06 Σεπτεμβρίου, 2022

Ludwig von Mises: Οι οικονομικές αιτίες των πολέμων

Οι πόλεμοι του 20ού αιώνα ήταν, σίγουρα, οικονομικοί πόλεμοι. Όμως δεν προκλήθηκαν από τον καπιταλισμό, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι σοσιαλιστές. Άλλωστε, σ' έναν κόσμο ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερων επιχειρήσεων δεν υπάρχουν οικονομικές αιτίες για μια ένοπλη επίθεση. Είναι πόλεμοι που προκλήθηκαν από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις στην Σοβιετική Ένωση, την Γερμανία και την Ιταλία, που στόχευαν στην πλήρη πολιτική και οικονομική παντοδυναμία, και υποστηρίχθηκαν από τις παραπλανημένες μάζες αυτών των χωρών 

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 11 Αυγούστου 2022 από το Mises Institute. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μέρος μιας διάλεξης του Ludwig von Mises που δόθηκε στην κομητεία Όραντζ της Καλιφόρνια τον Οκτώβριο του 1944. Δημοσιεύτηκε αρχικά από το Ίδρυμα Οικονομικής Εκπαίδευσης το 2004. Χρόνος ανάγνωσης 12'. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής. 


Ο πόλεμος είναι ένας πρωτόγονος ανθρώπινος θεσμός. Από αμνημονεύτων χρόνων, οι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, να σκοτώσουν και να ληστέψουν ο ένας τον άλλον. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτού του γεγονότος δεν συνεπάγεται ότι ο πόλεμος είναι μια απαραίτητη μορφή διαπροσωπικών σχέσεων και ότι οι προσπάθειες για την κατάργηση του πολέμου είναι ενάντια στη φύση, και επομένως καταδικασμένες σε αποτυχία.

Μπορούμε, για χάρη της συζήτησης, να δεχτούμε τη μιλιταριστική θέση ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με ένα έμφυτο ένστικτο να πολεμά και να καταστρέφει. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου δεν είναι αυτά τα ένστικτα και οι πρωτόγονες παρορμήσεις. Η υπεροχή του ανθρώπου έγκειται στη λογική του και στην ικανότητα να σκέφτεται, η οποία τον διαφοροποιεί από όλα τα άλλα έμβια όντα. Και η λογική του ανθρώπου τον διδάσκει ότι η ειρηνική συνεργασία και η σύμπραξη στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας είναι πιο ωφέλιμος τρόπος ζωής από τη βίαιη διαμάχη.

Δεν θέλω να ασχοληθώ με την ιστορία του πολέμου. Αρκεί να αναφέρω ότι τον 18ο αιώνα, στις παραμονές του σύγχρονου καπιταλισμού, η φύση του πολέμου ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που ήταν στην εποχή της βαρβαρότητας. Οι άνθρωποι δεν πολεμούσαν πλέον ο ένας τον άλλον με σκοπό να εξοντώσουν ή να υποδουλώσουν τον ηττημένο. Οι πόλεμοι αποτελούσαν εργαλείο των πολιτικών ηγετών και διεξάγονταν με συγκριτικά μικρούς στρατούς επαγγελματιών στρατιωτών, που αποτελούνταν κυρίως από μισθοφόρους. Ο στόχος του πολέμου ήταν να καθοριστεί το ποια δυναστεία θα κυβερνούσε μια χώρα ή μια επαρχία. Οι μεγαλύτεροι ευρωπαϊκοί πόλεμοι του 18ου αιώνα ήταν πόλεμοι βασιλικής διαδοχής, όπως για παράδειγμα οι πόλεμοι της ισπανικής, της πολωνικής, της αυστριακής και, τέλος, της βαυαρικής διαδοχής. Οι απλοί άνθρωποι ήταν, λίγο πολύ, αδιάφοροι για την έκβαση αυτών των συγκρούσεων. Δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα το ερώτημα αν ο πρίγκιπας που τους κυβερνούσε ήταν Αψβούργος ή Βουρβόνος.

Ωστόσο, αυτοί οι συνεχείς αγώνες επιβάρυναν την ανθρωπότητα με ένα βαρύ φορτίο. Αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο στις προσπάθειες για μεγαλύτερη ευημερία. Ως αποτέλεσμα, οι φιλόσοφοι και οι οικονομολόγοι της εποχής έστρεψαν την προσοχή τους στη μελέτη των αιτιών του πολέμου. Το αποτέλεσμα της έρευνάς τους ήταν το εξής:

Στο πλαίσιο ενός συστήματος ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ελεύθερης επιχειρηματικότητας, με μοναδική λειτουργία του κράτους την προστασία των ατόμων από βίαιες ή δόλιες επιθέσεις κατά της ζωής, της υγείας ή της περιουσίας τους, είναι αδιάφορο για τους πολίτες οποιουδήποτε έθνους πού είναι τα σύνορα της χώρας τους. Δεν ενδιαφέρει κανέναν αν η χώρα του είναι μεγάλη ή μικρή, και αν κατακτά μια επαρχία ή όχι. Οι μεμονωμένοι πολίτες δεν αποκομίζουν κανένα κέρδος από την κατάκτηση μιας περιοχής.

