Ο μηχανισμός που παρέσυρε πολλούς ακαδημαϊκούς, που δεν τρέφουν καμία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον πνευματικό μεταμοντερνισμό, ήταν αυτός: θεωρήθηκε ότι ζώντας κανείς την κανονική, καθημερινή του ζωή, έθετε σε κίνδυνο την ευημερία των γύρω του
Τι κοινό έχουν το απεριόριστο τύπωμα fiat (παραστατικού) χρήματος και το καθεστώς της κορωνοκρατίας; Προφανώς, το πρώτο είναι η προϋπόθεση για το δεύτερο: χωρίς τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να δημιουργούν αυθαίρετα χρήματα από το τίποτα, τα lockdown του κορωνοϊού δεν θα είχαν συμβεί, επειδή οι άνθρωποι θα ένιωθαν τις οικονομικές συνέπειες απευθείας στο πορτοφόλι τους. Αλλά ο παραλληλισμός είναι βαθύτερος όπως θα υποστηρίξω σε αυτό το κείμενο: το παραστατικό χρήμα προαναγγέλλει την πρώτη, οικονομική φάση αυτού που μπορεί να ονομαστεί «υπαρκτή μετανεωτερικότητα». Tο καθεστώς του κορωνοϊού εγκαινιάζει τη δεύτερη, ολοκληρωτική του φάση, που επηρεάζει όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής.
Η μετανεωτερικότητα είναι καταρχήν ένα πνευματικό ρεύμα που διαρρηγνύει τη σχέση του με τους πυλώνες της σύγχρονης εποχής. Μετά την οδυνηρή εμπειρία των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη τον 16ο και 17ο αιώνα, τόσο η σύγχρονη επιστήμη όσο και το σύγχρονο συνταγματικό κράτος εμφανίστηκαν ως απελευθερωμένα από την άσκηση της εξουσίας, επιβάλλοντας μια ιδιαίτερη άποψη για το τι πρέπει να είναι το κοινό καλό.
Στην επιστήμη, η εξουσία δεν παίζει κανένα ρόλο. κάποιος πρέπει να παρέχει στοιχεία και επιχειρήματα για τους ισχυρισμούς που κάνει, και αυτοί οι ισχυρισμοί υπόκεινται σε έλεγχο. Το σύγχρονο συνταγματικό κράτος απέχει από την εφαρμογή μιας άποψης για ένα δήθεν κοινό καλό, με επίκεντρο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου. Αυτά είναι αποκλειστικά δικαιώματα κατά της ανεπιθύμητης εξωτερικής παρέμβασης στον τρόπο ζωής κάποιου, υπό τον όρο ότι παραχωρεί το ίδιο δικαίωμα σε όλους τους άλλους.
Εδώ εμφανίζεται στο προσκήνιο η επιστήμη: κάθε ισχυρισμός περί κάποιας αρνητικής παράπλευρης συνέπειας που υποτίθεται ότι συνιστά μια ανεπιθύμητη παρέμβαση στον τρόπο ζωής κάποιου, οφείλει να βασίζεται σε γεγονότα που να είναι αντικειμενικά και προσβάσιμα σε όλους, σε αντίθεση με τα υποκειμενικά συναισθήματα ή τις απόψεις για το τι είναι καλό ή κακό.
Για να αναφέρουμε ένα κοινό παράδειγμα: το γεγονός μιας ισχυρής στατιστικής συσχέτισης μεταξύ της έκθεσης στον καπνό και του καρκίνου του πνεύμονα νομιμοποιεί τη ρύθμιση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, δεδομένης της κανονιστικής αρχής των δικαιωμάτων άμυνας κατά της πρόκλησης βλάβης. Επομένως, η επιστήμη και το κράτος δικαίου είναι οι δύο πυλώνες της σύγχρονης εποχής: η σύγχρονη κοινωνία διατηρεί την συνοχή της μόνο χάρη στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων, και στην αναγνώριση των αντικειμενικών γεγονότων που καθορίζονται από την επιστήμη και την κοινή λογική, αλλά όχι από οποιαδήποτε κοινή πεποίθηση περί ενός υποτιθέμενου συλλογικού αγαθού.
