06 Μαρτίου, 2022

Οι δίδυμοι δαίμονες: Πώς οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν την εποχή των αέναων πολέμων

Το κράτος έχει πείσει τους ανθρώπους ότι τα συμφέροντά του ταυτίζονται με τα δικά τους. Ότι προάγει την ευημερία τους. Ότι οι πόλεμοί του είναι δικοί τους πόλεμοι. Ότι είναι ο μεγάλος ευεργέτης, και ότι οι άνθρωποι πρέπει να αρκούνται στον ρόλο τους ως ικανοποιημένοι υπήκοοί του 

Ομιλία του Lew Rockwell, προέδρου του Mises Institute, που εκφωνήθηκε στις 14/9/2012 στην Νέα Υόρκη. Χρόνος ανάγνωσης 12'. Απόδοση στα ελληνικά, Θεόδωρος Μίχας - Νίκος Μαρής. Η πρώτη δημοσίευση του κειμένου έγινε από το Libertarian Corfu.

Ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας του ολοκληρωτικού πολέμου. Οι περιορισμοί στην έκταση του πολέμου, που είχαν οικοδομηθεί επί πολλούς αιώνες, είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν από τον 19ο αιώνα, αλλά εξαλείφθηκαν εντελώς στον 20ό αιώνα. Και βέβαια η τεράστια ποσότητα των πόρων που μπορούσαν να επιστρατεύσουν τα συγκεντρωτικά κράτη στον πόλεμο, καθώς και οι τρομερές νέες τεχνολογίες θανάτωσης που ήταν πλέον διαθέσιμες, μετέτρεψαν τον 20ό αιώνα σε έναν αιώνα σχεδόν αδιανόητης φρίκης. 

Δεν συζητείται πολύ συχνά η εξέλιξη του ολοκληρωτικού πολέμου σε συνδυασμό με την εξέλιξη της σύγχρονης κεντρικής τραπεζιτικής, συνδυασμός ο οποίος - αν και προϋπήρχε από πολύ νωρίτερα - έφτασε κι αυτός στο απόγειό του κατά τον 20ό αιώνα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ron Paul (ο άνθρωπος που έχει κάνει περισσότερα από τον οποιονδήποτε άλλο στην δημόσια ζωή για να σπάσει τους φραγμούς του τι επιτρέπεται να λέγεται στην σύγχρονη κοινωνία για τα δύο αυτά πράγματα) έχει επίσης επιμείνει τόσο πολύ στο ότι τα δίδυμα φαινόμενα του πολέμου και της κεντρικής τραπεζιτικής συνδέονται μεταξύ τους.

«Δεν είναι τυχαίο», είπε ο Δρ Paul, «ότι ο αιώνας του ολοκληρωτικού πολέμου συνέπεσε με τον αιώνα των κεντρικών (σ.σ. κρατικών) τραπεζών». 


Προσθέτοντας πως: 

«Αν κάθε Αμερικανός φορολογούμενος έπρεπε να καταθέσει πέντε ή δέκα χιλιάδες επιπρόσθετα δολάρια στην εφορία αυτόν τον Απρίλιο για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, είμαι σίγουρος ότι αυτός θα τελείωνε πολύ γρήγορα. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος χρηματοδοτεί τον πόλεμο μέσω δανεισμού και εκτύπωσης χρημάτων, αντί να υποβάλει άμεσα τον λογαριασμό με τη μορφή των υψηλότερων φόρων. Όταν το κόστος αποκρύπτεται, το ερώτημα για το αν αξίζει τον κόπο ο οποιοσδήποτε πόλεμος διαστρεβλώνεται.»


