Υπό τον πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι, το ιταλικό κράτος έχει εκδώσει νέα διατάγματα, σχεδιασμένα για να κάνουν τη ζωή ακόμη πιο αβίωτη για όποιον δεν συμμορφώνεται με κάθε πτυχή του υγειονομικού καθεστώτος της χώρας
Τα νέα από την Ιταλία έχουν αρχίσει να μοιάζουν σαν πρόλογος ενός δυστοπικού μυθιστορήματος φαντασίας, ή σαν ένα déjà vu που θυμίζει τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή την εβδομάδα, ένα νέο διάταγμα της κυβέρνησης Ντράγκι καθιέρωσε ακόμη περισσότερους κανόνες που περιορίζουν τη ζωή όσων δεν έχουν κάνει την τελευταία ενισχυτική δόση και οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν μπορούν πλέον να επιδεικνύουν την τελευταία ενημέρωση του εμβολιαστικού τους πάσου.
Δεν είναι σαφές το πώς ακριβώς σκοπεύει η κυβέρνηση να εφαρμόσει αυτό το νέο διάταγμα: Θα δούμε αστυνομικούς να βάζουν τα χέρια τους στις τσάντες των καταναλωτών; Το ψωμί θα θεωρείται «πρώτης ανάγκης» αγαθό, ενώ ο αφρός ξυρίσματος και οι καραμέλες θα κατάσχονται; Δεν υπάρχει όριο σ' αυτή την παραφροσύνη.
Και ένα πρόσφατο σημείωμα της εκτελεστικής εξουσίας για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, απλά έκανε τα πράγματα χειρότερα: το κράτος αποφαίνεται τώρα ότι οι ανεμβολίαστοι μπορούν στην πραγματικότητα να αγοράζουν και αγαθά όχι πρώτης ανάγκης στα λίγα καταστήματα στα οποία επιτρέπεται να εισέρχονται. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Με άλλα λόγια, η Ιταλία είναι πλέον μια κοινωνία όπου η σφαίρα δράσης του ατόμου εκτείνεται μόνο μέχρι εκεί που επιτρέπει ρητά και ευγενικά η ιστοσελίδα του πρωθυπουργού. Πηγαίνετε για μια βόλτα στο πάρκο; Καλύτερα να ελέγξετε την τελευταία ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Μάριο Ντράγκι, για να δείτε αν σας παραχωρεί ρητά αυτή την ελευθερία.
Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Μεταξύ των δυτικών χωρών, τα δυο τελευταία χρόνια η Ιταλία είναι μία από εκείνες που βιώνουν την πιο συστηματική άρνηση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων. Οι κυβερνήσεις συνασπισμού, με επικεφαλής αρχικά τον Τζουζέπε Κόντε και στη συνέχεια τον Μάριο Ντράγκι, έχουν εξουσιοδοτήσει μια μη εκλεγμένη επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» με το όνομα Comitato Tecnico Scientifico, η οποία με τη σειρά της έχει εξουσιοδοτήσει τις κυβερνήσεις, προσδίδοντας ένα επιστημονικό επίχρισμα σε κάθε διάταγμα, κάθε ενέργεια, και κάθε λέξη που προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ατελείωτη σειρά μέτρων εγκλεισμού, που για μεγάλα χρονικά διαστήματα έχουν εξαλείψει την ελευθερία της μετακίνησης, το δικαίωμα στην εργασία, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί επιχειρήσεων και καταστημάτων, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, την ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, ακόμη και τη διάκριση των δικαιοδοτικών σφαιρών μεταξύ εκκλησίας και πολιτικής εξουσίας (με τους γραφειοκράτες του κράτους να κλείνουν εκκλησίες και στη συνέχεια να μοιράζουν λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με το ποιες τελετές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, πώς θα έπρεπε να περιοριστούν οι λειτουργίες και πόσα άτομα θα μπορούσαν να είναι παρόντα στις λειτουργίες και τις κηδείες).
Εν τω μεταξύ, η νομοθετική εξουσία έχει υποβαθμιστεί και η διακυβέρνηση με κατεπείγοντα διατάγματα από την εκτελεστική εξουσία έχει γίνει ο κανόνας. Η ίδια η συνταγματική δομή της χώρας έχει καμφθεί, και μια νέα έννοια που ονομάζεται «stato di emergenza» (κατάσταση έκτακτης ανάγκης) έχει εφευρεθεί από το πουθενά, παρ' όλο που δεν προβλέπεται πουθενά στο δημοκρατικό σύνταγμα της Ιταλίας.