Είναι διαφορετικό ζήτημα, ωστόσο, για τους πρίγκιπες ή τις άρχουσες αριστοκρατίες. Μπορούν να αυξήσουν τη δύναμή τους και τα φορολογικά τους έσοδα επεκτείνοντας το μέγεθος των βασιλείων τους. Μπορούν να επωφεληθούν από τις κατακτήσεις. Είναι φιλοπόλεμοι, ενώ οι πολίτες αγαπούν την ειρήνη.

Ως εκ τούτου, κατέληξαν οι παλιοί φιλελεύθεροι, δεν θα υπήρχαν πια πόλεμοι υπό ένα σύστημα οικονομικού laissez faire και λαϊκής διακυβέρνησης. Οι πόλεμοι θα ήταν παρωχημένοι, επειδή οι αιτίες του πολέμου θα εξαφανίζονταν. Δεδομένου ότι αυτοί οι κλασικοί φιλελεύθεροι του 18ου και 19ου αιώνα ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την πορεία προς την οικονομική ελευθερία και την πολιτική δημοκρατία, ήταν βέβαιοι ότι η ανθρωπότητα βρισκόταν στις παραμονές μιας εποχής αδιατάρακτης ειρήνης.

Αυτό που χρειαζόταν για να γίνει ο κόσμος ασφαλής για την ειρήνη, υποστήριζαν, ήταν η εφαρμογή της οικονομικής ελευθερίας, του ελεύθερου εμπορίου και της καλής θέλησης μεταξύ των εθνών, καθώς και της λαϊκής διακυβέρνησης. Θέλω να τονίσω τη σημασία και των δύο αυτών προϋποθέσεων: του ελεύθερου εμπορίου στο εσωτερικό και στις διεθνείς σχέσεις, και της δημοκρατίας. Το μοιραίο λάθος της εποχής μας συνίσταται στο γεγονός ότι εγκατέλειψε την πρώτη από αυτές τις απαιτήσεις, δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο, και έδωσε έμφαση μόνο στη δεύτερη, την πολιτική δημοκρατία. Με τον τρόπο αυτό, οι άνθρωποι αγνόησαν το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να διατηρηθεί μόνιμα όταν δεν υπάρχουν ελεύθερη επιχειρηματικότητα, ελεύθερο εμπόριο και οικονομική ελευθερία.

Ο πρόεδρος Woodrow Wilson ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτό που χρειαζόταν για να γίνει ο κόσμος ασφαλής για την ειρήνη, ήταν να γίνει «ασφαλής για τη δημοκρατία». Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πίστευαν ότι αν απλά ο γερμανικός βασιλικός οίκος των Hohenzollern και η προνομιούχα γερμανική αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, οι Junkers, μπορούσαν να απομακρυνθούν από την εξουσία, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια διαρκής ειρήνη. Αυτό που δεν είδε ο πρόεδρος Wilson ήταν ότι σε έναν κόσμο αυξανόμενης κρατικής παντοδυναμίας αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Σε έναν τέτοιο κόσμο αυξανόμενης κυβερνητικής ισχύος, υπάρχουν οικονομικά αίτια πολέμου.


Επωφελείται ο πολίτης από τις πολεμικές κατακτήσεις;

Ο επιφανής Βρετανός ειρηνιστής, Sir Norman Angell, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ότι ο μεμονωμένος πολίτης δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα κέρδος από την κατάκτηση μιας επαρχίας από το ίδιο του το έθνος. Κανένας Γερμανός πολίτης, λέει ο Sir Norman, δεν επωφελήθηκε από την προσάρτηση της Αλσατίας-Λωρραίνης από το έθνος του, ως αποτέλεσμα του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870-1871. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Αλλά αυτό ίσχυε στις ημέρες του κλασικού φιλελευθερισμού και της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Στην σημερινή εποχή των κυβερνητικών παρεμβάσεων στις επιχειρήσεις, τα πράγματα είναι αλλιώς.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Οι κυβερνήσεις των χωρών που παράγουν καουτσούκ έχουν συνάψει συμφωνία καρτέλ προκειμένου να μονοπωλήσουν την αγορά φυσικού καουτσούκ. Εξανάγκασαν τους καλλιεργητές να περιορίσουν την παραγωγή, προκειμένου να αυξήσουν την τιμή του καουτσούκ πολύ πάνω από το επίπεδο που θα είχε επιτευχθεί σε μια ελεύθερη αγορά. Αυτή δεν είναι μια εξαίρεση. Πολλά ζωτικά και βασικά τρόφιμα και πρώτες ύλες έχουν υποστεί παρόμοιες πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Επέβαλαν υποχρεωτικά καρτέλ σε πολυάριθμες βιομηχανίες, με αποτέλεσμα ο έλεγχός τους να μετατοπιστεί από τους ιδιώτες επιχειρηματίες στα χέρια της κυβέρνησης. Ορισμένα από αυτά τα συστήματα, είναι αλήθεια, έχουν αποτύχει. Όμως οι ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους. Είναι πρόθυμες να βελτιώσουν τις μεθόδους που εφάρμοσαν και είναι βέβαιες ότι θα είναι πιο επιτυχείς μετά τον παρόντα Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι μεμονωμένοι πολίτες δεν αποκομίζουν κανένα κέρδος από την κατάκτηση μιας περιοχής. [...] Ως εκ τούτου, κατέληξαν οι παλιοί φιλελεύθεροι, δεν θα υπήρχαν πια πόλεμοι υπό ένα σύστημα οικονομικού laissez faire και λαϊκής διακυβέρνησης.