1.Πώς λειτουργούν οι κεντρικές (κρατικές) τράπεζες


Σε σχέση με τις σημερινές μου παρατηρήσεις θεωρώ δεδομένο ότι η ανάλυση του Murray Rothbard για τις πραγματικές λειτουργίες της κεντρικής τράπεζας είναι σωστή. Τα βιβλία του Rothbard «The History of Money and Banking: The Colonial Era Through World War II», «The Case Against the Fed», «The Mystery of Banking», και «What Has Government Done to Our Money?» παρέχουν τη λογική τεκμηρίωση και τα εμπειρικά στοιχεία υπέρ της άποψης αυτής, και σας παραπέμπω σε αυτές τις πηγές για περαιτέρω λεπτομέρειες. Προς το παρόν, θεωρώ ότι δεν αμφισβητείται ότι οι κεντρικές τράπεζες επιτελούν τρεις σημαντικές λειτουργίες για το τραπεζικό σύστημα και το κράτος.


Πρώτον, χρησιμεύουν ως δανειστές έσχατης καταφυγής, πράγμα που στην πράξη σημαίνει διασώσεις (bailouts) για τις μεγάλες χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Δεύτερον, συντονίζουν τον πληθωρισμό της προσφοράς χρήματος καθορίζοντας έναν ενιαίο ρυθμό με τον οποίο οι τράπεζες το πληθωρίζουν, καθιστώντας έτσι το τραπεζικό σύστημα των κλασματικών αποθεματικών λιγότερο ασταθές και πιο σταθερά κερδοφόρο απ' ό,τι θα ήταν χωρίς μια κεντρική τράπεζα (γι' αυτό, παρεμπιπτόντως, οι ίδιες οι τράπεζες πάντα ζητούν μια κεντρική τράπεζα). Τρίτον, επιτρέπουν στα κράτη, μέσω του πληθωρισμού, να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους πολύ πιο φτηνά και κρυφά από ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν σε διαφορετική περίπτωση. 


Με το να καθιστά εφικτό τον πληθωρισμό, η Fed καθιστά ipso facto εφικτό τον πόλεμο. Ανατρέχοντας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ludwig von Mises έγραψε το 1919: «Μπορεί κανείς να πει χωρίς υπερβολή ότι ο πληθωρισμός είναι το απαραίτητο συστατικό του μιλιταρισμού. Χωρίς αυτόν, οι επιπτώσεις του πολέμου στην ευημερία θα γίνονταν πολύ πιο γρήγορα και διεισδυτικά εμφανείς -η κόπωση από τον πόλεμο θα εμφανιζόταν πολύ νωρίτερα». 


Κανένα κράτος δεν είπε ποτέ: «Επειδή θέλουμε να πάμε σε πόλεμο, πρέπει να εγκαταλείψουμε την κεντρική τραπεζιτική» ή «Επειδή θέλουμε να πάμε σε πόλεμο, πρέπει να εγκαταλείψουμε τον πληθωρισμό και το σύστημα του παραστατικού (fiat) χρήματος». Τα κράτη πάντα λένε: «Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον κανόνα του χρυσού, επειδή θέλουμε να πάμε σε πόλεμο». Αυτό από μόνο του δείχνει τους περιορισμούς που θέτει το σκληρό χρήμα στα κράτη. Τα πολύτιμα μέταλλα δεν μπορούν να δημιουργηθούν από το τίποτα, γι' αυτό και τα κράτη νιώθουν πολύ άβολα με τα νομισματικά συστήματα που βασίζονται σε αυτά. 


Τα κράτη μπορούν να αντλήσουν έσοδα με τρεις τρόπους. Η φορολογία είναι το πιο ορατό μέσο, όμως τελικά συναντά τη λαϊκή αντίσταση. Μπορούν να δανειστούν τα χρήματα που χρειάζονται, αλλά ο δανεισμός είναι επίσης ορατός στον πληθυσμό με τη μορφή των υψηλότερων επιτοκίων - καθώς η κεντρική κυβέρνηση ανταγωνίζεται στην αγορά για ένα πεπερασμένο ποσό διαθέσιμης πίστωσης, η πίστωση καθίσταται πιο σπάνια για τους υπόλοιπους δανειολήπτες. 


