24 Οκτωβρίου, 2022

Οι περιβαλλοντικές και πολιτικές ελίτ καταστρέφουν την παραγωγή τροφίμων για χάρη «κλιματικών» στόχων

Επιδιώκοντας την μείωση του CO2 όπως ο Captain Ahab κυνηγούσε τον Moby Dick, οι δυτικές ελίτ καταστρέφουν μεγάλο μέρος της αγροτικής επάρκειας του κόσμου

Άρθρο της Jovana Dikovic, που δημοσιεύτηκε στις 3 Οκτωβρίου 2022 από το Mises Institute. Χρόνος ανάγνωσης 6'. Απόδοση στα ελληνικά, Libertarian Corfu - Νίκος Μαρής. 


Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Carnegie στο Πίτσμπουργκ, ένα ειδικό θεματικό τμήμα του ήταν αφιερωμένο στην πρόβλεψη του μέλλοντος στη γη τον χειμώνα του 2022. Οι επισκέπτες είχαν την ευκαιρία να ψηφίσουν το θέμα που θεωρούσαν σημαντικό και για το οποίο ήθελαν να μάθουν περισσότερα.

Οι τρεις επιλογές απόκτησης γνώσης που προσφέρονταν ήταν οι εξής: 1) πώς η ανάπτυξη του ενεργειακού δυναμικού μπορεί να επηρεάσει την κλιματική αλλαγή, 2) πώς η βελτίωση της κατάστασης του περιβάλλοντος, των δασών, των πάρκων και των υδάτων μπορεί να μειώσει το CO2, 3) πώς η βελτίωση των συνθηκών της γεωργίας, της καλλιεργήσιμης γης και των αγροτών μπορεί να συμβάλει στην επισιτιστική ασφάλεια και την προσιτή διατροφή. Οι επισκέπτες ψήφιζαν ρίχνοντας έναν φελλό μπουκαλιού σε έναν από τους τρεις «κυλίνδρους γνώσης» και η επιλογή που θα κέρδιζε τις περισσότερες ψήφους θα προωθείτο στο μουσείο μέσω ενός περιεχομένου εκλαϊκευμένης επιστήμης.

Από τους δεκαοκτώ επισκέπτες, μόνο τέσσερις αποφάσισαν να ψηφίσουν υπέρ του τρίτου κυλίνδρου για τη γεωργία, και αυτοί ήταν παιδιά και γυναίκες. Οι υπόλοιπες ψήφοι μοιράστηκαν σχεδόν εξίσου μεταξύ των κυλίνδρων για την ενέργεια και το περιβάλλον.

Το πείραμα ad hoc που διεξήγαγα αποκάλυψε διάφορα σημαντικά ζητήματα. Πώς είναι δυνατόν το ζήτημα προτεραιότητας της επισιτιστικής ασφάλειας και της βιώσιμης γεωργίας να προσελκύει τόσο μικρή προσοχή; Η ανάπτυξη του ενεργειακού και περιβαλλοντικού δυναμικού για τη μείωση του CO2, αν και έχει μεγάλη σημασία, δεν μπορεί να θρέψει τον κόσμο. Ωστόσο, προσελκύει τις οικολογικές ανησυχίες και κινητοποιεί τα αισθήματα αλληλεγγύης περισσότερο από την πείνα στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, όπου ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού έχει μόνο ένα, ή μισό, γεύμα την ημέρα.

Το να καταστήσουμε τα τρόφιμα προσιτά και προσβάσιμα σε αυτούς και στα ετοιμοθάνατα παιδιά στην Υεμένη και την Αιθιοπία (όπου ο πόλεμος συνεχίζεται από το 2020) προφανώς δεν προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα όσο οι πληροφορίες ότι η Γη είναι 1,5 βαθμό Κελσίου θερμότερη από ό,τι πριν από εκατό χρόνια, ότι οι παγετώνες λιώνουν σε μια τεράστια απεραντοσύνη πάγου, ή ότι οι πολικές αρκούδες αποτραβιούνται προς το εσωτερικό της ηπείρου. Εξαιτίας των πολικών αρκούδων και των παγετώνων, διεθνείς συναντήσεις ύψιστης σημασίας συγκαλούνται τακτικά στο Νταβός - υπογράφηκε η υποχρεωτική συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι- και η Greta Thunberg κραύγασε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, προτρέποντας σε ριζικές αλλαγές στις εκπομπές CO2.