Στις μέρες μας γίνεται πολύς λόγος για την αναγκαιότητα του διεθνούς σχεδιασμού. Ωστόσο, κανένας σχεδιασμός, είτε είναι εθνικός είτε διεθνής, δεν απαιτείται για να κάνει τους καλλιεργητές να καλλιεργήσουν καουτσούκ, καφέ και οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Ξεκινούν την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων επειδή είναι ο πιο συμφέρων τρόπος για να βγάλουν τα προς το ζην. Ο σχεδιασμός σε αυτό το πλαίσιο σημαίνει πάντα κυβερνητικές ενέργειες για τον περιορισμό της παραγωγής και τον καθορισμό μονοπωλιακών τιμών.

Υπό αυτές τις συνθήκες δεν ισχύει πλέον πως ένα έθνος δεν φαίνεται να αποκομίζει κάποιο απτό κέρδος από έναν νικηφόρο πόλεμο. Αν τα έθνη που εξαρτώνται από την εισαγωγή καουτσούκ, καφέ, κασσίτερου, κακάο και άλλων προϊόντων μπορούσαν να αναγκάσουν τις κυβερνήσεις των χωρών παραγωγής να εγκαταλείψουν τις μονοπωλιακές πρακτικές τους, θα βελτίωναν την οικονομική ευημερία των πολιτών τους.

Η αναφορά σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται η επιθετικότητα και η κατάκτηση. Αποδεικνύει μόνο πόσο εντελώς πλανημένοι είναι οι ειρηνιστές όπως ο Sir Norman Angell, οι οποίοι βασίζουν τα επιχειρήματά τους υπέρ της ειρήνης στην άρρητη υπόθεση ότι όλα τα έθνη εξακολουθούν να είναι προσηλωμένα στις αρχές της ελεύθερης επιχειρηματικότητας.

Ο Sir Norman Angell είναι μέλος του βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Το κόμμα αυτό υποστηρίζει την απόλυτη κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων. Αλλά τα μέλη του Εργατικού Κόμματος είναι πολύ ανόητα για να συνειδητοποιήσουν ποιες πρέπει να είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων.


H περίπτωση της Γερμανίας

Θέλω να εξηγήσω αυτές τις συνέπειες αναφερόμενος, πρώτα απ' όλα, στην κατάσταση στη Γερμανία.

Όπως όλα τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, η Γερμανία είναι φτωχή σε φυσικούς πόρους. Δεν μπορεί ούτε να θρέψει ούτε να ντύσει τον πληθυσμό της από τους δικούς της διαθέσιμους εγχώριους πόρους. Οι Γερμανοί πρέπει να εισάγουν τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών και τροφίμων και πρέπει να πληρώνουν για αυτές τις τόσο απαραίτητες εισαγωγές εξάγοντας βιομηχανικά προϊόντα, τα περισσότερα από τα οποία παράγονται από αυτές τις εισαγόμενες πρώτες ύλες. Στο πλαίσιο της ελεύθερης επιχειρηματικότητας, η Γερμανία προσαρμόστηκε λαμπρά σε αυτή την κατάσταση. Πριν από εξήντα ή εβδομήντα χρόνια, στις δεκαετίες του 1870 και 1880, η Γερμανία ήταν ένα από τα πιο ευημερούντα έθνη του κόσμου. Οι επιχειρηματίες της πέτυχαν εξαιρετικά καλά να δημιουργήσουν πολύ αποτελεσματικές μεταποιητικές μονάδες. Η βιομηχανία της Γερμανίας ήταν η πρώτη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα προϊόντα της σάρωναν θριαμβευτικά την παγκόσμια αγορά. Οι Γερμανοί -όλες οι τάξεις του γερμανικού πληθυσμού- ευημερούσαν ολοένα και πιο πολύ, από χρόνο σε χρόνο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αλλάξει η δομή των γερμανικών επιχειρήσεων.

