21 Ιουνίου, 2021

Το πρώτο ελεύθερο έθνος στην Ιστορία

 Καθώς οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το πνεύμα και σέβονταν το άτομο, δημιούργησαν έναν πολιτισμό που διέφερε από οποιοδήποτε άλλο της εποχής του. Η ελευθερία που απολάμβαναν ξεχώριζε σε έναν κόσμο τυράννων και τυραννίας

Άρθρο του Lawrence Reed που δημοσιεύτηκε στις 16 Μαϊου 2021 από το FEE. Χρόνος ανάγνωσης 5'.
Άρθρο του Lawrence Reed για το Foundation for Economic Research. Χρόνος ανάγνωσης 6'.




«Στους ανθρώπους δεν αρέσει να αναγκάζονται να σκέφτονται» είπε κάποτε η εκπαιδευτικός και κλασική φιλόλογος Edith Hamilton (1867-1963). Πράγματι η νωθρότητα του πνεύματος δεν είναι δυσεύρετη, πολύ περισσότερο μάλιστα σήμερα, παρά στην εποχή της. Διαφαίνεται στις ανούσιες αναρτήσεις στα κοινωνικά μέσα, στην επιπόλαιη πολιτική ρητορική, την επιφανειακή δημοσιογραφική κάλυψη, τις ανακλαστικές αλλά στομφώδεις απόψεις, και στην ευρεία απουσία των δεξιοτήτων κριτικής σκέψης. Είναι παντού.

Οι άνθρωποι που δεν σκέφτονται είναι ευάλωτοι έναντι εκείνων που σκέφτονται, και ιδίως έναντι εκείνων που σκέφτομαι διαρκώς πώς θα χρησιμοποιήσουν τους άλλους για σκοτεινούς σκοπούς. Οι δικτάτορες και οι δημαγωγοί προτιμούν έντονα τους εύπιστους και δουλοπρεπείς υπηκόους από τους σκεπτόμενους, ανεξάρτητους χαρακτήρες με ελεύθερο πνεύμα.

Σπανίως η νωθρότητα του πνεύματος εμφανίστηκε στη μακρά ζωή και το σημαντικό έργο της Edith Hamilton. Στο έργο της εκθείαζε το ανθρώπινο πνεύμα. Πίστευε πως είναι ντροπή να αφήνεται το πνεύμα να πάει χαμένο. Κατά τη γνώμη της «Ο νους και το πνεύμα από κοινού συνθέτουν το στοιχείο που μας διακρίνει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, επιτρέπει στον άνθρωπο να γνωρίζει την αλήθεια και τον καθιστά ικανό να πεθάνει γι’ αυτήν».

Στις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ζωής της, αφιέρωσε τον δικό της νου για να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τους σπουδαίους στοχαστές της αρχαιότητας - και σε αυτή της την ευγενή προσπάθεια, αυτή η ηρωίδα της κατ’ οίκον εκπαίδευσης πέτυχε αναμφίβολα.

Η Edith Hamilton γεννήθηκε στη Δρέσδη της Γερμανίας από Αμερικανούς γονείς και μεγάλωσε στο Ft. Wayne της Ιντιάνα. Η μητέρα και ο πατέρας της ήθελαν να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση στα πέντε παιδιά τους. Γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι αυτή δεν μπορεί να βρεθεί στα δημόσια σχολεία. Η Edith, οι τρεις αδερφές της και ο ένας αδελφός της έλαβαν κατ’ οίκον εκπαίδευση, και όλοι είχαν μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία.

Η αδερφή της η Alice για παράδειγμα, διέπρεψε ως ειδική στην βιομηχανική τοξικολογία και ήταν η πρώτη γυναίκα που διορίστηκε σε θέση μόνιμου διδακτικού προσωπικού στο Χάρβαρντ. Η Norah ήταν πρωτοπόρος στην καλλιτεχνική εκπαίδευση παιδιών από μη προνομιούχες οικογένειες στο Hull House στο Σικάγο και τη Νέα Υόρκη. Η Margaret υπήρξε διαπρεπής εκπαιδευτικός και βιοχημικός. Ο Arthur υπήρξε συγγραφέας, καθηγητής Ισπανικών, και αντιπρύτανης για ζητήματα αλλοδαπών φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι στο Urbana-Champaign. Η Edith υπήρξε επίτιμη διδάκτωρ του Yale, του Πανεπιστημίου του Rochester, και του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας. Όποιος είπε ότι τα παιδιά που εκπαιδεύονται στο σπίτι δεν λαμβάνουν σωστή εκπαίδευση ή δεν «κοινωνικοποιούνται» δεν γνώρισε τα μέλη της οικογένειας Χάμιλτον (ή πολλές από τις οικογένειες που εφαρμόζουν κατ’ οίκον εκπαίδευση που γνωρίζω).