2.Ψήγματα ιστορίας


Η δημιουργία χρήματος από το τίποτα, η τρίτη επιλογή, είναι προτιμότερη για τα κράτη, καθώς η διαδικασία με την οποία το πολιτικό σύστημα αποσπά πόρους από την κοινωνία μέσω του πληθωρισμού είναι πολύ λιγότερο άμεση και προφανής από ό,τι στις περιπτώσεις της φορολογίας και του δανεισμού. Τον παλιό καιρό οι βασιλιάδες έκοβαν τα νομίσματα, κρατούσαν τα ρινίσματα και στη συνέχεια ξαναέδιναν τα νομίσματα στην κυκλοφορία με την ίδια ονομαστική αξία. Μόλις αποκτήσουν αυτού του είδους την εξουσία, τα κράτη την περιφρουρούν με ζήλο. Ο Mises είπε κάποτε ότι αν η Τράπεζα της Αγγλίας ήταν στη διάθεση του βασιλιά Καρόλου Α' κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου πολέμου της δεκαετίας του 1640, θα μπορούσε να είχε συντρίψει τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί εναντίον του, και η αγγλική ιστορία θα είχε υπάρξει πολύ διαφορετική. 


Ο Χουάν ντε Μαριάνα, Ισπανός Ιησουίτης που έγραψε τον 16ο και στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι περισσότερο γνωστός στην πολιτική φιλοσοφία επειδή υπερασπίστηκε τη βασιλοκτονία στο έργο του De Rege του 1599. Οι τυπικοί μελετητές συχνά υποθέτουν ότι εξαιτίας αυτού του προκλητικού ισχυρισμού του τον φυλάκισε η ισπανική κυβέρνηση για ένα διάστημα. Στην πραγματικότητα όμως ήταν η πραγματεία του σχετικά με την αλλοίωση του χρήματος - η οποία καταδίκαζε τον νομισματικό πληθωρισμό ως ηθικό δεινό - που τον έβαλε σε μπελάδες. 


Σκεφτείτε το λίγο. Το να λες ότι ο βασιλιάς μπορεί να δολοφονηθεί ήταν κάτι σοβαρό. Αλλά το να στοχεύεις άμεσα κατά του πληθωρισμού, της ίδιας της αιμοδοσίας του καθεστώτος; Αυτό παραήταν.


3.Η σημερινή εποχή

 

Εκείνη την εποχή, αν ένας πόλεμος επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί εν μέρει από τη νομισματική υποτίμηση, η διαδικασία ήταν άμεση και όχι δύσκολα κατανοητή. Η αλληλουχία των γεγονότων σήμερα είναι πιο περίπλοκη, αλλά όπως είπα, όχι θεμελιωδώς διαφορετική. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι ότι το κράτος χρειάζεται να χρηματοδοτήσει έναν πόλεμο, ότι δεν του φτάνουν τα χρήματα, και ότι απλώς τυπώνει χρήματα για να καλύψει τη διαφορά. Η διαδικασία δεν είναι τόσο χονδροειδής. Όταν όμως την εξετάσουμε προσεκτικά, αποδεικνύεται ότι είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. 


Οι κεντρικές τράπεζες, που ιδρύονται από τα κράτη, επιτρέπουν στα κράτη ανά τον κόσμο να ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισπράττουν σε φόρους. Ο δανεισμός τους επιτρέπει να ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισπράττουν σε φόρους, αλλά ο κυβερνητικός δανεισμός οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν τους πολίτες με ανεπιθύμητους τρόπους. Όταν οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν χρήμα και το διοχετεύουν στο τραπεζικό σύστημα, εξυπηρετούν τους σκοπούς των κρατών, πιέζοντας αυτά τα επιτόκια προς τα κάτω, αποκρύπτοντας έτσι τις επιπτώσεις του κρατικού δανεισμού. 