Όμως στους περισσότερους Γερμανούς, ιδεολόγους και πολιτικούς συγγραφείς, στους διορισμένους από την κυβέρνηση καθηγητές, και στους ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων, καθώς και στους κυβερνητικούς γραφειοκράτες, δεν άρεσε το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Το απαξίωναν ως καπιταλιστικό, πλουτοκρατικό, αστικό, καθώς και ως δυτικό και εβραϊκό. Στηλίτευαν το γεγονός ότι το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας είχε ενσωματώσει τη Γερμανία στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Όλες αυτές οι ομάδες ανθρώπων και τα πολιτικά κόμματα ήθελαν να αντικαταστήσουν την ελεύθερη επιχειρηματικότητα με την κρατική διαχείριση των επιχειρήσεων. Ήθελαν να καταργήσουν το κίνητρο του κέρδους. Ήθελαν να κρατικοποιήσουν τις επιχειρήσεις και να τις υποτάξουν στις εντολές της κυβέρνησης. Αυτό είναι ένα σχετικά απλό πράγμα σε μια χώρα που σε γενικές γραμμές μπορεί να ζήσει με οικονομική αυτάρκεια. Η Ρωσία, που καταλαμβάνει το ένα έκτο της επιφάνειας της γης, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς σχεδόν καμία εισαγωγή από το εξωτερικό. Αλλά είναι διαφορετικά τα πράγματα με τη Γερμανία. Η Γερμανία δεν μπορεί να αποφύγει τις εισαγωγές και κατά συνέπεια πρέπει να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα. Αυτό ακριβώς δεν μπορεί ποτέ να το επιτύχει μια κρατική γραφειοκρατία. Οι γραφειοκράτες είναι σε θέση να ευδοκιμήσουν μόνο σε προστατευμένες εγχώριες αγορές. Δεν είναι ικανοί να ανταγωνιστούν στις ξένες αγορές.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στη ναζιστική Γερμανία σήμερα θέλουν το κράτος να ελέγχει τις επιχειρήσεις. Αλλά το γεγονός είναι ότι ο κρατικός έλεγχος των επιχειρήσεων και το εξωτερικό εμπόριο είναι ασυμβίβαστα. Μια σοσιαλιστική κοινοπολιτεία είναι αναγκασμένη να στοχεύει στην αυτάρκεια. Σε αυτό το σημείο μπαίνει στο προσκήνιο ο επιθετικός εθνικισμός -που κάποτε αναφερόταν ως παν-γερμανισμός και σήμερα ονομάζεται εθνικοσοσιαλισμός. Είμαστε ένα ισχυρό έθνος, λένε οι εθνικοσοσιαλιστές -είμαστε αρκετά ισχυροί για να συντρίψουμε όλα τα άλλα έθνη. Πρέπει να κατακτήσουμε όλες εκείνες τις χώρες των οποίων οι πόροι είναι απαραίτητοι για τη δική μας οικονομική ευημερία. Χρειαζόμαστε την αυτάρκεια και γι' αυτό πρέπει να πολεμήσουμε. Χρειαζόμαστε Lebensraum (ζωτικό χώρο) και Nahrungs freiheit (απελευθέρωση από μια ενδεχόμενη έλλειψη τροφίμων).

Και οι δύο όροι σημαίνουν το ίδιο πράγμα, την κατάκτηση μιας περιοχής τόσο μεγάλης και πλούσιας σε φυσικούς πόρους, ώστε οι Γερμανοί να μπορούν να ζήσουν χωρίς εξωτερικό εμπόριο με ένα βιοτικό επίπεδο όχι χαμηλότερο από αυτό οποιουδήποτε άλλου έθνους. Ο όρος Lebensraum είναι αρκετά γνωστός στο εξωτερικό. Αλλά ο όρος Nahrungs freiheit δεν είναι. Freiheit σημαίνει ελευθερία- Nahrungs freiheit σημαίνει ελευθερία από μια κατάσταση πραγμάτων υπό την οποία η Γερμανία πρέπει να εισάγει τρόφιμα. Είναι η μόνη «ελευθερία» που έχει σημασία στα μάτια των Ναζί.

Τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι ναζί συμφωνούν ότι η ουσία αυτού που εννοούν με τη λέξη δημοκρατία, η ουσία της ελευθερίας και τη λαϊκής διακυβέρνησης δηλαδή, έγκειται στην καθιέρωση του πλήρους κρατικού ελέγχου των επιχειρήσεων. Το αν κάποιος αποκαλεί αυτό το σύστημα σοσιαλισμό ή κομμουνισμό ή κεντρικό σχεδιασμό είναι αδιάφορο. Ανεξάρτητα από το πώς ονομάζεται, το σύστημα αυτό απαιτεί οικονομική αυτάρκεια. Ωστόσο, ενώ η Ρωσία μπορεί, σε γενικές γραμμές, να ζήσει με οικονομική αυτάρκεια, η Γερμανία δεν μπορεί. Επομένως, μια σοσιαλιστική Γερμανία δεσμεύεται σε μια πολιτική Lebensraum ή Nahrungs freiheit, δηλαδή σε μια πολιτική επιθετικότητας.

Η επιδίωξη ενός προγράμματος κυβερνητικού ελέγχου των επιχειρήσεων είναι αναπόφευκτο τελικά να οδηγήσει στην απόρριψη του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Από τη σκοπιά της ναζιστικής φιλοσοφίας, ο μόνος κατάλληλος τρόπος διεθνών σχέσεων είναι ο πόλεμος. Οι πιο επιφανείς άνδρες τους υπερηφανεύονται που αναφέρονται σε μια ρήση του Τάκιτου. Αυτός ο Ρωμαίος ιστορικός, πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, είπε ότι οι Γερμανοί θεωρούν ντροπή να αποκτούν με σκληρή δουλειά αυτό που θα μπορούσαν να αποκτήσουν με αιματοχυσία. Δεν ήταν ένα γλωσσικό ολίσθημα όταν ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β', το 1900, ανέδειξε τους Ούννους ως πρότυπο για τους στρατιώτες του. Ήταν η συμπύκνωση μιας συνειδητής πολιτικής.


Εξάρτηση από τις εισαγωγές

Η Γερμανία δεν είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εξαρτάται από τις εισαγωγές από το εξωτερικό. Η Ευρώπη -πλην της Ρωσίας- έχει πληθυσμό περίπου 400 εκατομμυρίων ανθρώπων, υπερτριπλάσιο του πληθυσμού των ηπειρωτικών Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά η Ευρώπη δεν παράγει βαμβάκι, καουτσούκ, καφέ, τσάι, γιούτα και πολλά βασικά μέταλλα. Και έχει εντελώς ανεπαρκή παραγωγή μαλλιού, ζωοτροφών, βοοειδών, κρέατος, δερμάτων και πολλών δημητριακών.

Το 1937, η Ευρώπη παρήγαγε μόνο πενήντα έξι εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου, σε σύγκριση με την παραγωγή των ΗΠΑ που ήταν 1.279 εκατομμύρια βαρέλια. Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο της ευρωπαϊκής παραγωγής πετρελαίου βρίσκεται στη Ρουμανία και στην ανατολική Πολωνία. Όμως, ως αποτέλεσμα του σημερινού πολέμου, οι περιοχές αυτές θα περιέλθουν στον έλεγχο της Ρωσίας. Η μεταποίηση και η εξαγωγή βιομηχανοποιημένων προϊόντων είναι τα βασικά στοιχεία της οικονομικής ζωής της Ευρώπης. Ωστόσο, η εξαγωγή βιοτεχνικών προϊόντων είναι σχεδόν αδύνατη υπό τον κρατικό έλεγχο των επιχειρήσεων.

Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα, την οποία καμία σοσιαλιστική ρητορική δεν μπορεί να αποπροσανατολίσει. Αν οι Ευρωπαίοι θέλουν να ζήσουν, πρέπει να μείνουν πιστοί στις δοκιμασμένες μεθόδους της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Η εναλλακτική λύση είναι ο πόλεμος και η κατάκτηση. Οι Γερμανοί το δοκίμασαν δύο φορές και απέτυχαν και τις δύο.

Ωστόσο, οι ομάδες με την μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στην Ευρώπη απέχουν πολύ από το να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της οικονομικής ελευθερίας. Στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, στην Ιταλία και σε ορισμένες μικρότερες χώρες υπάρχει μια ισχυρή κινητοποίηση για τον πλήρη κρατικό έλεγχο των επιχειρήσεων. Η υπεράσπιση της οικονομικής ελευθερίας είναι μια σχεδόν απελπιστική υπόθεση για τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών. Το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα και οι Βρετανοί πολιτικοί, που κακώς εξακολουθούν να αποκαλούν το κόμμα τους Φιλελεύθερο Κόμμα, βλέπουν αυτόν τον πόλεμο όχι μόνο ως έναν αγώνα για την ανεξαρτησία του έθνους τους, αλλά και, όχι λιγότερο, ως μια επανάσταση για την καθιέρωση του κρατικού ελέγχου των επιχειρήσεων. Το τρίτο βρετανικό κόμμα, το Συντηρητικό Κόμμα, σε γενικές γραμμές συμπαρίσταται σε αυτές τις προσπάθειες. Οι Βρετανοί θέλουν να νικήσουν τον Χίτλερ, αλλά είναι πρόθυμοι να υιοθετήσουν τις οικονομικές μεθόδους του για τη δική τους χώρα. Δεν υποψιάζονται ότι ο κρατικός σοσιαλισμός στη Μεγάλη Βρετανία σημαίνει την καταδίκη των βρετανικών μαζών. Η Βρετανία πρέπει να εξάγει βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να αγοράζει πρώτες ύλες και τρόφιμα από το εξωτερικό. Κάθε πτώση των βρετανικών εξαγωγών μειώνει το βιοτικό επίπεδο των βρετανικών μαζών.

