Η βιογραφική ταινία για τον Φρέντυ Μέρκιουρι αποδεικνύει ότι το εμπόριο μπορεί να είναι φίλος της τέχνης. Πάντα έτσι ήταν, αλλά μόλις τώρα αρχίζουμε να συμβιβαζόμαστε πλήρως με το τι σημαίνει αυτό για τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα, γενικά
Το αντίθετο ισχύει. Η αποτυχία των περισσότερων ταινιών με επίκεντρο έναν μουσικό είναι ότι δεν εμφανίζουν αρκετά πράγματα για την ίδια την τέχνη του. Σκέφτομαι το Immortal Beloved (1994). Αν θέλατε να δείτε μια ταινία για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ως μουσικό, δεν θα επιλέγατε αυτή. Θα νόμιζε κανείς ότι το πραγματικό του πάθος δεν ήταν η τέχνη του, αλλά κάποια μυστική, ανολοκλήρωτη αγάπη. Ακόμη και το Amadeus, αν και καλύτερο από τις περισσότερες παρόμοιες προσπάθειες, ήταν απογοητευτικό από αυτή την άποψη.
Μπορεί να είναι δύσκολο να βρεις ηθοποιούς που μπορούν να προσφέρουν μια συναρπαστική αναπαράσταση του μουσικού μεγαλείου. Αλλά το να θάβουμε την ιστορία της τέχνης στη λάσπη της προσωπικής εκκεντρικότητας δεν είναι κι ο καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε μια ιδιοφυΐα. Το Bohemian Rhapsody είναι κυρίως μια ταινία για έναν καταπληκτικό τραγουδιστή και μια δημιουργική διαδικασία που συγκλόνισε τον κόσμο της ποπ στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 και μας άφησε εμβληματικά τραγούδια που άλλαξαν τα πάντα στη μουσική. Η ταινία παρουσιάζει τη δημιουργική διαδικασία εδώ ρεαλιστικά και με συναρπαστικό δράμα.
Εμπόριο και Τέχνη
Κάτι ακόμα καλύτερο, αυτή η ταινία περιέχει ένα δίδαγμα που αφορά τη δημιουργία μεγάλης τέχνης σε μια εμπορική κοινωνία. Οι Queen ανταμείφθηκαν με κάθε τρόπο για τη δημιουργία μουσικής που λάτρεψαν οι άνθρωποι. Ναι, το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για πολλούς κορυφαίους καλλιτέχνες της ποπ σήμερα. Ίσως αυτό να μην ακούγεται σαν μια ριζοσπαστική πρόταση, αλλά υπάρχει μια τάση στους μουσικούς κύκλους υψηλού επιπέδου να πιστεύουν ότι η ποιότητα και η δημοτικότητα είναι μηχανιστικά αντίθετες μεταξύ τους.
Αν γίνεσαι διάσημος και πλούσιος, πρέπει να έχεις «ξεπουληθεί». Αν δανειστείς ποπ μοτίβα για να τα εντάξεις σε σοβαρή μουσική, έχεις συμβιβάσει την τέχνη σου. Η τάση να πιστεύουμε ότι πρέπει να υπάρχει ένα ψηλό τείχος μεταξύ της καλλιτεχνικής ακεραιότητας και της εμπορικής επιτυχίας εκτείνεται πολύ πίσω στην ιστορία και εξακολουθεί να μας στοιχειώνει.
Στα 16 μου, ήμουν σίγουρος ότι θα γινόμουν επαγγελματίας μουσικός για όλη μου τη ζωή, οπότε άρχισα να συχνάζω στη σχολή μουσικής, για όσο ελεύθερο χρόνο είχα. Άρχισα να παρατηρώ ένα συγκεκριμένο ήθος ζωντανό σε αυτούς τους κύκλους. Δεν συμπαθούσαν το κοινό. Δεν τους άρεσαν οι πελάτες. Έβλεπαν κάθε απαίτηση να αξιοποιηθεί η τέχνη τους για να ικανοποιήσει τα λαϊκά γούστα σαν μια τρομερή επιβολή. Ήθελαν να εξαιρούνται από τις εν λειτουργία οικονομικές δυνάμεις. Μετά βίας τα άντεχα όλα αυτά, έτσι άλλαξα τα πλάνα της ζωής μου και, ως αντίδραση, προσανατολίστηκα σε έναν τομέα που χαιρόταν την εμπορική ζωή: στην οικονομία.
