Η ιστορία της Αυστριακής Σχολής ξεκινά τον 15ο αιώνα, όταν οι ακόλουθοι του Αγίου Θωμά του Ακινάτη, που συνέγραφαν και δίδασκαν στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα στην Ισπανία, επιχείρησαν να εξηγήσουν όλο το φάσμα της ανθρώπινης δράσης και της κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτοί οι Ύστεροι Σχολαστικοί παρατήρησαν την ύπαρξη κάποιων οικονομικών νόμων, κάποιων αδυσώπητων δυνάμεων αιτίου και αποτελέσματος που λειτουργούν εν πολλοίς όπως και οι φυσικοί νόμοι. Κατά την πάροδο πολλών γενεών, ανακάλυψαν και εξήγησαν τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, την αιτία του πληθωρισμού, τη λειτουργία των συναλλαγματικών ισοτιμιών και την υποκειμενική φύση της οικονομικής αξίας - όλοι οι λόγοι για τους οποίους ο Joseph Schumpeter τους χαιρέτισε ως τους πρώτους πραγματικούς οικονομολόγους.
Οι Ύστεροι Σχολαστικοί ήταν υπέρμαχοι των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας των συμβάσεων και του εμπορίου. Χαιρέτισαν τη συνεισφορά των επιχειρήσεων στην κοινωνία, ενώ αντιτάχθηκαν σθεναρά στους φόρους, τους ελέγχους τιμών και τους κανονισμούς που εμπόδιζαν τις επιχειρήσεις. Ως ηθικοί θεολόγοι, προέτρεψαν τις κυβερνήσεις να υπακούν στις ηθικά αυστηρές επιταγές κατά της κλοπής και της δολοφονίας. Και ανταποκρίθηκαν στον κανόνα του Ludwig von Mises: η πρώτη δουλειά ενός οικονομολόγου είναι να λέει στις κυβερνήσεις τι δεν επιτρέπεται να κάνουν. Οι πρωτοπόροι Γάλλοι οικονομολόγοι
Η πρώτη γενική πραγματεία για τα οικονομικά, το Δοκίμιο για τη Φύση του Εμπορίου, γράφτηκε το 1730 από τον Richard Cantillon (Ρισάρ Καντιγιόν), έναν άνθρωπο που είχε εκπαιδευτεί στη σχολαστική παράδοση. Γεννημένος στην Ιρλανδία, μετανάστευσε στη Γαλλία. Έβλεπε τα οικονομικά ως έναν ανεξάρτητο τομέα έρευνας και εξήγησε τη διαμόρφωση των τιμών χρησιμοποιώντας το «πείραμα σκέψης». Αντιλαμβανόταν την αγορά ως μια επιχειρηματική διαδικασία και έμεινε πιστός σε μια αυστριακή θεωρία για τη δημιουργία χρήματος: ότι εισέρχεται στην οικονομία με έναν τρόπο βήμα προς βήμα, διαταράσσοντας τις τιμές κατά την πορεία του.
Τον Cantillon ακολούθησε ο Anne Robert Jacques Turgot, ο υπέρμαχος της αγοράς Γάλλος αριστοκράτης και υπουργός Οικονομικών υπό το ancient regime (παλαιό καθεστώς) . Τα οικονομικά του συγγράμματα ήταν λίγα αλλά εμβριθή. Η εργασία του «Αξία και Χρήμα» εξήγησε την προέλευση του χρήματος και τη φύση της οικονομικής επιλογής: ότι αντικατοπτρίζει τις υποκειμενικές ταξινομήσεις των προτιμήσεων του ατόμου. Ο Turgot έλυσε το περίφημο παράδοξο του διαμαντιού-νερού που μπέρδεψε τους μεταγενέστερους κλασικούς οικονομολόγους, διατύπωσε το νόμο της φθίνουσας απόδοσης, και επέκρινε τους νόμους περί τοκογλυφίας (ένα σημείο προστριβής με τους Ύστερους Σχολαστικούς). Υποστήριξε μια κλασική φιλελεύθερη προσέγγιση της οικονομικής πολιτικής, συνιστώντας την κατάργηση όλων των ειδικών προνομίων που είχαν χορηγηθεί σε βιομηχανίες που συνδέονταν με την κυβέρνηση.
