29 Απριλίου, 2021

Από τον Χριστιανισμό ως τον εθνικισμό, ο Rothbard είχε μια ξεχωριστή άποψη για κάθε θέμα

 Ο Rothbard υποστηρίζει ότι οφείλουμε στους θρησκευόμενους στοχαστές ευγνωμοσύνη, γιατί εκείνοι έβαλαν τα θεμέλια των σύγχρονων οικονομικών. Κόντρα στη διαδεδομένη πεποίθηση, οι ύστεροι στοχαστές του Μεσαίωνα, και όχι ο Adam Smith, πρόσφεραν την πρώτη συστηματική αιτιολόγηση των σύγχρονων οικονομικών θεωριών



Κρίνοντάς τον απλά και μόνο από την ποιότητα και τον όγκο του πνευματικού του έργου, ο Murray Rothbard ήταν μια ιδιοφυΐα. Αν και στεκόμαστε την επινοητικότητα της ξεχωριστής διάνοιάς του, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο Rothbard ήταν εξπέρ στο να αψηφά τα στερεότυπα. Δυστυχώς, πολλοί υποθέτουν ότι οι φιλελεύθεροι / λιμπερταριανοί είναι εχθρικοί προς τον Χριστιανισμό, ωστόσο ο Rothbard είχε αναγνωρίσει ότι «τα μεγαλύτερα και πιο δημιουργικά μυαλά στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν βαθιά και θεμελιωδώς θρησκευόμενοι, κι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Χριστιανοί.» 

Ο Rothbard έμαθε επίσης στους αναγνώστες του έργου του ότι οι Ισπανοί Σχολαστικοί συνέβαλλαν καθοριστικά στην επιστήμη των οικονομικών

.

Χριστιανισμός

Ο Rothbard σε διάφορα άρθρα και βιβλία του αντέκρουσε τον άδικο χαρακτηρισμό του ύστερου Σχολαστικισμού ως «πνευματικά άγονου». Στο άρθρο του «Νέο φως στην προϊστορία της Αυστριακής Σχολής», ο Rothbard υποστηρίζει ότι οφείλουμε στους θρησκευόμενους στοχαστές ευγνωμοσύνη, γιατί εκείνοι έβαλαν τα θεμέλια των σύγχρονων οικονομικών. Κόντρα στη διαδεδομένη πεποίθηση, οι ύστεροι στοχαστές του Μεσαίωνα, και όχι ο Adam Smith, πρόσφεραν την πρώτη συστηματική αιτιολόγηση των σύγχρονων οικονομικών θεωριών. Ο Rothbard γράφει για τους Σχολαστικούς: «Ήταν οι Ισπανοί Σχολαστικοί του 16ου αιώνα που ανέπτυξαν την καθαρά υποκειμενική, και φιλική προς την ελεύθερη αγορά, θεωρία της αξίας. Έτσι, ο Luis Saravia de la Calle αρνήθηκε ότι το κόστος παίζει οποιονδήποτε ρόλο στον καθορισμό των τιμών. Αντίθετα, η αγοραία τιμή, η οποία είναι η δίκαιη τιμή, καθορίζεται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, οι οποίες με τη σειρά τους είναι το αποτέλεσμα της συνολικής αξιολόγησης των καταναλωτών στην αγορά. Ο Saravia έγραψε ότι «εξαιρώντας κάθε απάτη και δολιότητα, η δίκαιη τιμή ενός πράγματος είναι η τιμή την οποία πιάνει στον χρόνο και στον τόπο όπου λαμβάνει χώρα η εκάστοτε συμφωνία.»

Συγκεκριμένα, οι Ισπανοί Σχολαστικοί ήταν εξαιρετικά εξελιγμένοι στην εφαρμογή της ανάλυσης της προσφοράς και της ζήτησης του χρήματος. Ο Rothbard γράφει για τον Δομινικανό Martín de Azpilcueta Navarro: «Αναφερόμενος σε πρωθύστερους Σχολαστικούς, ο Azpilcueta δήλωσε ότι « τα χρήματα αξίζουν περισσότερο όταν είναι λιγοστά από ό,τι όταν είναι άφθονα…. Επειδή «όλα τα εμπορεύματα γίνονται πιο πολύτιμα όταν είναι σε μεγάλη ζήτηση και μικρή προσφορά, και ότι τα χρήματα, στο βαθμό που μπορούν να πουληθούν ή να ανταλλαχθούν με κάποια άλλη μορφή σύμβασης, είναι εμπορεύματα και ως εκ τούτου γίνονται επίσης πιο πολύτιμα όταν είναι σε μεγάλη ζήτηση και μικρή προσφορά.»

