Με τα λοκντάουν και το σημερινό πολιτικό και οικονομικό χάος, η παγκόσμια αυτοκρατορία των ΗΠΑ επέστρεψε στην βάση της, για να μας καταπιέσει όλους με τον πιο προσωπικό τρόπο που θα ήταν ποτέ δυνατός. Τώρα διαβάζουμε ιστορίες για το πώς ήταν η ζωή στη Σοβιετική Ένωση και την αναγνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Διαβάζουμε το «1984» του Τζορτζ Όργουελ και το αναγνωρίζουμε στη δική μας εμπειρία. Ο σκοπός της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο όμως, δεν ήταν ποτέ αυτός
Ο θάνατος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αυτή την εβδομάδα εξαπέλυσε ένα κύμα νοσταλγίας για εκείνες τις καλύτερες και πιο απλές εποχές. Περίεργο, έτσι δεν είναι;
Όχι και τόσο. Η επανάσταση της ελευθερίας που ακολούθησε μετά τις μεταρρυθμίσεις του στην παλιά Σοβιετική Ένωση δεν εξελίχθηκε όπως είχε σχεδιαστεί. Ο κόσμος δεν έγινε ποτέ φυσιολογικός και ειρηνικός όπως είχε υποσχεθεί. Και σήμερα, δεν μας απέμεινε παρά να αναπολούμε τη δεκαετία του 1980 με μια νοσταλγία για εκείνες τις καλύτερες εποχές.
Εκείνη την εποχή, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, είχαμε μια αποπνικτική αίσθηση ότι ο κόσμος βρισκόταν σε ομηρία και στα πρόθυρα ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου, που θα μπορούσε να εξαφανίσει την ανθρωπότητα όπως την ξέραμε. Μια λάθος κίνηση, μια λανθασμένη πληροφορία από τις μυστικές υπηρεσίες, ένα συναισθηματικό ξέσπασμα κάποιου απογοητευμένου αρχιστράτηγου και μπουμ, ο κόσμος θα αναλωνόταν σε καπνούς και φωτιές.
Το διακύβευμα ήταν τόσο μεγάλο! Δεν επρόκειτο απλώς για την αποτροπή ενός τέλος της ζωής στον πλανήτη. Αφορούσε έναν επικό αγώνα μεταξύ της ελευθερίας (ΗΠΑ) και του τυραννικού κομμουνισμού (Σοβιετική Ένωση). Αυτό μας έλεγαν, εν πάσει περιπτώσι. Στο πολιτικό μας τοπίο, ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής περιστρεφόταν γύρω από το αν ήταν συνετό να ρισκάρουμε την ειρήνη παράλληλα με μια σοβιετική νίκη, ή να πάμε για την πλήρη εξόντωση του κακού από τον πλανήτη.
Η μάχη κατά του κομμουνισμού καθόρισε τις ζωές πολλών γενεών. Όλα φαίνονταν τόσο ξεκάθαρα εκείνες τις μέρες. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για συστήματα και ιδεολογίες: αν η κοινωνία θα αποτελούνταν από άτομα και κοινότητες που θα έκαναν τις δικές τους επιλογές, ή αν μια ελίτ τάξη διανοουμένων θα παρέκαμπτε τα ατομικά σχέδια με κάποιο συγκεντρωτικό όραμα μιας ουτοπίας.
Εκείνες τις ημέρες, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι εμείς ήμασταν οι καλοί κι εκείνοι οι κακοί. Έπρεπε να κατασκοπεύουμε, να πολεμάμε, να χτίζουμε τον στρατό μας, να χρηματοδοτούμε τους μαχητές της ελευθερίας, και γενικά να είμαστε δυνατοί απέναντι στην άθεη κακία.
Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν ακριβώς ο υπερασπιστής που χρειαζόταν η ελευθερία εκείνες τις ημέρες. Αποκάλεσε τη Σοβιετική Ένωση «αυτοκρατορία του κακού». Έκανε την αριστερά έξω φρενών και την εκλογική βάση να ζητωκραυγάζει. Προσπάθησε επίσης να στηρίξει το αμερικανικό σύστημα: περιορισμένο κράτος (τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς), χαμηλότεροι φόροι, υγιέστερο νόμισμα, πιο ελεύθερο εμπόριο, και περισσότερο κράτος δικαίου αντί για την κυριαρχία των διοικητικών γραφειοκρατών.