Ο Turgot ήταν ο διανοούμενος πατέρας μιας μακράς σειράς σπουδαίων Γάλλων οικονομολόγων του 18ου και του 19ου αιώνα, με κυριότερους τους Jean Baptiste Say και Claude-Frederic Bastiat. Ο Say ήταν ο πρώτος οικονομολόγος που συλλογίστηκε σε βάθος σχετικά με την οικονομική μέθοδο. Συνειδητοποίησε ότι τα οικονομικά δεν αφορούν τη συγκέντρωση δεδομένων, αλλά αντίθετα τη λεκτική διευκρίνιση των οικουμενικών σταθερών (για παράδειγμα, οι επιθυμίες είναι απεριόριστες, τα μέσα σπάνια) και τις λογικές τους συνέπειες.
Ο Say ανακάλυψε την παραγωγική θεωρία της τιμολόγησης των πόρων, τον ρόλο του κεφαλαίου στον καταμερισμό της εργασίας και τον «Νόμο του Say»: δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει διαρκής «υπερπαραγωγή» ή «υποκατανάλωση» στην ελεύθερη αγορά, εάν επιτρέπεται στις τιμές να προσαρμοστούν. Ήταν υπερασπιστής του laissez-faire και της βιομηχανικής επανάστασης, όπως και ο Bastiat. Ως δημοσιογράφος της ελεύθερης αγοράς, ο Bastiat υποστήριξε επίσης ότι οι μη υλικές υπηρεσίες υπόκεινται στους ίδιους οικονομικούς νόμους με τα υλικά αγαθά. Σε μια από τις πολλές οικονομικές αλληγορίες του, ο Μπαστιά εξήγησε την «πλάνη του σπασμένου παραθύρου» που αργότερα έγινε δημοφιλής από τον Χένρι Χάζλιτ.
Παρά τη θεωρητική πολυπλοκότητα αυτής της αναπτυσσόμενης προ-Αυστριακής παράδοσης, η Βρετανική Σχολή του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα κέρδισε τις εντυπώσεις, κυρίως για πολιτικούς λόγους. Αυτή η βρετανική παράδοση (βασισμένη στη θεωρία της αξίας του αντικειμενικού κόστους και της παραγωγικότητας της εργασίας) οδήγησε τελικά στην άνοδο του μαρξιστικού δόγματος περί καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ο Carl Menger και οι οικονομολόγοι της Αυστρίας
Η κυρίαρχη βρετανική παράδοση δέχτηκε την πρώτη της σοβαρή αμφισβήτηση μετά από πολλά χρόνια, όταν δημοσιεύθηκαν οι Αρχές Των Οικονομικών του Καρλ Μένγκερ το 1871. Ο Μένγκερ, ο ιδρυτής της ίδιας της Αυστριακής Σχολής, ανέστησε τη Σχολαστική-Γαλλική προσέγγιση στα οικονομικά και την έστησε σε ένα πιο σταθερό έδαφος.
Μαζί με τα γραπτά των συγχρόνων του Leon Walras και Stanley Jevons, ο Menger εξήγησε την υποκειμενική βάση της οικονομικής αξίας και εξήγησε πλήρως, για πρώτη φορά, τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας/(marginal utility): όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των μονάδων ενός αγαθού που διαθέτει ένα άτομο , τόσο λιγότερο θα αξιολογεί οποιαδήποτε δεδομένη μονάδα. Επιπλέον, ο Menger έδειξε πώς το χρήμα προκύπτει από μια ελεύθερη αγορά όταν είναι επιθυμητό το πιο εμπορεύσιμο αγαθό, όχι για κατανάλωση, αλλά για τη χρήση του στο εμπόριο άλλων αγαθών.