Ο μεταμοντερνισμός ως πνευματικό ρεύμα, αντίθετα, απορρίπτει τη χρήση του ορθού λόγου ως μέσου περιορισμού της άσκησης εξουσίας. Απορρίπτει τη λογική, σαν μια ακόμα μορφή εξαναγκασμού. Δεν υπάρχουν αντικειμενικά γεγονότα που μπορούν να ανακαλυφθούν χρησιμοποιώντας τη λογική, και δεν υπάρχουν δικαιώματα ελευθερίας που αφορούν κάθε άτομο λόγω του ότι είναι προικισμένο με λογική στη σκέψη και τη δράση. Ωστόσο, ο μεταμοντερνισμός δεν είναι ένας σχετικισμός στον οποίο ο καθένας ή κάθε ομάδα κατασκευάζει και ζει στη δική του πραγματικότητα.
Όπως το θέτει ο Michael Rectenwald στο « Social Justice and the Emergence of Covid Tyranny », «Χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, δεν υπάρχει εφετείο, εκτός από την εξουσία». Στο βιβλίο του Springtime for Snowflakes που δημοσιεύτηκε το 2018, ο Rectenwald, αναφερόμενος στην ανάπτυξη της κουλτούρας της εγρήγορσης και της ακύρωσης, διαγιγνώσκει τη μετάβαση στον «υπαρκτό μεταμοντερνισμό» (σελ. 114-117) που ισοδυναμεί με καθαρή τυραννία.
Πράγματι, ο παραλληλισμός είναι προφανής: ο σοσιαλισμός ως πνευματικό ρεύμα που ξεκίνησε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μετατράπηκε στον ολοκληρωτισμό του «πραγματικά υπαρκτού σοσιαλισμού» όταν οικοδομήθηκε πάνω του η πολιτική εξουσία. Με την ίδια λογική, ο μεταμοντερνισμός ως πνευματικό ρεύμα μετατρέπεται σε μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού όταν εφαρμόζεται στην πολιτική.
Χάρτινο χρήμα χωρίς μεταλλική βάση
Το 1971, ο Πρόεδρος Νίξον ανέστειλε τον ορισμό του δολαρίου ΗΠΑ κατά μια ορισμένη ποσότητα χρυσού (τότε το 1/35 της ουγγιάς). Το 2002, ο Willem Duisenberg, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, επαίνεσε το ευρώ ως το πρώτο νόμισμα στον κόσμο που δεν υποστηρίζεται από τίποτα.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο υπαρκτός μεταμοντερνισμός στα οικονομικά: η κατασκευή μιας πραγματικότητας με τη μορφή μιας αξίωσης για πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες (αγοραστική δύναμη του χρήματος) από το τίποτα, με τη μορφή της ακάλυπτης και επομένως δυνητικά απεριόριστης δημιουργίας χρήματος. Αυτή είναι μια μεταγεγραμμένη πραγματικότητα: δεν υπάρχουν γεγονότα που να καθορίζουν και επομένως να περιορίζουν αυτήν την πραγματικότητα. Αντίθετα, για όσο ένα νόμισμα συνδέεται με χρυσό, ασήμι ή ένα καλάθι αγαθών, η αγοραστική του δύναμη καθορίζεται από τα υλικά περιουσιακά στοιχεία στα οποία βασίζεται. Η διαθεσιμότητά τους είναι περιορισμένη. Δεν μπορούν να αυξηθούν με πολιτικές αποφάσεις.
