Αντί να καλλιεργεί «υλικές» αξίες, ο καπιταλισμός, καθώς αναπτύσσεται, κάνει ακριβώς το αντίθετο
Μία από τις πιο συνηθισμένες κατηγορίες που εξαπολύονται κατά της ελεύθερης αγοράς (ακόμη και από πολλούς από τους φίλους της) είναι ότι αντανακλά και ενθαρρύνει τον άκρατο «εγωιστικό υλισμό». Ακόμα κι αν η ελεύθερη αγορά - ο ανεμπόδιστος καπιταλισμός - προωθεί καλύτερα τους «υλικούς» σκοπούς του ανθρώπου, υποστηρίζουν οι επικριτές της, αποσπά την προσοχή του ανθρώπου από τα ανώτερα ιδανικά. Οδηγεί τον άνθρωπο μακριά από πνευματικές ή διανοητικές αξίες και ατροφεί κάθε πνεύμα αλτρουισμού.
Καταρχήν, αυτό που αποκαλούν «οικονομικός σκοπός» δεν υπάρχει. Η οικονομία είναι απλώς μια διαδικασία εφαρμογής των μέσων για οποιονδήποτε σκοπό μπορεί να υιοθετήσει ένα άτομο. Ένα άτομο μπορεί να στοχεύει σε όποιον σκοπό θέλει, «εγωιστικό» ή «αλτρουιστικό». Αν κρατήσουμε σταθερούς τους υπόλοιπους ψυχικούς παράγοντες, είναι προς το συμφέρον του καθενός να μεγιστοποιήσει το χρηματικό του εισόδημα στην αγορά. Όμως αυτό το μέγιστο εισόδημα μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί για «εγωιστικούς» ή «αλτρουιστικούς» σκοπούς. Το ποιους στόχους επιδιώκουν οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρει την επιστήμη της πραξεολογίας. Ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του για να αγοράσει ένα γιοτ ή να χτίσει ένα σπίτι για άπορα ορφανά. Η επιλογή εξαρτάται από αυτόν. Όμως το θέμα είναι ότι όποιον στόχο κι αν επιδιώκει, πρέπει πρώτα να κερδίσει τα χρήματα, πριν μπορέσει να πετύχει τον στόχο.
Δεύτερον, όποια ηθική φιλοσοφία κι αν υιοθετήσουμε -είτε τον αλτρουισμό είτε τον εγωισμό- δεν μπορούμε να επικρίνουμε την επιδίωξη χρηματικού εισοδήματος στην αγορά. Εάν διατηρούμε μια εγωιστική κοινωνική ηθική, τότε προφανώς μπορούμε μόνο να επικροτήσουμε τη μεγιστοποίηση του χρηματικού εισοδήματος, ή ενός μείγματος χρηματικού και άλλου ψυχικού εισοδήματος, στην αγορά. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα εδώ. Ωστόσο, ακόμη κι αν υιοθετήσουμε μια αλτρουιστική ηθική, πρέπει να επικροτήσουμε τη μεγιστοποίηση του χρηματικού εισοδήματος εξίσου θερμά. Διότι τα κέρδη στην αγορά είναι ένας κοινωνικός δείκτης των υπηρεσιών κάποιου προς τους άλλους, τουλάχιστον με την έννοια ότι οποιεσδήποτε υπηρεσίες είναι ανταλλάξιμες. Όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα ενός ανθρώπου, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπηρεσία του προς τους άλλους. Πράγματι, θα πρέπει να είναι πολύ πιο εύκολο για τον αλτρουιστή να επικροτεί τη μεγιστοποίηση του χρηματικού εσόδου ενός ατόμου, σε σύγκριση με το ψυχικό του κέρδος, όταν αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τον προηγούμενο στόχο. Έτσι, ο συνεπής αλτρουιστής είναι αναγκασμένος να καταδικάσει την άρνηση ενός ανθρώπου να εργαστεί σε μια δουλειά με υψηλούς μισθούς, και την προτίμησή του για μια δουλειά με χαμηλότερη αμοιβή κάπου αλλού. Αυτός ο άνθρωπος, όποιος κι αν είναι ο λόγος, αψηφά τις σηματοδοτημένες επιθυμίες των καταναλωτών, των συνανθρώπων του στην κοινωνία.
