05 Αυγούστου, 2022

Όταν το κράτος «δικαιούται» να υφαρπάζει χρήματα από τους πιο εύπορους, αργά ή γρήγορα το κάνει σε όλους

Αν και τα κράτη παραβιάζουν τα ατομικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα εδώ και πολλά χρόνια, τώρα η πίεσή τους κλιμακώνεται. Διακυβεύεται πλέον ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός

Άρθρο του Claudio Grass, που δημοσιεύτηκε από το Mises Institute στις 18 Ιουλίου 2022. Χρόνος ανάγνωσης 5'. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής.


Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας -όπως τα αντιλαμβάνονται οι κλασικοί φιλελεύθεροι στοχαστές, όσοι ασπάζονται την Αυστριακή οικονομική θεωρία, και όλα τα μέλη μιας πολιτισμένης κοινωνίας- αποτελούν όχι μόνο τον ακρογωνιαίο λίθο, αλλά και την τελευταία άμυνα του ανθρώπινου πολιτισμού και του δυτικού τρόπου ζωής ειδικότερα. Τίποτα δεν έχει ελπίδα να επιβιώσει χωρίς αυτή την προϋπόθεση. Καμία ευημερία δεν μπορεί ποτέ να επέλθει ή έστω να διατηρηθεί, καμία από τις πολιτικές ελευθερίες και τις ανθρώπινες ελευθερίες που τόσο συχνά θεωρούμε δεδομένες στις μέρες μας, καμία καινοτομία στις επιχειρήσεις, την τεχνολογία, ή την επιστήμη.

Ο σεβασμός της ατομικής ιδιοκτησίας βρίσκεται στο επίκεντρο των περισσότερων ελευθεριών μας, και όταν το κράτος, ή οποιαδήποτε άλλη κεντρική αρχή, ξεπερνά αυτή τη μεγάλη κόκκινη γραμμή, προκαλεί ένα τεράστιο ντόμινο. Αυτή η διάβρωση της ελευθερίας μπορεί να είναι αργή, αλλά σίγουρα είναι σταθερή, και οι περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν μόνο όταν είναι πολύ αργά για να κάνουν κάτι γι' αυτό.

Μια αδυσώπητη επικοινωνιακή εκστρατεία

Η επέμβαση των κρατών στις ζωές, τις επιχειρήσεις, τις αποταμιεύσεις και τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ελευθερίες των πολιτών τους, όπως η ελευθερία του λόγου, δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια συντονισμένη εκστρατεία που διεξάγεται αναμφισβήτητα από τότε που εμφανίστηκε η πρώτη μορφή συγκεντρωτικής κυβέρνησης. Ακόμη και χωρίς την (μάλλον ασφαλή) υπόθεση ότι η μεγαλομανία και η παθολογική δίψα για την εξουσία και τον έλεγχο των άλλων ανθρώπων ήταν το βασικό κίνητρο πίσω από όλα αυτά, πάντα υπήρχαν ανάμεσά μας εκείνοι που πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι ό,τι καλύτερο για τους άλλους και είναι πολύ πρόθυμοι να τους «βοηθήσουν» και να τους «σώσουν». Ωστόσο, αυτή η πορεία προς τον συγκεντρωτισμό γνώρισε σημαντική επιτάχυνση τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Αφ' ότου οι, κατά κανόνα, μη εκλεγμένοι γραφειοκράτες και τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδραίωσαν την εξουσία στην Ευρώπη και οι πολιτειακές εξουσίες διαβρώθηκαν υπέρ των ομοσπονδιακών αρχών και των αμέτρητων οργανισμών στις Ηνωμένες Πολιτείες, η «βελόνα» μετακινήθηκε πραγματικά, και παρ' όλο που τίποτα δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη, η μετατόπιση αυτή σίγουρα έβαλε τη Δύση στο δρόμο ενός όλο και μεγαλύτερου συγκεντρωτισμού. Οι τοξικές ιδεολογίες και οι μισανθρωπικές κοσμοθεωρίες, όπως αυτές που προωθούσε η σχολή της Φρανκφούρτης και η μακρά τους προέλαση μέσα στους θεσμούς, συνέβαλαν σημαντικά στην διαδικασία αυτή.

Η μεταμφίεση του κρατικού ελέγχου και της μαζικής αναδιανομής του πλούτου ως «κοινωνική πρόνοια» και η προώθησή τους ως «καθήκον» των πολιτών να «επιστρέψουν κάτι στην κοινωνία» βοήθησε στη συγκάλυψη του τι πραγματικά συνέβαινε. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα έγιναν δικαιώματα υπό όρους.

Αν ένας κλέφτης σας κλέψει τα χρήματά σας, έχετε κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθείτε και θα πάει φυλακή. Αλλά αν το κράτος κάνει το ίδιο πράγμα, τότε μόνο ένας «κοινωνιοπαθής» θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, επειδή το κράτος παρέχει σε εσάς και τους γείτονές σας κάθε είδους «δωρεάν» πράγματα. Μόνο ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος και μια πεφωτισμένη μειοψηφία αντιλαμβάνονται ότι το κράτος μπορεί να δώσει μόνο ό,τι έχει κλέψει πριν. Οι περισσότεροι πολίτες εξακολουθούν να πιστεύουν στο μύθο του κράτους-γκουβερνάντας και στα δωρεάν γεύματα.