Οι συνθήκες στη Γαλλία και την Ιταλία και στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι παρόμοιες με εκείνες της Μεγάλης Βρετανίας.

Στον εφοδιασμό του εγχώριου καταναλωτή με διάφορα είδη πρώτης ανάγκης μια σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι κυρίαρχη. Ο πολίτης πρέπει να παίρνει ό,τι του δίνει η κυβέρνηση. Αλλά είναι διαφορετικά τα πράγματα με οποιοδήποτε εξαγωγικό εμπόριο. Ο ξένος καταναλωτής αγοράζει μόνο αν τόσο η ποιότητα όσο και η τιμή του εμπορεύματος που προσφέρεται προς πώληση είναι ελκυστικές γι' αυτόν. Σε αυτή τη διεθνή αρένα εξυπηρέτησης των ξένων καταναλωτών, ο καπιταλισμός έχει δείξει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και προσαρμοστικότητά του. Το υψηλό επίπεδο οικονομικής ευημερίας και πολιτισμού της προπολεμικής Ευρώπης δεν ήταν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων κρατικών φορέων και οργανισμών. Ήταν επίτευγμα της ελεύθερης επιχειρηματικότητας. Αυτές οι γερμανικές φωτογραφικές μηχανές και τα χημικά, αυτά τα βρετανικά υφάσματα, αυτά τα παρισινά φορέματα, καπέλα και αρώματα, αυτά τα ελβετικά ρολόγια και τα δερμάτινα είδη πολυτελείας της Βιέννης δεν ήταν προϊόν κρατικά ελεγχόμενων εργοστασίων. Ήταν προϊόντα επιχειρηματιών, που είχαν μια ακούραστη πρόθεση να βελτιώσουν την ποιότητα και να μειώσουν την τιμή των εμπορευμάτων τους. Κανείς δεν έχει την τόλμη να υποθέσει ότι μια κρατική υπηρεσία θα μπορούσε να αντικαταστήσει με επιτυχία τους ιδιώτες επιχειρηματίες σε αυτή τους τη λειτουργία.

Το ιδιωτικό διεθνές εμπόριο είναι μια ιδιωτική υπόθεση μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων διαφόρων χωρών. Εάν προκύψουν κάποιες διαφωνίες, πρόκειται για συγκρούσεις μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων. Δεν δημιουργούν συγκρούσεις στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των εθνών. Αφορούν έναν κ. Meier και έναν κ. Smith. Αν όμως το διεθνές εμπόριο είναι θέμα του κράτους, οι συγκρούσεις αυτές μετατρέπονται σε πολιτικά ζητήματα.

Ας υποθέσουμε ότι η ολλανδική κυβέρνηση προτιμά να αγοράζει άνθρακα από τη Μεγάλη Βρετανία παρά από την Ρουρ της Γερμανίας. Τότε οι Γερμανοί εθνικιστές μπορεί να σκεφτούν: «Γιατί να ανεχόμαστε μια τέτοια συμπεριφορά από την πλευρά ενός μικρού έθνους; Το Τρίτο Ράιχ χρειάστηκε ακριβώς τέσσερις ημέρες για να συντρίψει τις ένοπλες δυνάμεις της Ολλανδίας το 1940. Ας το ξαναδοκιμάσουμε! Τότε θα απολαμβάνουμε όλα τα προϊόντα της Ολλανδίας, αλλά χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουμε γι' αυτά.»