Το βιβλίο του Μένγκερ ήταν ένας πυλώνας της «οριακής (marginalist) επανάστασης» στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης. Όταν ο Μίζες είπε ότι «τον έκανε οικονομολόγο», δεν αναφερόταν μόνο στη θεωρία του Μένγκερ για το χρήμα και τις τιμές, αλλά και στην προσέγγισή του στην ίδια την επιστήμη. Όπως και οι προκάτοχοί του στην Αυστριακή παράδοση, ο Menger ήταν ένας κλασικός φιλελεύθερος και μεθοδολογικά ατομικιστής, θεωρώντας τα οικονομικά ως την επιστήμη της ατομικής επιλογής. Το βιβλίο του Έρευνες, που κυκλοφόρησε δώδεκα χρόνια αργότερα, πολέμησε τη Γερμανική Σχολή του Ιστορικισμού, η οποία απέρριπτε τη θεωρία και έβλεπε τα οικονομικά ως μια συσσώρευση δεδομένων στην υπηρεσία του κράτους.
Ως καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και στη συνέχεια ως δάσκαλος του νεαρού αλλά κακότυχου διαδόχου Ρούντολφ του Οίκου των Αψβούργων, ο Μένγκερ αποκατέστησε τα οικονομικά ως επιστήμη της ανθρώπινης δράσης βασισμένη στην απαγωγική λογική, και προετοίμασε το δρόμο στους μεταγενέστερους θεωρητικούς, για να αντιπαρατεθούν στην επιρροή της σοσιαλιστικής σκέψης. Πράγματι, ο μαθητής του, Friederich von Wieser επηρέασε έντονα τα μεταγενέστερα γραπτά του Friedrich von Hayek. Το έργο του Menger παραμένει μια εξαιρετική εισαγωγή στον οικονομικό τρόπο σκέψης. Σε κάποιο επίπεδο, κάθε Αυστριακός οικονομολόγος έκτοτε βλέπει τον εαυτό του ως μαθητή του Menger.
Ο θαυμαστής και οπαδός του Menger στο Πανεπιστήμιο του Innsbruck, Eugen Böhm-Bawerk, πήρε την ανάλυση του Menger, την αναδιατύπωσε και την εφάρμοσε σε μια σειρά από νέα προβλήματα που αφορούσαν την αξία, την τιμή, το κεφάλαιο και τους τόκους. Το History and Critique of Interest Theories, που εμφανίστηκε το 1884, είναι μια σαρωτική περιγραφή των σφαλμάτων στην ιστορία της σκέψης και μια σταθερή υπεράσπιση της ιδέας ότι το επιτόκιο δεν είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα αλλά ένα εγγενές κομμάτι της αγοράς. Αντανακλά το καθολικό γεγονός της «χρονικής προτίμησης», την τάση των ανθρώπων να προτιμούν την ικανοποίηση των επιθυμιών νωρίτερα παρά αργότερα (μια θεωρία που την επέκτεινε αργότερα και την υπερασπίστηκε ο Frank Fetter).
Η Θετική Θεωρία του Κεφαλαίου του Böhm - Barkk κατέδειξε ότι το φυσιολογικό ποσοστό του επιχειρηματικού κέρδους είναι το επιτόκιο. Οι καπιταλιστές εξοικονομούν χρήματα, πληρώνουν εργαζόμενους, και περιμένουν μέχρι να πουληθεί το τελικό προϊόν για να αποκομίσουν (το ενδεχόμενο) κέρδος. Επιπλέον, κατέδειξε ότι το κεφάλαιο δεν είναι ομοιογενές αλλά μια περίπλοκη και ποικιλόμορφη δομή που έχει και μια χρονική διάσταση. Μια αναπτυσσόμενη οικονομία δεν είναι απλώς συνέπεια της αύξησης των επενδύσεων κεφαλαίου, αλλά και των μακροχρόνιων διαδικασιών παραγωγής.
Ο Böhm-Barkk συμμετείχε σε μια παρατεταμένη μάχη με τους μαρξιστές για τη θεωρία της εκμετάλλευσης του κεφαλαίου και διέψευσε το σοσιαλιστικό δόγμα του κεφαλαίου και των μισθών πολύ πριν οι κομμουνιστές έρθουν στην εξουσία στη Ρωσία. Ο Boehm-Bawerk διεξήγαγε επίσης ένα σεμινάριο που αργότερα θα γινόταν το πρότυπο για το σεμινάριο του ίδιου του Mises στη Βιέννη.
