Η μομφή του «υλισμού» που στρέφεται κατά της ελεύθερης αγοράς, αγνοεί το γεγονός ότι όλα τα σπουδαία έργα τέχνης, όλα τα μεγάλα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν υλικά μέσα. Είναι αδιανόητο να διαχωρίζεται το «πνευματικό» από το «υλικό».
Δεν υπάρχει καμία αναγκαία σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και στο να υποστηρίζει κανείς τον φιλελευθερισμό ή όχι. Είναι αλήθεια ότι πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, λιμπερταριανοί επί του παρόντος είναι αθεϊστές, αλλά αυτό έχει σχέση με το γεγονός ότι οι περισσότεροι διανοούμενοι, των περισσότερων πολιτικών πεποιθήσεων, είναι επίσης αθεϊστές.
Υπάρχουν πολλοί φιλελεύθεροι που είναι θρήσκοι, Εβραίοι ή Χριστιανοί. Μεταξύ των κλασσικών-φιλελεύθερων προγόνων του σύγχρονου λιμπερταριανισμού, σε μια πιο θρησκευόμενη εποχή, υπήρχαν μυριάδες χριστιανοί. Από τον John Lilburne, τον Roger Williams, την Anne Hutchinson και τον John Locke τον 17ο αιώνα, μέχρι τον Cobden, τον Bright, τον Frédéric Bastiat, τους Γάλλους φιλελεύθερους του laissez-faire και τον μεγάλο Λόρδο Acton.
«Η τοποθέτηση του κράτους ως υπεύθυνου για τις ηθικές αρχές, ισοδυναμεί με την τοποθέτηση της αλεπούς ως υπεύθυνης ασφαλείας στο κοτέτσι».
Οι λιμπερταριανοί πιστεύουν ότι η ελευθερία αποτελεί φυσικό δικαίωμα, ενσωματωμένο σε έναν φυσικό νόμο που ορίζει τι είναι κατάλληλο για τον άνθρωπο, σύμφωνα με τη φύση του. Το από πού προέρχεται αυτό το σύνολο των φυσικών νόμων - είτε είναι καθαρά φυσικοί, είτε προέρχονται από τον δημιουργό - είναι ένα σημαντικό οντολογικό ζήτημα, αλλά δεν έχει σχέση με την κοινωνική ή την πολιτική φιλοσοφία.
Όπως το θέτει ο πατήρ Thomas Davitt:
Αν η λέξη «φυσικό» σημαίνει οτιδήποτε, αναφέρεται στη φύση ενός ανθρώπου και όταν χρησιμοποιείται μαζί με τον «νόμο», η λέξη «φυσικό» πρέπει να αναφέρεται σε μια διαρρύθμιση που εκδηλώνεται στις τάσεις της φύσης ενός ανθρώπου, και σε τίποτε άλλο. Ως εκ τούτου, αφ' εαυτού του, δεν υπάρχει τίποτα το θρησκευτικό ή θεολογικό στον «Φυσικό Νόμο» του Θωμά Ακινάτη.1
Ή, όπως γράφει ο D’Entrèves για τον Ολλανδό προτεστάντη νομικό Hugo Grotius του 17ου αιώνα:
Ο ορισμός του φυσικού νόμου από τον Grotius δεν περιέχει τίποτα το επαναστατικό. Υποστηρίζει ότι ο φυσικός νόμος είναι εκείνο το σύνολο των κανόνων που ο άνθρωπος είναι σε θέση να ανακαλύψει με τη χρήση της λογικής του. Ως εκ τούτου, δεν κάνει κάτι άλλο παρά επαναδιατυπώνει την άποψη των Σχολαστικών περί ορθολογικά θεμελιωμένης ηθικής. Στην πραγματικότητα, ο στόχος του είναι μάλλον να αποκαταστήσει αυτή την έννοια, που είχε κλονιστεί από τον ακραίο Αυγουστινισμό ορισμένων Προτεσταντικών ρευμάτων σκέψης. Όταν δηλώνει ότι αυτοί οι κανόνες ισχύουν από μόνοι τους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τους θέλησε ο Θεός, επαναλαμβάνει κάτι που έχει ήδη υποστηριχτεί από κάποιους από τους Θεολόγους της σχολαστικής σχολής.2
Ο φιλελευθερισμός κατηγορείται ότι αγνοεί την πνευματική φύση του ανθρώπου. Αλλά κάποιος μπορεί εύκολα να οδηγηθεί στον φιλελευθερισμό από μια θρησκευτική ή χριστιανική θέση: υπογραμμίζοντας τη σημασία του ατόμου, της ελευθερίας της θέλησης του, των φυσικών δικαιωμάτων και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε όλες αυτές τις θέσεις, ακολουθώντας μια κοσμική προσέγγιση φυσικού δικαίου, μέσω της πεποίθησης ότι ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε μια ορθολογική αντίληψη του φυσικού νόμου.