Η «δίκαιη» κατανομή των πόρων

Ας αναλύσουμε το συχνά εκφραζόμενο αίτημα των ναζιστών και φασιστών επιτιθέμενων, για μια νέα και δίκαιη κατανομή των φυσικών πόρων σε όλο τον κόσμο. Σε έναν κόσμο ελεύθερης επιχειρηματικότητας, ένας άνθρωπος που θέλει να πιει καφέ και δεν είναι ο ίδιος καλλιεργητής καφέ, πρέπει να πληρώσει γι' αυτόν. Είτε πρόκειται για Γερμανό, είτε για Ιταλό, είτε για πολίτη της Δημοκρατίας της Κολομβίας, πρέπει να προσφέρει κάποιες υπηρεσίες στους συνανθρώπους του, να κερδίσει ένα χρηματικό εισόδημα και να δαπανήσει ένα μέρος αυτού για τον καφέ που επιθυμεί. Στην περίπτωση μιας χώρας που δεν παράγει καφέ εντός των συνόρων της, αυτό σημαίνει ότι εξάγει αγαθά ή πόρους για να πληρώσει τον εισαγόμενο καφέ. Αλλά οι κύριοι Χίτλερ και Μουσσολίνι δεν φαντάζονται μια τέτοια λύση για το πρόβλημα. Αυτό που θα ήθελαν είναι να προσαρτήσουν μια χώρα που παράγει καφέ. Επειδή όμως οι πολίτες της Κολομβίας ή της Βραζιλίας δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα να γίνουν σκλάβοι είτε των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών είτε των Ιταλών φασιστών, αυτό σημαίνει πόλεμο.

Ένα άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της βιομηχανίας βάμβακος. Για περισσότερα από εκατό χρόνια, μια από τις κύριες βιομηχανίες όλων των ευρωπαϊκών χωρών ήταν η κλωστική παραγωγή βαμβακιού και η κατασκευή βαμβακερών προϊόντων. Η Ευρώπη δεν καλλιεργεί καθόλου βαμβάκι. Το κλίμα της είναι δυσμενές για κάτι τέτοιο. Αλλά η προσφορά ήταν πάντα επαρκής, με μόνη εξαίρεση τα χρόνια κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου στη δεκαετία του 1860, όταν η σύγκρουση διέκοψε την προμήθεια βαμβακιού από τις νότιες πολιτείες. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες απέκτησαν αρκετό βαμβάκι, όχι μόνο για τις ανάγκες της δικής τους εγχώριας κατανάλωσης, αλλά επίσης και για την διενέργεια σημαντικού εξαγωγικού εμπορίου βαμβακερών προϊόντων.

Όμως στα χρόνια που προηγήθηκαν της έναρξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι συνθήκες άλλαξαν. Υπήρχε ακόμη άφθονη προσφορά ακατέργαστου βαμβακιού στην παγκόσμια αγορά. Ωστόσο το σύστημα συναλλαγματικών ελέγχων που είχαν υιοθετήσει οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εμπόδιζε τους ιδιώτες επιχειρηματίες να αγοράζουν όλο το βαμβάκι που χρειάζονταν για τις παραγωγικές τους διαδικασίες. Η συμβολή του Χίτλερ στην παρακμή της γερμανικής βιομηχανίας βάμβακος συνίστατο στον περιορισμό της παραγωγής της και στην απόλυση μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού της. Ο Χίτλερ δεν ανησύχησε ιδιαίτερα για την τύχη αυτών των απολυμένων εργατών. Τους έστειλε να εργαστούν, αντ' αυτού, στα εργοστάσια πυρομαχικών.

Όπως έχω ήδη επισημάνει, σε έναν κόσμο ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερων επιχειρήσεων δεν υπάρχουν οικονομικές αιτίες για μια ένοπλη επίθεση. Σε έναν τέτοιο κόσμο, κανένας μεμονωμένος πολίτης δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα όφελος από την κατάκτηση μιας επαρχίας ή μιας αποικίας. Αλλά σε έναν κόσμο ολοκληρωτικών κρατών, πολλοί πολίτες μπορεί να πιστέψουν στη βελτίωση της υλικής τους ευημερίας από την προσάρτηση μιας περιοχής πλούσιας σε πόρους. Οι πόλεμοι του 20ού αιώνα ήταν, σίγουρα, οικονομικοί πόλεμοι. Όμως δεν προκλήθηκαν από τον καπιταλισμό, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι σοσιαλιστές. Είναι πόλεμοι που προκλήθηκαν από κράτη που στόχευαν στην πλήρη πολιτική και οικονομική παντοδυναμία, και υποστηρίχθηκαν από τις παραπλανημένες μάζες αυτών των χωρών.

Τα τρία κύρια επιτιθέμενα έθνη σε αυτόν τον πόλεμο - η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία και η αυτοκρατορική Ιαπωνία - δεν θα επιτύχουν τους σκοπούς τους. Έχουν ηττηθεί και το γνωρίζουν ήδη. Αλλά μπορεί να το ξαναπροσπαθήσουν σε μια μεταγενέστερη εποχή, επειδή η απατηλή φιλοσοφία τους -το ολοκληρωτικό δόγμα τους- δεν γνωρίζει καμία άλλη μέθοδο για να προσπαθήσει να βελτιώσει τις υλικές συνθήκες των λαών εκτός από τον πόλεμο. Για τους οπαδούς του ολοκληρωτισμού, η κατάκτηση είναι το μόνο βιώσιμο πολιτικό μέσο για την επίτευξη των οικονομικών τους στόχων.