Ο Böhm- Bawerk ήταν υπέρ των πολιτικών που ανταποκρίνονται στην πάντοτε παρούσα πραγματικότητα των οικονομικών νόμων. Θεωρούσε τον παρεμβατισμό ως επίθεση στις οικονομικές δυνάμεις της αγοράς, ο οποίος δεν μπορεί να επιτύχει μακροπρόθεσμα. Τα τελευταία χρόνια της μοναρχίας των Αψβούργων, διετέλεσε τρεις φορές υπουργός Οικονομικών, αγωνιζόμενος για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, το υγιές χρήμα, τον κανόνα του χρυσού, το ελεύθερο εμπόριο, και την κατάργηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων και άλλων μονοπωλιακών προνομίων. Η εμφάνιση του Ludwig von Mises
Ήταν η έρευνα και τα γραπτά του που εδραίωσαν το κύρος της Αυστριακής Σχολής ως ενοποιημένου τρόπου εξέτασης των οικονομικών προβλημάτων και έθεσαν τις βάσεις ώστε η Σχολή να κάνει την μεγάλη της είσοδο στον αγγλόφωνο κόσμο. Ωστόσο, ένας τομέας όπου ο Böhm- Bark δεν είχε επεξεργαστεί την ανάλυση του Menger ήταν τα χρήματα, η θεσμική διασταύρωση της «μικρο» και της «μακρο» οικονομικής προσέγγισης. Ένας νεαρός Ludwig von Mises, οικονομικός σύμβουλος του Αυστριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου, ανέλαβε την πρόκληση.
Το αποτέλεσμα της έρευνας του Mises ήταν το The Theory of Money and Credit, που δημοσιεύτηκε το 1912. Διευκρίνισε πώς εφαρμόζεται η θεωρία της οριακής χρησιμότητας στο χρήμα και διατύπωσε το «θεώρημά του παλινδρόμησης», δείχνοντας ότι το χρήμα όχι μόνο προέρχεται από την αγορά, αλλά ότι αναπόφευκτα προέρχεται πάντα από εκεί. Με βάση τη Βρετανική Νομισματική Σχολή, τη θεωρία των επιτοκίων του Knut Wicksell, και τη θεωρία της δομής της παραγωγής του Böhm - Bawerk, ο Mises παρουσίασε το γενικό περίγραμμα της Aυστριακής Θεωρίας του Επιχειρηματικού Κύκλου. Ένα χρόνο αργότερα, ο Mises διορίστηκε στη σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης και το σεμινάριο του Böhm - Bawerk αφιέρωσε δύο ολόκληρα εξάμηνα αναλύοντας το βιβλίο του Mises.
Η καριέρα του Mises διακόπηκε για τέσσερα χρόνια από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τρία από αυτά τα πέρασε ως αξιωματικός του πυροβολικού και ένα ως επιτελάρχης στην οικονομική κατασκοπία. Στο τέλος του πολέμου, δημοσίευσε το Έθνος, Κράτος και Οικονομία (1919), υποστηρίζοντας τις οικονομικές και πολιτιστικές ελευθερίες των μειονοτήτων στην πλέον κατεστραμμένη αυτοκρατορία και διατυπώνοντας μια θεωρία για τα οικονομικά του πολέμου. Εν τω μεταξύ, η νομισματική θεωρία του Mises προσέλκυσε την προσοχή στις ΗΠΑ μέσω της εργασίας του Benjamin M. Anderson, Jr., οικονομολόγου στην Chase National Bank. (Το βιβλίο του Mises επικρίθηκε από τον John Maynard Keynes, ο οποίος αργότερα παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να διαβάσει γερμανικά !)
