Σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, η οικονομική ανάπτυξη στην Αφρική ήταν αρκετά αργή. Ένα εκπληκτικό γεγονός είναι ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1965–90, το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά μέσο όρο στην Αφρική κατά 0,8% ετησίως. Ωστόσο, η ανάπτυξη στις επτά ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες εκτός της περιοχής ήταν κατά μέσο όρο 5,8% , και η ανάπτυξη στον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο κόσμο σημείωσε μέση αύξηση 1,8%. Η οικονομική πτώση ήταν τόσο δραματική, που το μέσο ύψος του ΑΕΠ το 1972 δεν επιτεύχθηκε ξανά, έως το 2004.
Οι οικονομολόγοι παραδέχονται ότι η διερεύνηση της φτώχειας της Αφρικής απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση. Ωστόσο, πολλοί υποστηρίζουν ότι η γεωγραφία συμβάλλει σημαντικά στην αναιμική απόδοση της Αφρικής. Σύμφωνα με μια μελέτη- ορόσημο των Sachs και Warner (1997), οι χώρες σε τροπικές περιοχές αναπτύσσονται πιο αργά από τις χώρες σε εύκρατα περιβάλλοντα, και δυστυχώς, ένα σημαντικό ποσοστό του αφρικανικού πληθυσμού βρίσκεται σε τροπικά κλίματα.
Σε σύγκριση με τις χώρες της εύκρατης ζώνης, οι τροπικές χώρες αντιμετωπίζουν μια σωρεία παρασιτικών ασθενειών που είναι λιγότερο διαδεδομένες στις χώρες της εύκρατης ζώνης. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Austin (2008), τέτοιες περιοχές χαρακτηρίζονται επίσης από ευάλωτα εδάφη. Όταν συνδυάζονται, αυτά τα χαρακτηριστικά αναστέλλουν σε μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητα της γεωργίας στα τροπικά κλίματα. Για ορισμένους παρατηρητές, οι αρνητικές επιπτώσεις ενός εχθρικού περιβάλλοντος μπορεί να μην φαίνονται προφανείς, αλλά οι μελέτες δείχνουν ότι οι συνέπειες για την ανάπτυξη είναι τεράστιες.
Η οικονομική ανάλυση υποδηλώνει ότι, μετά από τον συνυπολογισμό της αρχικής φτώχειας, της οικονομικής πολιτικής και της θέσης σε τροπική ζώνη, μεταξύ άλλων μεταβλητών, οι χώρες με έντονα φαινόμενα ελονοσίας αναπτύχθηκαν κατά 1,3% λιγότερο ανά άτομο ετησίως, αλλά μια μείωση κατά 10% στην ελονοσία αύξησε την ανάπτυξη κατά 0,3%. Η ελονοσία είναι μία από τις πολλές ασθένειες που είναι υπεύθυνες για τον περιορισμό του δυναμισμού των αφρικανικών οικονομιών μέσω των δυσμενών επιπτώσεών τους στο σύνολο των χρόνων εργασίας, μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής.
Ομοίως, κάτι επιπρόσθετο στο άχθος της ελονοσίας, είναι η μύγα TseTse. Η Marcella Alsan σε μία μελέτη της το 2012 ξεχώρισε αυτό το έντομο ως εμπόδιο στην ανάπτυξη στην Αφρική. Η Alsan ισχυρίζεται ότι η μύγα TseTse περιόρισε την ικανότητα των Αφρικανών να δημιουργήσουν ένα γεωργικό πλεόνασμα, περιορίζοντας ιστορικά τη χρήση οικόσιτων ζώων και εμποδίζοντας την υιοθέτηση αρότρων που λειτουργούν με ζώα. Υπονομεύοντας τις δυνατότητες του ζωικού κεφαλαίου, η μύγα TseTse δυσκόλεψε την αναδυόμενη γεωργία υψηλής έντασης κεφαλαίου (σ.σ. που στηρίζεται δλδ περισσότερο στα άρωτρα και λιγότερο στους εργάτες) στην Αφρική.