Η πρόσδεση του δολαρίου με τον χρυσό στις ΗΠΑ κατέρρευσε το 1971, λόγω ενός κράτους που ήθελε να ικανοποιήσει όλο και περισσότερες απαιτήσεις ευημερίας στο εσωτερικό, χωρίς να δημιουργεί πλούτο (Johnson's "Great Society") και που επέβαλε αξιώσεις για εξουσία στο εξωτερικό και με στρατιωτικά μέσα (Πόλεμος του Βιετνάμ). Αντιμέτωπες με την επιλογή είτε να προσαρμόσουν αυτούς τους ισχυρισμούς στην πραγματικότητα, είτε να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας προκειμένου να προωθήσουν αυτούς τους ισχυρισμούς, οι ΗΠΑ και στη συνέχεια όλα τα άλλα κράτη επέλεξαν το δεύτερο. Τέλος, και η Ελβετία εγκατέλειψε κάθε μορφή σύνδεσης του νομίσματός της με τον χρυσό το 1999.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο υπαρκτός μεταμοντερνισμός, γιατί έρχεται σε ρήξη με το συνταγματικό κράτος: η αποστολή του τελευταίου είναι η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας έναντι της ανεπιθύμητης εξωτερικής παρέμβασης στην ελευθερία να καθορίζει ο ίδιος πώς θα κάνει τη ζωή του. Το κράτος πρόνοιας, αντίθετα, συγκρατείται παρέχοντας προνομιακά «δικαιώματα» σε κάθε είδους επιδόματα. Δηλαδή δικαιώματα σε παροχές που δεν προέρχονται από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου μεταξύ ιδιωτών για την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, τα δικαιώματα αυτά επιβάλλονται από την κρατική εξουσία. Η εκπλήρωσή τους τελικά εξαρτάται από το απεριόριστο τύπωμα παραστατικού (fiat) χρήματος. Ωστόσο, όσο αυτό περιορίζεται στο panem et circensis (άρτος και θεάματα) –το κράτος πρόνοιας και τα ανδρείκελά του στα μέσα ενημέρωσης– η παρέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα των ανθρώπων και στον τρόπο που ζουν τη ζωή τους είναι περιορισμένη. Δεν υπάρχει εδώ συλλογικό, κοινό καλό που να επιβάλλεται σε όλους.
Μεταμοντέρνος Ολοκληρωτισμός
Με το καθεστώς της κορωνοκρατίας, ο υπαρκτός μεταμοντερνισμός εισέρχεται στη δεύτερη, ολοκληρωτική του φάση: περιλαμβάνει πλέον όλες τις πτυχές της ζωής. Δεν έχει απομείνει ιδιωτικότητα: τα lockdown ρυθμίζουν τις κοινωνικές επαφές ακόμη και εντός του πυρήνα της οικογένειας. Ούτε καν το σώμα κάποιου δεν είναι πλέον ιδιοκτησία του: είναι στη διάθεση του κράτους, όπως φάνηκε με την εκστρατεία εμβολιασμού, με αποκορύφωμα τα υποχρεωτικά εμβόλια. Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι απαραίτητα ένα καθεστώς ωμής βίας. Η βία εμφανίζεται μόνο όταν ο πληθυσμός δεν πιστεύει πλέον το αφήγημα στο οποίο βασίζεται το καθεστώς.
Ο ολοκληρωτισμός χαρακτηρίζεται από την απεριόριστη ρύθμιση της ζωής των ανθρώπων από μια πολιτική εξουσία με καταναγκαστική εξουσία, στο όνομα ενός υποτιθέμενου κοινού καλού (βλέπε επίσης Mattias Desmet, «Η ψυχολογία του ολοκληρωτισμού»).
Μια πρώτη πτυχή που σηματοδοτεί το παρόν καθεστώς ως ειδικά μεταμοντέρνο είναι η κατασκευή μιας μεταγεγονοτικής (post factual) πραγματικότητας που επιβάλλεται σε όλους. Τα κύματα του κορωνοϊού είναι γεγονός. Αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η επιδημία αυτού του ιού είναι πιο επικίνδυνη από προηγούμενες επιδημίες, όπως η γρίπη του Χονγκ Κονγκ 1968-70 ή η ασιατική γρίπη 1957-58, που αντιμετωπίστηκαν μόνο με ιατρικά μέσα.