Μετά, μια περίεργη μέρα του 1987, στα τέλη της δεύτερης θητείας του Ρέιγκαν, ο ίδιος και ο Γκορμπατσόφ συναντήθηκαν και αποφάσισαν ότι θα απάλλασσαν τον κόσμο από τα πυρηνικά όπλα από κοινού. Ήταν ενθουσιασμένοι με την ιδέα αυτή, και όλος ο κόσμος ένιωσε σοκ και κατάπληξη, ιδίως οι αντίστοιχοι σύμβουλοί τους, στους οποίους μάλλον άρεσε το status quo. Ως αποτέλεσμα, ο Γκορμπατσόφ κέρδισε μια νίκη στο εσωτερικό της χώρας του -κυβερνούσε έναν φτωχό και ανήσυχο πληθυσμό που είχε βαρεθεί τις ανοησίες- κάτι που τον ενθάρρυνε να επιδιώξει περισσότερες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες απλά άνοιξαν την όρεξη για περισσότερες ακόμα μεταρρυθμίσεις.
Ο Ρέιγκαν υπηρέτησε τις δύο θητείες του και αποχώρησε από το αξίωμά του. Στη συνέχεια, κάποιες δραματικές αλλαγές σημάδεψαν τον κόσμο από το 1989-90. Η Σοβιετική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, αρχικά σταδιακά και στη συνέχεια μονομιάς. Ο Γκορμπατσόφ έγινε ο τελευταίος ηγέτης της χώρας, καθώς ο σοβιετικός κομμουνισμός μετατράπηκε με την πάροδο του χρόνου σε απλή, παλαιά, ρωσική απολυταρχία. Ο κόσμος μπορούσε πλέον να είναι ελεύθερος! Και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην κανονικότητα.
Μια αδιανόητη άποψη
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, γνώρισα τον Ισραηλινό ιστορικό Martin van Creveld. Ήταν μελετητής του πολέμου και της τρομοκρατίας. Είχε μια ασυνήθιστη άποψη. Πίστευε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν μια καταστροφή, και ότι οι αποδείξεις ήταν παντού γύρω μας. Έλεγε ότι ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ τόσο ειρηνικός όσο ήταν όταν οι δύο υπερδυνάμεις αντιπαρατέθηκαν με πυρηνικά οπλοστάσια. Περιέγραψε εκείνη την συνθήκη ως το τέλειο σενάριο υπέρ της ειρήνης και της ευημερίας. Καμία από τις δύο χώρες δεν θα διακινδύνευε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα όπλα, αλλά η προοπτική και μόνο έκανε τα κράτη πιο προσεκτικά από ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.
Στην πραγματικότητα, κατά την άποψή του, αυτή η πυρηνική αντιπαράθεση έκανε τον κόσμο όσο καλύτερο μπορούσε να είναι, δεδομένων των συνθηκών. Παραδέχτηκε ότι φοβόταν τι θα μπορούσε να συμβεί όταν μία από τις δύο δυνάμεις θα εξαφανιζόταν. Πίστευε ότι είχε αποδειχθεί ότι είχε δίκιο: ο κόσμος κατευθυνόταν προς το χάος και την καταστροφή.
Αυτά πριν η 11η Σεπτεμβρίου απελευθερώσει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες των ΗΠΑ όσο ποτέ άλλοτε. Έτσι, ακόμη και δέκα χρόνια αργότερα, απλά δεν μπορούσα να δεχτώ τη θέση του van Creveld. Και αυτό, γιατί πίστεψα την «γραμμή» ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν στην πραγματικότητα η νίκη της ειρήνης και της ελευθερίας. Η Ρωσία ήταν ελεύθερη. Και με τη Σοβιετική Ένωση να έχει φύγει από τη μέση, οι ΗΠΑ μπορούσαν τώρα να επιστρέψουν με ασφάλεια στο φυσικό και συνταγματικό τους καθεστώς ως μια ειρηνική, εμπορική δημοκρατία, φιλική με όλους και χωρίς εμπλοκή σε συμμαχίες με κανέναν.
Είχα τσιμπήσει στην ιδέα πως είχαμε επιτέλους φτάσει στο τέλος της ιστορίας: θα είχαμε ελευθερία και δημοκρατία για πάντα, τώρα που γνωρίζαμε ότι αυτά τα συστήματα ήταν τα καλύτερα συστήματα. Και η ιστορία θα προσαρμοζόταν στις αποδείξεις περί αυτού.