Αυτή η ανάλυση είναι διαφωτιστική, μιας και ο Azpilcueta παρείχε σχετικά παραδείγματα: «Βλέπουμε από την εμπειρία μας στη Γαλλία, όπου τα χρήματα είναι λιγότερα από ό,τι στην Ισπανία, ότι το ψωμί, το κρασί, το ύφασμα και η εργασία αποτιμώνται πολύ λιγότερο. Και ακόμη και στην Ισπανία, σε περιόδους που τα χρήματα ήταν λιγοστά, τα εμπορεύσιμα αγαθά και η εργασία πωλούνταν για  πολύ λιγότερα από ό,τι μετά την ανακάλυψη των Ινδιών, οι οποίες πλημμύρισαν τη χώρα με χρυσό και ασήμι. Ο λόγος είναι ότι το χρήμα αξίζει περισσότερο όποτε και όπου είναι λιγοστό σε σχέση με όπου και όποτε είναι άφθονο.»

 

Το κίνημα της Μαύρης Δύναμης

Ο Rothbard ήταν ένας τόσο αντικειμενικός αναλυτής, που μπορούσε ακόμη και να εκτιμήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες του αντιρατσιστικού κινήματος Black Power (Μαύρη Δύναμη). 

Σε αντίθεση με πολλούς Δεξιούς, σημείωσε ότι «οι στόχοι και τα μέσα των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν κρατικιστικά και αριστερόστροφα στον πυρήνα τους». Ο Rothbard υποστήριξε ότι η αποτυχία των πολιτικών δικαιωμάτων να αλλάξουν τη νοοτροπία των ανθρώπων οδήγησε στην αφύπνιση των μαύρων ακτιβιστών, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να αναγκάσουν τους ρατσιστές να ανεχθούν τα αιτήματά τους. Ως αποτέλεσμα, αντί να ασκούν πιέσεις για την ενσωμάτωση των μαύρων, εκείνοι οι ηγέτες σκέφτηκαν ότι θα ήταν πιο συνετό για τους μαύρους να δημιουργήσουν κοινότητες ελεύθερες από τον ασφυκτικό έλεγχο των λευκών, και ο Rothbard τους υποστήριξε εν προκειμένω σε ένα δημοφιλές δοκίμιο: «Οι νέγροι άρχισαν να στρέφονται, και μάλιστα γρήγορα, από το παλιό «φιλελεύθερο» ιδανικό της υποχρεωτικής ενσωμάτωσης σε μια άλλη παράδοση που υπέφωσκε προηγουμένως, υπόγεια και απαξιωμένη, στον πυρήνα της νέγρικης κοινότητας. Αυτή ήταν η ιδέα του μαύρου εθνικισμού, μια ιδέα που πάντα είχε απήχηση, όχι στους μορφωμένους και εύγλωττους νέγρους, αλλά στους φτωχότερους κατοίκους των γκέτο. Η μαύρη εθνικιστική ιδέα ήρθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1920 με τον εκπληκτικά δημοφιλή Marcus Garvey.»

Ο Rothbard ένιωθε ότι οι συνθήκες της δεκαετίας του 1960 δικαιολογούσαν τον μαύρο διαχωρισμό: «Για μια περίοδο πολλοί συντηρητικοί ήταν ενθουσιασμένοι με τον μαύρο εθνικισμό…. Οι συντηρητικοί ήταν περιχαρείς με την εθνικιστική και μουσουλμανική έμφαση στην αυτονομία, την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια των Νέγρων, σε αντίθεση με τα παλιά ιδανικά της εξαναγκαστικής ενσωμάτωσης, προερχόμενα από τους υψηλά πολιτικά ιστάμενους. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που οι συντηρητικοί υποστηρικτές του μαύρου εθνικισμού αγνόησαν: η αυτονομία, η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η προκοπή, η επιχειρηματικότητα των νέγρων κ.λπ. είναι όλα καλά και όμορφα. Αλλά δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα ευδοκιμήσουν μέσα στο πλαίσιο της πραγματικότητας για τους μαύρους στην Αμερική: την μόνιμη καταπίεση από τη λευκή «δομή της εξουσίας». Κανένα από αυτά τα καλά και φιλελεύθερα προτάγματα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς πρώτα απ' όλα, να απαλλάξει από τον τράχηλο του λαού των Νέγρων τις, διοικούμενες από λευκούς, τοπικές και κεντρικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ.»

 

Εθνικισμός και Εθνική Απελευθέρωση

Αν και οι φιλελεύθεροι καταδικάζουν συχνά τον εθνικισμό, ο Rothbard υποστήριξε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο εθνικισμός μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση καταπιεσμένων ομάδων. Όπως υποστηρίζει σε ένα δοκίμιο του 1966 : «Υπάρχουν δύο αντικρουόμενες μορφές εθνικισμού: η επιθυμία να απελευθερωθεί ένα καταπιεσμένο έθνος από τις αλυσίδες που του επιβάλλει ένα άλλο έθνος (ένα κίνημα για την «εθνική απελευθέρωση»), σε αντίθεση με την επιθυμία να επιτεθεί εναντίον άλλων εθνών και να καταργήσει την εθνική κυριαρχία τους…. Το ένα αποτελεί μια φιλελεύθερη μορφή εθνικισμού (σ.σ. εθνισμός), το άλλο μια επεμβατική, βαθιά αντι-φιλελεύθερη μορφή (σ.σ. σωβινισμός). Ένα Νέγρικο εθνικιστικό κίνημα στη σημερινή Αμερική είναι ένα κίνημα για την εθνική τους απελευθέρωση. Οποιαδήποτε επιμονή των λευκών για την αποτροπή ενός τέτοιου κινήματος αποτελεί παράδειγμα λευκού ιμπεριαλισμού. Αυτές είναι οι ποιοτικές διαφορές στην έννοια του εθνικισμού.»