Θρησκευτική και κοσμική μουσική
Η αντίληψη ότι το εμπόριο και η τέχνη δεν συμβιβάζονται δημιούργησε μια διαβόητη περίπτωση τον 16ο αιώνα. Ο Ορλάντο ντι Λάσο ήταν ένας πολύ αγαπητός συνθέτης της πολυφωνικής μουσικής της Καθολικής Εκκλησίας. Πολλές από τις συμφωνίες και τα μοτέτα του έγιναν το τυπικό ρεπερτόριο των παραστάσεων σε καθεδρικούς ναούς σε όλη την Ευρώπη. Η τάξη των κληρικών χαιρόταν με τον ευσεβή ήχο και την ποιότητα της εμπνευσμένης προσευχής και του ψυχικού στοχασμού τους.
Στη συνέχεια, μια μέρα, κάποιος παρατήρησε μια ορισμένη εξοικείωση με μερικές από τις μελωδικές δομές. Σίγουρα, ήταν πανομοιότυπα με κάποια λαϊκή μουσική που ήταν δημοφιλής στο λιγότερο πνευματικό πλήθος. Κάποιοι ήταν τραγούδια που συνόδευαν το πιοτό. Κάποιοι είχαν κακούς στίχους. Το έργο του «Missa Entre vous Filles» βασίστηκε σε μελωδίες οι οποίες περιελάμβαναν στίχους που δεν μπορούν να αναφερθούν εδώ. Ακολούθησε πανικός και οι συνθέσεις του ντι Λάσο σύντομα απαγορεύτηκαν.
Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο σε μια εποχή της πίστης. Υπήρχε η αντίληψη ότι η μουσική που συντίθεται για έναν σκοπό υψηλού επιπέδου δεν θα μπορούσε ποτέ να κηλιδωθεί από μουσικές φόρμες προερχόμενες από την κοσμική ζωή. Δύο αιώνες αργότερα, με την άνοδο της εμπορικής κουλτούρας, αυξήθηκαν οι ευκαιρίες των συνθετών να βασίζονται στις πωλήσεις των εισιτηρίων και στις πωλήσεις παρτιτούρων. Δεν ήταν πλέον η πατρωνία η μόνη επιλογή.
Αλλά ακόμη και εδώ, παρέμενε η αντίληψη ότι το εμπόριο θα στιγμάτιζε τη σοβαρή μουσική. Και επέμεινε παρά όλα τα δεδομένα. Ο Handel μετακόμισε από τη Γερμανία στην Ιταλία στην Αγγλία κυνηγώντας εμπορικές ευκαιρίες. Ξαναχρησιμοποίησε μοτίβα από την ιταλική λειτουργική μουσική του για τα αγγλικά ορατόριά του. Και τα θέματα των ορατόριων του τελικά επικεντρώθηκαν σε ιστορίες από τις εβραϊκές γραφές, ακριβώς επειδή αυτές οι ιστορίες γνώριζαν λαϊκή επιτυχία στην Αγγλία του 18ου αιώνα.
Μερικοί άνθρωποι μπορεί να φαντάζονται ότι κάποιος σαν τον Μπαχ θα ήταν απαλλαγμένος από τέτοιες «άθλιες» εμπορικές συναλλαγές, όμως οι εκατοντάδες καντάτες του γράφτηκαν ως επαγγελματική υποχρέωση έναντι μισθού. Τα διάσημα κονσέρτα του Βραδεμβούργου συντέθηκαν ως έργα επίδειξης όταν αναζητούσε μια νέα συναυλία. Και όπως συνέβη και με μεταγενέστερους συνθέτες σαν τον Johannes Brahms, πλήρωνε τους λογαριασμούς του περισσότερο μέσω των παραστάσεών του, παρά μέσω της διδασκαλίας του. Άλλοι συνθέτες όπως ο Gioacchino Rossini και ο Giuseppe Verdi γνώρισαν φοβερή λαϊκή επιτυχία, ενώ ο Richard Wagner έγινε αντικείμενο προσωπικής λατρείας.
