Τον Μάρτιο του 2020, ο κινεζοκρατούμενος Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διατύπωσε τον τρομοκρατικό ισχυρισμό ότι το 3,4% των ανθρώπων που προσβάλλονταν από τον κορωνοϊό πέθαιναν. Ο κορυφαίος επιδημιολόγος του κόσμου, δρ Ιωαννίδης, απέδειξε ότι για το 94% του παγκόσμιου πληθυσμού το ποσοστό αυτό ήταν στην πραγματικότητα μόλις 0,095%
Μία από τις πιο συστηματικές προσπάθειες που έγιναν από τους «ειδικούς» κατά τα πρώτα στάδια της (φερόμενης ως) πανδημίας ήταν να προσπαθήσουν να υποβάλλουν στον πληθυσμό ότι ο κορωνοϊός ήταν μια εξαιρετικά θανατηφόρα ασθένεια.
Παρ' ό,τι είναι σαφές πως για τους πολύ ηλικιωμένους και τους σοβαρά ανοσοκατεσταλμένους, ο κορωνοϊός παρουσιάζει όντως σημαντικές και σοβαρές ανησυχίες για την υγεία τους, οι «ειδικοί» έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πείσουν τους ανθρώπους όλων των ηλικιακών ομάδων ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Αρχικά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με την απέραντη ανικανότητά του, συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτή την στρεβλή αντίληψη, υποστηρίζοντας ότι το ποσοστό θνησιμότητας από τον κορωνοϊό ήταν σοκαριστικά υψηλό.
Τον Μάρτιο του 2020, με ελάχιστα πολύτιμα δεδομένα, ο ΠΟΥ διατύπωσε τον ανησυχητικό ισχυρισμό ότι το 3,4% των ανθρώπων που προσβλήθηκαν από τον COVID είχε πεθάνει.
Το CNBC ανέφερε ότι μια πρώιμη συνέντευξη Τύπου του Γενικού Διευθυντή του ΠΟΥ, Τέντρος Γκεμπρεγέσους, συνέκρινε την αναμενόμενη θνησιμότητα του COVID-19 με τη γρίπη:
«Παγκοσμίως, περίπου το 3,4% των αναφερόμενων κρουσμάτων COVID-19 πέθαναν», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στα κεντρικά γραφεία του οργανισμού στη Γενεύη. Συγκριτικά, η εποχική γρίπη σκοτώνει γενικά πολύ λιγότερο από το 1% των μολυσμένων, είπε.
Αυτό σε αντίθεση με προηγούμενες εκτιμήσεις, οι οποίες ήταν επίσης πάνω από το 2%:
«Στις αρχές της επιδημίας, οι επιστήμονες είχαν συμπεράνει ότι το ποσοστό θνησιμότητας ήταν περίπου 2,3%.
Ενώ οι «ειδικοί» θα μπορούσαν να συγχωρεθούν για το ότι δεν ήταν σίγουροι για το ποσοστό θνησιμότητας μιας νέας ασθένειας με πολύ λίγα διαθέσιμα δεδομένα, η πολιτική που έσπειρε τον φόβο και ανέτρεψε τον κόσμο ολόκληρο, και η οποία θεσπίστηκε με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά.
Είναι πλέον ευρέως γνωστό και αποδεκτό ότι αυτές οι εκτιμήσεις ήταν εντελώς λανθασμένες, κατά ολόκληρες τάξεις μεγέθους.
Ωστόσο, μια νέα μελέτη από έναν από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες στον κόσμο επιβεβαιώνει ότι ήταν ακόμη πιο εξωπραγματικές, από ό, τι είχαμε συνειδητοποιήσει.
Ο Τζον Ιωαννίδης είναι ένας από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες δημόσιας υγείας της Αμερικής, που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ως Καθηγητής Ιατρικής στην Έρευνα Πρόληψης, της Επιδημιολογίας και της Υγείας του Πληθυσμού, καθώς και ως καθηγητής «Στατιστικής και Επιστήμης Βιοϊατρικών Δεδομένων».
Θα νομίζατε ότι αυτά τα άψογα προσόντα και το ιστορικό του να είναι ένας από τους πιο δημοσιευμένους και αναφερόμενους επιστήμονες στον σύγχρονο κόσμο θα τον προστάτευαν από την κριτική, αλλά δυστυχώς δεν λειτουργεί πλέον έτσι «Η Επιστήμη»™.
