10 Οκτωβρίου, 2022

Κι αν η αλήθεια για τα δύο τελευταία χρόνια δεν βγει προς τα έξω ποτέ;

Πολλοί πιστεύουν ότι πλησιάζουμε σε ένα οριακό σημείο, ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας καταιγίδας αποκαλύψεων, ότι η αλήθεια τελικά βγαίνει στο φως. Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν στο αφήγημα, προσκολλημένοι στην ιδέα ότι τα lockdown και οι μάσκες ήταν απαραίτητα και αποτελεσματικά, ότι οι σκεπτικιστές φίλοι τους είναι διανοητικά ασταθείς «αντιεμβολιαστές», ότι οι κυβερνήσεις είναι ευγενείς, κι ότι τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης είναι αμέμπτου ηθικής

Άρθρο της Julie Ponesse, που δημοσιεύτηκε στις 9 Οκτωβρίου 2022 από το Brownstone Institute. Χρόνος ανάγνωσης 4'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.
Αυτό είναι το ερώτημα που φαίνεται να απασχολεί πολλούς τον τελευταίο καιρό. 

Η προσπάθεια να φτάσουμε στην εξάλειψη του κορωνοϊού (πολιτική «Zero covid») ήταν μια κολοσσιαία αποτυχία. Οι αρχικοί ισχυρισμοί για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων mRNA αποδείχθηκε ότι βασίζονταν σε παραποιημένα δεδομένα. Η πλεονάζουσα (σ.σ. πάνω από το κανονικό) θνησιμότητα εκτοξεύεται σε όλο τον κόσμο. Και η καναδική κυβέρνηση παραδέχεται τελικά ότι έχει συμφωνήσει σε μια σύμβαση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων (pdf) με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για την Ψηφιακή Ταυτότητα Ταξιδιωτών. Αυτό που ήταν κάποτε φαντασιοκόπημα, και μετά «θεωρία συνωμοσίας», είναι πλέον πραγματικότητα. 

Πολλοί πιστεύουν ότι πλησιάζουμε σε ένα οριακό σημείο, ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας καταιγίδας αποκαλύψεων, ότι η αλήθεια τελικά βγαίνει στο φως. 

Κι όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν στο αφήγημα, εξακολουθώντας να είναι προσκολλημένοι στην ιδέα ότι τα lockdown και οι μάσκες ήταν απαραίτητα και αποτελεσματικά, ότι οι σκεπτικιστές φίλοι τους είναι διανοητικά ασταθείς «αντιεμβολιαστές», ότι οι κυβερνήσεις είναι ευγενείς, κι ότι τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης είναι άμεμπτα. Και, ανοίγοντας το σεντούκι του παράλογου, το Κολλέγιο Ιατρών και Χειρουργών του Οντάριο (CPSO) προτρέπει τώρα τους γιατρούς να συνταγογραφούν φάρμακα, ακόμη και ψυχοθεραπεία, στους μη συμμορφούμενους (με τον εμβολιασμό) ασθενείς τους. Το σημείο θραύσης δεν είναι σίγουρο. 

Κι αν δεν το φτάσουμε ποτέ; Τι γίνεται αν οι ένοχοι δεν λογοδοτήσουν ποτέ; Τι γίνεται αν λησμονήσουμε, με μόνο αποτέλεσμα να υποτροπιάζουμε ξανά και ξανά; 

Τα ανεπίσημα στοιχεία για τις υγειονομικές βλάβες των δύο τελευταίων ετών είναι χειροπιαστά, αλλά αγνοούνται. Οι ασθενείς παραπονιούνται για συμπτώματα που οι γιατροί τους δεν θέλουν να αναγνωρίσουν. Οι πολίτες αφηγούνται ιστορίες που τα μέσα ενημέρωσης παραβλέπουν. Τα μέλη των οικογενειών προσπαθούν να ανοίξουν διάλογο και οι άλλοι τους κλείνουν την πόρτα. Οι αφηγήσεις εκφράζονται αλλά, ως επί το πλείστον, δεν εισακούονται. 

