Το βασικότερο επιχείρημα κατά οποιουδήποτε φόρου στον συσσωρευμένο πλούτο, πέρα από την ανηθικότητα και την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητά του, είναι η ζημία που προκαλεί ένας τέτοιος φόρος στους εργαζόμενους και, ιδιαίτερα, στους φτωχότερους και πιο ευάλωτους ανάμεσά τους
Η ανακοίνωση της ισπανικής κυβέρνησης ότι σκοπεύει να εισαγάγει έναν νέο «φόρο αλληλεγγύης» στον πλούτο όσων κατέχουν πάνω από 3 εκατομμύρια ευρώ, έφερε και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση σχετικά με τους φόρους που επιβάλλονται στον πλούτο και το κεφάλαιο. Το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι η ανακοίνωση είναι άκρως πολιτικοποιημένη σε μια περίοδο που είναι ήδη, εκ των πραγμάτων, προεκλογική, ούτε ότι θα μπορούσε να διαταράξει τη φορολογική αυτονομία της Μαδρίτης, της Ανδαλουσίας και της Γαλικίας. (Ας υπενθυμίσουμε ότι οι περιφέρειες αυτές περιλαμβάνουν δεκαοκτώ εκατομμύρια Ισπανούς, δηλαδή σχεδόν το 38% του συνολικού πληθυσμού της Ισπανίας).
Ούτε χρειάζεται να επικεντρωθούμε στην πιθανή παρανομία ή ακόμη και αντισυνταγματικότητα του φόρου εξαιτίας του δυνητικά δημευτικού χαρακτήρα του. Ούτε το κύριο ζήτημα είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν ήδη πληρώσει φόρους (π.χ. φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων) για τον συσσωρευμένο πλούτο τους κατά τη διαδικασία σχηματισμού του, και άρα, σε πολλές περιπτώσεις, οι φόροι αυτοί απορρόφησαν πρακτικά το μισό εισόδημα των σημερινών ιδιοκτητών - η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι σήμερα ηλικιωμένοι και χήρες που, μετά από μια ζωή προσπαθειών, αποταμιεύσεων και θυσιών, είναι τώρα «πλούσιοι» επειδή έχουν πάνω από 3 εκατομμύρια ευρώ.
Ούτε, εν ολίγοις, το θέμα είναι ότι οι πολιτικοί μας χρησιμοποίησαν μια ορισμένη δημαγωγία που έχει τις ρίζες της στην ηθική ασθένεια του φθόνου και στον αντικοινωνικό και διχαστικό ταξικό πόλεμο, και ότι στη συνέχεια προσπάθησαν να γλυκάνουν και να νομιμοποιήσουν αυτή τη δημαγωγία σημειολογικά με τον όρο «φόρος αλληλεγγύης». (Ποιος θα μπορούσε να τολμήσει να μην προάγει την αλληλεγγύη;)
Όχι. Το κύριο επιχείρημα κατά οποιουδήποτε φόρου στο απόθεμα του συσσωρευμένου πλούτου ή κεφαλαίου δεν είναι κανένα από αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά η ζημία που ένας τέτοιος φόρος προκαλεί στους εργαζόμενους και, ιδιαίτερα, στους φτωχότερους, πιο ευάλωτους και πιο μειονεκτούντες ανάμεσά τους. Η απασχόληση, η ποιότητα των θέσεων εργασίας και τα επίπεδα των μισθών εξαρτώνται άμεσα από τον όγκο του πλούτου και του κεφαλαίου που επενδύεται με σύνεση από τους ιδιοκτήτες του και παρέχεται στους εργαζόμενους με τη μορφή ολοένα και πιο εξελιγμένων μηχανημάτων, εργοστασίων παραγωγής, φυσικών πόρων, εξοπλισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ.
Σε μια οικονομία της αγοράς, οι μισθοί τείνουν να καθορίζονται από την παραγωγικότητα κάθε εργαζομένου, και μια συνεχής, βιώσιμη αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να λάβει χώρα μόνο εάν υπάρχει ένα όλο και μεγαλύτερο και πιο εξελιγμένο σύνολο κεφαλαιουχικών αγαθών στη διάθεση κάθε εργαζομένου.
Εάν ένας Ινδός αγρότης κερδίζει μόνο τρία ευρώ την ημέρα και ένας Αμερικανός αγρότης κερδίζει το εκατονταπλάσιο ποσό, η αιτία δεν είναι ότι ο Αμερικανός εργάτης είναι πιο έξυπνος, ή ότι εργάζεται περισσότερες ώρες. Είναι απλώς ότι, κατά μέσο όρο, απολαμβάνει τη χρήση εκατονταπλάσιου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (για παράδειγμα, ενός ισχυρού, υπερσύγχρονου τρακτέρ με τα πιο σύγχρονα εξαρτήματα) από τον Ινδό συνάδελφό του, ο οποίος δεν διαθέτει αυτόν τον εξελιγμένο εξοπλισμό και συχνά είναι υποχρεωμένος να συνεχίζει να οργώνει με τα ζώα και να συγκομίζει σχεδόν με τα γυμνά του χέρια. Και η τεράστια διαφορά στους μισθούς τους προκύπτει από το γεγονός ότι, με ένα τρακτέρ τελευταίας τεχνολογίας, ο Αμερικανός αγρότης μπορεί να οργώσει μια έκταση εκατό φορές μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να οργώσει ο Ινδός αγρότης με τα υποτυπώδη εργαλεία του. Το τρακτέρ αιχμής όμως κατέστη εφκτό, μόνο επειδή αρκετοί καπιταλιστές συσσώρευσαν πλούτο και κεφάλαιο και τα έκαναν διαθέσιμα στον Αμερικανό αγρότη με τη μορφή των τρακτέρ, τα οποία είναι απλώς εξελιγμένα κεφαλαιουχικά αγαθά που αυξάνουν δραστικά την παραγωγικότητα και, επομένως, τους μισθούς του τυχερού εργάτη.