Εάν, λοιπόν, ένας ανθρακωρύχος μετακινηθεί σε μια πιο ευχάριστη - αλλά χαμηλότερα αμειβόμενη - δουλειά ως υπάλληλος παντοπωλείου, ο συνεπής αλτρουιστής πρέπει να τον κατηγορήσει επειδή στέρησε από τον συνάνθρωπό του τα απαραίτητα για εκείνον οφέλη. Μιας και ο συνεπής αλτρουιστής πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι το χρηματικό εισόδημα στην αγορά αντανακλά τις υπηρεσίες προς τους άλλους, ενώ το ψυχικό εισόδημα είναι ένα καθαρά προσωπικό, ή «εγωιστικό», κέρδος. 18
Αυτή η ανάλυση ισχύει άμεσα στην επιδίωξη του ελεύθερου χρόνου. Ο ελεύθερος χρόνος, όπως είδαμε, είναι βασικό καταναλωτικό αγαθό για την ανθρωπότητα. Ωστόσο, ο συνεπής αλτρουιστής θα έπρεπε να αρνηθεί σε κάθε εργαζόμενο κάθε ελεύθερο χρόνο – ή, τουλάχιστον, να αρνηθεί κάθε ώρα ελεύθερου χρόνου πέρα από αυτή που είναι απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση της παραγωγικότητάς του. Κάθε ώρα που αφιερώνεται στον ελεύθερο χρόνο μειώνει τον χρόνο που μπορεί να αφιερώσει ένας άνθρωπος στην εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του.
Οι συνεπείς υποστηρικτές της «κυριαρχίας των καταναλωτών» θα ήταν υποχρεωμένοι να επιδοκιμάζουν την υποδούλωση ενός άεργου, ή ενός ανθρώπου που προτιμά να ακολουθεί τις δικές του επιδιώξεις κι όχι την εξυπηρέτηση του καταναλωτή. Αντί να περιφρονεί την επιδίωξη του χρηματικού κέρδους, ο συνεπής αλτρουιστής θα πρέπει να επαινεί την επιδίωξη του χρήματος στην αγορά και να καταδικάζει τυχόν αντικρουόμενους μη χρηματικούς στόχους που μπορεί να έχει ένας παραγωγός πλούτου —είτε αυτός ο στόχος είναι ο ενθουσιασμός για μια δουλειά που πληρώνει λιγότερα, η απαρέσκεια για μια συγκεκριμένη εργασία, είτε η επιθυμία για ελεύθερο χρόνο. 19 Επομένως, οι αλτρουιστές που επικρίνουν τους χρηματικούς στόχους στην αγορά, κάνουν λάθος με τους δικούς τους όρους.
Η κατηγορία του «υλισμού» είναι επίσης εσφαλμένη. Η αγορά συναλλάσσεται, όχι απαραίτητα με «υλικά» αγαθά, αλλά με ανταλλάξιμα αγαθά. Είναι αλήθεια ότι όλα τα «υλικά» αγαθά είναι ανταλλάξιμα (εκτός από τα ίδια τα ανθρώπινα όντα), αλλά υπάρχουν επίσης πολλά μη υλικά αγαθά που ανταλλάσσονται στην αγορά. Ένας άνθρωπος μπορεί να ξοδέψει τα χρήματά του για να παρακολουθήσει μια συναυλία ή να προσλάβει δικηγόρο, για παράδειγμα, καθώς και σε τρόφιμα ή αυτοκίνητα. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να πούμε ότι η οικονομία της αγοράς προωθεί είτε υλικά είτε άυλα αγαθά. Απλά αφήνει κάθε άνθρωπο ελεύθερο να επιλέξει το δικό του μοτίβο δαπανών.
Τέλος, μια εξελισσόμενη οικονομία της αγοράς ικανοποιεί όλο και περισσότερες επιθυμίες των ανθρώπων για ανταλλάξιμα αγαθά. Ως αποτέλεσμα, η οριακή χρησιμότητα των ανταλλάξιμων αγαθών τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, ενώ η οριακή χρησιμότητα των μη ανταλλάξιμων αγαθών αυξάνεται. Εν ολίγοις, η μεγαλύτερη ικανοποίηση των «ανταλλάξιμων» αξιών προσδίδει πολύ μεγαλύτερη οριακή σημασία στις «μη ανταλλάξιμες» αξίες. Αντί να καλλιεργεί «υλικές» αξίες, λοιπόν, ο καπιταλισμός, καθώς αναπτύσσεται, κάνει ακριβώς το αντίθετο.
- 18.Ο W.H. Hutt πηγαίνει πραγματικά τόσο μακριά στο άρθρο του, «The Concept of Consumers' Sovereignity», Economic Journal , Μάρτιος, 1940, σελ. 66–77.
- 19.Είναι επίσης περίεργο ότι οι επικριτές γενικά επικεντρώνουν την μομφή τους στα κέρδη («το κίνητρο του κέρδους») και όχι στα άλλα εισοδήματα της αγοράς, όπως οι μισθοί. Είναι δύσκολο να δει κανείς οποιοδήποτε νόημα σε ηθικές διακρίσεις μεταξύ αυτών των εισοδημάτων.***