Ο Ιωαννίδης προσέλκυσε για πρώτη φορά την οργή των «Θεματοφυλάκων της Επιστήμης»™ νωρίς στο ξέσπασμα της επιδημίας, όταν προειδοποίησε ότι η κοινωνία ενδεχομένως να έπαιρνε τεράστιας βαρύτητας αποφάσεις με βάση περιορισμένα και κακής ποιότητας δεδομένα.
Συμμετείχε επίσης στη διαβόητη μελέτη επιπολασμού που διεξήχθη στην κομητεία Santa Clara, με επικεφαλής τον Δρ Jay Bhattacharya.
Αυτή η μελέτη, η οποία εξέτασε τον επιπολασμό των αντισωμάτων στην περιοχή του Σαν Χοσέ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κορωνοϊός ήταν ήδη σημαντικά πιο διαδεδομένος τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν.
Αυτό είχε ευρείες επιπτώσεις, ωστόσο η πιο σημαντική αποκάλυψη ήταν ότι οι εκτιμήσεις για το ποσοστό θνησιμότητας του κορωνοϊού που χρησιμοποιούσαν οι «επιστήμονες» και ο ΠΟΥ ήταν σχεδόν σίγουρα υπερβολικά υψηλές.
Αυτές οι εκτιμήσεις δημιουργήθηκαν με βάση την υπόθεση ότι τα κρούσματα κορωνοϊού ήταν συντριπτική τους πλειονότητα ανιχνεύσιμα, ότι τα κρούσματα μπορούσαν να εντοπιστούν με τεστ και, επομένως, η παρακολούθηση των θανάτων θα μπορούσε να επιτευχθεί με το «ποσοστό θνησιμότητας κρουσμάτων (Case Fatality Rate/CFR) , αντί για το «ποσοστό θνησιμότητας μολύνσεων» (Infection Fatality Rate/IFR).
Αυτό ήταν το «λάθος» που έκαναν ο Τέντρος και ο ΠΟΥ πριν από δυόμισι χρόνια.
Φυσικά, για το ότι παρείχαν ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία και δεδομένα ότι ο κορωνοϊός ήταν λιγότερο θανατηφόρος από ό,τι αρχικά πιστευόταν, ο Ιωαννίδης (και ο Bhattacharya) δέχθηκαν επίθεση μέσα από την «κοινότητα των ειδικών».
Με αυτό που έχει γίνει πλέον συνηθισμένος τρόπος προσβολής, οι επιστήμονες της μελέτη κατηγορήθηκαν ως σχεδόν «αρνητές» του κορωνοϊού και επικίνδυνοι συνωμοσιολόγοι, που θα σκότωναν ανθρώπους με το να μην παίρνουν αρκούντως στα σοβαρά τον ιό.
Ωστόσο, ο Ιωαννίδης παρέμεινε απτόητος και με αρκετούς συνεργάτες δημοσίευσε πρόσφατα μια ακόμα ανασκόπηση του ποσοστού θνησιμότητας μόλυνσης από τον COVID (IFR). Είναι σημαντικό ότι η μελέτη εξετάζει τη χρονική περίοδο πριν από τον εμβολιασμό και καλύπτει τις ηλικιακές ομάδες μη ηλικιωμένων, αυτούς δηλαδή που επηρεάστηκαν περισσότερο από τους περιορισμούς εξαιτίας του κορωνοϊού και τους ατελείωτους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς.
Οι αριθμοί
Η ανασκόπηση ξεκινά με μια δήλωση ενός γεγονότος που αγνοήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους «ειδικούς» του lockdown καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά ειδικά όταν οι περιορισμοί, τα lockdown και οι εντολές ήταν στο αποκορύφωμά τους νωρίς.
Το ποσοστό θνησιμότητας λόγω μόλυνσης (IFR) του COVID-19 μεταξύ των μη ηλικιωμένων ατόμων χωρίς εμβολιασμό ή προηγούμενη μόλυνση είναι σημαντικό να εκτιμηθεί με ακρίβεια, καθώς το 94% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ηλικίας κάτω των 70 ετών και το 86% είναι κάτω των 60 ετών.
Το 94% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ηλικίας κάτω των 70 ετών.
Το 6% είναι άνω των 70 ετών.
Το 86% είναι νεότεροι από 60 ετών.
Αυτό έχει σημασία, επειδή οι περιορισμοί επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το 86 με 94% των ατόμων ηλικίας κάτω των 60 ή 70 ετών.
Ο Ιωαννίδης και οι συνεργάτες του εξέτασαν 40 εθνικές μελέτες επιπολασμού που κάλυπταν 38 χώρες, ώστε να προσδιορίσουν τις εκτιμήσεις τους για το ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση (IFR) για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων.
