιστεύετε είτε όχι, με φέρνουν πίσω στο θέμα των σκύλων.
Όπως προείπα, αγαπώ τα σκυλιά. Αλλά ποτέ δεν μπέρδεψα τις αλληλεπιδράσεις που έχω μαζί τους, με αυτές που διατηρώ με τους ανθρώπους, με την θαυμάσια ικανότητά τους (μας) για ειρωνεία, πνευματική διαύγεια, και έκφραση ενός πλήρους φάσματος τρυφερότητας και διαρκούς ανησυχίας και φροντίδας.
Τι θα γινόταν όμως, αν είχα νιώσει και εισπράξει αυτά τα πράγματα σε σταθερή βάση από άλλους ανθρώπους σπάνια, ή και ποτέ; Τι θα γινόταν αν μου έλεγαν ξανά και ξανά, με ανεπαίσθητους και έντονους τρόπους, ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ως επί το πλείστον ένας ανταγωνισμός μηδενικού αθροίσματος με έπαθλο τα όλο και πιο σπάνια υλικά αγαθά και την όλο και πιο σπάνια καλή φήμη;
Σε αυτό το πλαίσιο, η άνευ όρων και πάντα δεκτική αφοσίωση ενός σκύλου μπορεί να μοιάζει εξαιρετικά καλή.
Γιατί να ασχολείσαι με ανθρώπους που ξέρεις ότι θα σε βλάψουν, και με τους οποίους είναι σίγουρο ότι θα έχεις κάθε είδους παρεξηγήσεις, όταν μπορείς να διοχετεύσεις την ενέργειά σου προς την πολύ πιο ανέφελη αφοσίωση ενός σκύλου;
Αυτό που, φυσικά, χάνεται σε αυτή τη μέθοδο αντιμετώπισης είναι η ανάπτυξη των διαπροσωπικών δεξιοτήτων που απαιτούνται για την ανάπτυξη της πλήρους συναισθηματικής ωριμότητας και για τη λειτουργία μας ως αληθινοί πολίτες σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Η νεοφυής βιομηχανία παραπληροφόρησης θέλει να μας πει ότι η αλήθεια είναι ένα προϊόν που μπορεί, και πρέπει, να φτάνει στη ζωή μας πλήρως διαμορφωμένο, σαν ένα ώριμο μήλο σε ένα δέντρο του Οκτωβρίου στο Κονέκτικατ. Το κλειδί, θα ήθελαν να πιστέψουμε, είναι απλώς να φροντίσουμε να βρούμε το δρόμο μας μόνο προς το «καλύτερο» περιβόλι, το οποίο φυσικά είναι αυτό στο οποίο οι «καλύτεροι» άνθρωποι έχουν δώσει τις «καλύτερες» αξιολογήσεις στο διαδίκτυο.
Αλλά, φυσικά, οι αρχαίοι Έλληνες, και οι περισσότεροι που ακολούθησαν μετά το πέρασμά τους στη δυτική μας παράδοση, γνώριζαν ότι αυτή η άποψη για την απόκτηση γνώσης ήταν μια ανοησία. Γνώριζαν ότι οι αλήθειες που σχετίζονται με πολύπλοκα, πολυπαραγοντικά φαινόμενα σπάνια καταφτάνουν σε προσεγμένες, μικρές συσκευασίες, και ότι το καλύτερο που μπορούμε συνήθως να κάνουμε είναι να αναπτύξουμε προσεγγίσεις της ουσίας τους, μέσα από έντονους και ειλικρινείς διαπροσωπικούς διαλόγους.
Πείτε με απλοϊκό, αλλά πιστεύω ότι η τρέχουσα εμμονή της κουλτούρας μας με τις υποτιθέμενες «ανθρώπινες» ιδιότητες του σκύλου, έχει να κάνει πολύ με τη γενικευμένη μας υποχώρηση από τις δυσκολίες της εύρεσης οικειότητας που να διαρκεί και σοφίας —και του θεμελιώδους κλειδιού και για τα δύο, του διαλόγου— με τους πάντοτε πολύπλοκους ανθρώπους γύρω μας. Και πιστεύω, επίσης, ότι αυτή η εκτεταμένη υποχώρηση από αυτό που η Sara Schulman αποκαλεί «κανονιστική σύγκρουση» είχε τρομερή σχέση με την ενεργοποίηση των επιθέσεων στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία που διαπράχθηκαν στο όνομα του περιορισμού του κορωνοϊού.
Επειδή—και θα το επαναλάβω ξανά για να μην παρεξηγηθώ—αγαπώ τα σκυλιά, νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω μερικά από αυτά που πιθανότατα σήμαινε για εκείνον ο σκύλος-σύντροφος του φύλακα του Fenway Park κατά τη διάρκεια των επίπονων ωρών που περνούσε στο στάδιο. Και καταλαβαίνω την απήχηση που μπορεί να έχει για μεγάλο μέρος του πλήθους η τιμή σε έναν σκύλο.
Αλλά αν ήμουν ο τελετάρχης των Red Sox, μάλλον θα έτεινα περισσότερο σε μια στιγμή σιωπής, για παράδειγμα, για εκείνους που πέθαναν από παρενέργειες των εμβολίων, που έχασαν τη δουλειά τους λόγω των μέτρων, ή που αναγκάστηκαν να περάσουν τις τελευταίες τους στιγμές σε αυτό τον κόσμο μόνοι, αποχωρισμένοι με το ζόρι από εκείνους που, μέσα από την δημιουργία και τη διατήρηση αγαπητικών, και ναι, πιθανότατα όχι και τόσο αγαπητικών διαλόγων, έφεραν αληθινό νόημα στη ζωή τους.