Αν δεν ζούσαμε στην εποχή του (σ.σ. δημαγωγικού) CNN, των ψευδών ειδήσεων και των εξωφρενικών επιδοτήσεων που μοιράζουν οι πολιτικοί στις εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης, θα μπορούσε κανείς εύλογα να αναρωτηθεί πού βρίσκονταν οι δημοσιογράφοι όταν συνέβαιναν όλα αυτά; Στην πραγματικότητα, οι δημοσιογράφοι στην Ιταλία είναι από τους κύριους υπαίτιους της σημερινής δυστοπικής πραγματικότητας, αφού έδωσαν βήμα σε «ειδικούς» που συμφωνούσαν με τα lockdown και άλλα μέτρα που διεύρυναν τον κρατικό έλεγχο σε όλες τις πτυχές της ζωής, ενώ ταυτόχρονα χλεύαζαν και περιθωριοποιούσαν με μανία γιατρούς και επιστήμονες που τολμούσαν να αμφισβητήσουν την λογική των εντολών για τη χρήση μάσκας σε εξωτερικούς χώρους και την απαγόρευση εισόδου στα εστιατόρια.
Όποιος τολμούσε να επισημάνει τις καταστροφικές συνέπειες ενός παρατεταμένου lockdown στην ψυχική υγεία, καθώς και σε άτομα που πάσχουν από άλλες παθολογίες, ή να μιλήσει για τη σχέση μεταξύ της οικονομίας και της δημόσιας υγείας, κατηγορείτο ως «αρνητής του covid». Αυτό είναι ένα μοτίβο που σίγουρα αναγνωρίζουν οι αναγνώστες μας, καθώς το έχουν δει στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές άλλες χώρες τα τελευταία δύο χρόνια.
Το γεγονός ότι σχεδόν κάθε άποψη που χαρακτηρίζεται από τα μέσα ενημέρωσης ως «θεωρία συνωμοσίας» αποδεικνύεται αληθινή μόλις τρεις ή τέσσερις μήνες αργότερα, δεν έχει κλονίσει σε τίποτα την αλαζονεία των διεφθαρμένων μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία έχουν εδραιώσει το μονοπώλιο τους στην διακίνηση των ειδήσεων, χάρη στην πρόσβασή τους στην κρατική χρηματοδότηση και σε πολιτικά ρουσφέτια. Και αυτό ισχύει στην Ιταλία όπως και σχεδόν παντού αλλού.
Τη διακυβέρνηση του Τζιουζέπε Κόντε ακολούθησε ένας άλλος κυβερνητικός συνασπισμός με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ντράγκι, όχι μέσω ελεύθερων εκλογών, αλλά με μια κίνηση του προέδρου της Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα.
Σε μια πανηγυρική ομιλία του τον Φεβρουάριο του 2021, ο αρχηγός του κράτους εξήγησε στους πολίτες ότι ήταν ακατάλληλο να γίνουν εκλογές εν μέσω πανδημίας – παρόλο που την ίδια περίοδο η Ρουμανία και η Πορτογαλία διεξήγαν εκλογές και ο ρυθμός μετάδοσης δεν μεταβλήθηκε.
Αντ’ αυτού, ο Ματαρέλα ανέθεσε την διακυβέρνηση στον Ντράγκι, ισχυριζόμενος ότι αυτή θα ήταν μια μη κομματική, «τεχνοκρατική κυβέρνηση», επιφορτισμένη απλώς με τα καθήκοντα της άντλησης κεφαλαίων από την ΕΕ και της εποπτείας της εκστρατείας εμβολιασμού. Προφανώς, η έννοια της «τεχνοκρατικής», ουδέτερης κυβέρνησης είναι αντιφατική, αφού κάθε σύγχρονο κράτος απαλλοτριώνει και μεταφέρει πλούτο από ορισμένες κοινωνικές ομάδες σε κάποιες άλλες.
Δεν θα υπεισέλθω στα πολλά ψέματα που ξεστόμισαν ο Ντράγκι και οι υπουργοί του σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, ούτε στην αλληλουχία των τραγελαφικών περιορισμών που επιβάλλονται σταδιακά στους ανεμβολίαστους. Αρκεί να πω ότι, για άλλη μια φορά, τα μέσα ενημέρωσης υπήρξαν συνένοχα, καθώς επί μήνες κάλυπταν κάθε αποτυχία της κυβέρνησης Ντράγκι με εκτός τόπου και χρόνου κατηγορίες κατά των «ανεμβολίαστων».