Αυτός ο συλλογισμός συνοψίζει μια από τις σημαντικότερες διδαχές της οικονομικής επιστήμης και καταδεικνύει την αιώνια μεγάλη λαϊκή σοφία ότι οι φτωχοί άνθρωποι δεν χρειάζονται τόσο ένα ψάρι, που θα ικανοποιούσε την άμεση πείνα τους, όσο ένα καλάμι ψαρέματος (δηλαδή ένα κεφαλαιουχικό αγαθό), που θα έλυνε μια για πάντα το πρόβλημα της πείνας τους. Εδώ, και πάλι, η επιστήμη αποδεικνύεται το καλύτερο αντίδοτο στην κομματική δημαγωγία.
Αν, για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης της Zara, Amancio Ortega, έχει περιουσία 60 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν θα ήταν και τόσο καλό να απαλλοτριωθεί ολόκληρο το ποσό και να διανεμηθεί, ας πούμε, στα δύο δισεκατομμύρια των ανθρώπων που είναι, συγκριτικά μιλώντας, οι φτωχότεροι στον κόσμο. Ο καθένας θα λάμβανε μόλις 30 ευρώ, αλλά το κόστος αυτής της πράξης, η οποία θα δημιουργούσε φτώχεια, θα ήταν βαρύ, αφού θα απαιτούσε την εξαφάνιση, την εκκαθάριση και το κλείσιμο των αμέτρητων εργοστασίων, εγκαταστάσεων και κτιρίων αυτού του διακεκριμένου καπιταλιστή, τα οποία, ευτυχώς για τους δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους του και τα εκατομμύρια των πελατών του, συνεχίζουν καθημερινά να παράγουν πλούτο και ευημερία παντού, και έτσι να αυξάνουν την παραγωγικότητα και τους μισθούς πολλών.
Επομένως, αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια και να προωθήσουμε την ευημερία -ιδιαίτερα την ευημερία των χαμηλόμισθων- πρέπει να αντιμετωπίζουμε με μεγάλη προσοχή όλους τους φορολογούμενους, ιδίως τους «πλούσιους», υποστηρίζοντάς τους στη συσσώρευση πλούτου και αποφεύγοντας οποιαδήποτε δίωξη ή κοινωνική καταδίκη.
Εν ολίγοις, κάθε φόρος που επιβάλλεται στη συσσώρευση πλούτου ή κεφαλαίου, όπως ο υφιστάμενος φόρος μεγάλου πλούτου ή ο εξαγγελθείς φόρος «αλληλεγγύης», καταλήγει πάντα να ασκεί επιβλαβείς επιπτώσεις στους εργαζόμενους, ιδίως στους πιο ευάλωτους σε συγκριτικούς όρους, οι οποίοι θα επωφελούνταν περισσότερο από την αύξηση της παραγωγικότητάς τους εάν διέθεταν περισσότερο και καλύτερο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Επιπλέον, δεν έχει σημασία αν το κεφάλαιο ή ο πλούτος αποτελείται, όπως είναι το πιο συνηθισμένο, από τίτλους, επενδυτικά κεφάλαια, τραπεζικές καταθέσεις ή ακίνητα, δεδομένου ότι όλα αυτά αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο αστερισμό ειδικού κεφαλαιακού εξοπλισμού που απαιτεί πάντοτε τη συνεργασία της εργασίας, αυξάνει την απασχόληση και την ποιότητα της εργασίας και, πάνω απ' όλα, καθιστά δυνατή την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και, ως εκ τούτου, των μισθών τους.
Και αντίθετα, ένας φόρος όπως αυτός που ανακοινώθηκε -ένας φόρος 3,5% στις «μεγάλες περιουσίες»- θα είχε ως αποτέλεσμα, σε λιγότερο από δέκα χρόνια, και με απλή αριθμητική, τη μείωση κατά περισσότερο από το 33% του κεφαλαίου που θα μπορούσε να έχει συσσωρευτεί αν δεν υπήρχε ένας τέτοιος φόρος «μεγάλου πλούτου». Και με τη σειρά της, η μείωση αυτή θα δημιουργούσε τη συνοδευτική μείωση της παραγωγικότητας και των πραγματικών μισθών σε σχέση με το δυνητικό τους επίπεδο. Ως εκ τούτου, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι φόροι μεγάλης περιουσίας πληρώνονται πάντα τελικά -και μάλιστα αδρά- από τους εργαζόμενους και, ως εκ τούτου, είναι επιβλαβείς και, πάνω απ' όλα, αποτελούν το αντίθετο της αλληλεγγύης προς τους πιο φτωχούς και πιο ευάλωτους.