Αυτή η κατασκευή μιας μεταγεγονoτικής πραγματικότητας είναι επιπλέον μεταμοντέρνα στο ότι αντιστρέφει τη σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και κράτους: στη σύγχρονη εποχή, ήταν καθήκον του κράτους να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα. Στο μεταμοντέρνο καθεστώς, το κράτος παραχωρεί την ελευθερία ως προνόμιο του κομφορμισμού. Ο μηχανισμός που παρέσυρε πολλούς ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν έχουν καμία συμπάθεια με τον διανοητικό μεταμοντερνισμό είναι αυτός: θεωρήθηκε ότι ζώντας κανείς την κανονική, καθημερινή του ζωή, θέτει σε κίνδυνο την ευημερία των άλλων. Ότι κάθε μορφή σωματικής επαφής μπορεί να συμβάλει στην εξάπλωση του κορωνοϊού. Ότι κάθε δραστηριότητα έχει αντίκτυπο στο μη ανθρώπινο περιβάλλον, που μπορεί να συμβάλει στην, απειλητική για τη ζωή, κλιματική αλλαγή.
Το να παρουσιάζονται οι συνηθισμένοι, καθημερινοί τρόποι ζωής ωσάν να θέτουν σε κίνδυνο τους άλλους είναι αυτό που εξυπηρετεί η κατασκευή μιας κορωνοκρατίας καθώς και μιας κλιματικής κρίσης και ο φόβος και η υστερία που τροφοδοτούνται από αυτές τις κατασκευές. Η επιστήμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτό με τον ίδιο τρόπο όπως η θρησκεία στην προνεωτερική εποχή: με υπολογισμούς μοντέλων στους οποίους οι παράμετροι μπορούν να προσαρμοστούν αυθαίρετα, και οποιαδήποτε εκδοχή σεναρίων καταστροφής μπορεί να γίνει υλικό προπαγάνδας. Η κυριαρχία των μοντέλων έναντι των αποδείξεων ταιριάζει απόλυτα με τη μεταγεγονοτική κατασκευή της πραγματικότητας στον υπαρκτό μεταμοντερνισμό.
Στη συνέχεια, κάποιος απελευθερώνεται από τη γενική υποψία ότι βλάπτει τους άλλους μέσω της καθημερινής του ζωής, μόνο αποκτώντας ένα κοινωνικό πάσο –όπως το διαβατήριο εμβολιασμού ή μια άλλη μορφή πιστοποιητικού– με το οποίο δείχνει τη συμμόρφωσή του με το καθεστώς. Ο αδειοδοτημένος άνθρωπος αντικαθιστά έτσι τον υπεύθυνο πολίτη. Οι ανταμοιβές για τη συμμόρφωση αντικαθιστούν τα βασικά δικαιώματα.
Για να καλυφθεί η αυθαιρεσία αυτών των διαταγών, δημιουργείται μια θρησκευτική λατρεία: η χρήση μάσκας, η δημόσια αποκάλυψη του εμβολιαστικού στάτους με την παρουσίαση του δελτίου υγείας σε, λίγο πολύ, οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση κ.λπ. έχουν αποκτήσει πλέον την ιδιότητα των συμβόλων μιας θρησκευτικής πίστης. Πιο συγκεκριμένα, δεν πρόκειται για κάποια σεβαστή θρησκεία, αλλά για μια απόλυτη δεισιδαιμονία, με μια αβάσιμη πίστη σε μαγικές δυνάμεις, όπως οι μαγικές δυνάμεις της χρήσης μάσκας στον γενικό πληθυσμό και οι ιατρικές θεραπείες που πωλούνται ως εμβολιασμοί για την αποβολή του σατανικού ιού.