Αλλά η κεντρική τραπεζιτική κάνει κάτι περισσότερο απ' αυτό. Ουσιαστικά τυπώνει χρήμα και το δίνει στo κράτος, αν και όχι τόσο άμεσα, ή τόσο εμφανώς. 


Πρώτον, η κεντρική κυβέρνηση είναι σε θέση να πουλάει τα ομόλογά της σε τεχνητά υψηλές τιμές (και αντίστοιχα χαμηλά επιτόκια) επειδή οι αγοραστές του χρέους της γνωρίζουν ότι μπορούν να γυρίσουν και να πουλήσουν στην Κεντρική Τράπεζα. Είναι αλήθεια ότι η κεντρική κυβέρνηση πρέπει να πληρώνει τόκους για τους τίτλους που κατέχει η Κεντρική Τράπεζα (Fed), αλλά στο τέλος του έτους η Fed επιστρέφει αυτά τα χρήματα στο Υπουργείο Οικονομικών, μείον τα ασήμαντα λειτουργικά της έξοδα. Αυτό τακτοποιεί τους τόκους. Και σε περίπτωση που σκέφτεστε ότι η κεντρική κυβέρνηση εξακολουθεί να πρέπει να πληρώνει τουλάχιστον το κεφάλαιο, στην πραγματικότητα δεν το κάνει. Η κυβέρνηση μπορεί να μετακυλίσει το υφιστάμενο χρέος της όταν αυτό λήξει, εκδίδοντας ένα νέο ομόλογο για να αποπληρώσει το κεφάλαιο του παλιού. 


Μέσω αυτής της περίπλοκης διαδικασίας - μιας διαδικασίας, που, όχι τυχαία, το ευρύ κοινό είναι απίθανο να γνωρίζει ή να κατανοεί - η κεντρική κυβέρνηση είναι στην πραγματικότητα σε θέση να κάνει το ισοδύναμο του να εκτυπώνει χρήμα και να το δαπανά. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να αποκτήσουν πόρους δαπανώντας χρήματα που κέρδισαν μέσω μιας παραγωγικής επιχείρησης - με άλλα λόγια, πρέπει πρώτα να παράγουν κάτι για την κοινωνία, και μετά μπορούν να καταναλώσουν - το κράτος μπορεί να αποκτήσει πόρους χωρίς πρώτα να έχει παράγει τίποτα. Η δημιουργία χρήματος μέσω του κρατικού μονοπωλίου γίνεται έτσι άλλος ένας μηχανισμός με τον οποίο διαιωνίζεται η εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ κράτους και πληθυσμού. 


Τώρα, επειδή η κεντρική τράπεζα επιτρέπει στο κράτος να αποκρύπτει το κόστος όλων όσων κάνει, παρέχει ένα κίνητρο στα κράτη να προχωρούν σε πρόσθετες δαπάνες σε όλους τους τομείς, όχι μόνο στον πόλεμο. Αλλά επειδή ο πόλεμος είναι εξαιρετικά δαπανηρός - και επειδή οι θυσίες που τον συνοδεύουν επιβαρύνουν τόσο πολύ τον πληθυσμό - είναι ακριβώς οι δαπάνες σε καιρό πολέμου που καθιστούν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη για κάθε κυβέρνηση την βοήθεια της κεντρικής τράπεζας.


4.Μια αναδρομή στην αμερικανική ιστορία


[σ.σ. Ο αναγνώστης μπορεί, για οικονομία χρόνου, να παρακάμψει αν θέλει αυτήν την ενότητα, και να μεταφερθεί απ' ευθείας στον Επίλογο]