Ιστορικά, επιπλέον, δεν είναι καθόλου σαφές ότι η θρησκεία είναι σταθερότερη βάση για το φυσικό δίκαιο, από ό,τι τα φιλελεύθερα συμπεράσματα. Όπως μας υπενθύμισε ο Karl Wittfogel, η ένωση του θρόνου και της αγίας τράπεζας έχει χρησιμοποιηθεί για αιώνες ώστε να εδραιώσει την κυριαρχία του δεσποτισμού στην κοινωνία.3
Ιστορικά, η ένωση εκκλησίας και κράτους υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις ένας αλληλο-ενισχυόμενος συνασπισμός τυραννίας. Το κράτος χρησιμοποίησε την εκκλησία για να καθαγιάσει και να κηρύξει την υπακοή στην, δήθεν, Θεϊκά επιβεβλημένη εξουσία του. Η εκκλησία χρησιμοποίησε το κράτος για να κερδίσει προσόδους και προνόμια.
Οι Αναβαπτιστές κολεκτιβοποίησαν και τυράννησαν το Münster στο όνομα της χριστιανικής θρησκείας.4
Και, πιο κοντά στον δικό μας αιώνα, ο χριστιανικός σοσιαλισμός και το σοσιαλιστικό «ευαγγέλιο» έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιβολή του κρατισμού, και ο απολογητικός ρόλος της Εκκλησίας στη σοβιετική Ρωσία ήταν πολύ ξεκάθαρος. Κάποιοι καθολικοί επίσκοποι στη Λατινική Αμερική έχουν διακηρύξει μάλιστα ότι η μόνη οδός προς τη βασιλεία των ουρανών είναι μέσω του μαρξισμού. Αν ήθελα να γίνω κακεντρεχής, θα μπορούσα να επισημάνω ότι ο ιεραπόστολος Jim Jones, πέραν του ότι ήταν λενινιστής, ανακήρυξε επίσης τον εαυτό του ως την μετενσάρκωση του Ιησού.
«Μια ενέργεια, πολύ σπάνια μπορεί να αποκαλείται ηθική, αν κάποιος είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει με το πιστόλι στον κρόταφο».
Επιπλέον, τώρα που ο σοσιαλισμός έχει προφανώς αποτύχει πολιτικά και οικονομικά, οι σοσιαλιστές το γύρισαν στην «ηθική» και στον «πνευματισμό» ως ύστατα επιχειρήματα για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους. Ο σοσιαλιστής Robert Heilbroner, υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός θα πρέπει να είναι αναγκαστικός και θα πρέπει να επιβάλλει μια «συλλογική ηθική» (collective morality) στην κοινωνία. Υποστηρίζει ότι: «ο πολιτισμός της μπουρζουαζίας επικεντρώνεται στην υλική επιτυχία του ατόμου. Ο σοσιαλιστικός πολιτισμός πρέπει να επικεντρωθεί στα ηθικά και πνευματικά του επιτεύγματα».
Το γαργαλιστικά ενδιαφέρον είναι, ότι αυτή η θέση του Heilbroner χαιρετίστηκε ένθερμα από τον συντηρητικό θρησκευτικό αρθρογράφο της National Review , Dale Vree. Γράφει ο Vree:
Ο Heilbroner … επαναλαμβάνει αυτά που γράφουμε στην N.R. κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα: δεν μπορούμε να έχουμε ταυτόχρονα την ελευθερία και την αρετή. Σημειώστε, παραδοσιοκράτες. Παρά την αναιτιολόγητη ορολογία του, ο Heilbroner επιδιώκει το ίδιο που επιδιώκουμε κι εμείς: Την αρετή.5
Ο Vree είναι επίσης ενθουσιασμένος με την άποψη του Heilbroner ότι: μια σοσιαλιστική κουλτούρα πρέπει να «ενθαρρύνει το πρωτείο της συλλογικότητας» αντί για το «πρωτείο του ατόμου». Αναφέρεται στο «ηθικό ή πνευματικό» επίτευγμα που προωθεί ο Heilbroner υπό τον σοσιαλισμό, έναντι του «υλικού» επιτεύγματος της μπουρζουαζίας και προσθέτει: «Υπάρχει μια χροιά παραδοσιοκρατίας σε αυτή τη δήλωση».