Αυτό είναι ένα είδος σύγχρονης άφεσης αμαρτιών, μέσω της οποίας κάποιος εξαγνίζει τον εαυτό του από την υποψία ότι βλάπτει τους γύρω του όταν ασχολείται με τις καθημερινές του δραστηριότητες. Το να ζητάμε στοιχεία για την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων αντιμετωπίζεται με ηθική καταδίκη αντί για ορθολογική συζήτηση, με τον ίδιο τρόπο που εξοστρακίζονταν σε παλαιότερες εποχές οι θρησκευτικά αγνωστικιστές. Εν ολίγοις, μια θρησκευτική, στην πραγματικότητα δεισιδαιμονική, λατρεία επιστρέφει σαν μια μορφή κοινωνικής συνοχής που ελέγχεται από μια κεντρική πολιτική εξουσία και νομιμοποιείται μέσω προσχηματικών, ψευδο-επιστημονικών ευρημάτων.
Η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ του σημερινού μεταμοντέρνου ολοκληρωτισμού και των προηγούμενων ολοκληρωτισμών είναι η εξής: το μεγάλο αφήγημα ενός απόλυτου αγαθού –της αταξικής κοινωνίας ως απώτερου στόχου της ιστορίας στον κομμουνισμό, της φυλετικά καθαρής κοινωνίας στον εθνικοσοσιαλισμό– αντικαθίσταται από πολλά μικρά αφηγήματα αποσπασματικών αγαθών, όπως η προστασία της υγείας, η προστασία του κλίματος κ.λπ.
Καθένα από αυτά τα αφηγήματα, όταν είναι κυρίαρχο, συνεπάγεται τόσο τον γενικευμένο κοινωνικό έλεγχο όσο τον συνεπάγονταν και οι μεγάλες αφηγήσεις κάποτε. Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος του υπαρκτού μεταμοντερνισμού: όταν ένα τέτοιο αφήγημα καταρρέει –όπως το αφήγημα του κορωνοϊού επί του παρόντος– δεν σηματοδοτεί το τέλος του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Μπορεί κανείς εύκολα να μεταβεί από το ένα μικρό αφήγημα στο επόμενο – από την κορωνοϊάδα στο κλίμα, κι από εκεί σε διάφορα είδη «κοινωνικής δικαιοσύνης» κ.λπ. – προκειμένου να διατηρήσει το καθεστώς ενός ολοκληρωτικού κοινωνικού ελέγχου.
Ο μεταμοντέρνος ολοκληρωτισμός δεν είναι ένας ειδικά τεχνοκρατικός ολοκληρωτισμός. Κάθε ολοκληρωτισμός εξαρτάται από τα τεχνολογικά μέσα που είναι διαθέσιμα την εποχή του για να εγκαταστήσει το καθεστώς του απόλυτου κοινωνικού ελέγχου. Δεν υπάρχει ολοκληρωτισμός χωρίς ιδεολογία, υποτιθέμενη επιστήμη που να υποστηρίζει αυτή την ιδεολογία, και μια δεισιδαιμονική λατρεία. Σε κάθε ολοκληρωτισμό, όλα αυτά τα μέσα χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία ενός «νέου ανθρώπου». Στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για έναν μετασχηματισμό της ανθρώπινης φύσης, έτσι ώστε τα ανθρώπινα όντα να μην μολύνουν πλέον ο ένας τον άλλον με ιούς, να μην καταναλώνουν πλέον ενέργεια με τρόπο που να μολύνει το περιβάλλον κ.λπ.
Το Μέλλον της Ελευθερίας
Εάν αυτή η διάγνωση είναι σωστή, είναι σημαντική, αλλά όχι αρκετή για να απομυθοποιηθεί το αφήγημα του κορωνοϊού, το αφήγημα για το κλίμα, κ.λπ. Πρέπει να εξαλειφθεί ο πραγματικά υπαρκτός μεταμοντερνισμός στη ρίζα του. Αυτό σημαίνει επιστροφή στα θεμέλια της νεωτερικότητας: το κράτος δικαίου συνίσταται στην επιβολή της «αρνητικής» ελευθερίας, δηλαδή στη μη παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επιλέγουν να ζήσουν τη ζωή τους. Κάθε φορά που κάποιος διευρύνει τον ρόλο του κράτους για την προώθηση οποιουδήποτε είδους «δικαιωμάτων» στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» ή ενός υποτιθέμενου κοινού καλού, δεν υπάρχει πλέον όριο στη ρύθμιση της ζωής των ανθρώπων.