Εκείνες τις μέρες, πολλοί αριστεροί και δεξιοί στην αμερικανική πολιτική φώναζαν για την ανάγκη μιας κανονικότητας. Υπήρχε όμως ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι ΗΠΑ είχαν δημιουργήσει έναν τεράστιο μηχανισμό μυστικών υπηρεσιών/στρατού/βιομηχανίας, που δεν είχε καμία πρόθεση να κλείσει το μαγαζί. Χρειαζόταν μια νέα λογική. Χρειαζόταν έναν νέο εχθρό. Χρειαζόταν ένα νέο τρομακτικό πράγμα.
Αν οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να βρουν έναν εχθρό, έπρεπε να δημιουργήσουν έναν.
Η Κίνα εκείνη την εποχή δεν ήταν κατάλληλη για να ενσαρκώσει τον εχθρό, οπότε οι ΗΠΑ αναζήτησαν παλιούς συμμάχους, τους οποίους θα μπορούσαν να προδώσουν και να δαιμονοποιήσουν. Στις αρχές του 1990, ο Τζορτζ Μπους αποφάσισε ότι ο Μανουέλ Νοριέγκα ήταν ένας κακός ξεπλυματίας χρήματος και έμπορος ναρκωτικών, και έπρεπε να βγει από τη μέση. Ο στρατός των ΗΠΑ το έκανε να συμβεί.
Καλή η παράσταση! Τι έχουμε μετά; Στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό. Έτσι, το 1990, ο Μπους εκμεταλλεύτηκε μια συνοριακή διαμάχη μεταξύ του Ιράκ και του Κουβέιτ, παρουσιάζοντας τη μικρή χώρα ως θύμα του μεγάλου καταπιεστή γείτονα. Θα έπρεπε να επέμβει στρατιωτικά. Οι ΗΠΑ κέρδισαν κι αυτή τη μάχη.
Πάντως, σας διαβεβαιώνω, δεν επρόκειτο για μια νέα, τρελή, αυτοκρατορική σταυροφορία των ΗΠΑ. Αλίμονο. Στην πραγματικότητα είχε να κάνει με την τιμωρία της επιθετικότητας, μόνο αυτή τη φορά, έτσι ώστε όλος ο κόσμος να μάθει για πάντα να μη αμφισβητήσει ποτέ ξανά τα σύνορα. Ήταν ένας σύντομος πόλεμος για την ειρήνη. Ήταν δύο εβδομάδες για να ισοπεδωθεί η καμπύλη... περιμένετε, λάθος πόλεμος. Ήταν δύο εβδομάδες για να γίνει ο κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία.
Έτσι ξεκίνησε αυτό που κατέληξε μια 25ετής κατοχή. Στο μεταξύ καταστράφηκαν και η Λιβύη με τη Συρία. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, το παλάτι στη Βαγδάτη λεηλατήθηκε για άλλη μια φορά. Αυτή η άλλοτε πολιτισμένη χώρα που προσέλκυε τους καλύτερους και λαμπρότερους φοιτητές και καλλιτέχνες από ολόκληρη την περιοχή, βιώνει ένα μακελειό. Να τι κατάφεραν οι ΗΠΑ.
Και αυτά ήταν μόνο η αρχή. Οι ΗΠΑ, κατά έναν απίστευτο τρόπο, μιμήθηκαν τη σοβιετικού τύπου κατοχή στο Αφγανιστάν και κατέληξαν να παραμείνουν εκεί για ακόμη περισσότερο. Αυτό έγινε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου που πραγματοποιήθηκαν ως αντίποινα για τις ενέργειες των ΗΠΑ στο Ιράκ στα αμφισβητούμενα σύνορα στη Μέση Ανατολή. Ιδρύθηκε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, και οι Αμερικανοί έχασαν τεράστιες ελευθερίες μέσα από την τεράστια επέκταση του κράτους ασφαλείας.
Όσον αφορά το ίδιο το ΝΑΤΟ, δεν εξαφανίστηκε ποτέ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά αντίθετα έγινε ένα ακόμη εργαλείο προκλήσεων που οι ΗΠΑ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να προβοκάρουν τους εχθρούς τους. Αυτό παραήταν για τη Ρωσία, η οποία αποφάσισε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της στην Ουκρανία, πυροδοτώντας έτσι τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις που ανεβάζουν την τιμή της ενέργειας για όλους εκτός από τη Ρωσία.