Στο πολιτικό χάος μετά τον πόλεμο, ο κύριος θεωρητικός της σοσιαλιστικής πλέον αυστριακής κυβέρνησης ήταν ο μαρξιστής Otto Bauer. Γνωρίζοντας τον Bauer από το σεμινάριο του Böhm-Bawerk, ο Mises του εξήγησε τα οικονομικά νύχτα προς νύχτα, πείθοντάς τον τελικά να απομακρυνθεί από τις πολιτικές του μπολσεβικισμού. Οι Αυστριακοί σοσιαλιστές δεν συγχώρεσαν ποτέ τον Μίζες γι' αυτό, διεξάγοντας πόλεμο εναντίον του στην ακαδημαϊκή πολιτική και εμποδίζοντάς τον επιτυχώς να αποκτήσει μια αμειβόμενη θέση καθηγητή σε πανεπιστήμιο.
Απτόητος, ο Μίζες στράφηκε στο ίδιο το πρόβλημα του σοσιαλισμού, γράφοντας ένα υπερ-επιτυχημένο δοκίμιο το 1921, το οποίο μετέτρεψε στο βιβλίο Σοσιαλισμός τα επόμενα δύο χρόνια. Ο σοσιαλισμός δεν επιτρέπει την ιδιωτική ιδιοκτησία ή την ανταλλαγή κεφαλαιουχικών αγαθών, και επομένως δεν επιτρέπει στους πόρους να καταλήξουν στην πιο πολύτιμη χρήση τους. Ο σοσιαλισμός, προέβλεψε ο Mises, θα είχε ως αποτέλεσμα το απόλυτο χάος και το τέλος του πολιτισμού.
Ο Μίζες προκάλεσε τους σοσιαλιστές να εξηγήσουν, με οικονομικούς όρους, πώς ακριβώς θα λειτουργούσε το σύστημά τους, ένα έργο που οι σοσιαλιστές είχαν αποφύγει μέχρι τότε. Η αντιγνωμία μεταξύ των Αυστριακών και των σοσιαλιστών συνεχίστηκε για την επόμενη δεκαετία και πέρα απ’ αυτήν, και, μέχρι την κατάρρευση του παγκόσμιου σοσιαλισμού το 1989, οι ακαδημαϊκοί είχαν πιστέψει από καιρό ότι η διαμάχη είχε επιλυθεί υπέρ των σοσιαλιστών.
Εν τω μεταξύ, τα επιχειρήματα του Mises για λογαριασμό της ελεύθερης αγοράς προσέλκυσαν μια ομάδα προσήλυτων από τη σοσιαλιστική πλευρά, συμπεριλαμβανομένων των Hayek, Wilhelm Röpke και Lionel Robbins. Ο Mises άρχισε να διοργανώνει ένα ιδιωτικό σεμινάριο στα γραφεία του στο Εμπορικό Επιμελητήριο, το οποίο παρακολουθούσαν οι Fritz Machlup, Oskar Morgenstern, Gottfried von Haberler, Alfred Schutz, Richard von Strigl, Eric Voegelin, Paul Rosenstein-Rodan και πολλοί άλλοι διανοούμενοι από όλη την Ευρώπη.