Στον ριζοσπαστισμό του, ο Rothbard υποστήριξε ότι οι μαύροι Αμερικανοί ήταν ένας αποικιοκρατούμενος λαός, και ότι θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι από τη μέγγενη του κράτους. Συγκεκριμένα, οι ακτιβιστές της αστικής αναβάθμισης και οι διαχειριστές των σχολείων ξεχωρίζουν στην κριτική του στο αμφιλεγόμενο δοκίμιό του σχετικά με το Black Power. Ο Rothbard περιγράφει λεπτομερώς τις αρνητικές επιπτώσεις της αστικής αναβάθμισης στις μαύρες κοινότητες: «Όλοι οι καλοί Προοδευτικοί, όχι πολύ καιρό πριν, συνήθιζαν να θαυμάζουν την αστική αναβάθμιση ως ένα μέσο για να βοηθήσουν τους φτωχούς και να δώσουν μια αισθητική στην πόλη. Τώρα, οι ριζοσπάστες και ορισμένοι συντηρητικοί αρχίζουν να συμφωνούν (σε μια ακόμα διογκούμενη μορφή συνασπισμού «Αριστεράς-Δεξιάς») ότι η αστική αναβάθμιση είναι πραγματικά μια τεράστια επιχορήγηση στα συμφέροντα των εμπόρων ακινήτων, εις βάρος όχι μόνο του φορολογούμενου που ήταν πάντα κάτι εμφανές, αλλά και εις βάρος των ίδιων των φτωχών, οι οποίοι εκδιώκονται συνοπτικά από τα σπίτια τους από τις μπουλντόζες της αστικής αναβάθμισης και επιβάλλεται η παρουσία τους αλλού, διπλασιάζοντας τις παραγκουπόλεις εκεί. Εάν προσπαθήσουν να μετακομίσουν στα καινούργια σπίτια των αναβαθμισμένων αστικών περιοχών, διαπιστώνουν ότι υπάρχει πολύ λιγότερος διαθέσιμος χώρος και πολύ υψηλότερα ενοίκια από ό, τι πλήρωναν στο παρελθόν. Έτσι, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι η «αστική αναβάθμιση» είναι στην πραγματικότητα η «εκδίωξη των Νέγρων» - γιατί η αστική αναβάθμιση έχει εστιαστεί στα γκέτο των Νέγρων.»

Είναι εξίσου επικριτικός για τους διαχειριστές των σχολείων: «Οι νόμοι υποχρεωτικής εγγραφής στα σχολεία υποχρεώνουν όλους τους νέους της χώρας, ανεξάρτητα από τα ταλέντα ή τις κλίσεις τους, να συμμετέχουν σε αυτό το τεράστιο σύστημα που μοιάζει με φυλακή, με τους δασκάλους και τους διευθυντές να είναι οι φρουροί και οι δεσμοφύλακες τους. Η καταπίεση είναι πολύ πιο σκληρή στις αστικές περιοχές των Νέγρων, όπου τόσα πολλά παιδιά δεν έχουν την κλίση να πηγαίνουν στο σχολείο, και όπου ο ρατσισμός καθώς και το μίσος για τα ήθη της εργατικής τάξης εκφράζονται πλήρως από το προσωπικό του σχολείου, που είναι οπλισμένο με την εξουσία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης για να αναγκάσει τα παιδιά να μείνουν στο σχολείο. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Νέγρικη νεολαία έχει απογοητευτεί από την αναγκαστική παραμονή της στο σύστημα.»

Έτσι, ο Rothbard συνεχίζει να προβληματίζει ακόμη και μετά τον θάνατό του. Για παράδειγμα, ο μέσος άνθρωπος που δεν έχει διαβάσει τα γραπτά του θα υποθέσει ότι δεν ενδιαφερόταν για τους χριστιανούς φιλόσοφους. Και όπως αναμενόταν, οι άνθρωποι υπό την επήρεια των αριστερόστροφων ψευδαισθήσεων πιστεύουν ότι ήταν ρατσιστής, χωρίς να εντρυφήσουν στις ιδέες του. Ωστόσο, ο Rothbard ήταν ένας γίγαντας μεταξύ των ανθρώπων, και ένας εξαιρετικά εύγλωττος υπερασπιστής της αυτοδιάθεσης των μαύρων.


Το άρθρο του Lipton Mathews δημοσιεύτηκε από το Mises Institute στις 8/4/2021