Πρόσφατα πήρα μια συνέντευξη από την Trish Wood, η οποία συντόνισε την Ακρόαση των Πολιτών  σχετικά με τις βλάβες που προξένησε η ανταπόκρισή μας στη δημόσια υγεία στο ζήτημα του COVID-19. Έγραψε ότι, μια εβδομάδα αργότερα, ένιωθε ακόμα συγκλονισμένη από το μέγεθος των όσων άκουσε: τη ζημιά που προκλήθηκε σε καριέρες, οικογένειες και παιδιά από την παρωπιδική προσέγγιση των ειδικών της δημόσιας υγείας. Άκουσε τις ιστορίες γιατρών που φιμώθηκαν όταν προσπάθησαν να συνηγορήσουν υπέρ των ασθενών, ανθρώπων των οποίων η ζωή άλλαξε για πάντα από κάποιον τραυματισμό που προξένησαν τα εμβόλια και, το πιο τραγικό, ιστορίες ανθρώπων όπως ο Dan Hartman, του οποίου ο έφηβος γιος πέθανε μετά από εμβολιασμό με mRNA. 

Η Trish έγραψε με δυναμισμό για τη σημασία του να λαμβάνεται υπόψη η ενσωμάτωση αυτών των βλαβών στη συλλογική ηθική μας συνείδηση. Τα λόγια της, τολμώ να πω, θυμίζουν αυτά του Elie Wiesel.  

Στον απόηχο του Ολοκαυτώματος, σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν τόσο ηθικά τραυματισμένος, τόσο ανυπόμονος για μια νέα αρχή, ο επιζών του Άουσβιτς, Elie Wiesel, θεώρησε ότι ήταν ευθύνη του να μιλήσει για όσους είχαν φιμωθεί. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι δεν άντεχαν να θυμούνται, ο Wiesel δεν άντεχε να ξεχάσει. Έγραψε: 

«Πιστεύω ακράδαντα και βαθιά ότι όποιος ακούει έναν αυτόπτη μάρτυρα γίνεται κι ο ίδιος μάρτυρας, επομένως όσοι μας ακούνε, όσοι μας διαβάζουν πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν την μαρτυρία τους για εμάς. Μέχρι τώρα, το κάνουν μαζί με μας. Σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, θα το κάνουν για λογαριασμό όλων μας». 

Τα λόγια του Wiesel στοιχειώνουν οδυνηρά την δική μας εποχή.  Εκείνοι που αφηγούνται τις ιστορίες των θυμάτων των εμβολίων, γνωρίζοντας ότι θα αγνοηθούν, που υποστηρίζουν τους ασθενείς και τιμωρούνται, που επισημαίνουν τα παιδιά που πέθαναν -όχι από τον COVID-19 αλλά αυτοκτονώντας- και φιμώνονται, το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι μια κραυγή στο σκοτάδι εντέλει θα ακουστεί. Και ακόμα κι αν δεν ακουστεί, νιώθουν υποχρεωμένοι να καταθέσουν την μαρτυρία τους για λογαριασμό όσων δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. 

Ζητώ συγγνώμη αν σας προσβάλλει η αναφορά μου στις θηριωδίες των Ναζί. Ο στόχος μου όταν κάνω αυτή τη σύγκριση δεν είναι να είμαι ασεβής, αλλά χρήσιμη. Είναι αλήθεια ότι οι φρικαλεότητες της εποχής μας δεν είναι πανομοιότυπες με εκείνες της Ευρώπης του ‘30 και του '40. Αλλά δεν χρειάζεται να είναι, για να αντλήσουμε σημαντικά ηθικά διδάγματα από αυτές. Η υπόσχεση του Wiesel με εκείνο το «ποτέ ξανά» δεν δόθηκε μόνο στα θύματα των φρικαλεοτήτων του παρελθόντος, αλλά και σε όλα τα μελλοντικά θύματα. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δοθεί τώρα η μάχη: είτε η αλήθεια για τα δύο τελευταία χρόνια θα βγει στην δημόσια θέα, είτε θα μπει στη λήθη. Βλέπουμε ήδη μια αναδίπλωση μεταξύ των αξιωματούχων μας, των οποίων η κακή διαχείριση της πανδημίας είναι αναμφισβήτητη. 