Οι οικολόγοι πάσχουν από ένα χρόνιο χαρακτηριστικό: τους απασχολεί η «φαντασιακή κατάσταση περιβαλλοντικής καθαρότητας και αρμονίας» σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνδέουν την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων με μια ευρύτερη μετασχηματιστική προσπάθεια. Η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια σειρά φαινομενικά άσχετων πολιτικών σχεδίων: τερματισμός του καπιταλισμού και των υφιστάμενων δομών εξουσίας, και πλήρης αναδιάρθρωση του συστήματος των μεταφορών και των αντίστοιχων βιομηχανιών.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι συγκεκριμένα μέρη, όπως η Υεμένη και η Αιθιοπία και τα ιδιαίτερα προβλήματα πείνας που αντιμετωπίζουν, εμπνέουν λιγότερες δημόσιες δηλώσεις και μόνο σποραδικά προκαλούν την έκφραση ανησυχιών στις διεθνείς διασκέψεις. Ακόμη και στο Μουσείο Carnegie, ο κύλινδρος γνώσεων που πρότεινε τη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας δεν προσέλκυσε παρά ελάχιστα φιλοπερίεργα μυαλά.

Σε μια νέα περιβαλλοντική εποχή, ο ρόλος που αποδίδεται στη γεωργία είναι να μετριάσει πρώτα τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρύπανσης. Η αντιμετώπιση της επισιτιστικής ασφάλειας και η σίτιση του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν δευτερεύουσα σημασία. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία δείχνει την τάση, ενώ οι δύο βασικές στρατηγικές της, το σχέδιο «από το αγρόκτημα στο πιρούνι» (F2F) και η βιοποικιλότητα, αποκαλύπτουν ουσιαστικά όλη την περιβαλλοντική υποκρισία. Και οι δύο στρατηγικές καθοδηγούνται από την ευγενή πρόθεση να αυξηθεί η βιώσιμη παραγωγή τροφίμων και να αποκατασταθεί η βιοποικιλότητα, αλλά οι ακούσιες συνέπειες αυτής της στροφής είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστες και μέχρι στιγμής δεν έχουν συζητηθεί ποτέ με ολιστικό τρόπο.

Ποιο είναι το κόστος της προστασίας του περιβάλλοντος, της αναδάσωσης, της μείωσης στο μισό της χρήσης φυτοφαρμάκων - των κανονισμών και της διευρυνόμενης γραφειοκρατίας που χρειάζεται για να επιβλέπει την πορεία προς ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μέλλον; Τέτοια ερωτήματα αποσιωπούνται στην πορεία ή αγνοούνται στις δημόσιες συζητήσεις, σαν να συνιστούν βλάσφημες προσπάθειες να τεθεί σε κίνδυνο ο κοινός στόχος της αειφορίας.

Με τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές της ανησυχίες, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει παραμερίσει την επισιτιστική ασφάλεια από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τα οράματα της ΕΕ για τη γεωργία το 2030 ασχολούνται τώρα περισσότερο με τη μείωση των καθαρών (net) εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε ποσοστό τουλάχιστον 55%, τη μείωση της χημικής φυτοπροστασίας κατά 50%, την αύξηση της έκτασης της βιολογικής γεωργίας σε ποσοστό τουλάχιστον 25%, τη μείωση των πωλήσεων αντιμικροβιακών ουσιών κατά 50%, και τη μείωση της χρήσης καλλιεργούμενης γης κατά τουλάχιστον 10%, για να αναφέρουμε μερικούς μόνο στόχους.

Οι επιστημονικές αξιολογήσεις και οι αξιολογήσεις της αγοράς σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική Green Deal F2F και τις στρατηγικές για τη βιοποικιλότητα υποδηλώνουν ήδη ορισμένες ανησυχητικές συνέπειες. Η πλήρης εφαρμογή των δύο στρατηγικών θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της αναπόφευκτης συρρίκνωσης της εγχώριας προσφοράς τροφίμων και των τοπικών αγροτών που τίθενται σε κίνδυνο, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ και ο κόσμος γενικότερα θα αντιμετωπίσουν τις υψηλότερες τιμές των γεωργικών πρώτων υλών και των τροφίμων.