Επίσης κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, ο Μίζες έδινε μάχες σε δύο άλλα ακαδημαϊκά μέτωπα. Έδωσε το αποφασιστικό χτύπημα στη Γερμανική Σχολή του Ιστορικισμού με μια σειρά δοκιμίων για την υπεράσπιση της απαγωγικής μεθόδου στα οικονομικά, την οποία αργότερα θα ονόμασε πραξεολογία ή λογική της ανθρώπινης δράσης. Ίδρυσε επίσης το Αυστριακό Ινστιτούτο Έρευνας Επιχειρηματικού Κύκλου και τοποθέτησε επικεφαλής τον μαθητή του, Χάγιεκ. O νομπελίστας Hayek, ο αναρχοκαπιταλιστής Rothbard κι ο αυτοδίδακτος Hazlitt
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι Hayek και Mises συνέταξαν πολλές μελέτες για τον επιχειρηματικό κύκλο, προειδοποίησαν για τον κίνδυνο της πιστωτικής επέκτασης και προέβλεψαν την επερχόμενη νομισματική κρίση. Αυτό το έργο αναφέρθηκε από την επιτροπή του βραβείου Νόμπελ το 1974, όταν ο Χάγιεκ έλαβε το βραβείο για τα οικονομικά. Δουλεύοντας στην Αγγλία και την Αμερική, ο Χάγιεκ έγινε αργότερα ο κύριος αντίπαλος των κεϋνσιανών οικονομικών, με βιβλία για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τη θεωρία του κεφαλαίου και τη νομισματική μεταρρύθμιση. Το δημοφιλές βιβλίο του Road to Serfdom (Ο Δρόμος Προς την Δουλεία) βοήθησε στην αναβίωση του κλασικού φιλελεύθερου κινήματος στην Αμερική μετά το New Deal και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και η σειρά βιβλίων του Δίκαιο, Νομοθεσία και Ελευθερία επεξεργάστηκε την ύστερη σχολαστική προσέγγιση του δικαίου και την εφάρμοσε για να επικρίνει τον εξισωτισμό και κενολογίες όπως η «κοινωνική» δικαιοσύνη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, αφού υπέφερε από το παγκόσμιο κραχ, η Αυστρία απειλήθηκε να καταληφθεί από τους Ναζί. Ο Χάγιεκ είχε ήδη φύγει για το Λονδίνο το 1931 μετά από παρότρυνση του Μίζες, και το 1934 ο ίδιος ο Μίζες μετακόμισε στη Γενεύη για να διδάξει και να γράψει στο Διεθνές Ινστιτούτο Μεταπτυχιακών Σπουδών, μεταναστεύοντας αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γνωρίζοντας τον Μίζες ως ορκισμένο εχθρό του εθνικοσοσιαλισμού, οι Ναζί κατέσχεσαν τα γραπτά του Μίζες από το διαμέρισμά του και τα έκρυψαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Κατά ειρωνικό τρόπο, ήταν οι ιδέες του Mises, φιλτραρισμένες μέσα από το έργο του Roepke και την πολιτική ικανότητα του Ludwig Erhard, που οδήγησαν στις μεταπολεμικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Γερμανίας και ανοικοδόμησαν τη χώρα. Στη συνέχεια, το 1992, Αυστριακοί αρχειοφύλακες ανακάλυψαν τα κλεμμένα γραπτά του Μίζες από την Βιέννη, σε ένα αρχείο που άνοιξε στη Μόσχα.
Ενώ βρισκόταν στη Γενεύη, ο Mises έγραψε το αριστούργημα του Nationalokonomie και, αφού ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες, το αναθεώρησε και το επέκτεινε στο Human Action , που εμφανίστηκε το 1949. Ο μαθητής του, Murray N. Rothbard , το αποκάλεσε «το μεγαλύτερο επίτευγμα του Mises και μια από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος στον αιώνα μας. Είναι η ολοκλήρωση της οικονομικής επιστήμης». Η εμφάνιση αυτού του έργου αποτέλεσε την έκφραση ολόκληρης της ιστορίας της Αυστριακής Σχολής, και παραμένει η οικονομική πραγματεία που την καθορίζει. Μολαταύτα, δεν έτυχε καλής υποδοχής από τους επαγγελματίες της οικονομίας, που είχαν ήδη κάνει μια αποφασιστική στροφή προς το κεϋνσιανισμό.
Αν και ο Μίζες δεν κατέκτησε ποτέ την αμειβόμενη ακαδημαϊκή θέση που του άξιζε, συγκέντρωσε φοιτητές γύρω του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπως ακριβώς είχε κάνει στη Βιέννη. Ακόμη και πριν ο Mises μεταναστεύσει, ο δημοσιογράφος Henry Hazlitt είχε γίνει ο πιο εξέχων υποστηρικτής του, παρουσιάζοντας τα βιβλία του στους New York Times και το Newsweek και διαδίδοντας τις ιδέες του σε κλασικά έργα όπως το Economics in One Lesson . Ωστόσο, ο Hazlitt έκανε τις δικές του συνεισφορές στην Αυστριακή Σχολή. Έγραψε μια κριτική, γραμμή προς γραμμή, για τη Γενική Θεωρία του Κέινς, υπερασπίστηκε τα γραπτά του Say και τον αποκατέστησε σε κεντρική θέση στην αυστριακή μακροοικονομική θεωρία. Ο Χάζλιτ ακολούθησε το παράδειγμα του Μίζες της αδιάλλακτης τήρησης των αρχών, και ως αποτέλεσμα απομακρύνθηκε από τέσσερις θέσεις υψηλού κύρους στον δημοσιογραφικό χώρο.