Το Αμερικανικό Ομοσπονδιακό Σύστημα Αποθεματικών, το οποίο ιδρύθηκε στα τέλη του 1913 και άνοιξε τις πόρτες του τον επόμενο χρόνο, δοκιμάστηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αντίθεση με ορισμένες χώρες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εγκατέλειψαν τον κανόνα του χρυσού κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά δεν λειτουργούσαν ούτως ή άλλως υπό έναν αμιγή κανόνα του χρυσού 100%. Η Fed είχε την δυνατότητα και όντως ενεπλάκη με την πιστωτική επέκταση. Στο Mises.org φιλοξενούμε ένα άρθρο του John Paul Koning που παρουσιάζει στον αναγνώστη την ακριβή διαδικασία με την οποία η Fed πραγματοποίησε τον νομισματικό πληθωρισμό της εκείνα τα πρώτα χρόνια. Εν συντομία, η Fed ουσιαστικά δημιούργησε χρήμα και το χρησιμοποίησε για να προσθέσει πολεμικά ομόλογα στον ισολογισμό της. Ο Μπέντζαμιν Άντερσον, οικονομολόγος που συμμεριζόταν την αυστριακή οικονομική φιλοσοφία, παρατήρησε τότε: «Η αύξηση σε όλα σχεδόν τα στοιχεία του ισολογισμού του Ομοσπονδιακού Συστήματος Αποθεματικών από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο ήταν πράγματι πολύ μεγάλη». 


Ο διευκολυντικός ρόλος της Fed δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στην περίοδο του πολέμου. Στο βιβλίο του America's Money Machine, ο Elgin Groseclose έγραψε, 

«Αν και ο πόλεμος είχε τελειώσει το 1918 από στρατιωτική άποψη, δεν είχε τελειώσει από οικονομική άποψη. Το Υπουργείο Οικονομικών είχε ακόμη τεράστιες υποχρεώσεις να καλύψει, οι οποίες τελικά καλύφθηκαν από το δάνειο της Νίκης. Το κύριο στήριγμα στην αγορά ήταν και πάλι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.» 

 
 

Η νομισματική επέκταση ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για την κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Ο Λίντον Τζόνσον μπορούσε να έχει ταυτόχρονα και τα προγράμματα της Μεγάλης Κοινωνίας που ήθελε, και τον υπερπόντιο πόλεμό του, και η επιβάρυνση του πληθυσμού κρατήθηκε - στην αρχή τουλάχιστον - σε διαχειρίσιμα όρια. 


Η αυτοπεποίθηση των κεϋνσιανών οικονομικών σχεδιαστών ήταν τόσο μεγάλη, που το 1970 ο Arthur Okun, ένας από τους βασικούς προεδρικούς συμβούλους της δεκαετίας εκείνης για την οικονομία, σημείωνε σε μια δημοσιευμένη ρετροσπεκτίβα του, ότι η σοφή οικονομική διαχείριση φαινόταν να έχει εξαλείψει τον επιχειρηματικό κύκλο. Η πραγματικότητα όμως δεν θα μπορούσε να αποφεύγεται για πάντα, και η φαινομενικά ισχυρή πολεμική οικονομία της δεκαετίας του 1960 έδωσε τη θέση της στη στασιμότητα της δεκαετίας του 1970. 

 
 

Υπάρχει ένας καθολικής ισχύος νόμος, σύμφωνα με τον οποίο, κάθε φορά που υπάρχει η υπόσχεση  στους πολίτες ότι ο επιχειρηματικός κύκλος άνθησης-ύφεσης έχει εξαλειφθεί για πάντα, μια ύφεση είναι στην πραγματικότητα προ των πυλών. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του ρόδινου βιβλίου του Okun, ξεκίνησε η ύφεση. 