Ακριβώς όπως εκείνοι που κατηγορούνται ως «αρνητές του covid» δεν αρνήθηκαν ποτέ την ύπαρξη του covid, εκείνοι που τώρα χαρακτηρίζονται ως «αντιεμβολιαστές», στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν τίποτα εναντίον των εμβολίων αυτών καθαυτών. Αλλά αυτές είναι ασήμαντες λεπτομέρειες για τους δημοσιογράφους, οι οποίοι στη συνέντευξη Τύπου στο τέλος του έτους έδωσαν μια παράσταση αντάξια μιας μπανανίας, υποδεχόμενοι τον Ντράγκι με επευφημίες και ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, και όχι με διερευνητικές ερωτήσεις.
Είναι ενδιαφέρον ότι η αλλαγή στο τιμόνι της χώρας από τον Κόντε στον Ντράγκι είχε ως αποτέλεσμα να φανεί το πραγματικό πρόσωπο των Ιταλών φιλελεύθερων, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι καταφανώς μεταμφιεσμένοι κρατιστές.
Ακόμη και η Διεθνής Αμνηστία έχει εκφράσει την ανησυχία της για τις διακρίσεις εις βάρος των ανεμβολίαστων στην Ιταλία, ενώ οι Ιταλοί σοσιαλδημοκράτες και αριστεροί επευφημούν τον Ντράγκι.
Η μόνη συνεκτική, θαρραλέα εναντίωση στον Ντράγκι προέρχεται από τις παρυφές και από απίθανους μεταξύ τους συμμάχους, όπως ο μαρξιστής καθηγητής Ούγκο Ματέι και ο λιμπερταριανός/φιλελεύθερος καθηγητής Κάρλο Λοτιέρι.
Ο Ματέι καταγγέλλει ακούραστα τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» καθώς και τον θρασύδειλο εκβιασμό των εργαζομένων, που αναγκάζονται να αποφασίσουν μεταξύ του να δεχτούν την ένεση, ή να χάσουν την δουλειά τους.
Ο Λοτιέρι ηγείται του μικρού κινήματος αντίστασης μεταξύ των καθηγητών πανεπιστημίου που αντιμάχονται τις διακρίσεις κατά των ανεμβολίαστων φοιτητών και εξηγεί το πώς η πανδημία αποτέλεσε δικαιολογία για τα σύγχρονα κράτη, ώστε να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα στον έλεγχο του σώματος και του μυαλού κάθε ανθρώπου.
Τα μέτρα στα οποία υποβλήθηκε ο ιταλικός λαός σε αυτά τα δύο ατέλειωτα χρόνια ανεξέλεγκτου κρατισμού και ξεδιάντροπης προπαγάνδας δεν ήταν μόνο άδικα: ήταν επίσης εντελώς άχρηστα στην καταπολέμηση της πανδημίας.
Η Ιταλία βίωσε ακριβώς τις ίδιες τροχιές και τα ίδια χρονικά διαστήματα στα διάφορα κύματα του ιού, με αυτά που βίωσαν χώρες όπως η Σουηδία ή ακόμη και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι ελευθερίες και η οικονομία δεν καταπατήθηκαν -ή τουλάχιστον δεν καταπατήθηκαν στον ίδιο βαθμό.
Η αποτυχία των κυβερνητικών διαταγμάτων δεν αποτελεί έκπληξη για όσους - έχοντας διαβάσει Λούντβιχ φον Μίζες και Φρίντριχ Χάγιεκ - γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι πολύπλοκες και ότι πρέπει να είμαστε ταπεινοί όταν επινοούμε λύσεις από την κορυφή προς τα κάτω.
Ο κεντρικός σχεδιασμός - είτε αφορά την οικονομία, είτε την υγειονομική περίθαλψη - είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Από την άλλη πλευρά, ο κεντρικός σχεδιασμός εξυπηρετεί την πολιτική τάξη και τις διαπλεκόμενες εταιρείες (σ.σ. βλέπε «κορπορατισμός») που προσπαθούν αδιάκοπα να ελέγχουν κάθε πτυχή της ζωή μας.
***
Ο Δρ. Matteo Salonia έχει διδάξει στο King's College του Λονδίνου και σε άλλα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκής και Διεθνούς Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Nottingham Ningbo. Είναι ο συγγραφέας του Genoa's Freedom: Entrepreneurship, Republicanism, and the Spanish Atlantic (Lexington Books, 2017).