Οικονομική νοοτροπία

Δεν λέω ότι όλοι οι πόλεμοι όλων των εθνών και σε όλες τις εποχές υποκινούνταν από οικονομικές σκοπιμότητες, δηλαδή από την επιθυμία να γίνουν πλούσιοι οι επιτιθέμενοι εις βάρος των ηττημένων. Δεν χρειάζεται να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια των σταυροφοριών ή των θρησκευτικών πολέμων του 16ου και 17ου αιώνα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, στην εποχή μας, οι μεγάλοι πόλεμοι ήταν το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης οικονομικής νοοτροπίας.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι σίγουρα ένας πόλεμος μεταξύ των λευκών και των έγχρωμων φυλών. Καμία φυλετική διαφορά δεν χωρίζει τους Βρετανούς, τους Ολλανδούς και τους Νορβηγούς από τους Γερμανούς, ή τους Γάλλους από τους Ιταλούς, ή τους Κινέζους από τους Ιάπωνες. Δεν είναι πόλεμος μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών. Άλλωστε, υπάρχουν Καθολικοί και Προτεστάντες και στα δύο εμπόλεμα στρατόπεδα. Δεν είναι πόλεμος μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας. Η αξίωση αρκετών από τα Ηνωμένα Έθνη (ιδίως της Σοβιετικής Ρωσίας) να ονομάζονται «δημοκρατίες» είναι μάλλον αμφισβητήσιμη. Από την άλλη πλευρά, η Φινλανδία (η οποία είναι σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας) είναι μια χώρα με δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Το επιχείρημά μου ότι οι πρόσφατοι πόλεμοι υποκινήθηκαν από οικονομικές σκοπιμότητες δεν αποσκοπεί στη δικαιολόγηση των πολιτικών του επιτιθέμενου. Εξεταζόμενη ως οικονομικό μέσο για την επίτευξη ορισμένων οικονομικών οφελών, η πολιτική της επιθετικότητας και της κατάκτησης είναι αυτοκαταστροφική. Ακόμη και αν είναι τεχνικά επιτυχής βραχυπρόθεσμα, δεν θα επιτύχει ποτέ μακροπρόθεσμα τους σκοπούς στους οποίους στοχεύουν οι επιτιθέμενοι. Υπό τις συνθήκες της σύγχρονης βιομηχανοποίησης, δεν μπορεί να υπάρξει καμία υπεράσπιση για ένα κοινωνικό σύστημα όπως αυτό που σχεδιάζουν οι Ναζί με το όνομα «Νέα Τάξη». Η δουλεία δεν αποτελεί βιώσιμη μέθοδο για τις βιομηχανικές κοινωνίες. Αν οι Ναζί είχαν κατακτήσει τους αντιπάλους τους, θα είχαν καταστρέψει τον πολιτισμό και θα είχαν επαναφέρει τη βαρβαρότητα. Σίγουρα δεν θα είχαν αναγείρει μια χιλιόχρονη Νέα Τάξη, όπως υποσχέθηκε ο Χίτλερ.

Συνεπώς, το κύριο πρόβλημα είναι το πώς θα αποφευχθούν νέοι πόλεμοι. Η απάντηση δεν βρίσκεται στη δημιουργία μιας καλύτερης Κοινωνίας των Εθνών - ούτε έχει να κάνει με τη σύσταση ενός καλύτερου Παγκόσμιου Δικαστηρίου, ούτε καν με την εφαρμογή μιας Παγκόσμιας Αστυνομικής Δύναμης. Το πραγματικό ζήτημα είναι να κάνουμε όλα τα έθνη -ή τουλάχιστον τα πολυπληθέστερα έθνη του κόσμου- να αγαπήσουν την ειρήνη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιστροφή στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα.

Αν θέλουμε να καταργήσουμε τον πόλεμο, πρέπει να εξαλείψουμε τα αίτια του πολέμου.

Το μεγάλο είδωλο της εποχής μας είναι το κράτος. Το κράτος είναι ένας απαραίτητος κοινωνικός θεσμός, αλλά δεν πρέπει να θεοποιείται. Δεν είναι θεός -είναι ένα εργαλείο θνητών ανθρώπων. Αν το κάνουμε είδωλο, θα πρέπει να του θυσιάσουμε το άνθος της νεολαίας μας στους επερχόμενους πολέμους.

Αυτό που χρειάζεται για να επιτευχθεί μια διαρκής ειρήνη είναι κάτι πολύ περισσότερο από νέους φορείς και ένα νέο δικαστήριο για την Κοινωνία των Εθνών στη Γενεύη, ή ακόμη και μια νέα διεθνή αστυνομική δύναμη. Αυτό που χρειάζεται είναι μια αλλαγή στις πολιτικές ιδεολογίες και μια επιστροφή σε ένα υγιές οικονομικό σύστημα ελεύθερης αγοράς.


***