Οι Αμερικανοί πλήρωσαν ακριβά τον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1960. Οι απώλειες ζωών που προέκυψαν από τον ίδιο τον πόλεμο ήταν το πιο φρικτό και τρομακτικό από αυτό το τίμημα, αλλά και η οικονομική καταστροφή δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όπως πολλοί από εμάς θυμόμαστε καλά, η αμερικανική οικονομία μαστιζόταν από αρκετά χρόνια ανεργίας και υψηλού πληθωρισμού. Το χρηματιστήριο τα πήγε ακόμη χειρότερα. Ο Mark Thornton επισημαίνει ότι,


«τον Μάιο του 1970, ένα χαρτοφυλάκιο που αποτελείτο από μία (1) μετοχή κάθε μετοχής που ήταν εισηγμένη στο Big Board άξιζε μόλις το μισό της αξίας που είχε στις αρχές του 1969. Οι μετοχές με τις υψηλές πτήσεις, που είχαν οδηγήσει την αγορά του 1967 και του 1968 - όμιλοι, εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης υπολογιστών, εταιρείες εξελιγμένων ηλεκτρονικών ειδών, εταιρείες franchising - είχαν πέσει κατακόρυφα από τα υψηλότερα σημεία τους. Και δεν είχαν υποχωρήσει κατά 25%, όπως ο Dow, αλλά κατά 80, 90 ή 95%.

 

[,,,]Ο δείκτης Dow δείχνει ότι οι μετοχές έτειναν να διαπραγματεύονται σε ένα μεγάλο εύρος για ένα σημαντικό μέρος της περιόδου μεταξύ 1965 και 1984. Ωστόσο, αν προσαρμόσετε την αξία των μετοχών στον πληθωρισμό των τιμών, όπως αυτός υπολογίζεται από τον δείκτη τιμών καταναλωτή, προκύπτει μια πιο σαφής και πιο ανησυχητική εικόνα. Η προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό, ή πραγματική, μέτρηση της αγοραστικής δύναμης του Dow δείχνει ότι έχασε σχεδόν το 80% της μέγιστης αξίας του.» 

 
 

Και παρ' όλη τη συζήτηση για την υποτιθέμενη ανεξαρτησία της Fed, δεν είναι καν δυνατόν να φανταστεί κανείς ότι η Fed θα διατηρήσει μια στάση περιορισμού του χρήματος, όταν το καθεστώς απαιτεί τόνωση ή όταν τα στρατεύματα βρίσκονται στο πεδίο της μάχης. Υπήρξε περισσότερο από διαλλακτική κατά τη διάρκεια του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Αναλογιστείτε το ποσό του χρέους που αγοράζεται κάθε χρόνο από τη Fed, συγκρίνετέ το με τις πολεμικές δαπάνες εκείνου του έτους, και θα πάρετε μια ιδέα για το ρόλο της Fed στο να καθιστά τον πόλεμο εφικτό. 


Βέβαια, ενώ είναι αλήθεια ότι ο κανόνας του χρυσού περιορίζει τα κράτη, είναι επίσης αλήθεια ότι αυτά δεν δυσκολεύονται να βρουν αφορμές - με κυριότερη τον πόλεμο - για να εγκαταλείψουν τον κανόνα χρυσού. Για το λόγο αυτό, ο κανόνας του χρυσού από μόνος του δεν αποτελεί επαρκή περιορισμό στις φιλοδοξίες του κράτους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. 


5.Επίλογος: Η κατανόηση του προβλήματος και ποιος πρέπει να είναι ο στόχος


Καθώς ατενίζουμε το μέλλον, πρέπει να παραμερίσουμε κάθε δειλία στις προτάσεις μας για τη νομισματική μεταρρύθμιση. Δεν επιδιώκουμε ένα πρότυπο συναλλαγών με βάση τον χρυσό, όπως υπήρχε στο πλαίσιο του συστήματος Bretton Woods. Δεν επιδιώκουμε να χρησιμοποιήσουμε την τιμή του χρυσού ως μέσο ευθυγράμμισης, ώστε να βοηθήσουμε έτσι τις νομισματικές αρχές στις αποφάσεις τους σχετικά με το πόσο χρήμα πρέπει να δημιουργούν. Δεν επιδιώκουμε καν την αποκατάσταση του κλασικού κανόνα του χρυσού, όσο μεγάλα και αν είναι τα πλεονεκτήματά του.