Το σεμινάριο του Mises στη Νέα Υόρκη συνεχίστηκε μέχρι δύο χρόνια πριν από το θάνατό του το 1973. Εκείνα τα χρόνια, ο Rothbard ήταν μαθητής του. Πράγματι, το Άνθρωπος, Οικονομία και Κράτος (1963) του Ρόθμπαρντ βασίστηκε στην Ανθρώπινη Δράση και σε ορισμένους τομείς -τη θεωρία του μονοπωλίου, τη χρησιμότητα και την ευημερία και τη θεωρία του κράτους- συμπύκνωσε και ενίσχυσε τις απόψεις του Μίζες. Η προσέγγιση του Rothbard στην Αυστριακή Σχολή ακολούθησε ευθέως τη γραμμή της ύστερης σχολαστικής σκέψης, εφαρμόζοντας την οικονομική επιστήμη μέσα σε ένα πλαίσιο μιας θεωρίας για τα φυσικά δικαιώματα της ιδιοκτησίας. Αυτό που προέκυψε ήταν μια πλήρης υπεράσπιση ενός καπιταλιστικού και ακρατικού κοινωνικού συστήματος, βασισμένου στην ιδιοκτησία και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και των συμβάσεων.
Ο Rothbard ακολούθησε την οικονομική του πραγματεία με μια έρευνα για τη μεγάλη ύφεση, η οποία εφάρμοσε την αυστριακή θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου για να δείξει ότι το κραχ του χρηματιστηρίου και η οικονομική ύφεση οφείλονταν στην προηγηθείσα τραπεζική πιστωτική επέκταση. Στη συνέχεια, σε μια σειρά μελετών για την κυβερνητική πολιτική, καθιέρωσε το θεωρητικό πλαίσιο για την εξέταση των επιπτώσεων όλων των τύπων της παρέμβασης στην αγορά.
Στα τελευταία του χρόνια, ο Μίζες είδε τις απαρχές της αναβίωσης της Αυστριακής Σχολής, που χρονολογείται από την εμφάνιση του Άνθρωπος, Οικονομία και Κράτος και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήταν ο Rothbard που καθιέρωσε σταθερά την Αυστριακή Σχολή και την κλασική φιλελεύθερη ιδεολογία στις ΗΠΑ, ειδικά με το Conceived in Liberty , την τετράτομη ιστορία του για την αποικιακή Αμερική και την απόσχισή της από τη Βρετανία. Η επανένωση της θεωρίας των φυσικών δικαιωμάτων και της Αυστριακής Σχολής εμφανίστηκε στο φιλοσοφικό του έργο, Η Ηθική της Ελευθερίας , ενώ παράλληλα έγραφε μια σειρά επιστημονικών οικονομικών κειμένων συγκεντρωμένων στο δίτομο Logic of Action , που δημοσιεύτηκε στην σειρά βιβλίων του Έντουαρντ Έλγκαρ «Οικονομολόγοι του αιώνα».
Αυτά τα μνημειώδη έργα χρησιμεύουν ως ο κρίσιμος σύνδεσμος μεταξύ της γενιάς των Mises και Hayek, και των Αυστριακών που τώρα εργάζονται για την διάδοση της Αυστριακής παράδοσης. Πράγματι, χωρίς την προθυμία του Rothbard να αψηφήσει τις πνευματικές τάσεις της εποχής του, η πρόοδος στην παράδοση της Αυστριακής Σχολής θα μπορούσε να είχε σταματήσει. Όπως και να ’χει, η ευρεία και βαθιά γνώση, η εύθυμη προσωπικότητα, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και η αισιόδοξη προοπτική του, ενέπνευσαν αμέτρητους φοιτητές να στρέψουν την προσοχή τους στην υπεράσπιση της ελευθερίας.