Οι στρατηγικές αυτές θα μειώσουν αναπόφευκτα τις εξαγωγές των βασικών γεωργικών προϊόντων της ΕΕ και θα την καταστήσουν καθαρό εισαγωγέα στις αγορές, όπου τώρα είναι καθαρός εξαγωγέας. Η μείωση της χημικής φυτοπροστασίας και η αυξανόμενη στροφή προς τη βιολογική γεωργία, συμπεριλαμβανομένης της αστικής γεωργίας και της αειφορίας, θα οδηγήσει σε μείωση των αποδόσεων. Η προστασία των καθορισμένων ως μη καλλιεργήσιμων περιοχών θα αυξήσει αναπόφευκτα την τιμή της γης και θα δημιουργήσει σημαντική πίεση στους εδαφικούς πόρους εκτός της ΕΕ.

Δύο σημαντικές μελλοντικές συνέπειες των αγρο-περιβαλλοντικών στρατηγικών της ΕΕ είναι ήδη εμφανείς. 1) Οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο θα επωμιστούν το κόστος των υψηλότερων τιμών των τροφίμων, επηρεάζοντας την οικονομική αποτελεσματικότητα ολόκληρης της αλυσίδας εφοδιασμού. 2) Οι νέοι περιβαλλοντικοί κανόνες που επιβάλλονται από τις αγρ0-περιβαλλοντικές πολιτικές στην παραγωγή και την κατανάλωση, οι οποίες εφαρμόζονται κυρίως στη Δύση, θα εμποδίσουν τις φτωχές χώρες να συμμετάσχουν στις αγορές, επειδή δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα πρότυπα αυτά.

Είναι πιθανό ότι οι φτωχοί θα συνεχίσουν να υστερούν και να βυθίζονται περαιτέρω στην εξαθλίωση. Παρομοίως, οι περιβαλλοντικές εξωτερικότητες (σ.σ. παράπλευρες συνέπειες) που πηγάζουν από τη ζήτηση τροφίμων θα μεταφερθούν πιθανότατα σε φτωχές χώρες, όπου οι απλοί άνθρωποι στερούνται διαχρονικά την πρόσβαση σε ιδιόκτητη γη και εξακολουθούν να ζουν με τρία δολάρια την ημέρα - κάτι που αποτελούσε κοινή συνθήκη για τους Αμερικανούς πολίτες στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Αυτοί όχι μόνο θα παραμείνουν φτωχοί και πεινασμένοι, αλλά θα τρέφονται από το ευρωπαϊκό CO2. Πρόκειται για μια περιβαλλοντική νίκη, στην οποία όλοι κερδίζουν.

Το 1983, η Mary Douglas και ο Aaron Wildavsky αναρωτήθηκαν προφητικά: «Γιατί η κοινωνική συνείδηση ασχολείται με το περιβάλλον και όχι με την εκπαίδευση των φτωχών ή την ανακούφιση των απόρων;» Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το μοτίβο παραμένει το ίδιο και δείχνει σαφώς ότι ορισμένα περιβαλλοντικά ζητήματα έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων. Οι ανησυχίες για τις εκπομπές CO2 των κρατών επισκιάζουν το ενδιαφέρον για το αν τα κράτη μπορούν να θρέψουν τους πολίτες τους. Η απάνθρωπη διάσταση αυτού του είδους των περιβαλλοντικών ανησυχιών είναι ιδιαίτερα σημαντική στο πλαίσιο της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, που θα αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση για την παραγωγή τροφίμων. Και ίσως ο πολιτισμός να αποδειχθεί ανέτοιμος να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, δεδομένου ότι τα ζητήματα ύψιστης προτεραιότητας τίθενται και επιλύονται τελευταία.


***

Η Δρ Jovana Diković είναι οικονομική ανθρωπολόγος και ερευνήτρια στο Κέντρο Εταιρικής Υπευθυνότητας και Αειφορίας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Είναι επίσης λέκτορας στα Πανεπιστήμια της Ζυρίχης και του St. Gallen. Η περιφερειακή της πείρα είναι στα αγροτικά Βαλκάνια, όπου διερευνά το πώς η μικροοικονομία, οι τοπικοί πολιτισμοί, οι αξίες και οι ιδέες παραμορφώνουν την πορεία των κρατικών σχεδίων για τη γεωργία, την αγροτική ανάπτυξη και τη συνεργασία. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να κατανοήσει πώς η συνέργεια των τοπικών δυνάμεων αναδιαμορφώνει τη θεσμοθετημένη ιδέα της αλλαγής. Αρθρογραφεί ευρέως σε ακαδημαϊκά περιοδικά και πολιτικά περιοδικά στην Ελβετία, τις ΗΠΑ και τη Σερβία. Για περισσότερα σχετικά με το έργο και τα ενδιαφέροντα της Dr. Diković επισκεφθείτε: εδώ  και εδώ