Η Edith ανέλαβε διάφορα αξιώματα επί 26 έτη, όπως επικεφαλής της διοίκησης στο Bryn Mawr School, ένα κολλέγιο που προετοιμάζει κορίτσια για το πανεπιστήμιο στη Βαλτιμόρη. Αφού συνταξιοδοτήθηκε γύρω στα 55 της χρόνια το 1922, αποφάσισε να ξεκινήσει μια νέα σταδιοδρομία ως συγγραφέας, που θα της επέτρεπε να εξερευνήσει το μακροχρόνιο πάθος της για την αρχαία Ελλάδα.

Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο The Greek Way εκδόθηκε το 1930, όταν η ίδια ήταν 62 ετών. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση ως ειδική στους αρχαίους Έλληνες. Το The Greek Way ήταν τεράστια επιτυχία, όπως και τα επόμενα βιβλία της όπως τα The Roman Way (1932), The Prophets of Israel (1936) και το Mythology: Timeless Tales of Gods and Heroes (1942), το οποίο από μόνο του είχε πουλήσει σχεδόν πέντε εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι το 1957.

Αγαπούσε τους αρχαίους Έλληνες γιατί εκείνοι, όπως και η ίδια, αγαπούσαν τον νου του ατόμου. «Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι άνθρωποι του πνεύματος» υποστήριζε. «Σε έναν κόσμο όπου το ανορθολογικό έπαιζε στο παρελθόν τον πρωτεύοντα ρόλο, οι Έλληνες αναδείχθηκαν οι πρωταγωνιστές του νου». Εξηγώντας αυτή τη θέση της, υπογράμμισε ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της κουλτούρας της αρχαίας Αθήνας:

«Το θεμελιώδες γεγονός για τον Έλληνα ήταν ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί το μυαλό του. Ο αρχαίος ιερέας είχε πει 'Μέχρι εδώ και μη παρέκει. Εμείς θέτουμε τα όρια της σκέψης'. Οι Έλληνες όμως αντέτειναν 'Όλα τα πράγματα μπορούν να εξεταστούν και να αμφισβητηθούν. Δεν μπορούν να τεθούν όρια στην σκέψη'… Η χαρά της ζωής, η ιδέα ότι ο κόσμος είναι όμορφος και η ζωή σ’ αυτόν θελκτική, ήταν ένα χαρακτηριστικό του Ελληνικό πνεύματος που το διέκρινε από οτιδήποτε είχε προηγηθεί στο παρελθόν».

Καθώς οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το πνεύμα και σέβονταν το άτομο, δημιούργησαν έναν πολιτισμό που διέφερε από οποιοδήποτε άλλο της εποχής του. Η ελευθερία που απολάμβαναν ξεχώριζε σε έναν κόσμο τυράννων και τυραννίας. Λίγες εκατοντάδες μίλια νότια, ο μεγάλος πολιτισμός της Αιγύπτου ήταν αντιθέτως ένα πολύ δυσάρεστο μέρος. Όπως εξηγεί η Χάμιλτον:

«Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός στον κόσμο που έπαιξε, και έπαιζαν σε μεγάλη κλίμακα. Σε ολόκληρη την Ελλάδα διοργανώνονταν αγώνες, κάθε είδους αγώνες και αθλητικοί διαγωνισμοί: αγώνες δρόμου, αρματοδρομίες, κωπηλατοδρομίες, λαμπαδηδρομίες, μουσικοί αγώνες πού η μία πλευρά προσπαθούσε να τραγουδήσει καλύτερα από την άλλη, αγώνες χορού, συχνά με το δέρμα αλειμμένο με λάδι προκειμένου να φαίνεται καλύτερα η επιδεξιότητα των βημάτων και η ισορροπία, αγώνες όπου οι διαγωνιζόμενοι πηδούσαν μέσα και έξω από φλεγόμενα άρματα, αγώνες τόσοι πολλοί που κανείς κουράζεται μόνο με το να τους κατονομάσει… Αν δεν ξέραμε τίποτε άλλο για τους Έλληνες, αν δεν είχε μείνει τίποτε από την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, το γεγονός ότι αγαπούσαν το παιχνίδι και έπαιζαν με τρόπο μεγαλειώδη, θα αρκούσε ως απόδειξη του τρόπου με τον οποίο ζούσαν και έβλεπαν τη ζωή. Οι εξαθλιωμένοι και βασανισμένοι άνθρωποι δεν παίζουν. Τίποτε που να μοιάζει τους ελληνικούς αγώνες δεν θα μπορούσε να είναι καν κατανοητό στην Αίγυπτο ή τη Μεσοποταμία. Η ζωή των Αιγυπτίων καταγράφεται στις τοιχογραφίες στην παραμικρή της λεπτομέρεια. Αν η ψυχαγωγία και ο αθλητισμός έπαιζαν κάποιον ουσιώδη ρόλο θα αποτυπώνονταν κάπου. Αλλά οι Αιγύπτιοι δεν έπαιζαν».

Στα 90 της χρόνια, η Edith τιμήθηκε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας ως επίτιμη πολίτης των Αθηνών. Στον λόγο που εκφώνησε χαρακτήρισε αυτή την τιμή ως «την πιο περήφανη στιγμή της ζωής» της. Καταχειροκροτούμενη κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, μίλησε από στήθους στην πόλη που αγαπούσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη:

«Η Αθήνα είναι όντως η μητέρα της ομορφιάς και της σκέψης, καθώς και η μητέρα της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι μια ελληνική επινόηση. Οι Έλληνες ήταν το πρώτο ελεύθερο έθνος στον κόσμο… Η Ελλάδα ανήλθε στα ύψη όχι επειδή ήταν μεγάλη - ήταν μια πολύ μικρή χώρα. Όχι επειδή ήταν πλούσια - ήταν πολύ φτωχή. Όχι επειδή είχε θαυμάσια δώρα. Ανήλθε γιατί στους Έλληνες υπήρχε το σπουδαιότερο πνεύμα που κινεί την ανθρωπότητα, το πνεύμα που κάνει τους ανθρώπους ελεύθερους».

Για την Edith Hamilton, ο νους είναι το πιο μοναδικό και πολύτιμο κτήμα κάθε ανθρώπου. Θα έφριττε με την ιδέα του «Μποργκ» στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Star Trek - τον ενιαίο «νου του σμήνους» στο οποίοι οι άνθρωποι καλούνταν να υποταχθούν. Για την Χάμιλτον, το γεγονός ότι καθένας από μας έχει τον δικό του νου, οδηγεί σε ένα αναπόδραστο συμπέρασμα: ότι για να είναι κανείς ένας πλήρης άνθρωπος πρέπει να είναι ταυτόχρονα ελεύθερος και υπεύθυνος. Ήταν μια γενναία φίλη του ατόμου - του πνεύματος, των δικαιωμάτων και της ελευθερίας του.

Όταν πέθανε το 1963 σε ηλικία 95 ετών, οι New York Times δημοσίευσαν μια λαμπρή νεκρολογία. Ένα απόσπασμα ιδίως από αυτήν καταδείκνυε ότι η Χάμιλτον ανησυχούσε πως οι ελεύθερες κοινωνίες του 20ου αιώνα έχαναν το ελληνικό πνεύμα του ατομικισμού.

«Αυτό με φοβίζει πολύ περισσότερο από τους σπούτνικ και τις ατομικές βόμβες» έλεγε. «Οι Έλληνες πίστευαν ότι κάθε ανθρώπινο ον είναι διαφορετικό, και με καθησυχάζει το γεγονός ότι τα δακτυλικά μου αποτυπώματα διαφέρουν από αυτά οποιουδήποτε άλλου». Είμαι σίγουρος ότι η Χάμιλτον θα απεχθανόταν τη σημερινή μαζική συμμόρφωση της σκέψης, την κουλτούρα της ακύρωσης και την πολιτική ορθότητα, όσο θα απεχθανόταν και το μυθοπλαστικό «Μποργκ».