 

Στη δεκαετία του 1830, οι θεωρητικοί του σκληρού (υγιούς) χρήματος της σχολής του Τζάκσον επινόησαν τη θαυμάσια φράση «διαχωρισμός τράπεζας και κράτους». Αυτό θα ήταν μια αρχή. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ο διαχωρισμός του χρήματος από το κράτος.

 

Υπάρχουν ορισμένοι τρόποι με τους οποίους το χρήμα είναι ένα ξεχωριστό αγαθό. Αφ' ενός, το χρήμα εκτιμάται όχι καθ' εαυτό, αλλά για τη χρήση του στις συναλλαγές. Αφετέρου, τα χρήματα δεν καταναλώνονται, αλλά αντίθετα μεταβιβάζονται από το ένα άτομο στο άλλο. Και όλα τα άλλα αγαθά στην οικονομία έχουν τις τιμές τους εκφρασμένες σε όρους αυτού του αγαθού. 


Ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα στο χρήμα - ή σε οτιδήποτε άλλο, για την ακρίβεια - που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι η παραγωγή του πρέπει να γίνεται από το κράτος, ή από τον καθορισμένο μονοπωλιακό δικαιούχο. Το χρήμα αποτελεί το έτερον ήμισυ κάθε συναλλαγής στην αγορά -εκτός αν μιλάμε για αντιπραγματισμό (σ.σ. ανταλλαγές αγαθών). Οι άνθρωποι που πιστεύουν στην οικονομία της αγοράς, αλλά είναι έτοιμοι να παραδώσουν στο κράτος τη φύλαξη αυτού του πιο κρίσιμου αγαθού, οφείλουν να το ξανασκεφτούν. 


Οι υποστηρικτές των παρεμβάσεων ισχυρίζονται μερικές φορές ότι ένα συγκεκριμένο αγαθό είναι πολύ σημαντικό για να αφεθεί στην αγορά. Η συνήθης απάντηση της ελεύθερης αγοράς αντιστρέφει αυτό το επιχείρημα: όσο πιο σημαντικό είναι ένα αγαθό, τόσο πιο σημαντικό είναι να μην το παράγει το κράτος, και να αφήσει την παραγωγή του στην αγορά. 


Αυτό δεν ισχύει πουθενά περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση των χρημάτων. Όπως είπε κάποτε ο Ludwig von Mises, η ιστορία του χρήματος είναι η ιστορία των προσπαθειών του κράτους να καταστρέψουν το χρήμα. Ο κρατικός έλεγχος του χρήματος έχει επιφέρει νομισματική υποτίμηση, φτωχοποίηση της κοινωνίας σε σχέση με το κράτος, καταστροφικούς επιχειρηματικούς κύκλους, χρηματοπιστωτικές φούσκες, κατανάλωση κεφαλαίου (λόγω της παραποιημένης λογιστικής κερδών και ζημιών), ηθικό κίνδυνο (moral hazard) και - το πιο σημαντικό για το σημερινό μου θέμα - την απαλλοτρίωση της περιουσίας του πληθυσμού με τρόπους που είναι απίθανο να κατανοήσει. Είναι αυτή η σιωπηλή απαλλοτρίωση που έχει καταστήσει δυνατές μερικές από τις μεγαλύτερες τερατογενέσεις του κράτους, συμπεριλαμβανομένων των πολέμων του, και είναι όλα αυτά τα αδικήματα σε συνδυασμό, που καθιστούν επιτακτική την ενημέρωση του πληθυσμού κατά του σημερινού συστήματος και υπέρ της αντικατάστασής του από ένα σύστημα της ελεύθερης αγοράς. 