Όλο αυτό το διάστημα, η Κίνα βρισκόταν σε ανοδική τροχιά, με το νέο της σύστημα ενός κομμουνισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά, που στην πραγματικότητα σημαίνει ένα μονοκομματικό κράτος χωρίς ανταγωνισμό και με πλήρη έλεγχο της βιομηχανίας και της ιδιωτικής ζωής. Η Κίνα έδειξε στις χώρες όλου του κόσμου πώς να κλειδώνουν τους πολίτες τους για να ελέγξουν μια ίωση, και οι ΗΠΑ αντέγραψαν την ιδέα, εξαπολύοντας μορφές δεσποτισμού που οι ΗΠΑ στο σύνολό τους δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στην ιστορία τους. Σήμερα υποφέρουμε από τις συνέπειες αυτής της μοιραίας επιλογής υπέρ του ελέγχου και εις βάρος της ελευθερίας.
Μια τεράστια χαμένη ευκαιρία
Κοιτάζοντας πίσω, η νίκη των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο χαραμίστηκε τελείως και με τραγικό τρόπο . Αντί να κάνουν έναν γύρο του θριάμβου για την ελευθερία και την συνταγματική διακυβέρνηση που είχαν διασφαλίσει - αυτό πιστεύαμε ότι ήταν το νόημα - οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν το μονοπώλιο της εξουσίας τους για να ξεκινήσουν μια παγκόσμια σταυροφορία. Ολόκληροι λαοί υπέφεραν, αλλά για δεκαετίες δεν το νιώσαμε σχεδόν καθόλου εδώ στην πατρίδα μας. Η ζωή ήταν καλή. Το μακελειό στο εξωτερικό ήταν κάτι αφηρημένο.
Η (σ.σ. φερόμενη ως) πανδημία πρόσφερε στην κρατική εξουσία αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει ούτε ο Ψυχρός Πόλεμος ή ο Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας: τρομοκράτησε τον πληθυσμό σε ένα τέτοιο επίπεδο συμμόρφωσης, που σήμαινε το να παραιτηθεί ακόμη και από το δικαίωμα της εκπαίδευσης, της αγοράς και της πώλησης, του συνέρχεσθαι, της θρησκευτικής λατρείας, ακόμη και του δικαιώματος του λόγου. Ούτε καν ιδιωτικές κατοικίες δεν ήταν ασφαλείς από την αστυνομία του ιού. Ούτε οι γάμοι, οι κηδείες και οι επισκέψεις στο νοσοκομείο δεν έμειναν ανέγγιχτες. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων έγινε νεκρό γράμμα σχεδόν εν μια νυκτί.
Με τα λοκντάουν και το σημερινό πολιτικό και οικονομικό χάος, η παγκόσμια αυτοκρατορία επέστρεψε στην βάση της, για να μας καταπιέσει όλους με τον πιο προσωπικό τρόπο που είναι δυνατός. Διαβάζουμε τώρα ιστορίες για το πώς ήταν η ζωή στη Σοβιετική Ένωση και την αναγνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Διαβάζουμε το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και το αναγνωρίζουμε στη δική μας εμπειρία. Το νόημα της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο πάντως, δεν ήταν αυτό.
Από το 1948 έως το 1989, οι ΗΠΑ και η Ρωσία βρίσκονταν σε μια πυρηνική αντιπαράθεση. Τα παιδιά εκπαιδεύονταν να σκύβουν και να καλύπτονται σε περίπτωση έκρηξης πυρηνικής βόμβας. Οι άνθρωποι έχτιζαν καταφύγια στις αυλές τους. Ο εχθρός ήταν πάντα εκεί πέρα. Ήταν ένας αγώνας για την ελευθερία έναντι της τυραννίας. Και όμως, σήμερα, μπορούμε να κοιτάζουμε πίσω μόνο με νοσταλγία για μια πιο απλή εποχή.
Δεν νοσταλγώ τον Ψυχρό Πόλεμο και δεν θα τον ήθελα ποτέ πίσω. Το τέλος του γέννησε μια νέα ελπίδα, αν και αυτή διαψεύστηκε με την πάροδο του χρόνου.
Νοσταλγώ μια φυσιολογική ζωή με προτεραιότητα στην ελευθερία, τα δικαιώματα και την ευημερία. Ωστόσο, μια υπερεθνική άρχουσα τάξη στα κράτη, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στην ιατρική και στην τεχνολογία φαίνεται αποφασισμένη να εμποδίσει αυτόν τον κόσμο να υπάρξει ξανά. Οπότε ναι, νοσταλγώ τις μέρες των χαμογελαστών Ρέιγκαν και Γκορμπατσώφ! Μαζί αποφάσισαν να τερματίσουν την αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είχαμε ιδέα πόσο καλά ήμασταν τότε.