Η Ήντιθ Χάμιλτον ήθελε ο κόσμος να ανακαλύψει εκ νέου τα καλύτερα στοιχεία της αρχαίας Ελλάδας - την αναγνώριση του ατομικού νου και την επιτακτική ανάγκη οι άνθρωποι να είναι όσο το δυνατόν πιο ελεύθεροι για να αξιοποιήσουν το πνεύμα τους. Ήταν η πιο δημοφιλής υπέρμαχος της αρχαίας Ελλάδας και τον 20ο αιώνα όταν επικεντρωνόταν στο μεγαλείο της, και η πιο αυστηρή κριτικός της όταν εστίαζε στους λόγους της παρακμής και της πτώσης της.

Επιτρέψτε μου να κλείσω με μια επιλογή κάποιων ακόμη σκέψεών της, που αντηχούν τις αλήθειες που χρειάζεται να ξαναμάθουμε σήμερα:

Δεν υπάρχει χειρότερος εχθρός για ένα κράτος από τον άνθρωπο που κρατά τον νόμο στα χέρια του.

Οι θεωρίες που αντιβαίνουν στα δεδομένα της ανθρώπινης φύσης είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες.

Ένας άνθρωπος που δεν φοβάται, δεν μπορεί να υποδουλωθεί.

Θεμελιώδη θέση σε ό,τι πέτυχαν οι αρχαίοι Έλληνες είχε η πεποίθησή τους ότι το καλό για την ανθρωπότητα είναι εφικτό μόνο αν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι - στο σώμα, τον νου, και το πνεύμα τους - και αν κάθε άνθρωπος περιορίζει τη δική του ελευθερία. Ένα καλό κράτος, ή έργο τέχνης ή στοχασμού είναι εφικτό μόνο μέσω της αυτοκυριαρχίας του ελεύθερου ατόμου. Η ελευθερία προϋποθέτει τον αυτοπεριορισμό.

Στην Ελλάδα δεν υπήρξε επικρατούσα εκκλησία ή θρησκεία, αλλά ένα επικρατούν ιδανικό που όλοι ήθελαν να επιδιώξουν εφόσον το αναγνώριζαν. Διαφορετικοί άνθρωποι το έβλεπαν διαφορετικά. Είχε διαφορετική μορφή για τον καλλιτέχνη απ’ ό,τι για τον πολεμιστή. Η λέξη “excellence” είναι η κοντινότερη που διαθέτουμε σε σχέση με αυτή που εκείνοι χρησιμοποιούσαν (αριστεία), αλλά σήμαινε κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ήταν η μεγαλύτερη δυνατή τελειότητα, το καλύτερο και υψηλότερο επίτευγμα ενός ανθρώπου που πάντα δίνει την αίσθηση μιας συναρπαστικής κυριαρχίας. Ένας άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει ενεργά να το κατακτήσει αυτό.

Αυτό που ήθελαν οι άνθρωποι ήταν μια διακυβέρνηση που θα τους παρείχε μια άνετη ζωή, και όταν αυτός ο στόχος κατέστη κυρίαρχος, οι ιδέες της ελευθερίας, της αυτάρκειας και της υπηρεσίας στην κοινότητα υποχώρησαν μέχρι που εξαφανίστηκαν. Η Αθήνα ολοένα και περισσότερο έμοιαζε με μια συνεργατική επιχείρηση που διέθετε μεγάλο πλούτο στον οποίο όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωμα συμμετοχής… Η Αθήνα έφτασε στο σημείο να απορρίψει την ανεξαρτησία της, και η ελευθερία που πλέον ήθελε ήταν η ελευθερία από τις ευθύνες. Αυτό θα μπορούσε να έχει μόνο ένα αποτέλεσμα… αν οι άνθρωποι επέμεναν ότι το να είναι κανείς ελεύθερος από το βάρος της ανεξάρτητης και ταυτόχρονα υπεύθυνης προς το κοινό καλό ζωής, θα έπαυαν να είναι ελεύθεροι. Η ευθύνη είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλλει κάθε άνθρωπος για την ελευθερία του. Δεν μπορεί να αποκτηθεί διαφορετικά.

Όταν ο κόσμος βρίσκεται σε μια θύελλα και συμβαίνουν άσχημα πράγματα, τότε είναι που χρειάζεται να ξέρουμε όλα τα ισχυρά οχυρά του πνεύματος που οι άνθρωποι έχουν ανοικοδομήσει ανά τους αιώνες.


***

Ο Lawrence W. Reed είναι επίτιμος πρόεδρος του Foundation for Economic Education και συγγραφέας των βιβλίων Real Heroes: Inspiring True Stories of Courage, Character and Conviction και Excuse Me, Professor: Challenging the Myths of Progressivism.