Αν και οι Αυστριακοί βρίσκονται τώρα σε πιο εξέχουσα θέση από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο μετά από τη δεκαετία του 1930, ο Rothbard, όπως και ο Mises πριν από αυτόν, δεν έτυχε καλής μεταχείρισης από τον ακαδημαϊκό κόσμο. Αν και κατείχε μια έδρα στα τελευταία του χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα, στο Λας Βέγκας, ποτέ δεν δίδαξε με την ιδιότητα που θα του επέτρεπε να διευθύνει διδακτορικές διατριβές. Παρόλα αυτά, κατάφερε να στρατολογήσει ένα ευρύ, ενεργό και διεπιστημονικό κοινό για την Αυστριακή Σχολή. Το Mises Institute
Η ίδρυση του Ινστιτούτου Mises το 1982, με τη βοήθεια της Margit von Mises καθώς και των Hayek και Hazlitt, έδωσε μια σειρά από νέες ευκαιρίες, τόσο για τον Rothbard όσο και για την Αυστριακή Σχολή. Μέσα από μια σταθερή ροή ακαδημαϊκών συνεδρίων, εκπαιδευτικών σεμιναρίων, βιβλίων, μονογραφιών, ενημερωτικών δελτίων, μελετών, ακόμη και ταινιών, ο Rothbard και το Ινστιτούτο μετέφεραν την Αυστριακή Σχολή στη μετα-σοσιαλιστική εποχή.
Το πρώτο τεύχος της Επιθεώρησης των Αυστριακών Οικονομικών που επιμελήθηκε ο Rothbard εμφανίστηκε το 1987, έγινε εξαμηνιαίο το 1991 και τριμηνιαίο από το 1998, ως The Quarterly Journal of Austrian Economics . Το εκπαιδευτικό θερινό σχολείο του Mises Institute διοργανώνεται κάθε χρόνο από το 1984. Για πολλά από αυτά τα χρόνια, ο Rothbard παρουσίαζε την έρευνά του στην ιστορία της οικονομικής σκέψης. Αυτό κορυφώθηκε στο δίτομο έργο του An Austrian Perspective on the History of Economic Thought , το οποίο διευρύνει την ιστορία του κλάδου ώστε να περιλαμβάνει αιώνες συγγραμμάτων.
Μέσω των φοιτητικών υποτροφιών, των οδηγών σπουδών, των βιβλιογραφιών και των συνεδρίων του Ινστιτούτου Mises, η Αυστριακή Σχολή έχει διεισδύσει, σε κάποιο επίπεδο, σχεδόν σε κάθε τμήμα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών στην Αμερική, καθώς και σε πολλές ξένες χώρες.
Η συναρπαστική ιστορία αυτού του μεγάλου συνόλου σκέψης, μέσα από όλες τις άμπωτες και τις παλίρροιές του, είναι η ιστορία του πώς τα μεγάλα πνεύματα μπορούν να προάγουν την επιστήμη και να αντιταχθούν στο κακό με δημιουργικότητα και θάρρος. Τώρα η Αυστριακή Σχολή εισέρχεται σε μια νέα χιλιετία ως ο πνευματικός σημαιοφόρος της ελεύθερης κοινωνίας. Αυτό το κάνει χάρη στα ηρωικά και λαμπρά μυαλά που συνθέτουν την οικογενειακή ιστορία της Σχολής και σε αυτούς που μεταφέρουν αυτή την κληρονομιά προς τα εμπρός με το Ινστιτούτο Mises. ( Τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία εκπροσώπων της Αυστριακής Σχολής είναι -προς το παρόν- ελάχιστα, πέρα από τα εικονιζόμενα στο παρόν άρθρο. Σ' αυτόν τον σύνδεσμο του Mises Institute μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε, νόμιμα και δωρεάν, εκατοντάδες βιβλία στην αγγλική γλώσσα, σε μορφή pdf. )