Είναι σημαντικό ότι αυτές οι μελέτες επιπολασμού διεξήχθησαν πριν από την κυκλοφορία των εμβολίων, πράγμα που σημαίνει ότι τα IFR υπολογίστηκαν πριν από την όποια επίδραση είχαν τα εμβόλια στις νεότερες ηλικιακές ομάδες.
Τι βρήκαν λοιπόν;
Το διάμεσο ποσοστό θνησιμότητας από μόλυνση για τις ηλικίες 0-59 ήταν 0,035%.
Αυτό αντιπροσωπεύει το 86% του παγκόσμιου πληθυσμού και επομένως το ποσοστό επιβίωσης για όσους είχαν μολυνθεί πριν τον εμβολιασμό για τον κορωνοϊό ήταν 99,965%.
Για τα άτομα ηλικίας 0-69 ετών, που καλύπτουν το 94% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ποσοστό θνησιμότητας ήταν 0,095%, που σημαίνει ότι το ποσοστό επιβίωσης για σχεδόν 7,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους ήταν 99,905%.
Αυτά τα ποσοστά επιβίωσης είναι προφανώς εκπληκτικά υψηλά, γεγονός που από μόνο του δημιουργεί ταραχή για το γεγονός ότι επιβλήθηκαν περιορισμοί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όταν η εστιασμένη προστασία για τα άτομα άνω των 70 ετών -ή με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο- θα ήταν μια πολύ προτιμότερη πορεία δράσης.
Αλλά έχει και χειρότερο.
Οι ερευνητές χώρισαν τα δημογραφικά στοιχεία σε μικρότερα σύνολα, δείχνοντας τον αυξημένο κίνδυνο στον ηλικιωμένο πληθυσμό και, αντιστρόφως, πόσο απειροελάχιστος ήταν ο κίνδυνος στις νεότερες ηλικιακές ομάδες.
- Ηλικίες 60-69, ποσοστό θνησιμότητας 0,501%, ποσοστό επιβίωσης 99,499%
- Ηλικίες 50-59, ποσοστό θνησιμότητας 0,129%, ποσοστό επιβίωσης 99,871%
- Ηλικίες 40-49, ποσοστό θνησιμότητας 0,035% ποσοστό επιβίωσης 99,965%
- Ηλικίες 30-39, ποσοστό θνησιμότητας 0,011%, ποσοστό επιβίωσης 99,989%
- Ηλικίες 20-29, ποσοστό θνησιμότητας 0,003%, ποσοστό επιβίωσης 99,997%
- Ηλικίες 0-19, ποσοστό θνησιμότητας 0,0003%, ποσοστό επιβίωσης 99,9997%
Πρόσθεσαν ότι «η συμπερίληψη των δεδομένων από άλλες 9 χώρες με τεκμαρτή ηλικιακή κατανομή των θανάτων από COVID-19 απέδωσε διάμεσο IFR 0,025-0,032% για τις ηλικίες 0-59, και 0,063-0,082% για τις ηλικίες 0-69».
Αυτοί οι αριθμοί είναι εκπληκτικοί και καθησυχαστικά χαμηλοί, σε γενικές γραμμές.
Αλλά είναι σχεδόν μηδενικοί για τα παιδιά.
Ωστόσο, μέχρι το φθινόπωρο του 2021, ο Fauci εξακολουθούσε να σπέρνει τον φόβο για τους κινδύνους του COVID στα παιδιά, προκειμένου να αυξήσει την αποδοχή του εμβολιασμού, λέγοντας σε μια συνέντευξη ότι δεν ήταν μια «καλοήθης κατάσταση:»
«Σίγουρα θέλουμε να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, γιατί όπως ακούσατε και αναφέρατε, δεν είναι, ξέρετε, μια καλοήθης κατάσταση».
Είναι σχεδόν αδύνατο για οποιαδήποτε ασθένεια να είναι λιγότερο επικίνδυνη ή πιο «καλοήθης» από έναν ρίσκο θανάτου 0,0003%.