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι μια τυπική αφρικανική χώρα θα ήταν 30% πλουσιότερη εάν αυτό το έντομο δεν επηρέαζε την ποιότητα των διαφόρων θεσμών. Επιπλέον, μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η μύγα TseTse συνεχίζει να επηρεάζει την ανάπτυξη της χρηματοδότησης στην Αφρική. Ο Jianfu An και ο Wenxuan Hou σε μία μελέτη τους το 2017 υποστηρίζουν ότι, λόγω της TseTse, ορισμένα μέρη της Αφρικής απέτυχαν να εκμεταλλευτούν θεσμούς που ευνοούν τις συναλλαγές μεταξύ των φυλών: Οι εθνοτικές ομάδες σε περιοχές που μαστίζονται από τη μύγα TseTse, ήταν πιο πιθανό να βασιστούν στο κυνήγι και την συλλογή καρπών, και επιμένως να διασπαστούν σε μικρές ομάδες. Το γεγονός αυτό, κατά συνέπεια, σταθεροποίησε και διαιώνισε τις στενές εθνοτικές ταυτότητες, και δημιούργησε εθνοτικά κατακερματισμένες κοινωνίες, που εμποδίζουν την ανάπτυξη θεσμών που σχετίζονται με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και την επιβολή των συμβάσεων.»
Εκτός από την σωρεία των ασθενειών, η Αφρική είναι επίσης θύμα των άτακτων βροχοπτώσεων. Στην πραγματικότητα, οι βροχοπτώσεις μειώνονται στην Αφρική από τη δεκαετία του 1960. Ο Salvador Barrios, ο Luisito Bertinelli και ο Eric Strobl ισχυρίζονται ότι εάν δεν είχαν μειωθεί οι βροχοπτώσεις, το χάσμα στο Αφρικανικό κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σε σχέση με τον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο κόσμο, θα είχε μειωθεί κατά περίπου 15 έως 40 τοις εκατό.
Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Αφρικής είναι ότι περιλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό των χωρών που είναι αποκλεισμένες από τη θάλασσα. Αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν σημαντικά υψηλότερο κόστος στο εμπόριο και τις μεταφορές. Για παράδειγμα, η έρευνα αποκαλύπτει ότι το κόστος των εμπορεύσιμων αγαθών είναι ακριβότερο για την υποσαχάρια Αφρική, λόγω της γεωμορφολογίας και των ακτών της περιοχής. Στη μελέτη τους για την οικονομική ανάπτυξη στην Αφρική, οι Tin Mang και Dwayne Woods καταλήγουν στο συμπέρασμα : «Η γεωγραφία, αναφορικά με την οικονομική παραγωγή, είναι πιο ευνοϊκή στην Ευρώπη, μετά στην Αμερική, μετά στην Ασία και λιγότερο ευνοϊκή στην Αφρική…. Αν δεν υπήρχε αυτό το δυσμενές φυσικό περιβάλλον, οι αφρικανικές χώρες θα ήταν οικονομικά σε καλύτερη θέση από τις χώρες της Νότιας Αμερικής.»
Γενικά, δεν υπονοούμε ότι οι δυσκολίες της Αφρικής είναι ανέφικτο να επιλυθούν. Ωστόσο, λόγω της μοναδικής γεωγραφίας της, η περιοχή απαιτεί πολιτικές που αντιστοιχούν στις ιδιαίτερες συνθήκες της. Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη βελτίωση των δικτύων μεταφορών και στη μείωση των εμποδίων στο εμπόριο. Η επίλυση του προβλήματος μιας αντίξοης γεωμορφολογίας απαιτεί τολμηρή σκέψη, και οι Αφρικανοί είναι σίγουρα ικανοί να ανταποκριθούν σ’ αυτό το καθήκον.
***
Ο Lipton Matthews είναι μελετητής, επιχειρηματικός αναλυτής και αρθρογράφος στο Merion West , το The Federalist , το American Thinker , το Intellectual Takeout, το mises.org και το Imaginative Conservative . Επισκεφτείτε το κανάλι του στο YouTube, με πολλές συνεντεύξεις με διάφορους μελετητές, εδώ .