Μέχρι να καταστραφεί από τη βρετανική επιθετικότητα το 1755, η Ακαδιανή κοινότητα στη Νέα Σκωτία παρείχε ένα «παράθυρο» σε μια αναρχοκαπιταλιστική κοινωνία που ήταν συνεκτική και επιτυχημένη
Αν και ο αναρχοκαπιταλισμός είναι μια ιδεολογία, υπάρχουν μερικά ιστορικά προηγούμενα που επιβεβαιώνουν ότι είναι εφικτός στον πραγματικό κόσμο. Μερικά από τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα είναι η παλιά «Άγρια» Δύση, η μεσαιωνική Ισλανδία (*) και η πολιτεία της Cospaia στην αναγεννησιακή Ιταλία. Υπάρχει κι ένα άλλο θαυμάσιο πείραμα ακρατικής κοινωνίας, που δεν είχε αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι πρόσφατα: Η Acadia της Νέας Σκωτίας.
(*Δείτε το μεταφρασμένο άρθρο: «300 χρόνια οργανωμένης κοινωνίας, χωρίς κράτος. Το παράδειγμα της μεσαιωνικής Ισλανδίας»)
Το 2020, οι οικονομολόγοι Rosolino Candela και Vincent Geloso δημοσίευσαν μια εργασία που διερευνούσε με μεγάλη λεπτομέρεια την ιστορία της γαλλικής αυτής αποικίας, από το 1650 έως το 1755. Η εργασία τους βασίστηκε σε πολυετή έρευνα, δίνοντάς μας μια πολύ σαφή εικόνα της διακυβέρνησης και της οικονομίας της Acadia. Ελπίζουμε ότι η επιστημονική έρευνα θα ρίξει στο μέλλον περισσότερο φως στη βιωσιμότητα των κοινωνιών χωρίς κράτος.
Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι ο πληθυσμός των Γάλλων εποίκων κορυφώθηκε στις περίπου 16.000 κατοίκους. Οι Ακαδιανοί ήταν σε μεγάλο βαθμό θρησκευόμενοι (Καθολικοί) και διατηρούσαν μια πολύ ελευθεριακή νοοτροπία όσον αφορά τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας και τις προσωπικές ελευθερίες. Πολλοί από τους Ακαδιανούς προέρχονταν από ένα φεουδαρχικό περιβάλλον στο οποίο δεν τους επιτρεπόταν να έχουν ιδιοκτησία, οπότε η νέα τους ζωή στη Βόρεια Αμερική ήταν γεμάτη ευκαιρίες.
Αναρχισμός
Οι Geloso και Candela περιγράφουν την Acadia ως «σχετικά ακρατική» (stateless) μετά τη δεκαετία του 1650. Ενώ τυπικά βρίσκονταν υπό την δικαιοδοσία της Γαλλίας, οι κάτοικοί της αγνοούσαν σε μεγάλο βαθμό το γαλλικό κράτος και δεν πλήρωναν άμεσους ή έμμεσους φόρους. Η Γαλλία πραγματοποιούσε απογραφές από το 1671 έως το 1707, οι οποίες καταμετρούσαν τον πλούτο των Ακαδιανών, αλλά η φορολόγησή τους ήταν πολύ μεγάλος μπελάς για να την επιδιώξουν.
Παρά την αντιπάθειά τους για το κράτος, οι Ακαδιανοί διατηρούσαν μια πολύ ιεραρχική κοινωνία. Συλλογική ιδιοκτησία και ισόποση αναδιανομή δεν υπήρχαν πουθενά. Ορισμένες οικογένειες δημιουργούσαν περισσότερο πλούτο, όμως αυτό μόνο ως κάτι κακό δεν θεωρείτο. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας ωφελούσε ολόκληρη την κοινωνία με μεγάλα ποσά πλούτου και οι ιεραρχίες ήταν καλά δομημένες και δίκαιες.
Οι Ακαδιανοί παρακολουθούσαν πιστά τις εκκλησιαστικές λειτουργίες και συμμετείχαν στα μυστήρια. Αυτές οι δραστηριότητες ήταν ζωτικής σημασίας για τη σύνδεση των κοινοτήτων μεταξύ τους.
Οι συνελεύσεις των ενοριών αποτελούσαν το κύριο υποκατάστατο του κράτους. Ήταν μια μη εξαναγκαστική και εθελούσια πολιτική δομή, που δημιουργήθηκε για την επίλυση μεγάλων και σημαντικών ζητημάτων μέσω της συλλογικής λήψης αποφάσεων. Οι αρχηγοί των οικογενειών και οι αντιπρόσωποι που διορίζονταν από το λαό απάρτιζαν τις συνελεύσεις. Η λήψη αποφάσεων ήταν συνήθως μη διχαστική και αρκετά ομόφωνη, και συνήθως είχε συγκριτικά ψηλά ποσοστά συμμετοχής. Η επίλυση των συγκρούσεων ήταν γρήγορη και δίκαιη, και κάτι που κάθε οπαδός του Rothbard ή του Hoppe θα έβρισκε αρκετά ελκυστικό.