Ακόμη και τον Οκτώβριο του 2021, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνέντευξης στο NPR, ο Fauci είπε ότι οι μάσκες πρέπει να συνεχιστούν στα παιδιά ως ένα «επιπλέον βήμα» για την προστασία τους, ακόμη και μετά τον εμβολιασμό:
«Και όταν έχετε αυτόν τον τύπο ιικής δυναμικής, ακόμα και όταν έχετε εμβολιασμένα παιδιά, σίγουρα – όταν βρίσκεστε σε εσωτερικό περιβάλλον, θέλετε να βεβαιωθείτε ότι κάνετε το επιπλέον βήμα για να τα προστατέψετε. Επομένως, δεν μπορώ να σας δώσω έναν ακριβή αριθμό του τι θα ήταν αυτό στη δυναμική του ιού στην κοινότητα, αλλά ελπίζουμε ότι θα φτάσουμε εκεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ξέρετε, οι μάσκες να φοριούνται συχνά τώρα – κι όπως λέμε, δεν είναι για πάντα. Και ελπίζουμε ότι θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα μπορούμε να αφαιρέσουμε τις μάσκες στα σχολεία και σε άλλα μέρη. Αλλά δεν πιστεύω ότι είναι αυτή η στιγμή.»
Τίποτα δεν υπογραμμίζει καλύτερα την ανικανότητα και την παραπληροφόρηση από τον Δρ. Fauci από το να αγνοήσει κανείς ότι πριν από τον εμβολιασμό, τα παιδιά διέτρεχαν εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο από τον κορωνοϊό, ότι η πρόσληψη εμβολιασμού από τα παιδιά ήταν εντελώς άσχετη, καθώς δεν αποτρέπουν τη μόλυνση ή τη μετάδοση, και ότι η χρήση μάσκας είναι εντελώς αναποτελεσματική για την προστασία οποιουδήποτε. Ειδικά για όσους δεν χρειάζονταν προστασία εξ αρχής.
Το CDC, η κοινότητα των «ειδικών», ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τα στοιχεία των μέσων ενημέρωσης — όλα σκόρπιζαν αδιάκοπα τον τρόμο ότι ο ιός ήταν ένας μαζικός δολοφόνος, ενώ συνέχεαν τα ποσοστά θνησιμότητας των κρουσμάτων (CFR) με τα ποσοστά θνησιμότητας από μόλυνση (IFR).
Ωστόσο, τώρα έχουμε ένα ακόμα στοιχείο που υποδηλώνει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις του ΠΟΥ έπεσαν έξω κατά 99%, για το 94% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Απλώς για να δώσουμε κάποια οπτική άποψη, εδώ είναι η διαφορά που απεικονίζεται οπτικά μεταξύ αυτού που ισχυρίστηκε ο ΠΟΥ και αυτού που βρήκε ο Ιωαννίδης:
Ακόμα κι αν τα lockdown, η υποχρεωτική χρήση μάσκας, τα όρια χωρητικότητας και οι κλειστές παιδικές χαρές λειτουργούσαν, οι κίνδυνοι από τον ιό ήταν τόσο μικροί, που η παράπλευρη ζημία ξεπερνούσε αυτοστιγμεί και αμέσως κάθε πιθανό όφελος.
Η οικονομική καταστροφή, οι αυξημένες απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κατά τα φαινόμενα τότε επ' αόριστον απομόνωσης, τα τρομακτικά επίπεδα απώλειας μάθησης, η αυξανόμενη παχυσαρκία μεταξύ των παιδιών, η πτώση των επιδόσεων σε τεστ, η αυξημένη φτώχεια και η πείνα, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ο αχαλίνωτος πληθωρισμός. Όλα αυτά είναι το άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών αποφάσεων που επιβλήθηκαν από τρομαγμένους, ανίκανους «ειδικούς».
Οι εκτιμήσεις τους ήταν απελπιστικά, καταστροφικά λανθασμένες, παρ' όλα αυτά διατήρησαν μια αδιαμφισβήτητη αίσθηση της αυθεντίας τους για δύο και τρία χρόνια, και εξακολουθούν να λαμβάνουν βραβεία, επαίνους, αυξημένη χρηματοδότηση και μια αίσθηση αλάθητου μεταξύ των πολιτικών και των υπευθύνων λήψης αποφάσεων.
Εάν εξακολουθούσε να υφίσταται η λογική και η διανοητική ειλικρίνεια, αυτές οι εκτιμήσεις θα ήταν πρωτοσέλιδο σε κάθε σημαντικό μέσο ενημέρωσης στον κόσμο.
Αντίθετα αγνοούνται, επειδή τα μέσα ενημέρωσης και οι σύμμαχοί τους στον τεχνολογικό, τον εταιρικό και τον πολιτικό κόσμο προώθησαν και ενθάρρυναν τα lockdown και τους περιορισμούς, ενώ παράλληλα λογόκριναν κάθε διαφωνία.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη παν-κοροϊδία από αυτό.