Η έννοια των «δωρεάν» και των «δημόσιων» αγαθών, ειδικότερα, φαίνεται πως έχει περισσότερη απήχηση από οτιδήποτε άλλο. Ειδικά στην Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Κοινοπολιτείας (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Καναδάς, κλπ), υπάρχει μέχρι σήμερα όχι μόνο μια σαφής κατανόηση, αλλά και μια προσδοκία στο μυαλό των περισσότερων πολιτών ότι πράγματα όπως η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη είναι, και πρέπει να είναι, πάντα «δωρεάν». Σχεδόν κανείς δεν σταματά να αναρωτηθεί τι σημαίνει αυτό και πώς οι υπηρεσίες, που προφανώς κοστίζουν απίστευτα ποσά, μπορούν να θεωρούνται δωρεάν.

Κάθε φορά που οι εκλογές είναι προ των πυλών, οι εκάστοτε κυβερνήσεις αρχίζουν να «ρίχνουν από τα ελικόπτερα» τις επιδοτήσεις και τα έξτρα προνοιακά επιδόματα. Οι παραλήπτες αυτών των επιταγών, ακόμη και όταν είναι οι ίδιοι φορολογούμενοι, εξακολουθούν να εκλαμβάνουν αυτές τις πληρωμές σαν κρατική βοήθεια, σαν ο πρωθυπουργός ή ο πρόεδρός τους και όλα τα μέλη του υπουργικού τους συμβουλίου να είχαν μόλις βάλει το χέρι στην τσέπη τους χαρίζοντάς τους δώρα, από την καλή τους την καρδιά.

Φυσικά, μόλις η αναδιανομή του πλούτου καθιερώθηκε ως κανόνας, έγινε επίσης πολύ πιο εύκολη η προώθηση μιας πολύ πιο επιθετικής ατζέντας. Για άλλη μια φορά, με το προαναφερθέν ιδεολογικό και πολιτικό περιτύλιγμα, ένα άγριο μίσος άρχισε να ριζώνει, διαιρώντας τις κοινωνίες μας με τρόπους εξαιρετικά επικίνδυνους, αλλά και ουσιαστικά επιταχύνοντας τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των λίγων. Είδαμε μια τεράστια κλιμάκωση αυτού του φαινομένου τα τελευταία 25 χρόνια.

Οι «πλούσιοι», το «1%», οι «προνομιούχοι» και οι «άπληστοι καπιταλιστές» είναι όλοι όροι που προσπάθησαν να περιγράψουν μια φαντασιακή ομάδα ανθρώπων που πατούσαν στο λαιμό όλους τους υπόλοιπους. Στην αρχή, ήταν απλώς το χρήμα που έκανε κάποιους ανθρώπους άμεσα κακούς, και έτσι αυτό δικαιολογούσε τη χρήση κρατικής βίας για να τους το απαλλοτριώσει. Ωστόσο, αυτό σύντομα επεκτάθηκε και στην επιτυχία γενικότερα. Το να είναι κανείς απλώς καλύτερος από τους ομοίους του, να εργάζεται σκληρότερα, να καλλιεργεί ένα ιδιαίτερο ταλέντο, όλα αυτά μετατράπηκαν σε επαρκή αιτία για να γίνει κάποιος μέλος αυτής της μισητής ομάδας.

Φυσικά, όλα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» που οι περισσότεροι πολιτικοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούν σήμερα - ίσως περισσότερο από ποτέ. Και από τη στιγμή που οι πολιτικοί νομιμοποίησαν την τιμωρία των δημιουργών θέσεων εργασίας και των καινοτόμων, με την καταπάτηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους, ήταν πολύ πιο εύκολο να αρνηθούν σε αυτούς τους ανθρώπους και τα υπόλοιπα δικαιώματά τους.

Όσο για εκείνους που εξακολουθούν να βρίσκουν αυτή την ιδέα μάλλον ευχάριστη, κυρίως λόγω φθόνου και με την υπόθεση ότι δεν θα συγκαταλέγονταν ποτέ στα μέλη αυτής της «ελίτ», είναι πάντα χρήσιμο να θυμόμαστε ότι όταν το κράτος λέει ότι στοχεύει μόνο στο πλουσιότερο «1%», αυτό είναι πάντα ένα σκέτο ψέμα. Το «1%» δεν είναι το πραγματικό ποσοστό που υφίσταται τις φοροεπιδρομές, και σίγουρα δεν πληρώνουν το τίμημα μόνο εκείνοι που βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική θέση.

Οι πολιτικοί προσπαθούν πάντα να μεγιστοποιήσουν το κέρδος που αποκομίζουν από κάθε υφαρπαγή εξουσίας και χρήματος που μεταφράζουν σε νόμο. Έτσι, ο νέος φόρος που υποτίθεται ότι στοχεύει τις «κακές πολυεθνικές» επηρεάζει σχεδόν πάντα και πολύ μικρότερες επιχειρήσεις, τοπικές επιχειρήσεις και μαγαζιά.

Αλλά αυτό που είναι ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι, σε αντίθεση με τα κράτη, οι περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες λειτουργούν υπό μια ορθολογική και στοιχειώδη οικονομική δυναμική. Η φράση «με γνώμονα το κέρδος» έχει μετατραπεί σε κάτι σαν βρισιά στις μέρες μας, αλλά το κέρδος εξακολουθεί να είναι αυτό που κάνει ολόκληρο τον κόσμο να γυρίζει, αυτό που πληρώνει τους μισθούς και γεμίζει τα ράφια των παντοπωλείων μας. Και έτσι, τόσο οι μεγάλες όσο και οι μικρές επιχειρήσεις θεωρούν τη φορολογική επιβάρυνση μέρος του κόστους τους, και αν οι φόροι συμπιέζουν τα κέρδη τους, το κόστος αυτό απλώς μετακυλίεται στους πελάτες. Επομένως, όλοι πληρώνουν γι' αυτή την παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, όχι μόνο οι δηλωμένοι στόχοι της.


[Αυτό το άρθρο του Claudio Grass ολοκληρώνεται με ένα δεύτερο μέρος]


***