Μαζί με τους Ακαδιανούς ζούσαν και οι ιθαγενείς Mi'kmaq, οι οποίοι αριθμούσαν περίπου 3.250 άτομα. Οι Mi'kmaq ήταν ημι-νομαδικός λαός και είχαν πολύ χαλαρές πολιτικές δομές, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ακρατικές. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στην κουλτούρα των Mi'kmaq είναι η έμφαση στην οικογένεια και τη συγγένεια. Με αυτές τις οικογενειακές δομές, οι Mi'kmaq ήταν σε θέση να οικοδομήσουν ισχυρές κοινότητες χωρίς την ανάγκη για κράτος, όπως κι οι Ακαδιανοί. Οι Ακαδιανοί και οι Mi'kmaq έχτισαν μια πολύ στενή σχέση που εύλογα ενισχύθηκε από την αντιπάθειά τους για τα καταπιεστικά κράτη. Ο ιστορικός David Jones έγραψε έγραψε ότι οι Ακαδιανοί
«...ζούσαν, σε μεγάλο βαθμό, απαλλαγμένοι από τη συνεχή απειλή μιας επικείμενης επίθεσης ή εξέγερσης των ιθαγενών, μια πολυτέλεια που ελάχιστοι άλλοι έποικοι απολάμβαναν εντός της Αμερικανικής ηπείρου.»
Η σχέση μεταξύ των δύο λαών ήταν αναμφισβήτητα μία από τις πιο ειρηνικές στη Βόρεια Αμερική, πολύ πιο ειρηνική από τις σχέσεις λευκών και Ινδιάνων στο γειτονικό Κεμπέκ. Οι δυο λαοί συνήθιζαν να συναλλάσσονται μεταξύ τους και να κάνουν μεικτούς γάμους. Οι Ακαδιανοί μοιράζονταν την καθολική τους πίστη, η οποία θεωρείτο συμβατή με την παραδοσιακή πίστη των Mi'kmaq.
Το 1733, τον έλεγχο της περιοχής ανέλαβε το βρετανικό στέμμα - που συνέχισε τη σχετικά χαλαρή προσέγγιση της Γαλλίας. Οι Βρετανοί απαίτησαν από τους Ακαδιανούς να ορκιστούν πίστη στο στέμμα, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να ορκιστούν χωρίς παραχωρήσεις που να τους απαλλάσσουν από το να φέρουν όπλα εναντίον των Γάλλων ή των Mi'kmaq, διατήρησαν τα δικαιώματα τους στην ατομική ιδιοκτησίας, και διατήρησαν τη θρησκευτική τους ελευθερία. Ο αξιωματικός του βρετανικού στρατού Paul Mascarene δήλωσε για τους Ακαδιανούς το 1720:
«Όλες οι εντολές που τους αποστέλλονται, αν δεν ταιριάζουν στον χαρακτήρα τους, γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γελοιοποίησης, και αυτο-τοποθετούνται στη βάση ότι δεν υπακούν σε καμία κυβέρνηση.»
Καπιταλισμός
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα στην Acadia ήταν ο απίστευτος πλούτος της. Το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και το ανοιχτό εμπόριο με τους Mi'kmaq έκαναν την Acadia ακόμη πιο πλούσια από τη Γαλλία, και την ποιότητα ζωής εκεί πολύ καλύτερη. Αν και υπήρχε κάποια ανισότητα, οι περισσότεροι αγρότες κατείχαν τη γη τους και μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια άνετη ζωή. Ο ιστορικός Gregory Kennedy περιέγραψε τους Ακαδιανούς ως
«..πολύ προσανατολισμένους στην αγορά, που οργανώνουν τις καλλιέργειές τους έτσι, ώστε να εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις διαθέσιμες εμπορικές ευκαιρίες.»
Οι αγρότες και οι κυνηγοί της Acadia παρήγαγαν ένα μεγάλο πλεόνασμα προμηθειών, τις οποίες στη συνέχεια αντάλλασσαν με υλικά που δεν ήταν διαθέσιμα σε τοπικό επίπεδο, όπως μέταλλα, βιομηχανικά προϊόντα και καταναλωτικά αγαθά. Οι γούνες και τα ψάρια ήταν τα κορυφαία τους εξαγώγιμα είδη και ήταν περιζήτητα από τη Γαλλία.
Απέλαση
Δυστυχώς, τον Αύγουστο του 1755, η ειρήνη και η ευημερία των Acadians έφτασε στο τέλος της, όταν το βρετανικό κράτος, υπό τις διαταγές του ταξίαρχου Charles Lawrence, προχώρησε σε εθνοκάθαρση, με αποτέλεσμα να θανατωθεί το 55% του πληθυσμού. Οι Βρετανοί το έκαναν αυτό για πολλούς διαφορετικούς λόγους, όπως η περιφρόνησή τους για τις αντισυμβατικές μεθόδους και τον τρόπο ζωής των Ακαδιανών, η ζήλια τους για την επιτυχία και τον πλούτο τους, και το μίσος τους για τη σχέση τους με τους ιθαγενείς. Ωστόσο, δεν θεωρούσαν όλοι οι Βρετανοί ότι αυτή η ενέργεια ήταν απαραίτητη. Ο Murray Rothbard έγραψε στο Conceived in Liberty, τόμος 2:
«Λίγο μετά την έναρξη της απέλασης, ο Lawrence έλαβε την εντολή του βασιλιά να μην παρενοχλήσει τους Ακαδιανούς. Σκεπτόμενος ως τυπικός γραφειοκράτης, ο Lawrence εκλογίκευσε την ανυπακοή του στη διαταγή του βασιλιά: αφού είχε ξεκινήσει, ακόμη και αν ήταν λάθος, η διαδικασία απέλασης δεν μπορούσε να ανακληθεί!»
Αν η απέλαση εκείνη δεν είχε πραγματοποιηθεί, είναι πολύ πιθανό ότι η Acadia θα συνέχιζε να ακμάζει, και ότι το μοντέλο της διακυβέρνησης και της οικονομίας της θα αναπτυσσόταν ευρέως σε ολόκληρη τη Βόρεια Αμερική.