Τότε αναπόφευκτα ακολουθεί κανείς τον δρόμο προς τη δουλεία, για να χρησιμοποιήσουμε την φράση του Χάγιεκ. Αυτό έγινε ξανά εμφανές με τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη και η πολιτική της κορωνοκρατίας και του κλίματος εισάγουν μια νέα, ειδικά μεταμοντέρνα, μορφή ολοκληρωτικού κοινωνικού ελέγχου (βλ. επίσης Phillipp Bagus et al., «Covid-19 and the policy economy of mass hysteria»)
Για άλλη μια φορά, χρειαζόμαστε το θάρρος να χρησιμοποιήσουμε τη λογική ως μέσο για τον περιορισμό της εξουσίας. Η συγκέντρωση της εξουσίας είναι από μόνη της κάτι κακό. Οδηγεί στην κατάχρησή της. Είναι μια ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα καλοκάγαθο κράτος, προικισμένο με μια καταναγκαστική εξουσία που θα μπορούσε να ρυθμίσει την κοινωνία με την έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης» μέσω της αναδιανομής του πλούτου (το κράτος πρόνοιας με την εξάρτησή του από το παραστατικό χρήμα) ή, ακόμη χειρότερα, με την επιβολή ενός «κοινό καλού», μέσω της ρύθμισης της ζωής των ανθρώπων. Ο δρόμος της επιστροφής στην ελευθερία είναι να απελευθερωθούμε από αυτή την ψευδαίσθηση.
Στο δοκίμιό του «Απαντώντας στην ερώτηση: Τι είναι ο Διαφωτισμός;» (1784), ο Immanuel Kant ορίζει τη φώτιση ως «την έξοδο του ανθρώπου από την αυτοεπιβληθείσα ανωριμότητα του». Αν κάποιος αντικαταστήσει τη «θρησκεία» με την «επιστήμη» και τους «φύλακες» με τους «ειδικούς» σε αυτό το δοκίμιο, τότε προσφέρει μια κατάλληλη εικόνα της σημερινής κατάστασης.
Σύμφωνα με τον Καντ, η δημόσια χρήση της λογικής πρέπει να είναι ελεύθερη ανά πάσα στιγμή και κάτω από όλες τις συνθήκες, για να καταστεί δυνατή η διαφώτιση. Ως εκ τούτου, είναι υψίστης σημασίας να καταπολεμήσουμε την κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture). Οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι θα πρέπει να εκπληρώσουν τις ευθύνες τους απέναντι στους πολίτες, που τους χρηματοδοτούν μέσω των φόρων τους, στη δημόσια χρήση της λογικής, αντί να μπαίνουν σε μια αυτοεπιβαλλόμενη λογοκρισία και να αφήνουν τους πολιτικούς και τα φερέφωνά τους στα ΜΜΕ να υπαγορεύουν τι μπορεί να πει κανείς και τι όχι.
«Να έχετε το θάρρος να χρησιμοποιείτε τον δικό σας νου!» είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού κατά τον Καντ. Αν αρκετοί άνθρωποι βρουν ξανά αυτό το θάρρος, θα επιστρέψουμε στον δρόμο που οδηγεί στην ειρηνική συνύπαρξη, στην τεχνολογική και οικονομική πρόοδο, και μαζί μ' αυτά σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής και σε περισσότερες ευκαιρίες για την ανάπτυξη μιας αυτόνομης ζωής, για όλους: αυτή είναι η οδός της επιστήμης που βασίζεται σε γεγονότα και ενός συνταγματικού κράτους, που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ατόμου ξεχωριστά.