Η πολεμική μηχανή και η μηχανή του χρήματος, εν ολίγοις, είναι στενά συνδεδεμένες. Είναι μάταιο να καταγγέλλουμε τις ηθικές τερατογενέσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, χωρίς ταυτόχρονα να στοχεύουμε κατά του απαραίτητου στηρίγματός του, που τα καθιστά εφικτά όλα αυτά. Αν θέλουμε να αντιταχθούμε στο κράτος και σε όλες τις εκφάνσεις του - τις ιμπεριαλιστικές του περιπέτειες, τις επιδοτήσεις του στο εσωτερικό, τις ασταμάτητες δαπάνες, και τη συσσώρευση χρέους - πρέπει να υποδείξουμε την πηγή τους, την κεντρική τράπεζα, τον μηχανισμό που το κράτος και τα υποτελή σε αυτό μέσα ενημέρωσης και οι οικονομολόγοι θα υπερασπίζονται μέχρι να πεθάνουν. 


Το κράτος έχει πείσει τους ανθρώπους ότι τα συμφέροντά του ταυτίζονται με τα δικά τους. Ότι επιδιώκει να προάγει την ευημερία τους. Ότι οι πόλεμοί του είναι δικοί τους πόλεμοι. Ότι είναι ο μεγάλος ευεργέτης, και οι άνθρωποι πρέπει να αρκούνται στον ρόλο τους ως ικανοποιημένοι υπήκοοί του. 


Η δική μας άποψη είναι διαφορετική. Η σχέση του κράτους με τους ανθρώπους δεν είναι καλοκάγαθη, δεν είναι μια σχέση μεγαλόψυχου χορηγού και ευγνώμονα αποδέκτη. Είναι μια εκμεταλλευτική σχέση, όπου μια σειρά από αυτοδιαιωνιζόμενα φέουδα που δεν παράγουν τίποτα, ζουν εις βάρος της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Οι πόλεμοί του δεν προστατεύουν τους πολίτες - τους ξεζουμίζουν. Οι επιδοτήσεις του δεν προάγουν το λεγόμενο «κοινό καλό» - το υπονομεύουν. Γιατί να περιμένουμε ότι η παραγωγή χρήματος θα αποτελέσει εξαίρεση σε αυτό το γενικό πρότυπο; 


Όπως είπε ο F.A. Hayek, δεν είναι λογικό να πιστεύουμε ότι το κράτος έχει συμφέρον να μας δώσει «υγιές χρήμα». Αυτό που θέλει το κράτος είναι να παράγει το χρήμα, ή να έχει προνομιακή θέση έναντι της πηγής του χρήματος, ώστε να μπορεί να μοιράζει να παρέχει την γαλαντομία του στις ευνοούμενές του εκλογικές ομάδες. Δεν θα πρέπει να αγωνιούμε για να το διευκολύνουμε. 


Το κράτος δεν συμβιβάζεται και δεν θα πρέπει να συμβιβαζόμαστε ούτε εμείς. Στον αγώνα της ελευθερίας ενάντια στην εξουσία, ελάχιστοι θα αντιταχθούν στο κράτος και στην διαδεδομένη πεποίθηση που μας προτρέπει να υιοθετήσουμε. Ακόμα λιγότεροι θα απορρίψουν το κράτος και τα προγράμματά του εκ βάθρων. Πρέπει να είμαστε αυτοί οι λίγοι, καθώς εργαζόμαστε προς ένα μέλλον στο οποίο θα είμαστε οι πολλοί. 


Αυτή είναι η αποστολή μας σήμερα, όπως υπήρξε άλλωστε η αποστολή του Ινστιτούτου Mises τα τελευταία 30 χρόνια. Με την υποστήριξή σας, θα συνεχίσουμε αυτή την κρίσιμη εποχή να εκδίδουμε τα βιβλία και τα περιοδικά μας, να βοηθούμε την τη διδασκαλία και την έρευνα στα αυστριακά οικονομικά, να προωθούμε την Αυστριακή Σχολή στο κοινό, και να εκπαιδεύουμε τους αυριανούς υπέρμαχους των οικονομικών της ελευθερίας. 


[Αυτό το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά υπό τον τίτλο «Δίδυμοι δαίμονες».] 



***