Λάβετε υπόψη ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν από την εμφάνιση των πνευματικών δικαιωμάτων μουσικής. Ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Μπραμς και ο Μπετόβεν πέτυχαν όλοι κάποιον βαθμό εμπορικής επιτυχίας χωρίς να χρησιμοποιήσουν το νόμο για να διατηρήσουν τα αποκλειστικά δικαιώματα. Βασίστηκαν στη διδασκαλία, στις συναυλίες και στο μάρκετινγκ της πρώτης ακρόασης των νέων συνθέσεών τους. Μόλις δημιουργήθηκαν τα καθολικά πνευματικά δικαιώματα με τη Σύμβαση της Βέρνης, υπήρξε μια νέα περιπλοκή: οι συνθέτες πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να δανειστούν από τους σύγχρονούς τους, από πηγές είτε χαμηλών είτε υψηλών προδιαγραφών. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν νέες μορφές «σοβαρής» μουσικής που έπαψαν εντελώς να συνδέονται με το κοινό (ποιος χαλαρώνει στο σπίτι του ακούγοντας 12τονες αλληλουχίες;).
Τώρα στους Queen
Οι Queen διακρίθηκαν επειδή επικεντρώθηκαν στη σύνδεσή τους με τους ακροατές μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, αλλά το συγκρότημα το πέτυχε αυτό όχι μέσω του μιμητισμού αλλά μέσω της καινοτομίας. Η ταινία αναδημιουργεί τη στιγμή που το συγκρότημα αποφασίζει απρόθυμα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στις μουσικές φόρμες της ντίσκο. Κανείς δεν ήταν πραγματικά χαρούμενος με την ιδέα, μέχρι που ο μπασίστας έβγαλε από μέσα του το ξεσηκωτικό (και προφανώς αιώνιο πλέον) riff της εισαγωγής του «Another One Bites the Dust». Πιθανώς η πλειοψηφία της ανθρωπότητας σήμερα μπορεί να αναγνωρίσει το τραγούδι μόνο από τον ρυθμό και το μοτίβο από τις τρεις νότες. Το μοτίβο χρησιμοποιείται ακόμη και στην εκμάθηση καρδιοαναπνευστικής ανάνηψης (CPR), έτσι ώστε οι άνθρωποι να ξέρουν πόσο γρήγορα να συμπιέζουν το στέρνο.
Όσο για το εμβληματικό τραγούδι της μπάντας, το εξαιρετικά περίεργο και εξαιρετικά δημοφιλές «Bohemian Rhapsody», το κομμάτι επαναπροσδιόρισε το τι θα μπορούσε να παιχτεί ευρέως στο ραδιόφωνο. Προκαλεί μια περίεργη σοβαρότητα με τα οπερατικά μοτίβα του, το τρομερό του κύριο μουσικό θέμα, και τις απίστευτα ομαλές μεταβάσεις από το ένα στυλ στο άλλο. Ο παραγωγός του συγκροτήματος είχε αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο να κυκλοφορήσει ως single, με βάση τις συμβάσεις της εποχής. Έκανε λάθος. Το τραγούδι θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα στην ιστορία της ποπ, σκαρφαλώνοντας μάλιστα στο νούμερο ένα, δύο φορές.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία πίσω από το τραγούδι και τις φιλοδοξίες του συγκροτήματος να συνδυάσουν πολλά μουσικά είδη. Παραμένει μια παραδειγματική διάψευση της ιδέας ότι υπάρχουν ψηλά τείχη που χωρίζουν τη σοβαρή τέχνη από την εμπορική επιτυχία. Η εντύπωσή μου είναι ότι αυτά τα τείχη σήμερα δεν είναι τόσο ψηλά όσο πριν από αρκετές δεκαετίες. (Η αίθουσα συναυλιών Atlanta Symphony φιλοξενεί καλλιτέχνες της ποπ, λαϊκούς καλλιτέχνες, γνωστούς μουσικούς από όλα τα είδη, όλους την ίδια σεζόν που θα παρουσιάσει και την 7η Συμφωνία του Μάλερ, σε ένα ενθουσιώδες κοινό.)
Η υπέροχη ταινία που βασίζεται στη ζωή του Φρέντυ Μέρκιουρι και της μπάντας του αποδεικνύει ότι το εμπόριο μπορεί να είναι και είναι φίλος της τέχνης. Πάντα έτσι ήταν, αλλά μόλις τώρα αρχίζουμε να συμβιβαζόμαστε πλήρως με το τι σημαίνει αυτό για τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα, γενικά.