Αλλά αυτό είναι κάτι πέρα από το θέμα μου. Βασιζόμασταν για πάρα πολύ καιρό στους θεσμούς, για να θυμούνται για λογαριασμό μας, να δημιουργούν ηθική ευθύνη για λογαριασμό μας. Στην εποχή της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης, εκπαιδευτήκαμε η προσωπική ευθύνη να είναι κάτι έξω από εμάς. Μας έμαθαν να πιστεύουμε ότι οι θεσμοί θα λειτουργούσαν ως υποκατάστατο της ηθικής μας συνείδησης, κάνοντας τον απολογισμό και ζητώντας συγγνώμη για λογαριασμό μας. Δεν αρνούμαι τη σημασία της συλλογικής ευθύνης. Αλλά μερικές φορές ο ηθικός τραυματισμός είναι προσωπικός, που έχει προκληθεί από τα άτομα μεταξύ τους, και η λογοδοσία πρέπει να γίνει κατά πρόσωπο. 

Λίγοι είναι αυτοί που δεν είναι προσωπικά συνένοχοι στα δεινά της τελευταίας διετίας. Και ο πειρασμός να φορέσουμε την πανοπλία του απλώς παρευρισκόμενου είναι ισχυρός, για να πούμε ότι δεν συμμετείχαμε, ότι «δεν είχαμε άλλη επιλογή». Αλλά η συνενοχή είναι μια μορφή ηθικής δράσης, μερικές φορές η πιο ισχυρή που υπάρχει. 

Δεν θα ήταν υπέροχο αν το ηθικό μας «μητρώο» μπορούσε να γίνει λευκό, αν μπορούσαμε να απαλλαγούμε από όλο το κακό που προκαλέσαμε; Κάτι τέτοιο όμως δεν τιμά την αλήθεια και δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκούμε την ανθρώπινή μας υπόσταση. 

Κι αν η αλήθεια δεν βγει προς τα έξω ποτέ; 

Μπορεί και να μην βγει. 

Αλλά αν δεν βγει, τουλάχιστον ο λόγος δεν θα πρέπει να είναι το ότι αγνοήσαμε αυτούς που μας φώναζαν απελπισμένα, το ότι κρυφτήκαμε πίσω από μια ασπίδα συμμόρφωσης και πειθαρχίας. Ο δρόμος της επιστροφής προς την ελευθερία, την ενότητα και τη συμφιλίωση ξεκινά με τη κατάθεση μαρτυρίας και την υπευθυνότητα, και οφείλουμε να κάνουμε αυτά τα επώδυνα πρώτα βήματα τώρα. 

***
 

Η Δρ. Julie Ponesse είναι καθηγήτρια Ηθικής που έχει διδάξει στο Huron University College του Οντάριο για 20 χρόνια. Τέθηκε σε άδεια και της απαγορεύτηκε η πρόσβαση στην πανεπιστημιούπολη της λόγω της υποχρεωτικότητας του εμβολίου. Παρουσίασε στη σειρά The Faith and Democracy Series το 2021. Η Δρ. Ponesse έχει πλέον αναλάβει νέο ρόλο στο The Democracy Fund, μια εγγεγραμμένη καναδική φιλανθρωπική οργάνωση που στοχεύει στην προώθηση των πολιτικών ελευθεριών, όπου υπηρετεί ως υπότροφος ηθικής της πανδημίας.