Ο Vree επικροτεί την επίθεση του Heilbroner στον καπιταλισμό, διότι (ο καπιταλισμός) δεν έχει την «αίσθηση του καλού» και επιτρέπει σε «συναινούντες ενήλικες» να κάνουν ό, τι θέλουν. Σε αντίθεση με αυτή την απεικόνιση της ελευθερίας, ο Vree γράφει ότι «ο Heilbroner είναι ελκυστικός, επειδή η σοσιαλιστική κοινωνία θα έχει την αίσθηση του «καλού», δεν θα επιτρέπονται τα πάντα.» Για τον Vree, είναι αδύνατο «να έχεις οικονομικό κολεκτιβισμό μαζί με πολιτισμικό ατομικισμό» και έτσι τείνει να προσανατολιστεί προς μία «νέα «σοσιαλιστική-παραδοσιακρατική σύντηξη».
Ο σοσιαλισμός οδηγεί στον ανθρώπινο αφανισμό
Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ ότι ο σοσιαλισμός γίνεται ιδιαίτερα δεσποτικός όταν αντικαθιστά τα «οικονομικά» ή «υλικά» κίνητρα με τα, φερόμενα ως, «ηθικά» ή «πνευματικά», καθώς προωθεί μια αόριστη «ποιότητα ζωής» αντί της οικονομικής ευημερίας.
Όταν η αμοιβή προσαρμόζεται στην παραγωγικότητα, υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία καθώς και υψηλότερα επίπεδα διαβίωσης. Διότι, όταν η επιβίωση στον «σοσιαλιστικό παράδεισο», στηρίζεται αποκλειστικά στην αλτρουιστική αφοσίωση, η αφοσίωση πρέπει να ενισχύεται τακτικά με το μαστίγιο. Η αυξανόμενη έμφαση στα ατομικά κίνητρα, σημαίνει αναπόφευκτα μεγαλύτερη έμφαση στην ατομική ιδιοκτησία και στην διατήρηση των ατομικών εισοδημάτων από αυτούς που τα κερδίζουν. Κάτι τέτοιο επιφέρει πολύ μεγαλύτερη ατομική ελευθερία, όπως φάνηκε στη Γιουγκοσλαβία, σε αντίθεση με τη σοβιετική Ρωσία.
Ο πιο τρομακτικός δεσποτισμός στη γη τα τελευταία χρόνια, ήταν αναμφίβολα η Καμπότζη του Πολ Ποτ, όπου είχε «εξαλειφθεί» ο «υλισμός» και τα χρήματα καταργήθηκαν από το καθεστώς. Με την κατάργηση του χρήματος και της ιδιωτικής περιουσίας, κάθε άτομο εξαρτιόταν απόλυτα από τα κουπόνια διανομής του κράτους και η ζωή ήταν μια κυριολεκτική κόλαση.
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί πριν μορφάσουμε ξινισμένοι, όταν ακούμε για «απλώς υλικούς» στόχους ή κίνητρα.
Η κατηγορία του «υλισμού» που στρέφεται κατά της ελεύθερης αγοράς, αγνοεί το γεγονός ότι κάθε ανθρώπινη δράση περιλαμβάνει τη μετατροπή των υλικών αντικειμένων, μέσω της ανθρώπινης ενέργειας, και σύμφωνα με τις ιδέες και τους σκοπούς του δρώντος. Είναι αδιανόητο να διαχωρίζεται το «ψυχικό» ή «πνευματικό» από το «υλικό».
Όλα τα σπουδαία έργα τέχνης, όλες οι μεγάλες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν υλικά αντικείμενα: είτε πρόκειται για καμβά, βούρτσες και χρώματα, χαρτί και μουσικά όργανα, είτε για δομικά υλικά και πρώτες ύλες για τις εκκλησίες. Δεν υπάρχει πραγματικό ρήγμα μεταξύ του «πνευματικού» και του «υλικού». Επομένως, κάθε δεσποτισμός έναντι του υλικού και κάθε παραγκωνισμός του, θα παρακωλύσει και το πνευματικό.
***
Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το δοκίμιο Myth and Truth About Libertarianism και βασίζεται σε έγγραφο που παρουσιάστηκε στην Εθνική Συνάντηση στην Φιλαδέλφεια του Σικάγο τον Απρίλιο του 1979. Το θέμα της συνάντησης ήταν «συντηρητισμός και Λιμπερταριανισμός».